Τετάρτη 6 Απριλίου 2011







Οι σκιές των λέξεων
φωτίζουν την σκέψη μας 



Διάβασα το "Με λένε Ευρώπη" (Λιβάνης, 2010) του Γκαζμέντ Καπλάνι με αρκετή περιέργεια - ήθελα να δω  αφενός μεν την ματιά ενός "ξένου" για μας τους ντόπιους κι αφετέρου το ζήτημα της μετανάστευσης "εκ των έσω".  Δεν σας κρύβω πως όταν άρχισα να το ξεφυλλίζω ήμουν αρκετά επιφυλακτική για το περιεχόμενό του διότι το εξώφυλλο μου έφερνε στο νου μια ταινία του Θάνου Αναστόπουλου η οποία είχε ιδιαίτερα στενόχωρο θέμα, πράγμα που η διάθεσή μου εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε να αντέξει.

Βασικός κορμός της αφήγησης είναι ένας ηλικιωμένος Αλβανός μετανάστης που μετά από πενήντα περίπου χρόνια επιστρέφει στα Τίρανα. Η επιστροφή του αυτή θα πυροδοτήσει την μνήμη και ο γηραιός αφηγητής θα αρχίσει να αναθυμάται την ζωή του στην Ελλάδα. Όταν γνώρισε και ερωτεύτηκε την Ευρώπη, μια συμφοιτήτριά του και μαζί της έκανε "εντατικά μαθήματα" ελληνικής πραγματικότητας -  η βιοπάλη από την μια, το πανεπιστήμιο από την άλλη. Στο ενδιάμεσο, η γραφειοκρατική μιζέρια, "τα σοκαριστικά ελληνικά για αρχάριους που έμαθε ξεκοκκαλίζοντας το  'Φοβερό βήμα' του Ταχτσή" και διάφορες άλλες εμπειρίες που κάλλιστα στοιχειοθετούν τον όρο "μαγικός παραλογισμός". Ή, αν προτιμάτε "εφαρμοσμένος νεο-μικροαστικός υπερρεαλισμός".
 

Θα έλεγα πως πρόκειται για ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο αλλά αντίθετα με ότι συμβαίνει στο πρώτο βιβλίο του συγγραφέα, το "Μικρό ημερολόγιο συνόρων" όπου τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας διακρίνονται πιο καθαρά, εδώ τα όρια αυτά είναι δυσδιάκριτα. Ωστόσο, πολύ ευκρινές, αν όχι κυρίαρχο, είναι το μέλημα του αφηγητή  (και του συγγραφέα, υποθέτω) για την γλώσσα. Βρήκα αξιοθαύμαστη την χρήση και τους ελιγμούς που κάνει ο Καπλάνι με την ελληνική γλώσσα και θα ήθελα πολύ να σχολιάσω το υποδόριο χιούμορ του με την ειρωνική/αυτοσαρκαστική υφή του αλλά δεν θα το κάνω - κάποια πράγματα είναι καλύτερα να τα ανακαλύπτει κανείς μόνος. Εξαιρετική, επίσης, είναι η ικανότητά του να εμβαθύνει στο συναίσθημα και να μοιράζεται με τον αναγνώστη την σχέση του με την "ξένη" γλώσσα.

"Το να αφηγείσαι σε μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική σου είναι σαν να αρχίζεις την αφήγηση της ζωής σου από την αρχή. Γι' αυτό ένιωθα τα ελληνικά σαν  καινούργια παπούτσια που με προκαλούσαν την επιθυμία να τρέξω. Αφηγούμενος σε μια "ξένη"γλώσσα, ένιωθα όχι μόνο συμμέτοχος, αλλά και θεατής των βιωμάτων μου. Τα ελληνικά μου χάρισαν ένα άλλο στιλ και ρυθμό στην αφήγηση. Αλλά κυρίως μου χάρισαν την απόσταση που είχα τόσο ανάγκη για να αναπλάθω και να διαβάζω ξανά τα προηγούμενα και τα τωρινά μου βιώματα και αυτή η απόσταση είναι σωτήρια, καμιά φορά για τον αφηγητή. Ίσως γιατί μεταμορφώνει τα οικεία σε ανοίκεια. Η "ξένη" γλώσσα δεν κουβαλά το ιστορικό βάρος που κουβαλά η μητρική σου. Αφηγούμενος σε μια  "ξένη" γλώσσα, ειδικά για πράγματα βιωματικά, νιώθεις σαν να έχεις αποκτήσει μια ασπίδα που σε προστατεύει από την συντριβή και το αφόρητο βάρος των δικών σου βιωμάτων."

Το "Με λένε Ευρώπη"  είναι ένα ενδιαφέρον μυθιστόρημα - τα όρια που διαφεύγουν, το παιχνίδι με τον χρόνο (το παρόν της αφήγησης είναι τα Τίρανα του 2040 όπου αναπαριστάται με αρκετή ακρίβεια η νεοπλουτίστικη Αθήνα του 2000) ακόμη και το εύρημα του ονόματος της ερωμένης του αφηγητή που ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ως όχημα για να μιλήσει για τον κόσμο, ο γρήγορος (έως αβίαστα καταιγιστικός) ρυθμός και το σφιχτοδεμένο κείμενο μετέτρεψαν την επιφυλακτικότητά μου σε ενθουσιασμό. Πολύ περισσότερο δε το γεγονός ότι όταν ο αφηγητής μιλά για την μετανάστευση το κάνει με έναν τρόπο ευθύβολο κι απλό, απαλλαγμένο από κάθε μοιρολατρία ή ναρκισσισμό. 


Γυρνώντας, όμως, και την τελευταία από τις 367 σελίδες του βιβλίου, ήμουν κάπως αμήχανη - εντάξει με την δοκιμιακή χροιά που δίνει ο συγγραφέας στο κείμενο παραθέτοντας τις σκέψεις και τις αναλύσεις του για την γλώσσα, αλλά οι συνεντεύξεις των μεταναστών είναι λογοτεχνία; Αναρωτιόμουν γιατί στην βασική αφήγηση της ιστορίας παρεμβάλλονται είκοσι τέσσερις συνεντεύξεις τις οποίες πήρε ο ίδιος ο Γκαζμέντ Καπλάνι από  αλλοεθνείς μετανάστες (όχι μόνο Αλβανούς αλλά και Νιγηριανούς, Αρμένιους, Αφγανούς, κ.ά.), ή και ομοεθνείς μας που η τύχη τούς πήγε στο εξωτερικό.  Είχα ήδη διαβάσει τις περισσότερες από αυτές στη στήλη του στα ΝΕΑ και στην αρχή μού φάνηκαν αναλώσιμες. Ωστόσο, διαβάζοντάς τες για ακόμη μία φορά, ενταγμένες όπως ήταν σε ένα νέο, μυθιστορηματικό, πλαίσιο, διαπίστωσα πως  οι συγκεκριμένες μαρτυρίες δίνουν μια πολύ σαφή, νατουραλιστική, εικόνα της κατάστασης που επικρατεί στην χώρα μας για τους μετανάστες, πράγμα που απομακρύνει τον συγγραφέα από την πιθανότητα να γίνει μελοδραματικός ή λυρικά πικρός στην προσπάθειά του να μιλήσει για όλο αυτό. Βιβλίο-δημοσιογραφικό ντοκουμέντο, λοιπόν; 

Σε τούτο το σημείο, τα λόγια της Σοφίας Νικολαΐδου έβαλαν τα πράγματα στην θέση τους. "... δεν νοείται λογοτεχνία έξω από την γλώσσα. Η γλώσσα δεν είναι απλώς διεκπαιρεωτής, ένα ακόμα συγγραφικό εργαλείο. Είναι τρόπος θέασης και παράστασης - του κόσμου."  Και ο κόσμος του Γκαζμέντ Καπλάνι είναι ένας τόπος φωτισμένος, πολυφωνικός και χωρίς τείχη - τουλάχιστον όχι από το είδος εκείνο που δεν καταρρίπτεται.








Μικρό βιογραφικό: Ο Γκαζμέντ Καπλάνι γεννήθηκε σε μια κωμόπολη της Αλβανίας, τη Λούσνια, κι έφτασε στην Ελλάδα το 1991 με ένα καραβάνι μεταναστών. Έκανε όλες τις δουλειές που κάνουν συνήθως οι μετανάστες για να επιβιώσουν: μεταξύ άλλων, οικοδόμος, λαντζιέρης, περιπτεράς. Παράλληλα, σπούδασε στην Φιλοσοφική Σχολή του  Πανεπιστημίου Αθηνών ενώ γίνεται Διδάκτορας στο Πάντειο και τακτικός δημοσιογράφος στα ΝΕΑ όπου διατηρούσε μέχρι πρόσφατα τη δική του στήλη. Το μπλογκ του είναι αυτό.

Σημειώσεις: Το πρώτο εικαστικό θέμα είναι λεπτομέρεια από πίνακα του Ζωρζ ντε λα Τουρ ενώ το τρίτο είναι το "Ο ανάποδος καθρέφτης"  του Ρενέ Μαγκρίτ. Στη φωτογραφία ο ίδιος ο συγγραφέας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου