Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013








Saving the best


Mε μεγάλη περιέργεια ξεκίνησα να διαβάζω το πρωτόλειο του Αλεσσάντρο Πιπέρνο, ένα μυθιστόρημα που αποθεώθηκε από κοινό και κριτικούς στην Ιταλία αποσπώντας στη συνέχεια το βραβείο Premio Campiello ενώ την ίδια στιγμή οι εκτός Ιταλίας κριτικές δεν το αντιμετώπιζαν με τον ίδιο ενθουσιασμό. Το ακριβώς αντίθετο θα έλεγα.

Στο "Με τις χειρότερες προθέσεις" (σε πολύ καλή μετάφραση της Άννας Παπασταύρου - Πατάκης, 2007) ο αφηγητής, Ντάνιελ Σονίνο,  ιστορεί με καθηλωτικό, ομολογώ, ύφος την διαδρομή της οικογένειάς του σε βάθος τριών γενεών - παρελθόν στο οποίο  κυριαρχεί η μορφή του παππού Μπέπι Σονίνο, ενός ματαιόδοξου κι επιπόλαιου μπονβιβέρ κλωστοϋφαντουργού.  Κάτω από την επιβλητική σκιά του Μπέπι, αναπτύσσονται οι ιστορίες και των υπόλοιπων ηρώων του μυθιστορήματος - της γιαγιάς Άντα, και της πρώην ερωμένης του Τζώρτζια ντι Πόρτο. Του ενός γιου του Μπέπι, Τέο που θα μεταναστεύσει στο Ισραήλ για να πολεμήσει τους Παλαιστίνιους παίρνοντας μαζί του τη σύζυγό του, την αισθησιακή θεία Μικαέλα,  και το γιο του, ο οποίος θα εμφανιστεί κάποια στιγμή στο οικογενειακό τραπέζι με γυναικεία αμφίεση για να τους ανακοινώσει πως είναι γκέϋ. Ο καρκίνος των όρχεων όμως, θα μετατρέψει την ομοφυλοφιλία του Λελε σε ακαδημαϊκό ζήτημα, κι έτσι η οικογένεια θα συμβιβαστεί με την ιδέα σχετικά εύκολα.  Ο άλλος γιος του Μπέπι και πατέρας του Ντάνιελ, ο αλμπίνο Λούκα, ενδιαφέρεται περισσότερο για την καινούργια Φερράρι του απ' ότι για το γιο του, ενώ η μητέρα του Ντάνιελ, που πήγε κόντρα στους συντηρητικούς και νεόπλουτους γονείς της για να παντρευτεί τον Λούκα, καταλήγει να μαραθεί λόγω των συνθηκών. Η αφήγηση του Ντάνιελ, που είναι η τρίτη γενιά των Σονίνο, ξεκινά από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα όταν οι Σονίνο μεσουρανούσαν στην κοινωνική και οικονομική ζωή της πόλης τους, συνεχίζει κατόπιν με την  χρεοκοπία και την τρανταχτή πτώση τους και φτάνει στο σήμερα και την όχι και τόσο ενδιαφέρουσα ζωή του 33χρονου αφηγητή μιας που είναι ερωτευμένος με την όμορφη Γκάια Τσιταντίνι, εγγονή του συνεταίρου του Μπέπι, η οποία, μάλλον από άγνοια, δεν ανταποκρίνεται.


 

Ο Αλεσσάντρο Πιπέρνο  χαρακτηρίστηκε ως ο μοντέρνος Προυστ. Ο ίδιος παραδέχεται επιρροές κι έμπνευση από τους σύγχρονους Αμερικανούς συγγραφείς και τους μεγάλους κλασικούς του 19ου αι., κάτι που είναι φυσικό επακόλουθο μιας και ο Πιπέρνο σπούδασε και διδάσκει γαλλική λογοτεχνία. Ωστόσο, παρ' όλη την στέρεα θεωρητική σκευή του συγγραφέα και την καλή πρώτη ύλη του μυθιστορήματος -εκείνη η εποχή ενδείκνυται για πολλούς ενδιαφέροντες έως και συναρπαστικούς σκελετούς σε ντουλάπες κι εδώ υπάρχουν αρκετοί- το βιβλίο δεν συγκινεί. Υπάρχουν περισταστικά που σε γοητεύουν κι άλλα που σε κάνουν να γελάς αλλά δεν μπορώ ν' απομονώσω κάποιο συγκεκριμένο γιατί τότε θα έπρεπε να το συνδέσω με την υπόλοιπη πλοκή του μυθιστορήματος κι αυτό είναι δύσκολο - το βιβλίο δεν έχει μια ουσιαστική πλοκή.

Ήθελα να καταδυθώ στην αφήγηση του Πιπέρνο διότι, αν μη τι άλλο, ο προηγούμενος αιώνας παραδίδει πολύ στιβαρά μαθήματα στο σήμερα και το συγκεκριμένο μυθιστόρημα προσφέρει αρκετό υλικό για σχολιασμό του αντι-σημιτισμού, της ταξικής διαστρωμάτωσης, των οικογενειακών σχέσεων, της σεξουαλικότητας, ακόμη και του κράτους του Ισραήλ στην μεταπολεμική εποχή.  Κάπου, όμως, χάθηκα σε όλο αυτό το κείμενο που "μιλά" με τόση δηκτικότητα και πικρία για τον ανθρώπινο παράγοντα και την προσπάθεια των Εβραίων της Ιταλίας να ενσωματωθούν στην τοπική κοινωνία και να προοδεύσουν. 


Για να συνεχίσω την ανάγνωση της ευφάνταστης αυτής γκρίνιας μετά τις πρώτες 100 σελίδες επιστράτευσα νοητούς συνδέσμους με το ύφος του Χάρολντ Τζέικομπσον που διαφαίνονται στο οξύ και μαύρο χιούμορ του Ιταλού συγγραφέα και τον εγωκεντρικό νευρωτισμό του Γούντυ Άλλεν που εντόπισα στην αυτο-αναφορικότητα του Πιπέρνο αλλά δίχως αποτέλεσμα - η περιέργειά μου είχε ήδη ατονίσει σε βαθμό ανυπαρξίας και σκέφτηκα σοβαρά να το αφήσω. Επέμενα, όμως, να γυρνώ τις σελίδες χάρη στον σπιντάτο ρυθμό της αφήγησης και την προσεκτικά μελετημένη, σπινθηροβόλα γλώσσα του συγγραφέα η οποία αν και διεισδυτική και σαφής παραμένει ανούσια μέχρι τέλους.

Το δεύτερο βιβλίο του Αλεσσάντρο Πιπέρνο έχει ήδη κυκλοφορήσει στην Ιταλία κι έχει μεταφραστεί και σε άλλες γλώσσες (και στα ελληνικά, επίσης) συλλέγοντας παρόμοιες μεταξύ τους -θετικές- κριτικές και βραβεία, κάτι που με έκανε να σκεφτώ πως ίσως τελικά να του ταιριάζει πειρσσότερο ο έτερος χαρακτηρισμός που του αποδόθηκε, ότι δλδ είναι ο νέος Φίλιπ Ροθ - το πρώτο μυθιστόρημα του Αμερικανού σε τίποτα δεν προμήνυε την αξιόλογη, αν και αμφιλεγόμενη, συνέχειά του. Για να δούμε...






 
Σημείωση: Το εικαστικό ανήκει στον Αμερικανό Oscar Vargas κι έχει τίτλο "Uniform Encounter".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου