Έμαθα ότι οι άνθρωποι θα ξεχάσουν
αυτά που είπες, θα ξεχάσουν κι αυτά που έκανες αλλά
δεν θα ξεχάσουν ποτέ αυτό που
τους έκανες να νιώσουν.
Χθες το πρωί, καθώς καθάριζα την εξωτερική σκάλα του σπιτιού μου, πέρασε από δίπλα μου, σχεδόν ξυστά, ένα πουλάκι. Μία μικρή καρδερίνα με καφετιές και κίτρινες λωρίδες χρώματος στην ουρά και τα φτερά της. Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που βλέπω ένα πουλί να πετά σε τόσο κοντινή ακτίνα μα τούτο εδώ το μικρούλι με ξάφνιασε γιατί εκτελούσε πολύ χαμηλή πτήση. Σταμάτησα το σκούπισμα και τo παρακολουθούσα που φτεροκοπούσε. Κι ενώ το κοιτούσα που με τα αδύναμα φτεράκια του χοροπηδούσε σαν ζαλισμένο πάνω στις πλάκες της αυλής, εμφανίστηκε η κυρία του ισογείου με σχετική βιασύνη να έρχεται προς το μέρος μου. Κάποιος, όπως φαίνεται, είχε ανοίξει το πορτάκι του κλουβιού του κι αυτό το είχε σκάσει. Ζήτησε τη βοήθειά μου να το πιάσει. Έκανα δυο-τρεις αποτυχημένες προσπάθειες γιατί δεν ήθελα να το πιάσω, ευχόμουν να πετάξει δυνατά, ψηλά και μακριά. Αυτό όμως, πετούσε χαμηλά, στο ύψος περίπου των γονάτων μου (στεκόμουν στα τελευταία σκαλιά της σκάλας) και γυρόφερνε τα κάγκελα της αυλόπορτας δίχως να βγαίνει έξω από αυτά. Δεν θα πήγαινε πολύ μακριά, σκέφτηκα, ίσως να χτυπούσε πάνω σε κάποιο αυτοκίνητο. Ή ακόμη χειρότερα, να συναντούσε τις γάτες τις γειτόνισσας. Για να μην πω και για την κυρία του ισογείου που από την βιασύνη της να μην της ξεφύγει θα το άρπαζε άγαρμπα με αβέβαια για την σωματική ακεραιότητα του πουλιού αποτελέσματα. Έτσι έκανα μία ακόμη προσπάθεια. Μέσα στη χούφτα μου η καρδούλα του πετάριζε. Του χάιδευα το κεφαλάκι με τ' ακροδάχτυλα και του μιλούσα αργά για να το ηρεμήσω καθώς το έβαζα μέσα στο κλουβί του. Μετά, ανέβηκα στο σπίτι πεπεισμένη ότι είχα κάνει το καλύτερο γι' αυτό. Μία μέρα μετά, ακόμη σκέφτομαι έντονα εκείνο το τιτίβισμα στο χέρι μου.
I know why the caged bird sings, ah me,
when his wing is bruised and his bosom sore,
when he beats his bars and would be free;
It is not a carol of joy or glee,
but a prayer that sends from his heart's deep core,
but a plea, that upward to Heaven he flings -
I know why the caged bird sings.
when his wing is bruised and his bosom sore,
when he beats his bars and would be free;
It is not a carol of joy or glee,
but a prayer that sends from his heart's deep core,
but a plea, that upward to Heaven he flings -
I know why the caged bird sings.
Οι στίχοι αυτοί ανήκουν στον Πωλ Λώρενς Ντάνμπαρ και στο ποίημά του "Sympathy" η τελευταία στροφή του οποίου έδωσε τον τίτλο στο πρώτο βιβλιο της ΑφροΑμερικανίδας συγγραφέως Μάγια Αγγέλου "Ξέρω γιατί κελαηδάει το πουλί στο κλουβί" (μτφρ.Ιωάννα Καρατζαφέρη - Πατάκης, 1993).
Το βιβλίο ξεκινά με το ταξίδι της τρίχρονης Μάγια και του μεγαλύτερου αδερφού της Μπέυλι προς το Σταμπς, στο Άρκανσο. Οι γονείς τους έχουν χωρίσει και ο πατέρας τα στέλνει μόνα τους, με το τραίνο, στην γιαγιά τους - μια αρκετά εύπορη γυναίκα καθώς το παντοπωλείο της, που βρίσκεται στο κέντρο της μαύρης κοινότητας, πηγαίνει πολύ καλά. Η ευμάρεια όμως της οικογένειας δεν είναι αρκετή για να αποτρέψει τα λευκά παιδιά να φερθούν άσχημα στην Μάγια - και ξέρετε πόσο σκληρά γίνονται τα παιδιά όταν το θελήσουν. Πέντε χρόνια και αρκετά ταπεινωτικά επεισόδια μετά, ο πατέρας επιστρέφει, θα πάρει τα παιδιά μαζί του για να τα εγκαταλείψει και πάλι, στο Μιζούρι αυτή τη φορά, στη μητέρα τους. Εκεί, ο φίλος της, κ.Φρήμαν, θα βιάσει τη Μάγια. Θα συλληφθεί, θα καταδικαστεί και θα φυλακιστεί αλλά θα δραπετεύσει. Τέσσερις μέρες αργότερα θα βρεθεί σκοτωμένος, πιθανότατα από τους θείους της μικρής. Η Μάγια θεωρεί τον εαυτό της υπεύθυνη για το γεγονός και απομονώνεται. Χάνει στην κυριολεξία τη λαλιά της. "Νόμιζα ότι η φωνή μου τον σκότωσε. Σκότωσα αυτόν τον άντρα γιατί είπα το όνομά του. Και τότε νόμιζα ότι δεν θα ξαναμιλούσα ποτέ γιατί η φωνή μου μπορούσε να σκοτώσει τον καθένα..." αφηγείται η ίδια η συγγραφέας για το περιστατικό. Πέντε χρόνια μετά κι ενώ είναι ακόμη βυθισμένη στην αλαλία της, στέλνεται πάλι πίσω στο Σταμπς, στη γιαγιά. Εκεί, θα συναντήσει την κυρία Μπέρθα Φλάουερς, "την αριστοκράτισσα του Σταμπς", η οποία τροφοδοτεί την όρεξη της μικρής για ανάγνωση με βιβλία κι έτσι την δελεάζει να βγει από την σιωπή της. Λίγο αργότερα όμως, η γιαγιά θα την στείλει και πάλι πίσω στην μητέρα της για να αποφύγει τα κρούσματα ρατσισμού που εκδηλώνονταν στο Σταμπς και τα οποία γίνονταν όλο και πιο βίαια - η περιοχή, όπως άλλωστε ολόκληρος ο νότος των ΗΠΑ, ανήκει στην σφαίρα "κυριαρχίας" της Κου Κλουξ Κλαν. Στην Καλιφόρνια η Μάγια γράφεται στο σχολείο όπου σπουδάζει θέατρο και χορό. Μπαίνει στην εφηβεία της με άβολες σκέψεις κι απορίες. Για λίγο διάστημα μένει άστεγη, αργότερα θα πιάσει δουλειά - είναι η πρώτη μαύρη γυναίκα εισπρακτόρισσα του τραμ. Αμφιταλαντεύεται για την σεξουαλικότητά της και συνάπτει δεσμό με μεγαλύτερο συμμαθητή της. Στην τελευταία τάξη του σχολείου μένει έγκυος μα το κρατά κρυφό μέχρι τον όγδοο μήνα της κύησης. Το βιβλίο τελειώνει μαζί με την εφηβεία της Μάγιας καθώς η 17χρονη κοπέλα "επιβιβάζεται" στο "τραίνο" της ζωής, αυτή τη φορά για ένα αλλιώτικο ταξίδι σ' έναν νέο κόσμο, εκείνον της μητρότητας.
Πριν γράψει το βιβλίο, η Μάγια Αγγέλου ήταν ήδη θεατρική συγγραφέας, ποιήτρια και ακτιβίστρια με πλούσιο βιογραφικό και έντονη δραστηριοποίηση. Η συγγραφή λογοτεχνίας δεν ήταν στα ενδιαφέροντά της. Το 1969 όμως, ο συγγραφέας και φίλος της Τζέιμς Μπόλντουιν και ο εκδότης της Ρόμπερτ Λούμις την προκάλεσαν να γράψει μια αυτοβιογραφία που συγχρόνως να είναι και λογοτεχνία καθώς όπως φαίνεται εκείνη την εποχή "... το να γράψεις μία αυτοβιογραφία ως λογοτεχνικό κείμενο είναι σχεδόν αδύνατον". "Δεν μπόρεσα να αντισταθώ" απαντά η ίδια. Έτσι, μετά από δύο χρόνια προέκυψε το πρώτο από μια σειρά έξι βιογραφικών μυθιστορημάτων, το οποίο συμπεριλήφθηκε στην διδακτέα ύλη των αμερικανικών σχολείων και διδάσκεται μέχρι σήμερα όχι όμως χωρίς εμπόδια - από το 1983 πολλά σχολεία το έβγαλαν από την ύλη τους με το σκεπτικό ότι προωθούσε την αποκλίνουσα συμπεριφορά βασιζόμενοι στις αναφορές που υπάρχουν στο βιβλίο για τις προγαμιαίες σχέσεις και το σεξ, την εγκυμοσύνη στην εφηβεία, την ομοφυλοφιλία, την βία. Εκτός αυτών, ελέχθη και το ότι ενθαρρύνει το μίσος ενάντια στους λευκούς. Κι όλα αυτά για ένα βιβλίο που καταθέτει την μαύρη (με την έννοια του μελανού και άθλιου κι όχι του φυλετικού χρώματος) πραγματικότητα της Αμερικής, τα αδιαμφισβήτητα βιώματά της που είναι πλέον καταγεγραμμένα τόσο σε πλήθος ιστορικών αρχείων όσο και στο DNA της μνήμης όσων τα έζησαν.
Το βιβλίο ξεκινά με το ταξίδι της τρίχρονης Μάγια και του μεγαλύτερου αδερφού της Μπέυλι προς το Σταμπς, στο Άρκανσο. Οι γονείς τους έχουν χωρίσει και ο πατέρας τα στέλνει μόνα τους, με το τραίνο, στην γιαγιά τους - μια αρκετά εύπορη γυναίκα καθώς το παντοπωλείο της, που βρίσκεται στο κέντρο της μαύρης κοινότητας, πηγαίνει πολύ καλά. Η ευμάρεια όμως της οικογένειας δεν είναι αρκετή για να αποτρέψει τα λευκά παιδιά να φερθούν άσχημα στην Μάγια - και ξέρετε πόσο σκληρά γίνονται τα παιδιά όταν το θελήσουν. Πέντε χρόνια και αρκετά ταπεινωτικά επεισόδια μετά, ο πατέρας επιστρέφει, θα πάρει τα παιδιά μαζί του για να τα εγκαταλείψει και πάλι, στο Μιζούρι αυτή τη φορά, στη μητέρα τους. Εκεί, ο φίλος της, κ.Φρήμαν, θα βιάσει τη Μάγια. Θα συλληφθεί, θα καταδικαστεί και θα φυλακιστεί αλλά θα δραπετεύσει. Τέσσερις μέρες αργότερα θα βρεθεί σκοτωμένος, πιθανότατα από τους θείους της μικρής. Η Μάγια θεωρεί τον εαυτό της υπεύθυνη για το γεγονός και απομονώνεται. Χάνει στην κυριολεξία τη λαλιά της. "Νόμιζα ότι η φωνή μου τον σκότωσε. Σκότωσα αυτόν τον άντρα γιατί είπα το όνομά του. Και τότε νόμιζα ότι δεν θα ξαναμιλούσα ποτέ γιατί η φωνή μου μπορούσε να σκοτώσει τον καθένα..." αφηγείται η ίδια η συγγραφέας για το περιστατικό. Πέντε χρόνια μετά κι ενώ είναι ακόμη βυθισμένη στην αλαλία της, στέλνεται πάλι πίσω στο Σταμπς, στη γιαγιά. Εκεί, θα συναντήσει την κυρία Μπέρθα Φλάουερς, "την αριστοκράτισσα του Σταμπς", η οποία τροφοδοτεί την όρεξη της μικρής για ανάγνωση με βιβλία κι έτσι την δελεάζει να βγει από την σιωπή της. Λίγο αργότερα όμως, η γιαγιά θα την στείλει και πάλι πίσω στην μητέρα της για να αποφύγει τα κρούσματα ρατσισμού που εκδηλώνονταν στο Σταμπς και τα οποία γίνονταν όλο και πιο βίαια - η περιοχή, όπως άλλωστε ολόκληρος ο νότος των ΗΠΑ, ανήκει στην σφαίρα "κυριαρχίας" της Κου Κλουξ Κλαν. Στην Καλιφόρνια η Μάγια γράφεται στο σχολείο όπου σπουδάζει θέατρο και χορό. Μπαίνει στην εφηβεία της με άβολες σκέψεις κι απορίες. Για λίγο διάστημα μένει άστεγη, αργότερα θα πιάσει δουλειά - είναι η πρώτη μαύρη γυναίκα εισπρακτόρισσα του τραμ. Αμφιταλαντεύεται για την σεξουαλικότητά της και συνάπτει δεσμό με μεγαλύτερο συμμαθητή της. Στην τελευταία τάξη του σχολείου μένει έγκυος μα το κρατά κρυφό μέχρι τον όγδοο μήνα της κύησης. Το βιβλίο τελειώνει μαζί με την εφηβεία της Μάγιας καθώς η 17χρονη κοπέλα "επιβιβάζεται" στο "τραίνο" της ζωής, αυτή τη φορά για ένα αλλιώτικο ταξίδι σ' έναν νέο κόσμο, εκείνον της μητρότητας.
Πριν γράψει το βιβλίο, η Μάγια Αγγέλου ήταν ήδη θεατρική συγγραφέας, ποιήτρια και ακτιβίστρια με πλούσιο βιογραφικό και έντονη δραστηριοποίηση. Η συγγραφή λογοτεχνίας δεν ήταν στα ενδιαφέροντά της. Το 1969 όμως, ο συγγραφέας και φίλος της Τζέιμς Μπόλντουιν και ο εκδότης της Ρόμπερτ Λούμις την προκάλεσαν να γράψει μια αυτοβιογραφία που συγχρόνως να είναι και λογοτεχνία καθώς όπως φαίνεται εκείνη την εποχή "... το να γράψεις μία αυτοβιογραφία ως λογοτεχνικό κείμενο είναι σχεδόν αδύνατον". "Δεν μπόρεσα να αντισταθώ" απαντά η ίδια. Έτσι, μετά από δύο χρόνια προέκυψε το πρώτο από μια σειρά έξι βιογραφικών μυθιστορημάτων, το οποίο συμπεριλήφθηκε στην διδακτέα ύλη των αμερικανικών σχολείων και διδάσκεται μέχρι σήμερα όχι όμως χωρίς εμπόδια - από το 1983 πολλά σχολεία το έβγαλαν από την ύλη τους με το σκεπτικό ότι προωθούσε την αποκλίνουσα συμπεριφορά βασιζόμενοι στις αναφορές που υπάρχουν στο βιβλίο για τις προγαμιαίες σχέσεις και το σεξ, την εγκυμοσύνη στην εφηβεία, την ομοφυλοφιλία, την βία. Εκτός αυτών, ελέχθη και το ότι ενθαρρύνει το μίσος ενάντια στους λευκούς. Κι όλα αυτά για ένα βιβλίο που καταθέτει την μαύρη (με την έννοια του μελανού και άθλιου κι όχι του φυλετικού χρώματος) πραγματικότητα της Αμερικής, τα αδιαμφισβήτητα βιώματά της που είναι πλέον καταγεγραμμένα τόσο σε πλήθος ιστορικών αρχείων όσο και στο DNA της μνήμης όσων τα έζησαν.
Αυτοβιογραφία ή αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, λοιπόν; Για τους κριτικούς της εποχής τα όρια ήταν δυσδιάκριτα διότι η Αγγέλου δίνει αυτούσια τα γεγονότα της ζωής της χρησιμοποιώντας τις τεχνικές της μυθιστορίας για να αμβλύνει ελαφρώς τις "γωνίες" των πράξεων και των καταστάσεων όχι όμως και των συναισθημάτων που απορρέουν από το κείμενο. Θα μπορούσα να κάνω κάποια σχόλια σχετικά την ταυτότητα του κειμένου αλλά και της Μάγιας που ψάχνει τον εαυτό της στην "αναβράζουσα" Αμερική της εποχής όμως, δεν θυμάμαι κάτι άλλο παρά μόνο το σφίξιμο στο στήθος που ένιωθα καθώς διάβαζα το βιβλίο τούτο αρκετά χρόνια πριν και που θυμήθηκα τώρα που γράφω αυτήν την ανάρτηση. Μου το θύμησε η μικρή καρδερίνα. Πως πετά καμμιά φορά ο νους...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου