Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2010








 





"The soul should always stand ajar, ready to
welcome the ecstatic experience"

Emily Dickinson





Tο πρώτο πράγμα που μου ήρθε αυθόρμητα στο νου όταν τελείωσα το "Άβυσσος" (Πατάκης, 2007, μτφρ.Χριστίνα Θεοδωροπούλου) ήταν ο Τζ.Ντ.Σάλιντζερ κι αυτό γιατί η συγγραφέας του, Κάρμεν Λαφορέτ, περιγράφει με τον ίδιο απροκάλυπτο κι ωμό τρόπο, αλλά ακόμη πιο μελανά, την ζωή και τον ψυχισμό μιας νέας. Και μέσω αυτής αναβιώνει τη ζοφερή πραγματικότητα μια πόλης, μιας χώρας ολόκληρης, μιας εποχής.

Βρισκόμαστε στην Ισπανία, αμέσως μετά τον εμφύλιο
και λίγο πριν τον 2ο ΠΠ. Η Άντρεα φτάνει στην Βαρκελώνη για να σπουδάσει φιλολογία έχοντας αφήσει πίσω της τον εμφύλιο, την επαρχία όπου ζούσε, τον θάνατο της μητέρας της και "...την μάχη που είχα δώσει για δύο χρόνια με την ξαδέλφη μου την Ιζαμπέλ, ώσπου να με αφήσει να φύγω από κοντά της και ν' ακολουθήσω πανεπιστημιακές σπουδές... ερχόμουν με φόρα απ' τον πρώτο μου θρίαμβο...". Για όσο θα διαρκέσουν οι σπουδές της θα φιλοξενηθεί από την εύπορη -έτσι νομίζει επηρρεασμένη από διάφορες αφηγήσεις του παρελθόντος- οικογένεια της μητέρας της κι αυτό κάνει την Άντρεα να νιώθει, το λιγότερο, ενθουσιασμένη. 

Όταν φτάνει σπίτι τους, στην κεντρική οδό Αριμπάου, είναι νύχτα και την υποδέχεται μια μισότυφλη, κυρτή γυναικούλα, η γιαγιά της, που την καλωσορίζει σε αυτό που θα αποδειχθεί ένας αληθινός εφιάλτης. Το αλλοτινό μεγαλοαστικό διαμέρισμα έχει χωριστεί στα δύο και το ένα μισό έχει πουληθεί ενώ στο άλλο μισό ανάμεσα στην μούχλα, το κρύο, το μισοσκόταδο, την σκόνη, την σκουριά και τα παλιοκαιρισμένα έπιπλα στοιβάζονται έξι άτομα. Ο Χουάν, ένας αποτυχημένος ζωγράφος που δουλεύει ως νυχτοφύλακας σε εργοστάσιο για τα προς το ζην και ξυλοκοπά αγρίως τη γυναίκα του κάθε φορά που κυριεύεται από αδυναμία, υποψίες, ενοχές ή όταν δεν μπορεί να ξεσπάσει στον αδερφό του. Η Γκλόρια, μια τσαπατσούλα μα ευαίσθητη και χαριτωμένη γυναίκα που δέχεται το ξύλο και τα υποτιμητικά σχόλια (όλοι -εκτός από την γιαγιά- την έχουν για κάτι λιγότερο από πόρνη κι ανεγκέφαλη και της το δείχνουν με την πρώτη ευκαιρία) με κουτό ύφος ενώ στην πραγματικότητα είναι αυτή που συντηρεί την οικογένεια "σκοτώνοντας" τους πίνακες του άντρα της και με όσα μπορεί να εξοικονομήσει ξενυχτά στην παράνομη λέσχη της αδερφής της χαρτοπαίζοντας για να κερδίσει κάποια επιπλέον χρήματα ώστε να αγοράσει φάρμακα για το μωρό της. Η Γκλόρια, είναι, επίσης, παθιασμένη με τον Ρομάν. Ο μικρότερος αδερφός του Χουάν, χαρισματικός μουσικός, πρώην κομμουνιστής και καταδότης, την προκαλεί ερωτικά. Διαθέτοντας ακόμη την αύρα ενός ξεχωριστού ανθρώπου δεν διστάζει να φλερτάρει αισθησιακά την Άντρεα και να ασκήσει όλη την γοητεία του στην φίλη της, Ένα.

Η θεία Αγκούστιας είναι η προσωποποίηση του αυταρχισμού και του πουριτανισμού. Σα να βγήκε από γκραβούρα του Γκόγια, ο ύπνος της λογικής, άλλωστε, γεννά τέρατα. Με την άφιξη της ανηψιά της αναλαμβάνει τον ρόλο του παιδαγωγού, παιδονόμου καλύτερα, και καταπιέζει αφόρητα την ΄Αντρεα. Σε όλο το βιβλίο, εξάλλου, εκτός απο την μιζέρια και την απόλυτη ένδεια επικρατεί και η καταπίεση - ψυχολογική και ερωτική. Η ίδια η Αγκούστιας στο παρελθόν είχε καταπιέσει την αγάπη της για τον δον Χερόνιμο επειδή ο πατέρας της σχολίασε ότι "... ήταν πολύ λίγος για εκείνη...". Όταν, νικημένη από τον ίδιο
της τον πουριτανισμό, φεύγει για να μονάσει, η Άντρεα με μεγάλη ανακούφιση αναλαμβάνει την ευθύνη του εαυτού της. 
 

 
Στερείται ακόμη και τα βασικά, πεινάει στην κυριολεξία - τρώει τα ξεροκόμματα που της αφήνει η γιαγιά κρυφά κάθε βράδυ στο κομοδίνο ενώ πίνει το ξεχασμένο νερό όπου είχε βράσει προηγουμένως τα λαχανικά η Αντόνια - η οικόσιτη βοηθός του σπιτιού που τρέφει παθολογική αγάπη για τον σκύλο της και αδιαφορία για τους υπόλοιπους. Παρ΄όλα αυτά η Άντρεα αντέχει και παραμένει " σε επαγρύπνηση", ajar όπως λέει η Έμιλυ Ντίκινσον, έτοιμη να καλωσορίσει την κάθε εκστατική εμπειρία που γι'αυτήν είναι να γευτεί όσο πιο έντονα και αληθινά μπορεί τον κόσμο. Παρακολουθεί με συνέπεια τα μαθήματά της στο πανεπιστήμιο και γνωρίζεται με μποέμ καλλιτέχνες και πλούσιους "εστέτ" συμφοιτητές της. Η Ένα, μία από αυτές τις πλούσιες συμφοιτήτριες, γίνεται η καλύτερή της φίλη, ενώ η μητέρα της αποδεικνύεται πρόσωπο-κλειδί για την αποκρυπτογράφηση του αινιγματικού Ρομάν καθώς στα νιάτα της υπήρξε ερωμένη του.

Παρ' όλες τις διεξόδους που της προσφέρει η συναναστροφή της με την Ένα, ο δεσμός της με τον Πονς και η παρέα με τους υπόλοιπους φίλους της, η Άντρεα ασφυκτιά όλο και πιο πολύ σε τούτη την παρακμιακή ατμόσφαιρα. Όταν αυτοκτονεί ο Ρομάν πέφτει σε κατάθλιψη. Απομονώνεται, φαντασιώνεται, παραληρεί, "τρέχει απελπισμένα στους δρόμους ντυμένη με το μαύρο της φόρεμα. Από τούτη την γκόθικ πραγματικότητα την βγάζει ο πατέρας της Ένα που της προτείνει να δουλέψει στο καινούργιο γραφείο του στη Μαδρίτη. Η Άντρεα φεύγει χωρίς δεύτερη σκέψη και χωρίς αποχαιρετισμούς. Σ' αυτό το σημείο η αφήγηση τελειώνει - το μέλλον της αρχίζει να αναδύεται...
 
 
Το μυθιστόρημα εκδόθηκε το 1944 και την επόμενη χρονιά πήρε το βραβείο Πρέμιο Ναδάλ - το αρχαιότερο και μεγαλύτερου κύρους λογοτεχνικό βραβείο στην Ισπανία. Η Κάρμεν Λαφορέτ ήταν τότε 23 χρονών και δυσκολεύτηκε πολύ να αποδεχθεί τις εγκωμιαστικές κριτικές της εποχής - αυτός είναι ο δεύτερος λόγος που την παραλληλίζουν με τον Τζ.Ντ.Σάλιντζερ. Κι όπως κι εκείνος, μολονότι συνέχισε να γράφει μέχρι τέλους, δεν μπόρεσε να δώσει κάτι άλλο εφάμιλλο του πρώτου της αυτού βιβλίου - ένα μυθιστόρημα που θεωρείται χρονικό μιας "άγριας μύησης" περισσότερο από ένα μυθιστόρημα "ενηλικίωσης". Η Άβυσσος αναμετριέται επίσης και με τα Ανεμοδαρμένα Ύψη καθώς αποπνέει την ίδια σκοτεινή, παγερή κι απόμακρη αίσθηση - αυτή άλλωστε δεν είναι η ατμόσφαιρα που γεννά η καταπίεση, η λογοκρισία, οι προκαταλήψεις και η σεμνοτυφία; Η Λαφορέτ αντιστάθηκε σ' αυτήν την άβυσσο, όπως κάθε νέος άλλωστε οφείλει να κάνει, με την οξεία παρατηρητικότητα και την θαραλλέα της γλώσσα δίχως να ξεπέφτει στιγμή στο μελόδραμα ή στην κακομοιριά αλλά αντίθετα "... με μια ανθρώπινη ομορφιά που τροφοδοτεί την κάθε σελίδα αυτού του βιβλίου με την καθαρή ουσία της συγγραφής" όπως σχολιάζει ο κριτικός της λογοτεχνίας Χουάν Ραμόν Χιμένεθ. Κι αυτός, είμαι σίγουρη, είναι ο λόγος που η Κάρμεν Λαφορέτ κατατάσσεται στο πάνθεον της ανδροκρατούμενης μεταπολεμικής λογοτεχνίας της Ιβηρικής Χερσονήσου.



Σημείωση: Η πρώτη φωτογραφία είναι αυτή του εξωφυλλου του βιβλίου και υποθέτω ότι είναι η Κάρμεν Λαφορέτ σε νεαρή ηλικία γιατί μοιάζει πάρα πολύ με το άτομο που εικονίζεται στην δεύτερη φωτογραφία και είναι η ίδια η συγγραφέας.



Παράκληση: Μήπως μπορεί κάποιος να μου πει γιατί δεν λειτουργεί ο extreme tracker;Τι μπορώ να κάνω για να ξεκολλήσει;

2 σχόλια:

aura voluptas είπε...

Δεν ξέρω πως αλλά, παρά τη μεγάλη μου κούραση, το ποστ σου με ρούφηξε και το διάβασα απόλυτα συγκεντρωμένη μέχρι τέλους . Μάλλον ξέρω . Γιατί είναι ένα πάαρα πολύ ωραίο ποστ, δουλεμένο και καλογραμμένο .
Νομίζω πως σίγουρα θα το διαβάσω αυτό το βιβλίο .
Να είσαι καλά, συνέχισε έτσι και, έστω και λίγο καθηστερημένα, τις καλύτερες ευχές μου για τα γενέθλια του μπλογκ σου κι εσένα . :-))

Sue G. είπε...

@aura voluptas: ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια και τις ευχές. Μερικές φορές -όπως η συγκεκριμένη- είναι πολύ ωραίο να σου εύχονται αργοπορημένα. Επαναλαμβάνεται η γιορταστική διάθεση! :-)