Ντικενσοποίησις
Η πρώτη επαφή μου με το έργο του Κάρολου Ντίκενς έγινε με "Το Παλαιοπωλείο" του - ήταν, θυμάμαι, μια πολυσέλιδη διασκευή για παιδιά με την στεγνή και κάπως αδέξια γλώσσα των μεταφράσεων εκείνης της εποχής που με κούραζε και μ' έκανε να νιώθω ανόητη που δεν μου άρεσε. Η αίσθηση εκείνης της γλώσσας με ακολουθούσε για πολλά χρόνια μετά, κάθε φορά που συναντούσα εκδόσεις της κλασικής λογοτεχνίας, μέχρι τη στιγμή που διάβασα μία σύγχρονη έκδοση του "Μεγάλες Προσδοκίες" η οποία αποκατέστησε τη σχέση μου με τον Ντίκενς. Γράφοντας, ωστόσο, τούτη την ανάρτηση συνειδητοποίησα πως η παλιά εκείνη αίσθηση καλά κρατούσε μέσα μου και ουσιαστικά, ήταν ο μόνος λόγος που όλο και ανέβαλα να ξεκινήσω το "Ο Ζοφερός Οίκος" (σε εξαιρετική μτφρ της Κλαίρης Παπαμιχαήλ, Gutenberg, 2009). Σκεφτόμουν βέβαια και τον όγκο των δύο τόμων του (1405 πυκνογραμμένες σελίδες) και το γεγονός πως δεν ήθελα να διαβάσω κάτι τόσο ζοφερό όσο ο τίτλος του μυθιστορήματος σε προϊδεάζει αλλά αυτά ήταν απλώς δικαιολογίες.
Βασικός άξονας του μυθιστορήματος είναι η εκδίκαση της υπόθεσης "Τζάρννταϊς και Τζάρννταϊς" στο Τσάνσερι του Λονδίνου (το τμήμα του Ανώτατου Δικαστηρίου της Αγγλίας, το οποίο εκδίκαζε υποθέσεις διαθηκών και ιδιοκτησιών κι όπου η έκδοση αποφάσεων βασίζονταν όχι στο Γραπτό Δίκαιο αλλά στο Άγραφο και στο Δεδικασμένο προηγούμενων υποθέσεων). Ο Τζον Τζάρννταϊς, "από τους καλύτερους κι ευγενέστερους ανθρώπους που έχει ποτέ περιγραφεί στην λογοτεχνία" σύμφωνα με τον Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, είναι ένας από τους διαδίκους και από τους βασικούς πρωταγωνιστές του βιβλίου. Πλούσιος, ευαίσθητος και φιλάνθρωπος -με την κυριολεκτική έννοια της λέξης- εργένης της ανώτερης τάξης, προστρέχει στις ανάγκες γνωστών και συγγενών προσπαθώντας να άρει τις αδικίες που έχει προκαλέσει στις ζωές τους η υπόθεση. Αρκεί βέβαια να μην γίνεται θόρυβος γύρω απ' το όνομά του γιατί τότε εξαφανίζεται σχεδόν τρέχοντας από την ομήγυρη. Ή, όταν βρίσκεται στο σπίτι/πύργο του -στον Ζοφερό Οίκο-, κλείνεται στο "Γκρινιαρείο" - το ειδικό δωμάτιο που έχει για να αποτραβιέται όταν η διάθεσή του δεν είναι η καλύτερη. Ο Τζον Τζάρνταϊς, λοιπόν, είναι κηδεμόνας της γλυκύτατης Έιντας Κλαιρ και του επιπόλαιου Ρίτσαρντ Κάρστοουν που επίσης εμπλέκονται στην δικαστική υπόθεση και τους οποίους θα φιλοξενήσει στον Ζοφερό Οίκο μέχρι να λήξει η εκδίκαση. Στον πύργο κατά καιρούς φιλοξενείται και ο Χάρι Σκίμπολ, ένας ποιητικίζων εστέτ που καμώνεται πως δεν καταλαβαίνει την πολυπλοκότητα των διαπροσωπικών και οικονομικών σχέσεων που αναπτύσσονται σε μια κοινωνία ενώ, κατά βάθος, κατανοεί πολύ καλά "τον κόσμο" και φροντίζει με χαριτωμένο αλλά δόλιο τρόπο να καρπώνεται τις ευγενικές προθέσεις του Τζον Τζάρνταϊς κι όχι μόνον αυτού. Ο πιο πιστός φίλος που διαθέτει ο Τζ.Τζάρννταϊς είναι ο Λώρενς Μπόυθορν με τον οποίο γνωρίζονται από τα χρόνια της σχολής. Ο Μπόυθορν είναι ένας εξτρίμ τύπος για τα δεδομένα της εποχής - βροντόφωνος, εριστικός κι ελαφρώς άξεστος, είναι επίσης καλοπροαίρετος και φροντίζει με τον δικό του τρόπο, να στηρίζει τον Τζον.
Η Έσθερ Σάμερσον είναι η κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος, ο ένας από τους δύο κεντρικούς αφηγητές του και η μοναδική γυναίκα-αφηγήτρια σε όλα τα μυθιστορήματα του Ντίκενς. Η Έσθερ είναι αγνώστων γονέων και μεγαλώνει στο σπίτι της νονάς της, της αυταρχικής και πουριτανής δεσποινίδος Μπάρμπαρι η οποία φροντίζει να την απομονώσει από τους συνομηλίκους της στο σχολείο και της εμφυσεί την αίσθηση ότι είναι ένα ανάξιο και περιττό πλάσμα. Μετά τον θάνατο της δεσποινίδος Μπάρμπαρι, η οποία στην πραγματικότητα είναι θεία της Έσθερ και αδερφή της λαίδης Ντέντλοκ, η κηδεμονία της νεαρής κοπέλας θα ανατεθεί στον Τζον Τζάρνταϊς ο οποίος θα χρηματοδοτήσει τις σπουδές της και μόλις τελειώσει θα την καλέσει να αναλάβει την επιστασία του Ζοφερού Οίκου και να γίνει συνοδός της ανηψιάς του Έιντας. Η Έσθερ θα δεχθεί ενθουσιασμένη με την καλή της τύχη και έχοντας αυξημένη αίσθηση του καθήκοντος θα κάνει πάντα το καλύτερο για να ευχαριστεί τον κηδεμόνα της. Η τόσο καλόγνωμη και πάντα πρόθυμη Έσθερ θα γοητεύσει, ερήμην της, τον Τζον Τζάρνταϊς ο οποίος θα της κάνει πρόταση γάμου κάπου προς το μέσον του δεύτερου τόμου. Μέχρι τότε η Έσθερ με την αφήγησή της θα μας έχει γνωρίσει όλους τους χαρακτήρες που σχετίζονται με τον Ζοφερό Οίκο και τον μέλλοντα σύζυγό της και θα μας έχει αφηγηθεί σε πρώτο πρόσωπο τις ιστορίες τους.
Ο δεύτερος αφηγητής μάς συστήνει σταδιακά στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον του Τζον Τζάρννταϊς κεντρική φιγούρα του οποίου είναι η λαίδη Ντέντλοκ για την οποία το μόνο που γνωρίζουμε στην αρχή είναι κάποιες δυσειδαιμονίες για την έπαυλη όπου μένει με τον υπέργηρο σύζυγό της, σερ Λέστερ Ντέντλοκ. Παγερή κι απόμακρη, βιώνει την απόλυτη ανία και αλλάζει τόπους διαμονής αρκετά συχνά ώστε να αποφεύγει την μονοτονία και την βλακεία της αριστοκρατίας. Ωστόσο, κάτω από τούτη την αινιγματική φυσιογνωμία κρύβεται ένα τραγικό μυστικό που την κατατρώει και επισκιάζει την υπόθεση "Τζάρννταϊς και Τζάρννταϊς" στην οποία εμπλέκεται κι αυτή. Όταν κάποια στιγμή -περίπου στο μέσον του δεύτερου τόμου- θα αποκαλυφθεί, θα επηρεάσει τους πάντες. Με αφορμή τούτο το μυστικό, φαντάζομαι πως, ο Ντίκενς δημιούργησε τον Επιθεωρητή Μπάκετ - έναν επίμονο και ευέλικτο αστυνομικό που, χωρίς να απολέσει τους τρόπους και την ψυχραιμία του, καταφέρνει να βρει τον δολοφόνο του κ.Τάλκινγκχορν, μεγαλοδικηγόρου της εποχής που διαχειρίζεται τις περιουσίες και τα μυστικά των αριστοκρατών μεταξύ των οποίων κι αυτό της λαίδης Ντέντλοκ. Αυτή η εγκιβωτισμένη ιστορία μυστηρίου είναι η πρώτη-πρώτη του είδους και δεν θα μου έκανε καθόλου εντύπωση εάν κάποτε αποδειχθεί πως από τον Επιθεωρητή Μπάκετ άντλησε στοιχεία ο Άρθρουρ Κόνναν Ντόυλ για να συνθέσει τον θαυμάσιο και οξυδερκή Σέρλοκ Χολμς του.
"Ο Ζοφερός Οίκος" είναι το ένατο μυθιστόρημα του Βρετανού κλασικού το οποίο προκάλεσε αντικρουόμενες αντιδράσεις - οι αναγνώστες το λάτρεψαν αυξάνοντας τις πωλήσεις του κατά 6.000 περισσότερες από το προηγούμενο έργο του Ντίκενς, τον Ντέιβιντ Κόππερφιλντ που είχε πουλήσει 26.000. Στην βιβλιοδετημένη έκδοση του μυθιστορήματος -το βιβλίο είχε αρχικά εκδοθεί σε είκοσι μηνιαίες συνέχειες, όσα και τα κεφάλαια της παρούσας ελληνικής έκδοσης- αναγκάζοντας τον συγγραφέα να γράψει στον πρόλογό της "Πιστεύω πως δεν είχα ποτέ τόσους πολλούς αναγνώστες όσους με αυτό το βιβλίο". Ωστόσο, οι κριτικοί της εποχής, ακόμη και οι πιο έγκριτες επιθεωρήσεις βιβλίου, το αγνόησαν αποφαινόμενοι πως ήταν "κακοδομημένο", "βεβιασμένο κι αφύσικο", "πολύ ρεαλιστικό για να αρέσει".
"Δεν θα εγκαταλείψω τα γεγονότα" έγραψε ο Ντίκενς στον ίδιο πρόλογο κάτι που εφάρμοσε σε όλο το έργο του και πιθανότατα σε αυτό οφείλεται και η μεγάλη απήχηση των γραπτών του - ακόμη και οι φτωχοί και οι αναλφάβητοι έβαζαν ρεφενέ για να αγοράσουν το μηνιαίο τεύχος και να πληρώσουν κάποιον να τους το διαβάσει, κάτι που δημιούργησε, υποθέτω, μεγάλο φυτώριο νέων αναγνωστών. Οι δηκτικές περιγραφές ενός Τσάνσερι συνώνυμου της αναποτελεσματικότητας και της κωλυσιεργίας ενέτεινε την δυσαρέσκεια του πλήθους για το σύστημα και το μυθιστόρημα "υποδαύλισε" έτσι το συνεχιζόμενο κίνημα εναντίον του, κάτι που οδήγησε στην θέσπιση της νομικής μεταρρύθμισης των αρχών της δεκαετίας του 1870. Οι χαρακτήρες του βιβλίου έχουν, επίσης, βασιστεί σε πραγματικούς ανθρώπους - η Ορτάνς (η πρώτη υπηρέτρια της λαίδης Ντέντλοκ) βασίστηκε σε γνωστή γυναίκα-δολοφόνο της εποχής, ο Λώρενς Μπόυθορν, έχει στοιχεία του συγγραφέα Walter Savage Landor, και ο Χάρολντ Σκίμπολ δανείζεται πολλά από τον Leigh Hunt. Η μοναδική φιγούρα για την οποία δύσκολα μπορείς να πεις ότι βασίζεται σε κάποιο υπαρκτό πρόσωπο ειναι η Έσθερ η οποία συγκεντρώνει όλες τις θετικές και επιθυμητές ιδιότητες ενός ανθρώπου - μετριόφρων, υπεύθυνη, ταπεινή, δοτική. Προφανώς, για να εξισορροπήσει τις πολύ δυσάρεστες κοινωνικές αλήθειες που αποκαλύπτει στον "Ζοφερό Οίκο" του, ο Ντίκενς δημιούργησε τόσο εξιδανικευμένους χαρακτήρες και καρικατούρες πραγματικών ανθρώπων που γνώριζε -ακόμη και του ίδιου του εαυτού του και των συνηθειών του- και που έφταναν το όριο της παρωδίας.
Η δύναμη του μυθιστορήματος έγκειται στον ρεαλισμό του - ο Ντίκενς ενσωμάτωσε στον "Ζοφερό Οίκο" την άλλη πλευρά της βικτωριανής εποχής, μιας περιόδου καταγεγραμμένης στην Ιστορία για την ισχυρή βιομηχανική ανάπτυξη, την ταχεία εξέλιξη της τεχνολογίας και της επιστήμης, την ευμάρεια και την αβροφροσύνη της. Στο αντίποδα του αγγλικού ρομαντισμού, που αναπτύχθηκε παράλληλα με τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και τις τέχνες την ίδια περίοδο, ο Ντίκενς παρουσιάζει την δραματική αύξηση του πληθυσμού στα αστικά κέντρα, ιδίως στο Λονδίνο, που επέβαλε άθλιες συνθήκες διαβίωσης και κατά συνέπεια εξίσου άθλιες συνθήκες εργασίας για τις χαμηλές κοινωνικές τάξεις. Τραγικά παραδείγματα η Τζένη και η Λίζυ, δύο γειτόνισσες σε μια υποβαθμισμένη γειτονιά του Λονδίνου, οι οποίες στηρίζουν η μία στην άλλη για να αντέξουν τον αλκοολισμό των συζύγων τους, και το πένθος του νεκρού μωρού της η μία, τον ξυλοδαρμό από τον άντρα της η άλλη. Σπαρακτική φιγούρα ο Τζο - ένας άστεγος οδοκαθαριστής που μεγαλώνει με τις ελεημοσύνες των περαστικών, της λαίδης Ντέντλοκ και του Επιθεωρητή Μπάκετ καθώς, στους δύο τελευταίους δίνει πληροφορίες για το νεκρό Νίμο, πατέρα της Έσθερ. Ο νεαρός Τζο αφού θα περιπλανηθεί στους δρόμους του Λονδίνου θα πεθάνει από πνευμονία - μια επιπλοκή της ευλογιάς που πέρασε λίγο πριν και την οποία μετέδωσε στην μικρή υπηρέτρια της Έσθερ, την Τσάρλυ και στην ίδια την Έσθερ η οποία παραλίγο να πεθάνει από αυτό.
Κοινωνικό έπος και σάτιρα του δικαστικού συστήματος της εποχής, μία ιστορία αγάπης, μελόδραμα και ιστορία μυστηρίου. Οικογενειακό χρονικό και το βιβλίο του Λονδίνου - ένα τόσο πολυδιάστατο και πολυδαίδαλο βιβλίο που πραγματικά με εξέπληξε με τον επιδέξιο τρόπο που τα πρόσωπα και οι καταστάσεις του μυθιστορήματος συνδέονται μεταξύ τους, και δεν αναφέρομαι μόνο στους βασικούς πρωταγωνιστές που αναφέρω πιο πάνω οι οποίοι τελικά αριθμούν ένα σύνολο είκοσι ατόμων. Υπάρχει, επίσης, ένα πλήθος δευτερευόντων χαρακτήρων με ελάχιστη παρουσία στο κείμενο αλλά νομίζεις ότι ποτέ δεν φεύγουν από το προσκήνιο της αφήγησης. Απλώς περιμένουν την κατάλληλη στιγμή για να εμπλακούν στην υπόθεση. Η αρχιτεκτονική του κειμένου και η σύνθεση των στοιχείων της πλοκής είναι τόσο γερά αρμολογημένα που ακόμη και μετά το τέλος της ανάγνωσης θυμάσαι με σαφήνεια το κάθε ένα πρόσωπο και την κάθε μία λεπτομέρεια - η ζωντάνια των περιγραφών και η εξαιρετική γλώσσα του Ντίκενς, είναι, λες, ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας επέλεξε να αναιρέσει τις κατηγορίες που δέχθηκε για έλλειψη ψυχολογικού βάθους των ηρώων του, χαλαρό γράψιμο και μια έντονη ροπή προς τον ζαχαρώδη συναισθηματισμό.
Θα μπορούσα να γράφω όλη μέρα για το βιβλίο και τους μυθιστορηματικούς ήρωές του - για τον τρόπο που η Έσθερ υιοθετεί ώστε να αντιπαρέλθει την μοναξιά και την ορφάνια της και να προστατευτεί σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία, για την οδύνη και την καταπίεση που υφίσταται η λαίδη Ντέντλοκ από την υποκρισία της βικτωριανής εποχής, για τα μυστικά που κληροδοτούνται από γενιά σε γενιά, την ανισότητα, την φτώχεια, την εξαθλίωση και την εκμετάλλευση των παιδιών (βλ. Τζο) και των αδύναμων (βλ. Τζένυ και Λίζυ), για την άνοδο της μεσαίας τάξης (βλ. Ρόμπερτ Ράουνσγουελ) και τον γενικότερο συντηρητισμό εκείνου του νέου κόσμου που ξημέρωνε. Μέχρι και για την βρόμικη ομίχλη του Λονδίνου που επίσης πρωταγωνιστεί επί ίσοις όροις με τους χάρτινους ανθρώπους θα μπορούσα να μιλήσω εκτενώς - τα μυθιστορήματα του Ντίκενς προσφέρονται για πολλών ειδών αναλύσεις κι ερμηνείες καθώς αναπαριστούν χωρίς ωραιοποιήσεις, τις περισσότερες φορές, την εποχή τους. Έχω όμως ήδη γράψει αρκετά και πιθανότατα θα διαβάζετε την ανάρτηση με γρήγορες κινήσεις του δακτύλου πάνω στο πλήκτο του page down.
Ωστόσο, δύο λόγια ακόμη για την πολύ προσεγμένη μικρή σειρά «Orbis Literae» των εκδόσεων Gutenberg απ' όπου εκδόθηκε ο "Ζοφερός Οίκος" (για πρώτη φορά στα ελληνικά) και η οποία είναι από μόνη της ικανή αφορμή για την ανάγνωση του βιβλίου. Πολύ έξυπνη και ιδιαιτέρως βολική η απόφαση του εκδοτικού να χωρίσει το μυθιστόρημα σε δύο μικρών διαστάσεων καλαίσθητους τόμους και ομολογώ πως αν υπήρχε κι ένας τρίτος επιπλέον δεν θα με πείραζε καθόλου κι αυτό διότι αν και πυκνογραμμένο, το μυθιστόρημα δεν κούρασε ούτε τα χέρια ούτε το μυαλό μου - έφευγε νεράκι. Εδώ βέβαια βοήθησε κυρίως η μεταγραφή του αγγλικού κειμένου σε μια πλούσια, σύγχρονη, ελληνική γλώσσα που μετέφερε σχεδόν αυτούσιο το βικτωριανό ύφος του Άγγλου κλασικού - τον λεπτό τρόπο που χειρίζεται τους ήρωές του, και την ειρωνεία, την απίστευτα κομψή ειρωνεία του. Τούτο μπορώ να το πω από πρώτο χέρι διότι έκανα το "ατόπημα" να διαβάσω το βιβλίο (δλδ μόνο τα δύο πρώτα μόνο κεφάλαια και κατόπιν επιλεκτικά) σε αντιπαραβολή με το πρωτότυπο.
Συνηθίζουμε να αποκαλούμε "κλασικό" εκείνο το δημιούργημα που υπερβαίνει τα σύνορα του ιστορικού χρόνου και του κοινωνικού χώρου και με κάποιο τρόπο βρίσκει έδαφος στο σήμερα. Κοιτώντας λοιπόν πίσω, και με την απόσταση των 160 χρόνων που σου επιτρέπει την σχετική ψυχραιμία και περισυλλογή, αναρωτιέμαι αν πράγματι βαδίζουμε στον 21ο αιώνα ή αντ' αυτού εισερχόμαστε σε μία νεο-ντικενσιανή εποχή. Μην βιαστείτε να με πείτε παράλογη - μια ματιά γύρω μας, αν μη τι άλλο, μάς εξηγεί το γιατί τα κλασικά έργα μας αφορούν ακόμη.
Σημειώσεις: 1) Με λίγα λόγια, ο Ζοφερός Οίκος είναι απολαυστικός και σίγουρα θα διαβάσω και το επόμενο Ντικενσιανό έργο που ελπίζω να ετοιμάζεται. Δεν νομίζω όμως ότι θα γράψω αντίστοιχη ανάρτηση για ευνόητους λόγους. 2) Στην πρώτη φωτογραφία είναι ο Ralph Fiennes ως Ντίκενς στην ταινία "The Invisible Woman" που σκηνοθέτησε ο ίδιος και που θέμα της έχει την επί χρόνια κρυφή ερωμένη του συγγραφέα, Nelly Ternan. Το δεύτερο χαρακτικό του J.C.Stadler απεικονίζει το Τσάνσερι στις αρχές του 19ου αι. Στην τρίτη φωτογραφία θα ήταν η Anna Maxwell Martin ως Έσθερ στην βραβευμένη σειρά του BBC Bleak House (πρώτο μέρος, δεύτερο μέρος, τρίτο μέρος) αλλά δεν μπόρεσα να εντοπίσω την φωτογραφία στο αρχείο μου. Στην συγκεκριμένη σειρά η μεγάλη έκπληξη ήταν η παρουσία της Gillian Anderson (των X-Files για όσους θυμούνται την σειρά) ως λαίδη Ντέντλοκ, ρόλο που ενσάρκωσε πολύ θαυμάσια (sic). Το σκίτσο είναι από την αυθεντική εικονογράφιση της πρώτης έκδοσης του "Ζοφερού Οίκου" σε βιβλίο από τον Phiz και εικονίζει τον σερ Λέστερ Ντέντλοκ και τη λαίδη Ντέντλοκ με τον κύριο που αποκαλείται Γκάπυ. Η επόμενη φωτογραφία που δείχνει το αποκατεστημένο αντίτυπο της πρώτης έκδοσης του "Ζοφερού Οίκου" είναι από το Μουσείο Ντίκενς στο Λονδίνο. Ο πρώτος πίνακας είναι του Sir Samuel Luke Fildes με τίτλο "Applicants for Admission to a Casual Ward" και ο επόμενος, ο "The Crossing Sweeper" ανήκει στον William Powell Frith. Η τελευταία φωτογραφία είναι από την έκθεση "Το Λονδίνο του Ντίκενς" που διοργανώθηκε πέρυσι στην βρετανική πρωτεύουσα για τον εορτασμό των 200 χρόνων από την γέννηση του συγγραφέα κι αυτό είναι το μόνο σχετικό στοιχείο που έχω συγκρατήσει...
Εύγε, φιλτάτη Sue!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤώρα που τελειώσατε το "Ζοφερό οίκο", ήρθε η ώρα να σας θαυμάσω. Καιρός δεν ήταν;
Αποδειχτήκατε σωστός βιβλιοσκώληκας, όνομα και πράμα.
Πολύ χαίρομαι που χαρήκατε την ανάγνωσή σας και μας μεταφέρατε τη συγκίνησή σας.
Εγώ στο μεταξύ στράφηκα προς άλλες αναγνώσεις ("Αλεξανδρινό κουαρτέτο" του Ντάρελ, "Άρχοντας των μυγών" και τώρα "Τα γαλάζια άνθη" του Κενώ).
Ο Ντίκενς πάντα με ιντριγκάρει βέβαια. Θα έρθει η ώρα του. Όπως και για τον "Δον Κιχώτη", που του έδωσα νέα αναβολή.
κ.κ.
Ευχαριστώ, κ.κ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤελείωσα τον "Ζοφερό Οίκο" εδώ και πολύ καιρό αλλά δεν μου ήταν εύκολο να γράψω νωρίτερα την ανάρτηση. Είναι πραγματικά ένα αξιανάγνωστο βιβλίο!
Το "Αλεξανδρινό Κουαρτέτο" είναι στα "προσεχώς" μου - από τα βιβλία που θα ευχαριστηθείτε πολύ, είμαι σίγουρη. Όσο για τον "Δον Κιχώτη" ας περιμένει λιγάκι - πρέπει να κυκλοφορήσει και ο δεύτερος τόμος ώστε να γίνει ολοκληρωμένη ανάγνωση κι όχι μισές δουλειές. :-)
Καλό βράδυ!
Μπράβο και για την επιλογή και για την ανάρτηση. Επιτέλους ας καταλάβουν διάφοροι βιβλιόφιλοι(;) ότι η ποιότητα ενός λογοτεχνικού έργου δεν έχει σχέση με τον όγκο του. Κάλιστα θα μπορούσε ένα σπουδαίο βιβλίο τόσων και τόσων σελίδων να σε κάνει να εύχεσαι να 'χε ακόμα περισσότερες...
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ ωραία ανάρτηση αγαπητή Sue.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Ζοφερός οίκος με κοιτάζει γεμάτος παράπονο από την βιβλιοθήκη μου αλλά διάβασα σχετικά πρόσφατα την Ιστορία δύο πόλεων και τις Μεγάλες προσδοκίες και θέλω ν'αφήσω λίγο χρόνο πριν τον επόμενο Ντίκενς.
Νομίζω πως θα τον απολαύσω τα Χριστούγεννα.
Ε.Γ.
Ευχαριστώ, ναυτίλε! Οι καινούργιοι βιβλιόφιλοι χρειάζονται το χρόνο τους για να διαπιστώσουν πως στην λογοτεχνία δεν ισχύει καθόλου η γνωστή σχέση μεταξύ ποιότητας και ποσότητας, κάτι που οι παλιοί κι επίμονοι βιβλιόφιλοι το ξέρουμε ήδη πολύ καλά. Στον Ζοφερό Οίκο, ο αριθμός των σελίδων έπαψε να με απασχολεί μετά από τα πρώτα δυο-τρία κεφάλαια γι'αυτό και το απόλαυσα πραγματικά και το τελείωσα σε κάτι λίγο παραπάνω από μία εβδομάδα. :-)
ΑπάντησηΔιαγραφή[loved the question mark!]
Ευχαριστώ, Ε.Γ. Νομίζω πως είναι καλό ένα μικρό διάλειμμα από τα προηγούμενα μυθιστορήματα του Ντίκενς ώστε όταν έρθει η ώρα του Ζοφερού Οίκου, να "λάμψει". Και ο ίδιος ο Ντίκενς θα συμφωνούσε άλλωστε - τα Χριστούγεννα είναι αγαπημένη περίοδος.
ΑπάντησηΔιαγραφή