Γυάλινες σκέψεις
Γράφοντας τούτες τις γραμμές, η αυλαία της φετινής θεατρικής χρονιάς έχει ήδη πέσει κι αυτό που μένει σ' εμένα είναι η εντύπωση μιας παράστασης και το "παρασκήνιό" της - απόγευμα μιας ζεστής Κυριακής και μία εξίσου ράθυμη έως βαριά διάθεση που μόνο μία δεκάλεπτη σιέστα κι ένας δυνατός, διπλός σκέτος θα μπορούσαν να συνεφέρουν. Όταν, όμως, έχεις προνοήσει να αποκτήσεις εισιτήριο στην πιο επιτυχημένη παράσταση της σεζόν, η εναλλακτική της απουσίας απλώς ΔΕΝ υπάρχει. Αναδιπλώθηκα, λοιπόν, αμέσως και πήγα στο "Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα" του Eugene O' Neill - μια παράσταση υπόδειγμα για την ένταση των ερμηνειών των πρωταγωνιστών της αλλά και για την εντυπωσιακή σκηνική της αρτιότητα.
Η υπόθεση του έργου ξεκινά εκεί που τελειώνει "Η στρατιά" του E.L. Doctorow, δλδ με το τέλος του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου όταν ο στρατηγός Έζρα Μάννον επιστρέφει σπίτι του. Η επιστροφή, όμως, στην καθημερινότητα, θα είναι δύσκολη όχι μόνο γι' αυτόν, αλλά για όλους - η κόρη του, Λαβίνια (Βίνι), προσπαθεί συνεχώς να αποσπάσει την εύνοια και την απόκρισή του στον παθολογικό της έρωτα. Ο γιος των Μάννον, Όριν, που επιστρέφει κι αυτός από το μέτωπο, παραπαίει ανάμεσα στην αγάπη της Χέιζελ Νάιλς, στην υπακοή προς την αδερφή του και στην αδυναμία προς την μητέρα του ενώ η Κριστίν, η μητέρα του, δεν θα καταφέρει να διατηρήσει για πολύ την ψυχραιμία της απέναντι σ' έναν άντρα και σ' έναν γάμο που δεν θέλει, και τελικά θα δολοφονήσει τον Έζρα.
Η Λαβίνια, ως άλλος θεματοφύλακας της οικογενείας, φροντίζει για την αποκατάσταση της ηθικής τάξης: σχεδιάζει την δολοφονία του εραστή της Κριστίν για να την εκδικηθεί τόσο για τον θάνατο του πατέρα της όσο και για την παθολογική σχέση αγάπης που έχει με τον Όριν. Όταν η Κριστίν μάθει για τον θάνατο του πλοιάρχου Άνταμ Μπραντ θα αυτοκτονήσει μπροστά στον Όριν. Μετά απ' αυτό, τα δυο αδέρφια φεύγουν ταξίδι στα νησιά του Νοτίου Ειρηνικού και όταν γυρνούν θα είναι αλλαγμένα και σχεδόν ανέμελα. Ο Όριν, που όμως δεν έχει ξεχάσει, αναλαμβάνει να γράψει "την αληθινή ιστορία όλων των εγκλημάτων που έγιναν στην οικογένειά μας, αρχίζοντας από τον παππού μας, τον Έιμπ, και τελειώνοντας με τα δικά μας! Σκέφτηκα πως, αν εντόπιζα τη ρίζα του κακού, θα μπορούσα να προβλέψω και τη δική μας μοίρα! Αλλά δεν τολμάω να προβλέψω, όχι ακόμα...". Και η Βίνι, παρ' όλο που έχει εγκαταλείψει την πουριτανική αυταρχικότητά της για μια ευτυχισμένη ζωή δίπλα στον ερωτευμένο λοχαγό Πήτερ Νάιλς, συνειδητοποιεί πως η κάθαρση, η δικαιοσύνη και η ελευθερία που τόσο πολύ προσδοκούσε δεν έχουν επέλθει τελικά. Έτσι, νιώθοντας ότι η αίσθηση του καθήκοντος είναι πιο ισχυρή από τις επιθυμίες της, θα απομονωθεί στο σπίτι περιμένοντας να πεθάνει για να κλείσει μαζί της, όπως λέει, ο νοσηρός κύκλος του μίσους, της εκδίκησης και του καταστροφικού έρωτα που φέρει η οικογένειά της από το παρελθόν.
Η υπόθεση του έργου ξεκινά εκεί που τελειώνει "Η στρατιά" του E.L. Doctorow, δλδ με το τέλος του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου όταν ο στρατηγός Έζρα Μάννον επιστρέφει σπίτι του. Η επιστροφή, όμως, στην καθημερινότητα, θα είναι δύσκολη όχι μόνο γι' αυτόν, αλλά για όλους - η κόρη του, Λαβίνια (Βίνι), προσπαθεί συνεχώς να αποσπάσει την εύνοια και την απόκρισή του στον παθολογικό της έρωτα. Ο γιος των Μάννον, Όριν, που επιστρέφει κι αυτός από το μέτωπο, παραπαίει ανάμεσα στην αγάπη της Χέιζελ Νάιλς, στην υπακοή προς την αδερφή του και στην αδυναμία προς την μητέρα του ενώ η Κριστίν, η μητέρα του, δεν θα καταφέρει να διατηρήσει για πολύ την ψυχραιμία της απέναντι σ' έναν άντρα και σ' έναν γάμο που δεν θέλει, και τελικά θα δολοφονήσει τον Έζρα.
Η Λαβίνια, ως άλλος θεματοφύλακας της οικογενείας, φροντίζει για την αποκατάσταση της ηθικής τάξης: σχεδιάζει την δολοφονία του εραστή της Κριστίν για να την εκδικηθεί τόσο για τον θάνατο του πατέρα της όσο και για την παθολογική σχέση αγάπης που έχει με τον Όριν. Όταν η Κριστίν μάθει για τον θάνατο του πλοιάρχου Άνταμ Μπραντ θα αυτοκτονήσει μπροστά στον Όριν. Μετά απ' αυτό, τα δυο αδέρφια φεύγουν ταξίδι στα νησιά του Νοτίου Ειρηνικού και όταν γυρνούν θα είναι αλλαγμένα και σχεδόν ανέμελα. Ο Όριν, που όμως δεν έχει ξεχάσει, αναλαμβάνει να γράψει "την αληθινή ιστορία όλων των εγκλημάτων που έγιναν στην οικογένειά μας, αρχίζοντας από τον παππού μας, τον Έιμπ, και τελειώνοντας με τα δικά μας! Σκέφτηκα πως, αν εντόπιζα τη ρίζα του κακού, θα μπορούσα να προβλέψω και τη δική μας μοίρα! Αλλά δεν τολμάω να προβλέψω, όχι ακόμα...". Και η Βίνι, παρ' όλο που έχει εγκαταλείψει την πουριτανική αυταρχικότητά της για μια ευτυχισμένη ζωή δίπλα στον ερωτευμένο λοχαγό Πήτερ Νάιλς, συνειδητοποιεί πως η κάθαρση, η δικαιοσύνη και η ελευθερία που τόσο πολύ προσδοκούσε δεν έχουν επέλθει τελικά. Έτσι, νιώθοντας ότι η αίσθηση του καθήκοντος είναι πιο ισχυρή από τις επιθυμίες της, θα απομονωθεί στο σπίτι περιμένοντας να πεθάνει για να κλείσει μαζί της, όπως λέει, ο νοσηρός κύκλος του μίσους, της εκδίκησης και του καταστροφικού έρωτα που φέρει η οικογένειά της από το παρελθόν.
O Ευγένιος Ο' Νηλ επεξεργάστηκε την αισχύλεια "Ορέστεια" με θαυμάσιο τρόπο και την μετέγραψε σε μια παράσταση σύγχρονη της εποχής του. Βασικό του μέλημα, να αποδώσει τις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των ατόμων και της βαθιά διαβρωμένης κοινωνίας στην οποία ζουν γι' αυτό τοποθετεί την ιστορία σε μια περιοχή, την Νέα Αγγλία, που ιδρύθηκε και αναπτύχθηκε από την Κοινότητα των Πουριτανών που μετανάστευσαν αρχικά από την Αγγλία ψάχνοντας ένα μέρος για να ασκούν απρόσκοπτα τα θρησκευτικά τους καθήκοντα σύμφωνα με τα πιστεύω τους. Όχημά του γι' αυτό χρησιμοποιεί το μικρότερό της κύτταρο, την οικογένεια. "Η καταστροφή λοιπόν της οικογένειας αυτής και οι τεταμένες σχέσεις που υπάρχουν μέσα σ’ αυτή την οικογένεια, κατά τη γνώμη μου, εξηγούν πάρα πολλά από τα βάσανα που έχουμε περάσει ως έθνος και συνεχίζουμε να περνάμε" εξηγεί ο σκηνοθέτης της παράστασης, Γιάννης Χουβαρδάς, ο οποίος μαζί με τον Σάββα Κυριακίδη έκανε την δραματουργική επεξεργασία της τριλογίας του Ο' Νηλ η οποία, σημειωτέον, ανέβηκε πρώτη φορά πλήρης από το Εθνικό.
Εκτός από τους ποιητικούς τίτλους των έργων του, που εισάγουν τον ρεαλισμό στην αμερικανική δραματουργία, εκείνο που κάνει αξιοσημείωτο το συγκεκριμένο έργο του Ο’ Νηλ είναι η ενσωμάτωση των ευρημάτων της επιστήμης. Ο ορθολογικός τρόπος που ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τη φροϋδική ψυχολογία δίνει πραγματική διάσταση στις μεταφυσικές αρχαιοελληνικές Μοίρες και στις τοτινές βίαιες (σωματικά και κυρίως ψυχολογικά) συμπεριφορές των πρωταγωνιστών του: τις καταπιεσμένες επιθυμίες της Κριστίν Μάννον που βρίσκουν διέξοδο στον εραστή της, τη μάταιη εξομολόγηση του Έζρα Μάννον για τη νοσηρότητα της ανατροφής του, την αβουλία και τις νευρώσεις του Όριν, την εκδικητική στάση της Λαβίνια προς τη μητέρα της και τον παθολογικό έρωτα προς τον πατέρα της. Μία πραγματική αρένα συγκρούσεων: μεταξύ μητέρας και κόρης, μεταξύ των δύο συζύγων, μεταξύ εαυτών, λογικής και συναισθήματος/πόθου, βούλησης και πραγματικότητας – αυτός δεν είναι ο ορισμός της τραγωδίας;
Αν και το θέμα του έργου είναι ζοφερό, η ανάγνωση του θεατρικού ήταν φρέσκια. Σ’ αυτό συνέβαλλε και το ευφυές, παιγνιώδες εύρημα του Γ. Χουβαρδά, ο οποίος χρησιμοποίησε Χορό, όπως και οι αρχαίες τραγωδίες, που εδώ αποτελούταν από τέσσερις μόνο ηθοποιούς (Θ. Μπαζάκα, Μ. Λυμπεροπούλου, Γ. Κοτανίδης, Χ. Τσιτσάνης) οι οποίοι υποδύονταν τους απλούς θεατές. Οι Θεατές ανεβοκατέβαιναν και διέσχιζαν τη σκηνή σε τακτά χρονικά διαστήματα διαβάζοντας τις σκηνικές οδηγίες του συγγραφέα, συζητώντας μεταξύ τους για τους ήρωες και σχολιάζοντας την πλοκή, τις αποχρώσεις, τις ψυχικές διακυμάνσεις και την πάλη των ηρώων με τον εαυτό τους, με τον απλό τρόπο που το κάνουμε εμείς οι υπόλοιποι μεταξύ μας στα πηγαδάκια – εκτός παράστασης, εννοείται! Κι όλο αυτό όχι μόνο δεν καθυστερούσε τη ροή του έργου, αλλά, αντίθετα, το προήγαγε. Καθόλου παράξενο, λοιπόν, που οι τρεις ώρες της παράστασης κύλησαν νεράκι.
Οι Θεατές, επίσης, χειρίζονταν κάμερες οι οποίες βρίσκονται στη σκηνή και πρόβαλλαν στους τοίχους της μεγεθυμένα τα ψυχρά κι άκαμπτα πορτραίτα των πρωταγωνιστών – το παρελθόν το οποίο προσωποποιούν καταδυνάστευε το χώρο και το παρόν τους. Τα πορτραίτα αυτά και η δυνατή ερμηνεία της Μαρίας Πρωτόπαππα, σε έναν ρόλο που στο (πολύ) παρελθόν έχουν ερμηνεύσει η Κατίνα Παξινού και η Μαίρη Αρώνη, με έκαναν να νιώσω ασφυξία στη σκέψη τού πόσο αναγνωρίσιμη και οικεία είναι τελικά η Λαβίνια – όλοι μας λίγο-πολύ θέλουμε να περνά το δικό μας και προσπαθούμε να επιβάλλουμε στους άλλους εκείνο που θεωρούμε εμείς ευτυχία και ηθική τάξη των πραγμάτων.
Οι Κ. Καραμπέτη και Α. Καραζήσης υπηρέτησαν εξαιρετικά ένα δύσκολο, σκοτεινό έργο, όπως άλλωστε και οι υπόλοιποι ηθοποιοί της παράστασης και ό,τι και να γράψω θα είναι λίγο. Η ηχητική επένδυση του έργου ήταν επιβλητική – από το θλιβερό παραδοσιακό τραγούδι που τραγουδά a cappella ο Σεθ -ο επιστάτης των Μάννον που ερμηνεύει ο Χ. Στέργιογλου- και το νερό που ανάδευε στον τσίγκινο κουβά, τους βηματισμούς του Έζρα και τα στραβοπατήματα του Όριν που αντηχούσαν στο σανίδι της σκηνής μέχρι το ανοιγόκλεισμα της πόρτας και την ανάδυση και κατάδυση του τοίχου που συμβόλιζε την πρόσοψη της έπαυλης των Μάννον. Το ίδιο επιβλητικά ήταν και τα κοστούμια με τα τεράστια κρινολίνα και τα υπέροχα υφάσματα να παίζουν κι αυτά τον δικό τους ρόλο στο εντελώς αφαιρετικό σκηνικό.
Οι Θεατές, επίσης, χειρίζονταν κάμερες οι οποίες βρίσκονται στη σκηνή και πρόβαλλαν στους τοίχους της μεγεθυμένα τα ψυχρά κι άκαμπτα πορτραίτα των πρωταγωνιστών – το παρελθόν το οποίο προσωποποιούν καταδυνάστευε το χώρο και το παρόν τους. Τα πορτραίτα αυτά και η δυνατή ερμηνεία της Μαρίας Πρωτόπαππα, σε έναν ρόλο που στο (πολύ) παρελθόν έχουν ερμηνεύσει η Κατίνα Παξινού και η Μαίρη Αρώνη, με έκαναν να νιώσω ασφυξία στη σκέψη τού πόσο αναγνωρίσιμη και οικεία είναι τελικά η Λαβίνια – όλοι μας λίγο-πολύ θέλουμε να περνά το δικό μας και προσπαθούμε να επιβάλλουμε στους άλλους εκείνο που θεωρούμε εμείς ευτυχία και ηθική τάξη των πραγμάτων.
Οι Κ. Καραμπέτη και Α. Καραζήσης υπηρέτησαν εξαιρετικά ένα δύσκολο, σκοτεινό έργο, όπως άλλωστε και οι υπόλοιποι ηθοποιοί της παράστασης και ό,τι και να γράψω θα είναι λίγο. Η ηχητική επένδυση του έργου ήταν επιβλητική – από το θλιβερό παραδοσιακό τραγούδι που τραγουδά a cappella ο Σεθ -ο επιστάτης των Μάννον που ερμηνεύει ο Χ. Στέργιογλου- και το νερό που ανάδευε στον τσίγκινο κουβά, τους βηματισμούς του Έζρα και τα στραβοπατήματα του Όριν που αντηχούσαν στο σανίδι της σκηνής μέχρι το ανοιγόκλεισμα της πόρτας και την ανάδυση και κατάδυση του τοίχου που συμβόλιζε την πρόσοψη της έπαυλης των Μάννον. Το ίδιο επιβλητικά ήταν και τα κοστούμια με τα τεράστια κρινολίνα και τα υπέροχα υφάσματα να παίζουν κι αυτά τον δικό τους ρόλο στο εντελώς αφαιρετικό σκηνικό.
Στην επιστροφή, ο νεαρός ταξιτζής με ρώτησε αν θα είχε κι άλλη παράσταση μετά από εκείνη. Προφανώς, ρωτούσε για να επιστρέψει από την κούρσα μου και να πάρει κι άλλους πελάτες. Είχε πράγματι μία ακόμη, βραδινή, παράσταση με άλλο έργο και θα μπορούσε να επωφεληθεί. Δεν το ήξερα όμως και είπα βιαστικά ένα όχι ενώ θα μπορούσα να είχα συμβουλευτεί το πρόγραμμα του Εθνικού πριν απαντήσω – σκεφτόμουν πως, εκτός από σημείο αναφοράς για τα μελλοντικά θεατρικά ανεβάσματα, δεν ήθελα τούτη η παράσταση να γίνει και σημείο σύγκρισης για κατώτερης ποιότητας παραστάσεις στην μ.Γ.Χ. (μετά Γιάννη Χουβαρδά) εποχή. Πείτε το κι αυτό μία σύγκρουση της πραγματικότητας με τη βούληση…
Το κείμενο γράφτηκε για το ηλεκτρονικό περιοδικό Bookstand όπου και δημοσιεύτηκε στις 04.06.13
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου