Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2010








Όλα πάνε ρολόϊ 


(ή σχεδόν)


To "Όλα πάνε ρολόι (ή σχεδόν)" της Στυλιάνας Γκαλινίκη (Μελάνι, 2009) περιγράφει την ζωή σε ένα χωριό κάπου στην Βόρειο Ελλάδα, τη Σεωρή. Εκεί  χτίζουν την οικογένειά τους  η Αλγερία (αυτό είναι γυναικείο όνομα), ο Μηνάς και η κόρη τους, η Ρόρη και  ζουν μια σχεδόν ήρεμη, κανονική ζωή. Σχεδόν κανονική γιατί τόσο το σπίτι τους όσο και  οι  ίδιοι  ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους - από το χρώμα που βάφουν το κτήριο έως τα ρούχα που φορούν, τον τρόπο που μαγειρεύουν, το πως τρώνε και πως φέρονται μέσα στην οικογένειά τους έως τις εξηγήσεις που δίνουν στην μικρή Ρόρη για τα κακώς κείμενα που αντιλαμβάνεται. Σχεδόν ήρεμη γιατί παρ' όλο που ζουν χαμηλόφωνα και αποτραβηγμένα στα περίχωρα του χωριού, η ύπαρξη τους -ένα ζευγάρι που αγαπιέται πραγματικά- ενοχλεί. Κι έτσι,  δεν θα αποφύγουν την μοίρα που έχουν εκείνοι που τολμούν να βγουν από την πεπατημένη σπάζοντας τα στερεότυπα.  

 
*

- Πραγματεύεστε το θέμα της περιθωριοποίησης από μέρους των ανθρώπων του ανοίκειου και του ακατάληπτου, εκείνου ξεφεύγει από τα στερεότυπα και τις προσδοκίες τους. Μιλήστε μας για την επιλογή ενός τόσο επίκαιρου για την εποχή μας προβληματισμού.

Πιστεύω ότι σε κάθε εποχή οι άνθρωποι προσπαθούσαν να αποβάλλουν το ανοίκειο, προκειμένου να εξασφαλίσουν τις σταθερές που θα εγγυούνταν τη μακροβιότητα και τη συνεκτικότητα της ομάδας. Σας θυμίζω το «τραγούδι του νεκρού αδελφού» και τις ποικίλες παραλογές του σε όλον τον βαλκανικό χώρο. Ταυτόχρονα οι κοινωνικές ομάδες κατέφευγαν στο ανοίκειο, επικαλούμενοι την παρέμβαση εξωλογικών δυνάμεων που με έναν τρόπο μαγικό θα φρόντιζαν για την αρμονία του κόσμου. Θέλω να πω ότι οι ομάδες χτίζουν την ταυτότητά τους πάνω σε ένα διαρκή διάλογο με το ξένο. Οι κοινωνίες έχουν ανάγκη από το ξένο στοιχείο. Τις ενδυναμώνει και τις συνενώνει η διαφοροποίηση προς το άλλο. Τα φαινόμενα αυτά είναι περισσότερο έντονα σε εποχές ανασφάλειας και σήμερα ζούμε σε έναν κόσμο όπου οι προηγούμενες βεβαιότητες είναι πια μετέωρες. Όμως το ξένο πολλές φορές είναι κομμάτι μας, αποβάλλουμε κάτι δικό μας για να μπορέσουμε να γίνουμε αποδεκτοί. Όλοι μας, πιστεύω, έχουμε υπάρξει πάνω από μία φορά στη ζωή μας και Σεωρή και Αλγερία.


- Στο μυθιστόρημά σας τοποθετείτε την αφήγηση στα τέλη της δεκαετίας του ’60, ενώ η πλοκή εκτυλίσσεται σε ένα χωριό της ελληνικής επαρχίας. Θεωρείτε ότι οι άνθρωποι σήμερα είναι προετοιμασμένοι να αποδεχτούν τη διαφορετικότητα όσων συναναστρέφονται;

Η αφήγηση εκτυλίσσεται σε δύο χρονικές περιόδους: από τα τέλη της δεκαετίας του 60 έως τις πρώτες δεκαετίες του 80, αλλά και στο σήμερα. Πολλά έχουν αλλάξει στην ελληνική κοινωνία στο μεταξύ και κυρίως ο ορισμός του διαφορετικού. Φαινομενικά είμαστε πλέον πιο ανεκτικοί με τους άλλους, θα έλεγα όμως ότι είμαστε λιγότερο ανεκτικοί με τον εαυτό μας. Η Σεωρή θα μπορούσε να είμαστε εμείς οι ίδιοι, ο τόπος του εαυτού μας. Είμαστε περισσότερο αποξενωμένοι με τον εαυτό μας από άλλοτε ίσως.

*

Το βιβλίο αυτό θα μπορούσε να είναι ακόμη ένα κείμενο που στηλιτεύει τον μικρόκοσμο ενός "επηρμένου", "αρχετυπικού" χωριού  στα τέλη της δεκαετίας του '60. Δεν είναι όμως. Πάνε 6 μήνες που το διάβασα και θυμάμαι ακόμη την αύρα μιας  ιστορίας που παρόλη τη σκληρότητά της σε συγκινεί με έναν ιδιότυπα ζεστό, τρυφερό  τρόπο.



Σημείωση: Ο πίνακας είναι το γνωστό "soft melting pocket watch"  ή "η Επιμονή της μνήμης" του Σαλβαντόρ Νταλί. Το απόσπασμα είναι από συνέντευξη της συγγραφέως. Μπορείτε να την διαβάσετε ολόκληρη εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου