Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2010






"Πρέπει να τολμήσεις να μάθεις"



Ένας λόγος που μου αρέσουν τα διηγήματα και οι νουβέλες είναι η λιτότητα και η συντομία με τις οποίες διατυπώνονται οι σκέψεις και η ζωή των ηρώων της κάθε ιστορίας δίχως αυτό να σημαίνει ότι πρόκειται για στεγνά κείμενα. Κάθε άλλο. Ο Γιενς Κρίστιαν Γκρόνταλ είναι ένας συγγραφέας που το αποδεικνύει με κομψό τρόπο και τρυφερότητα στο "Βιρτζίνια" (Πόλις, 2007, μτφρ. Λύο Καλοβυρνάς).

Το καλοκαίρι του '43, εν μέσω πολέμου, μία δεκαεξάχρονη κοπέλα φιλοξενείται από την οικογένεια ενός δεκατετράχρονου αγοριού. Οι δύο έφηβοι κάνουν πολύ παρέα και "οργώνουν" την εξοχή με τα ποδήλατά τους. Όταν καταρρίπτεται ένα βρετανικό αεροπλάνο στην περιοχή τους, η κοπέλα βρίσκει τον Άγγλο πιλότο να κρύβεται σε μια καλύβα στους αμμόλοφους. Τα δύο βράδυα που τον φροντίζει μυστικά είναι αρκετά για να τον ερωτευτεί. Το αγόρι, παρακινούμενος από περιέργεια ή ίσως από τη ζήλεια που νιώθει καθώς η κοπέλα αδιαφορεί για τον πόθο του, την ακολουθεί. Την ίδια στιγμή όμως, εμφανίζονται και οι Γερμανοί που ερευνούν το μέρος για τον Άγγλο. Ο πιλότος εξαφανίζεται, η κοπέλα επιστρέφει στο σπίτι της έχοντας μαζί μία ταμπακέρα που της έδωσε ο Άγγλος και το αγόρι μένει να αναρωτιέται αν όντως ήταν εκείνο που τον πρόδωσε, άθελά του. "... έπρεπε να κάνει κάτι γιατί, ακόμα κι αν τα έκανε χειρότερα, θα ήταν προτιμότερο από το να μην κάνει τίποτα..."

Το αγόρι μεγαλώνει και γίνεται ο αφηγητής της ιστορίας, ποτέ όμως δεν θα ξεκαθαρίσει μέσα του τι ήταν εκείνο που τον έκανε να μην πάρει ιδιαίτερες προφυλάξεις όταν παρακολουθούσε τον πιλότο και την φίλη του. Ακόμη και σαράντα τόσα χρόνια μετά, όταν θα συναντηθεί πάλι με την φίλη του στο Παρίσι, δεν θα τολμήσει να την ρωτήσει τίποτα σχετικό. Γράφοντας ετούτη την ανάρτηση, λοιπόν, σκεφτόμουν ότι αν δεν τολμήσεις να ρωτήσεις και να μάθεις αυτό που θέλεις, αυτό που σε "τρώει", οι αναπολήσεις σου θα έχουν πάντα την πικρή γεύση της ήττας. Ή την στυφή γεύση που έχει ο καπνός ενός τσιγάρου, σαν κι εκείνου που πέφτει πάνω στο γόνατο του αφηγητή καθώς, χρόνια μετά, καπνίζει το τελευταίο τσιγάρο Virginia του πιλότου. Όπως και να'χει όμως, για τον ηλικιωμένο τώρα πια άντρα οι αναπολήσεις αυτές γίνονται αφορμή για να γνωρίσει μιαν άλλη πλευρά του εφηβικού του έρωτα κι αυτή η πλευρά με τη σειρά της να τον οδηγήσει σε καινούργιες σκέψεις και γνωριμίες στο παρόν.

Ο Δανός συγγραφέας "πότισε" τις λιγοστές σελίδες του με νοσταλγία, εφηβικό ρομαντισμό και ανθρωπιά. Ίσως ετούτο να είναι, ξανασκέφτομαι, και το θετικό του να μεγαλώνεις - κι όχι να γερνάς: να μπορείς να κοιτάς πίσω σου με επιείκια, να μετατρέπεις την κάθε "ήττα" -με ή χωρίς εισαγωγικά- σε δύναμη και να προχωρείς μπροστά. Γερνάς μόνο όταν δεν μπορείς να το κάνεις αυτό. Κι ετούτος είναι ακόμη ένας λόγος που μου αρέσουν οι νουβέλες - το πόσο ζεστά φορτισμένο/η σε αφήνουν αυτά τα "μικρά" βιβλία όταν τα κλείνεις.

4 σχόλια:

  1. Πολύ έντονα κουβαλάω την ατμόσφαιρα της νουβέλας, μα δεν είναι ένα πολύ κομψό και ιδιαίτερο βιβλίο;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Α, και τόλμα να μάθεις. Μην φοβάσαι. Δεν είναι τίποτα πιο πλήρες από την αλήθεια (σου). ;)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Καλημέρα Σταυρούλα,

    ναι, αυτό το ξεχωριστό "βιβλιαράκι" με έκανε να δω λίγο πιο έντονα το πέρασμα του χρόνου. Δεν υπάρχει φόβος, η αλήθεια (μου) είναι εδώ και καιρό γνωστή. Ίσως η λοξή ματιά που ρίχνω στα πράγματα να δημιουργεί μια αμφισημία αλλά αυτό είναι (πολύ) προσωρινό. :-)

    ΑπάντησηΔιαγραφή