Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2009







"... no ordinary eyes..."






Το "Εκατό μπουκάλια στο ράφι" (Ποταμός, 2004, μτφρ. Τασία Παναγοπούλου) είναι ένα προκλητικό βιβλίο που κατατάσσεται στο είδος του road novel. Μην ψάχνεται να βρείτε τι σημαίνει ετούτος ο όρος - δεν υπάρχει ερμηνεία. Είναι η αίσθηση που είχα διαβάζοντάς το: αμέσως ήρθαν στο νου μου το "On the Road" του Τζακ Κέρουακ και οι road movies.

Το μυθιστόρημα καταγράφει την ιστορία δύο γυναικών που είναι επιστήθιες φίλες από τα σχολικά τους χρόνια: της Ζέτα Άλβαρεθ, μίας εικοσάχρονης εκκεντρικής μποέμ με αντιαισθητική -σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα- εμφάνιση, "...πολύ αργή για να ζήσει στη Δύση...", μα υπερβολικά συναισθηματική και γενναιόδωρη. Και της Λίντα Ροθ που είναι το ακριβώς αντίθετο: καλλιεργημένη, σκληρή και αριβίστρια. Μια φιλόδοξη συγγραφέας που έχει τον έλεγχο της ζωής σχεδόν σε απόλυτο βαθμό. Βρισκόμαστε στην Αβάνα της Κούβας, στα τέλη της προηγούμενης χιλιετίας, εποχή που κυβερνά ακόμη ο Κάστρο, το να βρεις έστω κι ένα κιλό πατάτες παραμένει κατόρθωμα ενώ οι "πατατούλες τηγανητές" θεωρούνται λουκούλειο γεύμα.

Αντίθετα με τα "πιστεύω" και τις πράξεις των πρωταγωνιστών ενός road movie, η Ζέτα δεν αρπάζει τη ζωή, απλώς ζει με νωχέλεια ό,τι της τυχαίνει ή καλύτερα, ό,τι της προσφέρει η καλοσύνη -και το πείσμα- των γνωστών και φίλων - εάν δεν υπήρχε η Λίντα δεν θα έκανε τον κόπο ούτε καν να σπουδάσει. Αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι το ότι η Ζέτα έχει πλήρη επίγνωση του εαυτού της από μικρή ηλικία και τον αποδέχεται χωρίς ιδιαίτερο προβληματισμό ή σκέψη. Είναι δε τόσο παθητική που προκειμένου να μην αλλάξει κάτι, δέχεται το οτιδήποτε με ευχαρίστηση όπως π.χ. την βίαιη, σαδιστική φύση του ψυχασθενή εραστή της.

Η Ζέτα δεν ωριμάζει, ή μάλλον αρνείται πεισματικά να ωριμάσει, αντίθετα
με ότι συνήθως συμβαίνει με τον αντίστοιχο ήρωα ενός road movie. "Ζωή είναι η πάλη ενάντια στην ωριμότητα" φαίνεται να είναι το μότο της. Παρ' όλες τις εμπειρίες που "συλλέγει" στην διάρκεια αυτών των 364 σελίδων και τις οποίες θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να σμιλέψει τα κακώς κείμενα του εαυτού της, δεν το κάνει. Εκείνο που κάνει είναι να τραγουδά ένα συγκεκριμένο παιδικό τραγουδάκι που ξεκινά από το εκατό και αριθμώντας αντίστροφα φτάνει μέχρι το μηδέν μετά από πολλά ρεφρέν γιατί έτσι καλύπτει τον ενδόμυχο φόβο της, κερδίζει χρόνο και δεν παίρνει τις αποφάσεις που οφείλει στον εαυτό της. Ακόμη και στο τέλος, όταν της προσφέρονται καλύτερες συνθήκες διαβίωσης για εκείνη και για το πέντε μηνών μωρό που κουβαλά μέσα της, η Ζέτα δεν αποφασίζει - μόνο που τώρα δεν τραγουδά εκείνο το τραγουδάκι που πάει ως εξής: "εκατό μπουκάλια στο ράφι.../ αν πέσει το ένα.../ ενεννήντα μπουκάλια στο ράφι..."

Η μεγαλύτερη
όμως διαφοροποίηση -σε σχέση με ένα road movie- βρίσκεται στην πλοκή. Τα γεγονότα δεν συμβαίνουν καθ' οδών, δεν υπάρχει γεωγραφικό ταξίδι, εξωτικά μέρη και ειδυλλιακές περιγραφές. Αφετηρία και κατάληξη όλων των περιπετειών της ηρωίδας είναι η Γωνία του Χαρούμενου Σφυριού, η ετοιμόρροπη πολυκατοικία όπου κατοικεί από τη στιγμή που γεννήθηκε μέχρι και τώρα στα είκοσί της που γράφει ετούτη την εξιστόρηση. Αυτό το απομεινάρι της αριστοκρατίας του '30 μαζεύει σαν μαγνήτης πολλούς "εξωτικούς" ανθρώπους, ανθρώπους του περιθωρίου που βρίσκονται με ένα σφυρί στο χέρι όλη την ώρα "αναπαλαιώνοντας", "ανακατασκευάζοντας" το κτήριο - εξού και το όνομά του. Ετούτοι οι άνθρωποι γεμίζουν τα διαμερίσματα του κτηρίου και τις σελίδες του βιβλίου και μπορεί να καταλάβει κανείς που οφείλεται το τόσο χαρακτηριστικό χρώμα και ύφος της Αβάνα "βλέποντάς" τους. Η Ζέτα συναναστρέφεται και περιγράφει αυτούς τους γραφικούς ανθρώπους και "ταξιδεύει" μέσω αυτών - κάθε άνθρωπος κι ένα ταξίδι, έτσι δεν λένε;

Διαβάζω στο αφτί του βιβλίου ότι η συγγραφέας Ένα Λουτσία Πορτέλα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένας περίεργος συνδιασμός του Σάλιντζερ και του Μπόρις Βιαν. Δεν είναι υπερβολή. Η Πορτέλα γράφει με αναίδεια και βάλλει κατά ριπάς σε οτιδήποτε, είτε αυτό είναι λέγεται παιδική ηλικία, πατρότητα και φεμινισμός, είτε πρόκειται για φιλία, έρωτα, συντροφικότητα και ομοφυλοφιλία, είτε ακόμη αφορά στην πολιτική και την κοινωνία στην Κούβα. Σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται χρησιμοποιώντας μια ανελέητη αργκό. Η αθυροστομία της δεν περιέχει βωμολοχίες, μόνο καθημερινές λέξεις και εκφράσεις που, ωστόσο, δεν χωρούν σε καθωσπρέπει συμπεριφορές. Η πλούσια, μοναδική -
η γεμάτη επίθετα και ρήματα- γλώσσα που χρησιμοποιεί αποδομεί τα πάντα, από το πιο κωμικό έως το πιο τραγικό. Η φαντασία ξεχειλίζει από κάθε γραμμή.

Η γραφή της συγγραφέως είναι αιρετική, έντονη, γρήγορη και καλά δομημένη. Αν και υπήρχε παντού διάχυτη μια παραίτηση, μια αδράνεια και η απουσία κάθε επιθυμίας για οτιδήποτε από την πλευρά της Ζέτα, το μυθιστόρημα δεν είναι καθόλου καταθλιπτικό ή οτιδήποτε παρόμοιο. Το αντίθετο μάλιστα. Με συνεπήρε άθελά μου και γι' αυτό
θα το τοποθετήσω δίπλα στον Τζακ Κέρουακ - τηρουμένων, όμως, των πιο πάνω παρατηρήσεων και δίχως να χρειαστεί να τραγουδίσω το "εκατό μπουκάλια στο ράφι..."



Σημείωση: Η εικόνα είναι το εξώφυλλο του βιβλίου και πρόκειται για τη "Γυναίκα-φρούτο", λεπτομέρεια από φωτό του Μπρασσάι (1935).
O Χένρι Μίλλερ σχολίασε για τον Γάλλο φωτογράφο : "Όταν συναντήσεις αυτόν τον άντρα βλέπεις αμέσως ότι είναι εξοπλισμένος με ασυνήθιστα μάτια" - "When you meet the man you see at once that he is equipped with no ordinary eyes" . Από εδώ δανείστηκα τον τίτλο της σημερινής ανάρτησης που ταιριάζει χωρίς κόπο και στην συγγραφέα για την ξεχωριστή συγγραφική της ματιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου