Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα music. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα music. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 15 Μαρτίου 2025





 Forms  of Resistance

 



H ιστορία σχετικά απλή:  η ευτυχισμένη ζωή μιας αστικής οικογένειας στην Βραζιλία του 1971 και η ανατροπή της από μία δικτατορία. Την αφηγείται στα απομνημονεύματα του ο Marcelo Rubens Paiva – γιος του Rubens Bayrodt Paiva, αντιφρονούντα πολιτικού και μέλους του Κογκρέσου της Βραζιλίας, και της Eunice Paiva που, μετά την βίαιη εξαφάνιση του συζύγου της, αποφασίζει να αντιδράσει – θα πουλήσει το σπίτι τους και θα επιστρέψει στα έδρανα της Νομικής για να σπουδάσει ενώ θα μεγαλώνει, παράλληλα, τα πέντε παιδιά τους. 

Η κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου από τον Walter Salles δεν έχει να επιδείξει κάποιον κινηματογραφικό (τεχνικό ή άλλο) νεωτερισμό. Μόνο μία όμορφη ρετρό αφήγηση που κυλά (ευχάριστα έως άτονα στο πρώτο μέρος της ταινίας) καλύπτοντας μία περίοδο 50 χρόνων (1964 - 2014).  Ωστόσο, η ερμηνεία της Fernanda Torres στον πρωταγωνιστικό ρόλο είναι έντονα δυναμική – μέσα από το συγκρατημένο συναίσθημα του ρόλου κάνει ορατή την αποφασιστικότητα αλλά και την ευθραυστότητα της Eunice ενώ αναδεικνύει με σαφήνεια το κλίμα της εποχής, τον πόνο της απουσίας και το βασανιστικά αργό πέρασμα του χρόνου, την επιμονή μιας γυναίκας να αντιμετωπίσει το στρατιωτικό καθεστώς.

Το "Είμαι Ακόμα Εδώ", στο σύνολό της, είναι μία εξαιρετικά εύστοχη και επιδραστική ταινία. Τόσο, που έναν μήνα μετά την πρεμιέρα της στην Βραζιλία, η κυβέρνηση της χώρας επέτρεψε στις οικογένειες των θυμάτων της δικτατορικής περιόδου να λάβουν εκ νέου πιστοποιητικά θανάτου που αναγνώριζαν τις κρατικές δολοφονίες. Έγινε, επίσης, το επίκεντρο στοχευμένου μποϋκοτάζ από την ακροδεξιά. Απέτυχε (το μποϋκοτάζ, βεβαίως) εκκωφαντικά – με εισπράξεις $25,2 εκατ., είναι η πιο επιτυχημένη βραζιλιάνικη ταινία μετά την πανδημία του COVID-19 (Φεβρουάριο 2020). Κι επιπλέον, βραβεύεται σε σημαντικές διοργανώσεις: Κάννες (όπου της απέδωσαν 10λεπτο χειροκρότημα και η πρωταγωνίστριά του απέσπασε το βραβείο Α' Γυναικείου Ρόλου), Χρυσές Σφαίρες, Critics' Choice Movie Award, BAFTA και, πρόσφατα, Oscars, όπου απέσπασε το βραβείο Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας.


    

"Το σκοτάδι δεν μπορεί να διώξει το σκοτάδι: μόνο το φως μπορεί να το κάνει αυτό" έλεγε ο Martin Luther King, Jr και τα λόγια του συνοψίζουν το υπόρρητο πνεύμα της ταινίας όπου οι οικογενειακές φωτογραφίες, ασπρόμαυρες και έγχρωμες, είναι ο άτυπος πρωταγωνιστής – δημιουργούν την αίσθηση που έχει η ατμόσφαιρα λίγο πριν πέσει η βροχή καθώς αποτυπώνουν, παρά το περιρρέον σκοτάδι, μια ζωή  με φως και πρόοδο: το χαμόγελο της Eunice και το γέλιο των παιδιών της· η συντροφικότητα του ζευγαριού, τα βιβλία,  οι φίλοι, οι συζητήσεις, η ανταλλαγή ιδεών και σκέψεων.  

Η θαυμάσια μουσική επένδυση της ταινίας (Caetano Veloso, Tom Zé, Gal Costa, Roberto Carlos, Cesaria Evora, Serge Gainsbourg & Jane Birkin, κ.ά.) η δια-φιλμική αναφορά στο Blow up του Antonioni και τα αποσπάσματα βίντεο Δελτίων Ειδήσεων συμπληρώνουν μια συναρπαστική και πλούσια σε λεπτομέρειες απεικόνιση εκείνης της ιστορικής περιόδου που μας υπενθυμίζει αφενός τις πραγματικές διαστάσεις ενός απολυταρχικού καθεστώτος, σαν κι αυτά που ευδοκιμούν ακόμη και σήμερα ανά την υφήλιο· κι αφετέρου την ανθρώπινη επιμονή ενάντια στην αδικία. 

Να την δείτε.






Σημειώσεις: Η πρώτη φωτογραφία είναι στιγμιότυπο της ταινίας – η στιγμή που η Eunice και μία από τις κόρες της, η έφηβη Ελιάνα, μεταφέρονται στην Ασφάλεια. Η κοπέλα θα αφεθεί ελεύθερη μετά από 24 ώρες ενώ η Eunice θα κρατηθεί 5 ημέρες σε κελί καθώς οι αξιωματικοί προσπαθούν να την αναγκάσουν να ενοχοποιήσει φίλους και γνωστούς. Στην δεύτερη φωτογραφία είναι η πραγματική οικογένεια Paiva, πριν την σύλληψη κι εξαφάνιση του Rubens.

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2024

 




Τα παιδιά, η μουσική

κι ένα Όσκαρ




Το Λος Άντζελες είναι η δισκογραφική πρωτεύουσα του κόσμου. Η Διεύθυνση Παιδείας της συγκεκριμένης περιφέρειας (Los Angeles Unified School District) παρέχει δωρεάν επισκευασμένα μουσικά όργανα στους μαθητές της – μία από τις ελάχιστες Γενικές Διευθύνσεις Παιδείας στην Περιφέρεια που απομένουν κι επιμένουν να το κάνουν αυτό.  

Σε μία κοινή αποθήκη  στην καρδιά του L.A., μία φούχτα αφοσιωμένοι τεχνίτες επισκευάζουν πάνω από 80.000 μουσικά όργανα μαθητών – είναι το μεγαλύτερο εργαστήριο του είδους στην Αμερική που παρέχει αυτή την υπηρεσία, συνεχόμενα από το 1959. Για να έχετε ένα μέτρο για την σημαντικότητα αυτής της κίνησης σκεφτείτε την παιδική/νεανική ορχήστρα της Βενεζουέλας Simón Bolívar ή, όπως είναι πιο γνωστή, El Sistema και τον κοινωνικό αντίκτυπό της. 

Ο Chris Bower, ένας από τους δύο σκηνοθέτες του The Last Repair Shop, ντοκιμαντέρ μικρού μήκους υποψήφιο στην κατηγορία του για τα φετινά Βραβεία της Ακαδημίας, το οποίο γυρίστηκε στην συγκεκριμένη αποθήκη, λέει: "Ως ένα από τα εκατομμύρια παιδιά που αποφοίτησαν από την Unified School District του Los Angeles, περνούσα κάθε στιγμή που μπορούσα με το πιάνο του σχολείου. Εκεί βρήκα ένα ασφαλές μέρος, εκεί βρήκα την φωνή μου. Αυτές ήταν οι θεμελιώδεις στιγμές που με ώθησαν στην σχολική μπάντα. Στο Τζούλιαρντ. Στα Όσκαρ. Να εκπληρώσω τα πιο τρελά μου όνειρα και να γνωρίσω τους ήρωές μου ως μουσικός και συνθέτης μουσικής ταινιών."




Στο φιλμ μερικά από αυτά τα αμερικανάκια που χρησιμοποιούν τα μεταχειρισμένα κι επισκευασμένα  μουσικά  όργανα  στο σχολείο τους δίνουν –εμβόλιμα στην κεντρική αφήγηση– την δική τους, προσωπική, αντίληψη για την ενασχόλησής τους με την μουσική. Εμβόλιμα διότι τα σαράντα λεπτά της ταινίας είναι ουσιαστικά για τέσσερις χαρακτήρες που εργάζονται στο Τελευταίο Κατάστημα Επισκευών και τις ζωές τους, οι οποίες –χαλασμένες κι επισκευασμένες, όπως και των μουσικών οργάνων που περνούν από τα χέρια τους– είναι αφιερωμένες στο να προσφέρουν κάτι (πολύ) περισσότερο από τις επισκευές και την μουσική των οργάνων στα παιδιά των σχολείων του μεγαλύτερου δισκογραφικού κέντρου του κόσμου.




Δείτε το. 

Κέρδισε το φετινό Όσκαρ Ντοκιμαντέρ Μικρού Μήκους.







Σημειώσεις: Το εικαστικό είναι η "Παιδική Χορωδία" του Γεωργίου Ιακωβίδη. Οι δύο φωτογραφίες που ακολουθούν είναι από την ταινία.

Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2023

 

 

 

 


Σημειώσεις Ενός

   Καλοκαιριού  





"Η χρονιά του 1961 θ' αρχίσει με τη βαρυσήμαντη δήλωση της Απογευματινής: 'Παταγώδης αποτυχία των αστρολόγων το 1969', για να πάρει τη σκυτάλη ο Μαρής και ο Μπέκας: 'Ίλιγγος – ΄Ολα εμφανίζονται ανεξήγητα και μεταφυσικά' συνδυάζοντας στην εφημερίδα απολαυστικά για την εποχή του το ελαφρό ανάγνωσμα με το αστυνομικό αφήγημα."

Έτσι τελειώνει ο Πρόλογος του Ίλιγγος (Άγρα, 2013)  και θα συμφωνήσω με την εκτίμηση του υπογράφοντος Ανδρέα Αποστολίδη για το βιβλίο του Γιάννη Μαρή – είναι πράγματι ένα απολαυστικό ανάγνωσμα. Έχει, όμως, πολλές περισσότερες αποχρώσεις από μία ιστορία μυστηρίου ή ένα απλό whodunnit.

Η υπόθεση έχει ως εξής: Ο Γεραλέξης, λογιστής σε υπερωκυάνιο,  ξυπνά στο μπάνιο μιας έπαυλης και συνειδητοποιεί πως είναι κλεισμένος σε ένα άγνωστο μέρος. Κι επιπλέον, βρίσκεται στο ίδιο δωμάτιο με έναν νεκρό, επίσης εντελώς άγνωστο. Παρά τη ζάλη και τον πανικό που τον κυριεύει, καταφέρνει να δραπετεύσει και να γυρίσει στο δωμάτιο του αθηναϊκού ξενοδοχείου που διαμένει – είναι σε άδεια και σκοπεύει να επιστρέψει στο νησί του. Το επεισόδιο όμως ετούτο θα ματαιώσει τα σχέδια.




Στην προσπάθειά του να βρει απαντήσεις στα ερωτήματα που τον βαραίνουν  (ποιός ήταν ο νεκρός δίπλα του; ποιος τον νάρκωσε; γιατί βρέθηκε κλεισμένος στην έπαυλη της Εκάλης;) ο Γεραλέξης θα απευθυνθεί στην αστυνομία. Την υπόθεσή του θα αναλάβει, ανόρεχτα είναι η αλήθεια, ο Αστυνόμος Μπέκας η φυσιογνωμία του οποίου φέρνει στο νου τον γάλλο συνάδελφό του Ζυλ Μαιγκρέ. Ανάμεσα στις επιρροές του συγγραφέα, όπως αναφέρει ο Κ. Καλφόπουλος στο επίμετρο της έκδοσης, είναι πράγματι και ο Ζωρζ Σιμενόν.  Παρά τον μπρίσκο αέρα που του προσδίδει ο Μίμης Πλέσσας, o Αστυνόμος Μπέκας, όπως και ο Μαιγκρέ, είναι χαμηλών τόνων, εσωστρεφής κι απότομος αλλά επίμονος για την λύση της κάθε υπόθεσης που αναλαμβάνει. Ωστόσο, ο έλληνας αστυνομικός έχει ένα ελαφρώς δύσθυμο δημοσιοϋπαλληλικό ύφος που τον διαφοροποιεί –στην διάθεση, όχι στην εμφάνιση ή στην γενικότερη στάση του– από τον γάλλο συνάδελφό του αλλά και από την περσόνα του Σταύρου Ξενίδη που τον υποδύθηκε στις τηλεοπτικές μεταφορές των μυθιστορημάτων του Μαρή.

Ο Μπέκας και ο Γεραλέξης θα περιηγηθούν στην Ομόνοια, με τα ξενοδοχεία και τα λαϊκά καμπαρέ, σε συνεργεία αυτοκινήτων στην Αχαρνών, σε χαμόσπιτα στο Δρογούτι αλλά και στο αστικό προάστιο του Διονύσου, στην ερημιά της Βούλας (όπου βρέθηκε στην συνέχεια πεταμένος ο νεκρός), στην αρχαία Επίδαυρο. Μαζί τους, ο αναγνώστης συναντά διάφορους χαρακτηριστικούς τύπους της κάθε περιοχής. Γνωρίζει, επίσης, τον Γραικό (δεύτερος μηχανικός στο ίδιο πλοίο με τον Γεραλέξη και φίλος του), τον επαγγελματία παλαιστή Γιώργο Λογοθέτη, μία "πριγκίπισσα" – την τροτέζα Άννα,  και τον  Καταπάνο – έναν βασιλιά του αθηναϊκού υποκόσμου. Ο μεγάλος κακός της ιστορίας, ένας τυχοδιώκτης ακαθόριστης εθνικότητας αλλά διεθνούς εμβέλειας ονόματι Ισαάκ Γιοβέλ ή Αράντο Κάστρο,  εμφανίζεται μόνον δια του έργου του – έχει γεμίσει το Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας με αντίγραφα των μυκηναϊκών εκθεμάτων του, προωθώντας τα πρωτότυπα στο εξωτερικό. Είναι η πρώτη φορά, από τις δύο, που ο Γιάννης Τσιριμώκος, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, ασχολείται λογοτεχνικά με το ζήτημα της Αρχαιοκαπηλίας και γίνεται, κατά κάποιον τρόπο, μάντης πραγματικών κακών – λίγους μήνες αργότερα από την δημοσίευση των κεφαλαίων του μυθιστορήματος, τα πρωτοσέλιδα του Τύπου της εποχής θα απασχολήσει μία παρόμοια υπόθεση.

 


Η αγωνιώδης αναζήτηση της χαμένης μνήμης και η δίνη του αγνώστου είναι το κεντρικό θέμα της πλοκής που ο Γιάννης Μαρής εμπνεύστηκε από τον κινηματογραφικό "Δεσμώτη του Ιλίγγγου" του Ά. Χίτσκοκ. Ωστόσο, διαφοροποιείται αρκετά προσδίδοντας στην αφήγηση επιπλέον αποχρώσεις μελοδράματος, ταξιδιωτικού πεζογραφήματος και χρονογραφήματος καθώς ενσωματώνει στην πλοκή λεπτομέρειες που αντανακλούν κοινωνικές αναφορές και ανθρωπογεωγραφικές παρατηρήσεις  που σκιαγραφούν εύγλωττα το ζωντανό μωσαϊκό της Αθήνας, της Ελλάδας καλύτερα, του '60, κάτι που εντέλει καθιστά το συγκεκριμένο έργο του λιγότερο ελαφρύ απ' ότι θα περίμενε κανείς. Τα συστατικά που τόσο συχνά χρησιμοποιεί ο συγγραφέας με πρόδηλο τρόπο –κοινωνικές αντιθέσεις, ίντριγκες και πάθη, πλαστοπροσωπίες κι ένοχα μυστικά, κλισέ, εξιδανικεύσεις, στερεότυπα, κ.ά.– δεν παρουσιάζονται εδώ. Αντ' αυτών, υπάρχουν ψήγματα χιούμορ που στηλιτεύουν το τότε σύγχρονο παρόν:  "Οι αστυνομικοί παρακολουθούσαν το κότερο του Νικολαΐδη με ένα τρεχαντήρι..."

 



Το μυθιστόρημα εκδόθηκε σε ογδόντα εννέα συνέχειες στον ημερήσιο Τύπο και δεν κυκλοφόρησε ποτέ σε μορφή βιβλίου παρά μόνον το 2013 όταν και εκδόθηκε η παρούσα πρώτη έκδοσή του κι αυτός είναι ένας λόγος για να το διαβάσει κανείς – δεδομένης της αποσπασματικότητάς του, και της μη επιμέλειάς του από τον συγγραφέα (κάτι που συνήθιζε όταν εκδιδόταν ένα βιβλίο του) το μυθιστόρημα έχει εξαιρετικά συνεκτική δομή και ο ρυθμός της αφήγησης παραμένει σταθερός κι ελεγχόμενος σε όλη την εξέλιξη της πλοκής. Οι δε χαρακτήρες της ιστορίας δεν είναι επίπεδοι ή στεγνοί παρ'  όλο το λιτό, ανεπιτήδευτο, ύφος της γραφής του. Ο σημαντικότερος όμως λόγος για να διαβαστεί το βιβλίο είναι η δεξιότητα του Γιάννη Μαρή να επικοινωνεί άμεσα και με οικείο, πειστικό κι ενδιαφέρον έως αγωνιώδες τρόπο την ιστορία του ενώ παράλληλα ψυχαγωγεί τον κάθε αναγνώστη δίχως να ευτελίζει την γλώσσα, την νοημοσύνη ή τον ψυχισμό του. Αυτός δεν είναι, άλλωστε, στόχος της λογοτεχνίας; 




 





Σημειώσεις: Το εικαστικό της ανάρτησης είναι λεπτομέρεια του ομότιτλου με την ανάρτηση έργου του  Γιώργου Χατζημιχάλη. Το ασπρόμαυρο σκίτσο είναι από την εικονογράφηση του βιβλίου από τον Φ. Δελλή – ακόμη ένας λόγος για να διαβάσετε το βιβλίο. Η φωτογραφία της κόμμωσης της Tippi Hedren είναι από τον Δεσμώτη του Ιλίγγου. Στο τέλος, το πορτραίτο του συγγραφέα από τον Μ. Γαλλία κι έχει αντληθεί από το αυτί του βιβλίου. 

Παρασκευή 12 Αυγούστου 2022


 

 

 

"Αλήθεια είναι,

αγαπώ την μουσική"

 

 

 




Στις σπάνιες στιγμές σχόλης του, ο Jean-Jacques Sempé ενέδιδε στην αγάπη του για την μουσική. Κάποτε είχε πει πως η συλλογή του 1979 Οι Μουσικοί –θαυμαστή εξαίρεση στο έργο του Σενπέ για την σαφή ευλάβεια στο θέμα του και την τρυφερότητά του, ανέγγιχτη από την ειρωνία– ήταν το αγαπημένο του από τα περίπου 6Ο βιβλία που έχει εκδώσει με σκίτσα του. Είχε πει: "Ήθελα, πράγματι, να γίνω μουσικός,  όταν είδα όμως το πόσο επαγγελματικά ζούσαν οι μουσικοί, αποφάσισα να συνεχίσω να σκιτσάρω. Νόμιζα, επίσης, πως θα ήταν ενδιαφέρον να γίνω εκδότης, ή να εργαστώ στο θέατρο..." Ένα χαμόγελο τρεμοπαίζει στο πρόσωπό του· το Μεγάλο Πνεύμα ξεσπά. "Το πραγματικό όνειρό μου ήταν να γίνω σέντερ φορ στην εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της Γαλλίας, αλλά έπρεπε να εγκαταλείψω αυτές τις φιλοδοξίες πέρυσι. Συνειδητοποίησα πως ήταν μία μεγάλη συνομωσία εναντίον μου, κι έτσι τώρα σκιτσάρω." Ζαρώνει τους ώμους. "Αυτοί χάνουν."

Σήμερα, χάνουμε εμείς Monsieur Sempé. Adieu.
 

 

 

 

 

Σημείωση: Η εικόνα έχει αντληθεί από τους Μουσικούς του Σενπέ. Το απόσπασμα είναι από άρθρο της Guardian.

Δευτέρα 11 Ιουλίου 2022


 


 Limelight, 

   

 ol' chum.

 

 

 



 

Είναι μέρες τώρα που προσπαθώ να γράψω για το "Ένα άλογο μπαίνει σ' ένα μπαρ" (μτφρ: Λουίζα Μιζάν - Ψυχογιός, 2O19) – το βραβευμένο με Booker International (2O17) μυθιστόρημα του David Grossman που αφηγείται μία παράσταση κωμωδίας stand-up. Πάλκο, προβολείς, μικρόφωνο, σκαμπό, ένας κωμικός που αυτοσχεδιάζει. Κι ένα κοινό που, πίνοντας το ποτό του ή και τρώγοντας κάτι, ακούει αστεία όπως αυτό που έδωσε τον τίτλο στο βιβλίο του ισραηλινού συγγραφέα: "Ένα άλογο  μπαίνει σε ένα μπαρ και ζητάει από τον μπάρμαν μια μπίρα Γκόλντσταρ βαρέλι. Ο μπάρμαν τού δίνει, και το άλογο την πίνει και ζητάει ένα ποτήρι ουίσκι. Το πίνει, ζητάει ένα ποτηράκι τεκίλα, Την πίνει. 'Ενα σφηνάκι βότκα και μια μπίρα..."  Ωστόσο, ο τρόπος που το χειρίζεται ο ισραηλινός συγγραφέας αποδεικνύει ότι είναι κάτι πολύ σύνθετο, περίτεχνο και επώδυνο. 

Η υπόθεση εκτυλίσσεται σε ένα καταγώγιο της  Νατάνια, μιας μικρής πόλης στο σύγχρονο Ισραήλ, όπου ο αφηγητής παρακολουθεί μια παράσταση κωμωδίας stand-up. Εντελώς ασυνήθιστο για κάποιον του κύρους και της φήμης ενός δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ωστόσο ο Αβισάι Λαζάρ, συνταξιούχος πλέον, αναγκάζεται να δεχτεί την πρόσκληση του κωμικού Ντόβαλε Γκρίνσταϊν που υπήρξε για λίγο παιδικός του φίλος. Γνωρίστηκαν όταν έκαναν μαζί ιδιαίτερα μαθήματα και δεν άργησαν να γίνουν κολλητοί – ο Ντόβαλε τον θαύμαζε για την εξυπνάδα και την σταθερότητά του ενώ εκείνος για το πνεύμα και την αντιδραστικότητά του. Όταν σταμάτησαν τα μαθήματα χάθηκαν, για να βρεθούν λίγα χρόνια αργότερα, κατά τύχη, στην στρατιωτική κατασκήνωση ΓκάντναΕκεί, ο Λαζάρ διατήρησε μια ουδέτερη, απόμακρη στάση απέναντι στον μικροκαμωμένο φίλο του κι αυτό τον κάνει να πιστεύει πως ο Ντόβαλε τον καλεί τώρα για κάποιον προσωπικό, εκδικητικό, λόγο. Ο κωμικός ωστόσο είναι σαφής – το μόνο που του ζητούσε ήταν να τον δει και να του πει, στο τέλος της παράστασης, «τι βγάζει προς τα έξω».

Η παράσταση ξεκινά με τον Ντόβαλε να λέει μερικά κοινότοπα αστεία και να φλυαρεί με το κοινό. Στην συνέχεια, ωστόσο, οι αυτοσχεδιασμοί του γίνονται μια σειρά από ξεκάρφωτα ξεσπάσματα –μία μείξη από προσωπικά βιώματα με εμβόλιμους χυδαίους, προσβλητικούς κυνισμούς εν είδει αστείων– για να καταλήξουν σε έναν σχεδόν ανεξέλεγκτο, παραλληρηματικό μονόλογο για την παιδική ηλικία του. Κανείς δεν ήξερε την τυραννική συμπεριφορά του πατέρα του ενώ αντίθετα όλοι ήξεραν ότι τραμπουκίζονταν συστηματικά από τους συμμαθητές του και κανείς δεν έκανε κάτι γι' αυτό. Έτσι, ο μικρός είχε αναπτύξει μια δουλική συμπεριφορά για να τους ικανοποιεί όλους, και να αποφεύγει τα χειρότερα, και μία κλοουνίστικη τεχνική που τους διασκέδαζε κιόλας – περπατούσε ανάποδα, με τα χέρια. Με όρους ψυχολογίας, αυτό θεωρείται συνήθης μαζοχιστική μανούβρα. Κομβικό σημείο στον μονόλογό του είναι ένα συγκεκριμένο γεγονός που τον στιγμάτισε – στα δεκατέσσερά του, κι ενώ βρισκόταν ακόμη στην Γκάντνα, οι αξιωματικοί διακόπτουν ένα από τα πολλά επεισόδιο τραμπουκισμού του για να του ανακοινώσουν ότι πρέπει να παραστεί στην κηδεία του γονιού του,  χωρίς ωστόσο να του πουν για ποιόν από τους δύο πρόκειται.

Ταυτόχρονα με την αφήγησή του στην σκηνή, ο Ντόβαλε κάνει σπασμωδικές, φρικαρισμένες  κινήσεις κι αυτοτραυματίζεται – σπάει τα γυαλιά του, ματώνει.  Έτσι, αυτό που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μέσο ενδυνάμωσης της αυτοπεποίθησής του, ή έστω ένας μηχανισμός διαχείρησης μιας κρίσης άγχους ή της επανεμφάνισης του θρήνου για τον γονιό που έχασε, γίνεται ένα επώδυνο φιάσκο· μία τρύπια ασπίδα ενάντια στο βάρος της αναδυόμενης μνήμης και της τρέχουσας πραγματικότητας – στα πενήντα επτά του, με πέντε αποτυχημένους γάμους, ισάριθμα παιδιά που δεν θέλουν να έχουν σχέση μαζί του, πολλά μοναχικά βράδυα σε άθλια μοτέλ και μία πρόσφατη διάγνωση καρκίνου του προστάτη.

 


Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται στην διάρκεια μόλις δύο ωρών και ο συγχρονισμός του Νταβίντ Γκρόσμαν, που κινεί πολλά νήματα, είναι άψογος – κάθε ενέργεια του Ντόβαλε επί σκηνής επιδρά και συνυφαίνεται με κάθε σκέψη και κίνηση του Λαζάρ ο οποίος, παρακολουθώντας την παράσταση, συνειδητοποιεί πως και η δική του ζωή δεν είναι ακριβώς επιτυχημένη. Φημισμένος μεν για τις ακριβοδίκαιες αποφάσεις του και το πάθος του για δικαιοσύνη αλλά και ιδιαίτερα αντιπαθής για την επικριτικότητά του και την παγερή αποστασιοποίησή του, εντός κι εκτός δικαστηρίου, κάτι που επιτάχυνε την συνταξιοδότησή του. Χωρίς σύζυγο – πέθανε ξαφνικά από καρκίνο πριν από λίγα χρόνια. Χωρίς παιδιά. Με ελάχιστους φίλους κι ένα παρόν αυστηρά μοναχικό –  μόνοι σύντροφοί του ένας ηλικιωμένος σκύλος και η απαρηγόρητη θλίψη του. 

Παράλληλα, η παραμικρή αντίδραση του κοινού κουμπώνει εντελώς απρόσκοπτα με τις σκέψεις των δύο και  η εξέλιξη της πλοκής (η παράσταση έχει πράγματι πλοκή και μάλιστα περιπέτειας) μεταδίδει την αίσθηση του επείγοντος – ο αναγνώστης συμμερίζεται την πνιγηρή αίσθηση που δίνουν τόσο το γεμάτο καταγώγιο όσο και το μανιακό παραλλήρημα του Ντόβαλε. Ο συγγραφέας έχει δε προσδώσει στην παράσταση και μια χροιά θρίλερ –  ο επί σκηνής Ντόβαλε δεν αποκαλύπτει ποιός από τους δύο γονείς του είχε τότε πεθάνει παρά μόνον προς το τέλος της παράστασης. Όπως και ο έφηβος Ντόβαλε που το έμαθε μπροστά στη σορό. 

Η γραφή του Γκρόσμαν είναι λιτή και διαυγής αλλά πλούσια σε αποχρώσεις του ανθρώπινου ψυχισμού τον οποίο ο συγγραφέας αποκαλύπτει με λεπτότητα. Ένα παράδειγμα: η μητέρα του Ντόβαλε –μία τραγική μορφή που επιχείρησε να σβήσει το ψυχικό εγκαυστικό που της άφησαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης κόβοντας τις φλέβες της–,  προβάλλει εύθραυστη. Ο πατέρας του, ένα δεύτερο – η αναπαράσταση του δαιμόνιου, αεικίνητου και σκληρού μα μίζερου άντρα είναι ζωντανή αλλά δεν τον αντιπαθείς (πολύ). Ή, στον αντίποδά τους, η Ευρύκλεια – μία μικροσκοπική και αφελής γυναίκα που έρχεται από το παρελθόν του Ντόβαλε και ως άλλη τροφός ενός σύγχρονου, συναισθηματικά χαμένου, Οδυσσέα παρακολουθεί την παράσταση με την σθεναρή πεποίθηση ότι ο φίλος της δεν είναι αυτή η αποκρουστική καρικατούρα που θέλει να παρουσιάσει στην σκηνή. Και του το λέει. Πόσο εξισορροπητικό εύρημα ετούτη η μητρική φιγούρα. 

Η οικογένεια και η δυναμική της είναι ένα από τα βασικά μοτίβα της θεματολογίας του Γκρόσμαν καθώς και η φιλία, η ιαματική δύναμη της αποδοχής από τον Άλλο, η ειρηνική συνύπαρξη με τους Άραβες – ενυπάρχουν κι εδώ όπως ακριβώς και στο magnus opus του, το "Στο τέλος της γης"Σε τούτο το "μυθιστόρημα δωματίου" ωστόσο λείπει η φύση και ο συγγραφέας "περιορίζεται" στις περιγραφές του εσώτερου τόπου των χαρακτήρων του. Ακόμη και των θεατών –μια ανάγλυφη εικόνα αντιπροσωπευτική της ισραηλινής κοινωνίας– που, όπως ο χορός αρχαίας τραγωδίας, δίνει τον τόνο και προάγει την δράση με την εναλλασσόμενη διάθεση του καθενός και τις διάφορες αντιδράσεις  τους – άλλοι γελούν, άλλοι φεύγουν αγανακτισμένοι, άλλοι παραμένουν αλλά δυσανασχετούν, μερικοί συμμετέχουν, κάποιοι σιωπούν αμήχανα, μία ώριμη κυρία φλερτάρει τον Λαζάρ ενώ μία νεαρή γυναίκα συγκινείται και δείχνει να συμπάσχει με το δράμα του κωμικού. 



Μία στερεότυπη  κωμωδία stand-up είναι ένα ιδιαίτερα δύσκολο είδος για να το αποδώσεις, πολύ περισσότερο δε τούτη η έκτροπη παράσταση, μα ο  Γκρόσμαν το κάνει με έξοχο τρόπο. Αποδίδει αριστοτεχνικά και με συναισθηματική ευφυΐα την πολυπρισματική θέαση και την χωροταξία της παράστασης όπως και τον ρυθμό της – αν και πράγματι δύσκολο να αναπαραχθεί γραπτώς, εδώ είναι διακριτός κι εύγλωττος, σταθερά κλιμακούμενος και ασύλληπτα έντονος. Η μετάφραση της Λουίζας Μιζάν (από τα εβραϊκά) συμπορεύεται με τον ίδιο ρυθμό και το πνεύμα του συγγραφέα. Μεταφράζει: "Την ακούω να ανασκάπτει με το ένα χέρι μέσα στην τσάντα της..." (σελ.276)

Στην αρχή είχα υποθέσει πως πρόκειται για μια ιστορία "Γέλα, παλιάτσο!" Σε αυτό συνέβαλλε το εξώφυλλο που παραπλανά – το καπέλο μπόουλερ είναι χαρακτηριστικό σύμβολο των παραστάσεων καμπαρέ ή ενός πρωτότυπου  κωμικοτραγικού vaudeville με μονόλογο τύπου Σαρλώ. Σε κάθε περίπτωση είναι κάτι εντελώς ξένο με το ύφος και το περιεχόμενό της κωμωδίας stand-up.  Το "Ένα άλογο μπαίνει σ' ένα μπαρ"  είναι ένα πράγματι ξεχωριστό, ασυνήθιστο,  πιο οικουμενικό βιβλίο. Όχι μόνον επειδή μιλά για το πόσο φοβερά δυσλειτουργικοί είναι οι άνθρωποι και οι κοινωνίες, κι επιπλέον δείχνει τις αντιθετικές δυνάμεις  που διαμορφώνουν τις ζωές μας. Ούτε (μόνον) επειδή ο Γκρόσμαν περιγράφει τον πόνο με λέξεις κι έναν ακλόνητα νηφάλιο τρόπο –  αν και πολύ οδυνηρή η ιστορία και ο πρωταγωνιστής του όντως πάσχει, δεν τον καταδικάζει· δεν του δίνει ένα βεβιασμένο happy end, ούτε όμως του αφήνει χώρο για απόγνωση. Με μια θαραλέα κίνηση, ο Ντοβ υπερβαίνει το τραύμα του και πετά το γάντι στον Αβισάϊ και τους αναγνώστες – πόση πραγματικότητα μπορούμε να αντέξουμε και τι κάνουμε όταν αυτή γίνεται αβάσταχτη;

Ετούτο το θεμελιώδες ερώτημα είναι που θέτει ο βραβευμένος συγγραφέας και ακτιβιστής για περισσότερο από 3Ο χρόνια με το έργο του, τόσο για τους ενηλίκους όσο και για τα παιδιά. Και μας υπενθυμίζει πως πάντοτε έχουμε επιλογές. Μας αναγκάζει να σκεφτούμε ποιοί είμαστε στ' αλήθεια και να συνειδητοποιήσουμε τη σημασία των πράξεων, ή μη-πράξεών μας. Μας παρακινεί να αναλάβουμε ευθύνη, και δράση. Ο κόσμος, όλος μια σκηνή, δεν γυρνά με την αδράνεια. Η γνήσια λογοτεχνία και η ανάγνωσή της δεν είναι μία παθητική πράξη.  




ΥΓ.: Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο τεύχος 131 (Ιουνίου 2Ο22) του The Books' Journal – της έγκριτης επιθεώρησης για το βιβλίο, με επιπλέον κείμενα παρεμβάσεων για τα γράμματα, τις τέχνες, τις ιδέες, την πολιτική, την επιστήμη.  





Σημειώσεις: Η αρχική εικόνα είναι λεπτομέρεια επεξεργασμένη από την σελίδα τίτλου του βιβλίου. Το εικαστικό είναι η έγχρωμη οπτικοποίηση των μουσικών δεδομένων των Τεσσάρων Εποχών του Antonio Vivaldi από τον σχεδιαστή και ψηφιακό καλλιτέχνη Nicholas Rougeux. Μπορείτε να το δείτε και σε κίνηση εδώ

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2020










Counting

the holidays





Σημείο 0 · Η εκκίνηση των φετικών γιορτών έγινε με την "Χριστουγεννιάτικη Ιστορία" γιατί Χριστούγεννα χωρίς Ντίκενς δεν είναι ακριβώς Χριστούγεννα. Είδα την πιο πρόσφατη μεταφορά του κλασικού μυθιστορήματος – μία τρίωρη κινηματογραφική ταινία (στο ΗΒ προβλήθηκε ως τρία ωριαία τηλεοπτικά επεισόδια) η οποία αποδίδει με περισσό ρεαλισμό την βικτωριανή εποχή: γκόθικ ατμόσφαιρα που θυμίζει Σκοτεινό Ιππότη και Peaky Blinders, με θρησκευτικές αναφορές –το πνεύμα του Παρελθόντος πριν αρχίσει την ξενάγηση στην περασμένη ζωή του Σκρούτζ φορά ακάνθινο στεφάνι–, και στοιχεία σαιξπηρικού δράματος. Ακούγεται εντυπωσιακό, κι εν μέρει είναι. Όσο το ξανασκέφτομαι, όμως, βρίσκω πολλά στοιχεία που προκαλούν αμηχανία: το σενάριο είναι πλήρως συντονισμένο με την σημερινή επικαιρότητα  της πολιτικής ορθότητας, του φεμινισμού και της παιδικής σεξουαλικής παρενόχλησης/κακοποίησης - η σύζυγος του Μπομπ Κράτσιτ είναι έγχρωμη, ο μικρούλης Τιμ ΑμΕΑ (>νάνος) ενώ ο Σκρουτζ είχε τραυματικές εμπειρίες όσο ήταν εσώκλειστος στο σχολείο. Η παραγωγή έχει στιγμές νατουραλισμού χωρίς να υπάρχει λόγος, ενώ η προσπάθεια του Σκρουτζ να επανορθώσει την σκληρότητά του στον Μπομπ Κράτσιτ είναι τόσο βιαστική και άτσαλη που μοιάζει ασύνδετη κι εκτός πνεύματος. Ωστόσο, οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι αξιοπρόσεκτες, με τον Γκάι Πηρς  να ερμηνεύει ιδανικά τον Εμπενίζερ Σκρουτζ ως έναν απόλυτα στυγνό κερδοσκόπο – περισσότερο κοινωνιοπαθή όμως παρά ανέμπνευστο μισάνθρωπο όπως στο πρωτότυπο· γεμάτο παρ' όλα αυτά με κρυφά ψυχικά τραύματα.  Αν και το πραγματικό μήνυμα των Χριστουγέννων μοιάζει να του διαφεύγει, ετούτο το σκοτεινό παραμύθι φαντασίας μόνο για ενηλίκους σε βάζει στην διαδικασία να συγκρίνεις τις διαστάσεις του χρόνου και να προβληματιστείς, γενικώς. 


1 όπερα · Για την ακρίβεια όπερα-μπαλέτο του 18ου αι. που είναι συναφής, κατά κάποιον τρόπο, με το πνεύμα των Χριστουγέννων καθώς ασχολείται με το πως έβλεπαν οι Ευρωπαΐοι της εποχής τούς εξωτικούς Άλλους: Τούρκους, Ινδούς, Πέρσες. Το "Les Indes galantes" θεωρείται αριστούργημα της Αναγέννησης και με αυτό ο Ζαν-Φιλίπ Ραμώ εισήγαγε το νέο είδος (όπερα-μπαλέτο) που αποδείχθηκε ιδιαίτερα επιτυχημένο τότε. Και τώρα, η πρόσφατη –μόλις πριν από τρεις μήνες– διασκευή του που ανέβηκε στην Όπερα του Παρισιού γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Δεν ήμουν δυστυχώς εκεί αλλά είδα online τον τρόπο με το οποίο ο σκηνοθέτης Clément Cogitore διανύει τον χρόνο επί σκηνής και μεταφέρει το έργο του Ραμώ στο σύγχρονο αστικό και πολιτικό περιβάλλον για να διερευνήσει τα όριά του. Εργαλεία του οι χορογραφίες vogue και Krumpη νέα επιβλητική εκτέλεση της μουσικής του Ραμώ και η δυναμικότητα που αυτή δίνει στο λιμπρέτο. Τα ευέλικτα σκηνικά και η εναλλαγή των εντυπωσιακών κοστουμιών συμβάλλουν κατά πολύ στην φαντασμαγορία της παράστασης. Από τις περιπτώσεις που μία εμπνευσμένη και δυναμική διασκευή είναι καλύτερη από το πρωτότυπο. Inoubliable.

2 μουσικές · Οι γιορτές των Χριστουγέννων θα μπορούσαν να θεωρηθούν οι κατ' εξοχήν γιορτές με μουσική: παραδοσιακά κάλαντα, συναυλίες κατανυκτικής κλασικής μουσικής και ρυθμοί των κλασικών κρούνερς. Οι φετινές γιορτές, ωστόσο, χαρακτηρίστηκαν από δύο, κυρίως, ακούσματα: το Nouveaux Horizons της Melissa NKonda ως μουσική επένδυση των ευχών μου στην προηγούμενη ανάρτηση. Και το soundtrack της ταινίας Judy με την φωνή της Ρενέ Ζέλβεγκερ – δεν έχει ιδιαίτερη σχέση με Χριστούγεννα, συνδυάζει ωστόσο τις δύο διαθέσεις μου: αλεγκρία και μία ιδέα μελαγχολίας. 


3 ταινίες · Εκτός από τις "παραδοσιακές" ταινίες των Χριστουγέννων που σε βάζουν στο αισιόδοξο κλίμα των γιορτών και της ενσυναίσθησης, οι ταινίες που αιχμαλώτισαν το βλέμμα μου φέτος ήταν ιδιαίτερα στοχαστικές. Όπως η Μια νύχτα με τη Μωντ του Éric Rohmer. Την βρήκα τυχαία και την είδα χωρίς δεύτερη σκέψη – αφενός η πλοκή εξελίσσεται την Παραμονή των Χριστουγέννων, αφετέρου την θεωρώ μια θαυμάσια μελέτη χαρακτήρων καθώς οι τέσσερις πρωταγωνιστές της συζητούν για την ηθική, τον έρωτα και την ανθρώπινη ύπαρξη, ενώ θέτουν διαρκώς ερωτήματα που, την ίδια στιγμή, καλούνται να απαντήσουν με την στάση τους. Η αλήθεια, ωστόσο, είναι πως ήθελα να την ξαναδώ για τον ίδιο λόγο που την είδα την πρώτη φορά – έφηβη, χωρίς να γνωρίζω την γλώσσα και δίχως να μπορώ να καταλάβω την ουσία των διαλόγων, με γοήτευαν η ανεξαρτησία των πρωταγωνιστών και όλα εκείνα που δεν έλεγαν αλλά άφηναν να εννοηθούν (αυτό το τελευταίο, για να είμαι ακριβής, με απέλπιζε λίγο). Αρκετές δεκαετίες μετά, αν και τα γαλλικά μου έχουν βελτιωθεί, εξακολουθώ να μην κατανοώ ορισμένα σημεία (υπάρχουν αναφορές σε μαθηματικά και στην σκέψη του Πασκάλ) και η ήρεμη διεκδίκηση της Μωντ με μαγνητίζει το ίδιο.  

· Το Πορτραίτο μιας Κυρίας Που Φλέγεται της Céline Sciamma – υποψήφια για το φετινό BAFTA Καλύτερης Μη Αγγλόφωνης Ταινίας. Θα έπρεπε, ωστόσο, να είναι υποψήφια και στην κατηγορία της Φωτογραφίας – κάθε της καρέ είναι ένας ζωγραφικός πίνακας που σου φέρνει στο νου Caspar David Friedrich, Corot, John Constable. Σκηνικό απόλυτα συνυφασμένο με την πλοκή καθώς μία από τις πρωταγωνίστριες, η Μαριάν, είναι ζωγράφος που καλείται να κάνει το πορτραίτο μιας νεαρής ευγενούς, χωρίς ωστόσο η δεύτερη αρχικά να το γνωρίζει. Η σχέση που εντέλει θα αναπτύξουν οι δυο τους θα προκύψει από μια αμφισημία, κατόπιν θα γίνει έντονη και καθώς θα εξελίσσεται θα δίνει και το αντίστοιχο ύφος και απόχρωση στο πορτραίτο της Ελοΐζ - ανεπαίσθητη αναφορά, ίσως, στον Francis Bacon. Εκτός από την άρτια εικαστική ομορφιά της, η ταινία δίνει μια σαφή  και ψύχραιμη όψη της ζωής που βίωναν οι γυναίκες στο τέλος του 18ου αι. Κοινωνικός ρεαλισμός εποχής σε κλασικό ύφος, αφαιρετικό, και με αργούς ρυθμούς ωστόσο συναρπαστική. 

· I lost my body. Ένα animation που μιλά για τους νέους, απηχεί ωστόσο στους ενήλικες – διακρίθηκε στο φεστιβάλ των Καννών όπου απέσπασε το μεγάλο βραβείο της Εβδομάδας των Κριτικών. Ανεξάρτητη παραγωγή, σχεδιασμένη στο χέρι, η ταινία ετούτη με εντυπωσίασε και για τους χαμηλούς τόνους της και τον τρόπο που ο σκηνοθέτης  Jérémy Clapin αφηγείται οπτικά το ταξίδι ενός κομμένου χεριού (αντίστοιχο με το Αυτό της Οικογένειας Άνταμς) για να μιλήσει για το τυχαίο που μπορεί να ανατρέψει τα πάντα σε μια στιγμή, τις υλικές ελλείψεις και τα ψυχικά κενά, τα τραύματα που κουβαλάμε, την μειονεξία, τις σχέσεις -κι όχι το χάσμα- των γενεών και το θάρρος που βρίσκουμε για να αντιμετωπίσουμε τη ζωή. Η επεισοδιακή περιπλάνηση του Χεριού και η ιστορία του νεαρού Ναουφέλ είναι μεστή νοημάτων και συναισθήματος ενώ η σύνθεση των επιμέρους στοιχείων της πλοκής και η εξέλιξή της δίνουν την αίσθηση μιας καλογραμμένης νουβέλας. Δεν είναι τυχαίο - η παράξενη όσο και πρωτότυπη ετούτη ιστορία βασίζεται στο βιβλίο "Happy Hand" του Guillaume Laurant. Λίγο στενόχωρη, ωστόσο λυρική κι αυθεντική.  


? βιβλία · Σ' αυτές τις γιορτές διάβασα λιγότερο απ' ότι συνήθως – ίσως λόγω μιας γενικότερης διάθεσης, ίσως γιατί ορισμένα βιβλία που θέλησα να διαβάσω είχαν συντακτικές και μεταφραστικές αμέλειες που με εμπόδιζαν στην ανάγνωση και τελικά τα άφησα. Ένα άλλο, με διακρίσεις και θερμές συστάσεις, θυμίζει διπλωματική εργασία με την τόσο λεπτομερή παράθεση στοιχείων και  σημειώσεων. Αυτό, όμως, συνεχίζω να το διαβάζω  μέχρι να φτάσω στο προσωπικό όριο της περίπου εκατοστής σελίδας και να διαπιστώσω εάν αυτή η έκθεση πνευματικής βιρτουοζιτέ και τεχνικής αρτιότητας δεν είναι just beating around the bush αλλά έχει λόγο ύπαρξης κι εξυπηρετεί μία ευανάγνωστη ιστορία. 

Την σειρά του αναμένει ένα δοκίμιο της καναδής Άνν Κάρσον – μία από τις πιο δυναμικές προτάσεις της μεταμοντέρνας ποίησης. Την γνώρισα σχετικά πρόσφατα και βρήκα τα κείμενά της συναρπαστικά. Το Έρως ο γλυκόπικρος (μτφρ. Ανδρονίκης Μελετλίδου – Δώμα, 2019) είναι το πρώτο βιβλίο της και διερευνά το παράδοξο του έρωτα και το διάνυσμά του στην κλασική ποίηση. Χμ... μάλλον διαλειμματική θα είναι η αναμονή.

Αν μη τι άλλο, το τέλος της προηγούμενης χρονιάς και η αρχή της νέας ήταν θεαματικά, με περιπέτειες και υποσχέσεις. Και αρκετές χριστουγεννιάτικες λίστες με προτάσεις βιβλίων. Σ' αυτές, και όχι μόνο, θα ανατρέχω για τις επόμενες αναγνώσεις – το πνεύμα των γιορτών θα διατηρηθεί για πολύ ακόμη. 












Σημειώσεις: Η πρώτη φωτογραφία θα μπορούσε να είναι μεγέθυνση μίας λεπτομέρειας από την εγκατάσταση φωτός "Submergence"  της ομάδας Squidsoup αλλά είναι μόνο μία ανώνυμη εικόνα που αντλήθηκε τυχαία από το διαδίκτυο. Στην δεύτερη φωτογραφία είναι η Françoise Fabian σε σκηνή από την ταινία του Ερίκ Ρομέρ ενώ στην τρίτη, βλέπετε μία σκηνή από την παράσταση του Ραμώ. H παιδική φατσούλα, στην τελευταία φωτογραφία, ανήκει σε ένα ήρωα της ισπανικής ταινίας κινουμένων σχεδίων "Klaus", ένα από τα feel-good animation που, επίσης, είδα την περίοδο των Χριστουγέννων.

Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2019











"Στο Βερολίνο, 






... ο Σίνκελ αγωνίστηκε για να πραγματοποιήσει το όραμά του, η Κόλλβιτς πάλεψε για να δώσει σχήμα στους φόβους της, ο Ίσεργουντ –που ζούσε με τον βασικό παραδίδοντας μαθήματα κατ' οίκον– ξαναδούλεψε την πραγματικότητα, και ο Μπόουι έκανε το δικό του ταξίδι από την εξάρτηση στην ανεξαρτησία, από την παράνοια της δημοσιότητας σε έναν ριζοσπαστικό, αποκαλυπτικό αγγελιοφόρο που μας είπε, όλους εμάς τους πλαδαρούς τύπους, όλους τους τιποτένιους που είχαμε ονειρευτεί έναν νέο κόσμο ίσων, ότι ήμασταν όμορφοι, ότι μπορούσαμε να είμαστε ο εαυτός μας."









Σημείωση: Η φωτογραφία αντλήθηκε τυχαία από το διαδίκτυο και η σελίδα που εικονίζεται  πιθανώς να είναι από το Hero: David Bowie της αγγλίδας δημοσιογράφου Lesley-Ann Jones.

Παρασκευή 11 Μαΐου 2018













Σφύζων βωβός






Πριν από λίγες ημέρες, αναζητούσα κάτι να με αποσπάσει από διάφορες σκέψεις και το άγχος ενός επικείμενου ταξιδιού. Εκ των πραγμάτων, μυαλό για διάβασμα δεν υπήρχε κι έτσι κατέληξα στο ότι μία ταινία θα ήταν το ιδανικό αντίδοτο για τον διανοητικό αποσυντονισμό μου. Ξεκίνησα, λοιπόν, και πάλι την αναζήτηση, για την κατάλληλη ταινία αυτή τη φορά, μέχρι που βρήκα μία, με αέρα διεθνούς παραγωγής, εντυπωσιακές κριτικές και πολυβραβευμένη. 


Η υπόθεσή της, σχετικά απλή: στα μέσα της δεκαετίας του '60, ένα παιδί μεγαλώνει στο Παρίσι με την πορτογαλίδα γιαγιά του που το υπεραγαπά και κάνει τα πάντα για να το ευχαριστήσει – οι γονείς του έχουν πεθάνει και ο νεαρός Γάλλος είναι μονίμως μελαγχολικός. Το αγόρι λατρεύει τα ποδήλατα και η γιαγιά θα του αγοράσει ένα μικρό στην αρχή. Αργότερα, το αγόρι θα εξελιχθεί σε πρωταθλητή της ποδηλασίας. Στην διάρκεια του φημισμένου Γύρου της Γαλλίας, η Μαφία θα τον απαγάγει και θα τον μεταφέρει σε μια μεγαλούπολη, την Μπελβίλ. Η επίμονη γιαγιά, που την ακολουθεί ο σκύλος της οικογένειας, θα κάνει και πάλι τα πάντα για να τον σώσει – θα διασχίσει τον Ατλαντικό και θα βρεθεί άφραγκη, νηστική  κι εξαντλημένη κάτω από μια γέφυρα να περνά τις νύχτες της προσπαθώντας να σκεφτεί μία λύση. Εκεί θα συναντήσει τρεις ηλικιωμένες αδερφές – οι πάλαι ποτέ διάσημες Τρίδυμες της Μπελβίλ θα της προσφέρουν φιλοξενία και θα την βοηθήσουν να εντοπίσει τον εγγονό της και να τον απελευθερώσει από τους μαφιόζους.  

Κι αυτό είναι το μόνο απλό στο Belleville Rendez-vous, μια ιδιότυπη, περίεργα όμορφη ταινία κινουμένων σχεδίων για ενήλικες. Όχι ότι δεν μπορούν να την δουν παιδιά (από 13+) αλλά δεν θα μπορέσουν να βγάλουν νόημα από τις πολλές συνδηλώσεις των εικόνων. Για παράδειγμα, η αρχική σεκάνς της ταινίας είναι ένα ασπρόμαυρο φιλμάκι σαν τα πρώιμα του Ντίσνευ όπου δείχνει τους Django Reinhardt, Τζοζεφίν Μπέικερ, Φρέντ Ασταίρ σε μια σειρά σουρρεαλιστικών σκηνών. Υπάρχουν επίσης και μερικά γκροτέσκα πλάνα από τα παρισινά καμπαρέ. Και τα δύο παραδείγματα μεταφέρουν μεν άψογα το κλίμα εκείνης της εποχής και τις περσόνες των καλλιτεχνών, είναι δε μη πολιτικώς ορθά σήμερα και θα χρειαστεί να εξηγήσετε αρκετά πράγματα.

Στον μακρυνό αντίποδα των φορμαλιστικών καρτούν της Ντίσνεϋ, η ταινία ετούτη έχει πολλές κι έντονες χρωματικές παλέτες ενώ μία επίστρωση σέπιας της προσδίδει την αχλή του παρελθόντος. Οι χαρακτήρες (οι πρωταγωνιστές αλλά και οι δεύτεροι ρόλοι)  είναι ιδιόρρυθμες καρικατούρες – η γιαγιά έχει τραχιά χαρακτηριστικά, μια μικρή αναπηρία στο ένα της πόδι και την επιμονή παλαιάς κοπής· οι ποδηλάτες τεράστιους, τετραγωνισμένους μυς στα πόδια· ο πιστός Μπρούνο μεγάλες  ολοστρόγγυλες διαστάσεις από την ακινησία κι  επίσης μια ιδιαίτερη "παβλόφια" σχέση με τα τραίνα που περνούν έξω από το σπίτι. Οι  δε Τρίδυμες της Μπελβίλ... Με κορμούς και κινήσεις που μιμούνται εκείνα των ψηλών παικτών του μπάσκετ, διατηρούν ακόμη τα μακριά μαλλιά και την κοκεταρία της νεότητάς τους, ακόμη και στον ύπνο. Και παρόλο που είναι γερασμένες εξακολουθούν να τζαμάρουν θαυμάσια επί σκηνής (χρησιμοποιώντας τις οικιακές συσκευές τους).





Έπρεπε να το είχα καταλάβει. Η ταινία είναι του Sylvain Chomet.  Οι συνολικά έξι ταινίες που έχει σκηνοθετήσει μέχρι σήμερα –ανάμεσά τους το The Illusionist– αν και εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους, είναι όλες συναρπαστικές, πολυεπίπεδες και με σημαντικό συναισθηματικό αντίκτυπο. Αυτό ισχύει και στο Belleville Rendez-vous όπου ο γάλλος σκηνοθέτης καταφέρνει να συνδυάσει πολλά ετερόκλητα ποτ πουρί στοιχεία και να συγχρονίσει τα ονειρικά τοπία με τον ρεαλισμό και τα διακριτικά πολιτισμικά σχόλια  με την οξυδερκή σάτυρα. Ένα μικρό παράδειγμα: η Μπελβίλ. Η πόλη είναι μία μείξη χαρακτηριστικών της Νέας Υόρκης, του Μόντρεαλ και του Κεμπέκ ενώ οι κάτοικοί της παραπέμπουν ευθέως στην αμερικανική ευζωία των χάμπουργκερς και τον καπιταλισμό. 

Η πλοκή εκτυλίσσεται αργά, κατανοητά και δίχως λόγια. Ακριβώς. Τα πάντα στην κινηματογραφική αφήγηση δίνονται με παντομίμα. Οι εύγλωττες κινήσεις του σώματος, του προσώπου και των ματιών· η θέση και η κίνηση των αντικειμένων, η διαρρύθμιση των χώρων – όλα επικοινωνούν άπταιστα τις διαθέσεις, τις προθέσεις  και τις αντιδράσεις των χαρακτήρων: την πολυμήχανη κι αντιδραστική γιαγιά και την επιθυμία της να προστατεύσει τον εγγονό της· την πειθήνια μελαγχολία του εγγονού· τις προπονήσεις· την δυσαρέσκεια της γιαγιάς για τα παράδοξα της φιλοξενίας των τριών αδερφών· τις μυστικές κινήσεις των μαφιόζων που μοιάζουν με όρθια μαύρα φέρετρα που όταν βρίσκονται πολύ κοντά ο ένας στον άλλο "κουμπώνουν" σαν τα τουβλάκια των Lego. 

Πώς να μην αλλάξει μετά η διάθεση; Το εκκεντρικό ύφος της ταινίας είναι καταλυτικό. Έπαιξε όμως ρόλο και το βασικό κομμάτι της μουσικής επένδυσης που επαναλαμβάνεται συχνά στην διάρκεια των 78 λεπτών που διαρκεί η ταινία. Το ομότιτλο ρυθμικό Belleville Rendez-vous μοιάζει να βγήκε από τα roaring '30s. Σε όλη την ταινία άλλωστε υπάρχει πολύ μουσική τζαζ –αλλά και Μότσαρτ, Γκλεν Γκουλντ να παίζει Μπαχ, Αμάλια Ροντρίγκεζ να τραγουδά φάντος– που συνοδεύει την εξέλιξη της πλοκής και μοιάζει να περιδιαβαίνει τις δεκαετίες – από την δεκαετία του 1930 περνά στις επόμενες για να φτάσει στο τέλος της ταινίας με μια υποψία σόουλ των '70s. Είναι σχεδόν ανεπαίσθητο αυτό το πέρασμα μα εξισορροπεί θαυμάσια την αρκετά μεγάλη δόση νοσταλγίας που αποπνέει η κωμική ετούτη περιπέτεια. Σαν μια μετα-σύγχρονη παραγωγή του Μπάστερ Κίτον.




Ίσως είμαι υπερβολική. Ελάχιστα όμως. Ετούτη η ταινία είναι ό,τι πιο πρωτότυπο, γοητευτικό και ευφυές έχω δει τελευταία. Πραγματική ψυχαγωγία.














Σημείωση: Η ταινία έχει βραβευτεί με César για την Καλύτερη Μουσική Επένδυση Ταινίας, και με τα Genie Award για την Καλύτερη Ταινία Κινημένων Σχεδίων και  BBC Four World Cinema Award το 2004. Ήταν υποψήφια για δύο βραβεία  Όσκαρ το 2004 και για το βραβείο Grammy Καλύτερου Τραγουδιού την επόμενη χρονιά.