Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα contributions. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα contributions. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 4 Ιουνίου 2017









Α different story?







Η σημερινή ανάρτηση  προέκυψε όταν, πριν λίγες ημέρες, βγήκα στη λαϊκή και παραλίγο να σκοντάψω – μία νεαρή τσιγγάνα είχε "παρκάρει" τον μικρό της πάγκο με τα σκόρδα κάθετα στον δρόμο, και μπροστά από έναν άλλο κανονικό πάγκο, αφήνοντας έτσι ελάχιστο χώρο για να περάσουν οι πεζοί. Ήμουν έτοιμη να πω κάτι ανάλογο της περίστασης  αλλά το πρόσωπό της με σταμάτησε. Θα το έλεγα ανέκφραστο εάν δεν έβλεπα στα μάτια της  το συναίσθημα εκείνο που σε κάνει να μαζεύεις τους ώμους φοβισμένα και να μην ξέρεις που να σταθείς. Η κοπέλα, που πρέπει να ήταν γύρω στα 15, προσπάθησε με φανερή αμηχανία, έως συστολή, να μετακινήσει τον τροχήλατο πάγκο της για να μην με εμποδίζει αλλά την πρόλαβα: προσποιήθηκα ότι με δυσκόλευαν οι σακούλες που κρατούσα και της έδειξα με τρόπο πως μπορούσε να βάλει τον πάγκο της ώστε να μην εμποδίζει κανέναν. Μετά απομακρύνθηκα σκεπτόμενη την Ελπίδα. 

Η μικρή πρωταγωνίστρια του "Ο κόσμος βαριέται να διαβάζει θλιβερές ιστορίες" (Κέδρος, 2014) είναι ένα πιτσιρίκι που ζει σε έναν καταυλισμό των Ρομά στα Τρίκαλα –για την ακρίβεια, στα περίχωρα της πόλης– κάπου στην δεκαετία του '80 και με όλη την αφέλεια και την φούρια των παιδικών της χρόνων εξιστορεί την ζωή εκεί – τους γάμους, τα πανηγύρια, την  καθημερινή γύρα για λεφτά και ψωμί, την επικοινωνία και την συμβίωση με τους μπαλαμό –όπως λέγονται στην γλώσσα των Ρομά οι λευκοί– καθώς και την ένθερμη προσπάθεια των τσιγγάνων να μορφωθούν όταν το κράτος  ιδρύει στον καταυλισμό  ένα σχολείο για τα μικρά παιδιά.  Παρόλη την αισιοδοξία, τίποτα  δεν είναι τόσο εύκολο για την Ελπίδα όσο το παρουσιάζει γιατί, όπως όλα τα παιδιά, έχει την ενστικτώδη οξύνεια να αντιλαμβάνεται την διαφορετικότητα της φυλής της και όσα αυτό επιφέρει, δηλαδή ρατσισμό και περιθωριοποίηση. Δεν μπορεί όμως να το εξηγήσει με την λογική της ηλικίας της, ούτε και να το δεχτεί. Γι' αυτό βρίσκει καταφύγιο στις διάφορες ιστορίες που σκαρφίζεται για να ανατρέψει τις δυσάρεστες καταστάσεις που βιώνει - η δύναμη της παιδικής φαντασίας είναι αρκετά δυνατή σ' αυτό.

Το μυθιστόρημα ετούτο πρωτοεκδόθηκε το 1986 και, όπως και τότε, αποτελείται από δύο μέρη. Το πρώτο είναι οι ιστορίες της Ελπίδας - ένας μονόλογος  που ζωντανεύει τις σκέψεις, τις συμπεριφορές και τα όνειρα  της μικρής και της οικογένειάς της. Το δεύτερο, ένα χρονικό της συγγραφής του βιβλίου – η
Μαρούλα Κλιάφα καταθέτει ένα δημοσιογραφικό ρεπορτάζ με φωτογραφίες και σχόλια για την αφορμή  να ασχοληθεί με τους Ρομά,  την διαδικασία συλλογής του υλικού της καθώς επίσης και τα διάφορα κείμενα και άρθρα στα οποία βασίστηκε για να γράψει το συγκεκριμένο βιβλίο.  Η συγγραφέας χρησιμοποιεί μια ιδιωματική γλώσσα χωρίς να  αλλοιώνει τον απλό αφηγηματικό ιστό του βιβλίου –το οποίο σημειωτέον απευθύνεται τόσο σε αναγνώστες νεαρής ηλικίας όσο και σε ενήλικες– και αναπαριστά με ρεαλιστική πιστότητα το κλειστό περιβάλλον του καταυλισμού καθώς και την αφοπλιστική αφέλεια και τις προσδοκίες του μικρού κοριτσιού. 

Καταφέρνει, επίσης, δύο ακόμη πολύ σημαντικά πράγματα – να υπερασπιστεί, δίχως συναισθηματισμούς κι εξιδανικεύσεις, το δικαίωμα των Ρομά στην μόρφωση και την εργασία.  Και να καταστήσει προφανή τις δυσκολίες ένταξης των τσιγγάνων και τους αναποτελεσματικούς χειρισμούς με τους οποίους αντιμετωπίζουμε το ζήτημά τους. Ενδεικτικές είναι οι επίσημες πληροφορίες για τους καταυλισμούς των Ρομά στην Ελλάδα που δίνονται στο παράρτημα των τελευταίων σελίδων που έχει προστεθεί στην τωρινή επανέκδοση του βιβλίου, και οι οποίες βασίζονται σε στοιχεία μελετών κι ερευνών που δημοσιεύτηκαν στο Τύπο (Καθημερινή, φύλλο της 23.10.2013).

Με τις γενικές συνθήκες διαβίωσης να φθίνουν και τις διάφορες μειονότητες (με ή χωρίς εισαγωγικά) να υφίστανται επανηλειμμένα προκατελειμένες έως βίαιες συμπεριφορές, η θλιβερή ιστορία της Μαρούλας Κλιάφα  εγείρει εύλογα ερωτήματα για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την επιβίωση σήμερα.  Μια λογοτεχνία που αφυπνίζει. 





Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στον έγκυρο περιοδικό για το βιβλίο και τις Τέχνες  Ο αναγνώστης στις 8 Μαΐου 2017.


  


Σημείωση: Η φωτογραφία ανήκει στον Josef Koudelka, τον διάσημο Τσεχοσλοβάκο φωτογράφο ο οποίος από το 1962 έως το 1971 μελέτησε με τον φακό του τους Τσιγγάνους στη τότε Τσεχοσλοβακία, την Ρουμανία, την Ουγγαρία, την Γαλλία και την Ισπανία.

Κυριακή 5 Μαρτίου 2017










Το ασχημόπαπο

που δεν έγινε κύκνος





Νόμιζα ότι θα ήταν ακόμη μία διασκευή ενός κλασικού παραμυθιού αλλά το "Ιζαντόρα Ντακ" (Καλειδοσκόπιο, 2016) είναι μία ιδαίτερη περίπτωση. Η Στέλλα Μιχαηλίδου μεταγράφει το κλασικό παραμύθι του Χ. Κ. Άντερσερν "Το Ασχημόπαπο" ενσωματώνoντας παράλληλα την βιογραφία της αμερικανίδας ιέρειας του μοντέρνου χορού Ισιδώρας Ντάνκαν για να μιλήσει με άμεσο τρόπο για την βασική ανάγκη του ανήκειν που έχουν τα παιδιά, και την αποδοχή του διαφορετικού.

Η ιστορία έχει ως εξής: σε μια αποικία κύκνων, ένα μικρό παπάκι υποφέρει από την συμπεριφορά των συνομηλίκων του. Στο μάθημα μπαλέτου που συμμετέχει η μικρή πάπια Ιζαντόρα, είναι η μόνη που ξεχωρίζει με την άχαρη μορφή της. Δεν έχει επίσης καθόλου καλή φωνή και όσες προσπάθειες και να καταβάλει δεν γίνεται  καλλίφωνη· ούτε το κορμί της ψηλό, ευλύγιστο κι ολόλευκο, με λεπτό και μακρύ λαιμό, όπως των άλλων. Γι' αυτό και όλοι την κοροϊδεύουν - από τον κύριο Κουντεπιέ, δάσκαλο του μπαλέτου, μέχρι την δασκάλα του σχολείου που την προτρέπει να εγκαταλείψει τον χορό και να ασχοληθεί με κάτι άλλο.  Η Ιζαντόρα, όμως, αγαπάει τον χορό  τόσο πολύ που όταν την  αναγκάζουν  να σταματήσει τα μαθήματα, εκείνη συνεχίζει να πηγαίνει - κάθεται σε μία γωνιά αμίλητη και ζωγραφίζει τους χορευτές και τις κινήσεις τους.  Αργότερα επιστρέφει στο δωμάτιό της και προσπαθεί να επαναλάβει ό,τι είχε παρακολουθήσει. Όταν κάποια στιγμή οι πρόβες γίνονται επώδυνες, η μικρή πάπια αποφασίζει να σταματήσει τις ασκήσεις στα κρυφά και αρκείται μόνο να τις σχεδιάζει. Μία μέρα ένας από τους συμμαθητές της ανακαλύπτει τυχαία τα σχέδιά της και θυμώνει τόσο πολύ που τις βάζει τις φωνές. Το ίδιο κάνουν και οι υπόλοιποι στην τάξη ενώ ο κύριος Κουντεπιέ δεν κάνει απολύτως τίποτα για να την υπερασπιστεί. Η Ιζαντόρα φεύγει αποκαρδιωμένη μέσα στην νύχτα, χωρίς να ξέρει που πηγαίνει. Ξέρει όμως ότι δεν μπορεί να σταματήσει να χορεύει.



Εκτός από το “Ασχημόπαπο”, η Στέλλα Μιχαηλίδου εμπνέεται κι από άλλα κλασικά παραμύθια – η ίδια αναφέρει στην αρχική σελίδα του βιβλίου "Το Αηδόνι του Αυτοκράτορα", επίσης του Χ.Κ. Άντερσεν, και τον "Γλάρο Ιωνάθαν Λίβινγκστον" του Ρ. Μπαχ τα οποία χρησιμοποιεί για να εμπλουτίσει την αφήγηση με χαρακτήρες που αντιπροσωπεύουν, μεταξύ άλλων, τις έννοιες της ελευθερίας αλλά και της γοητείας του ψεύτικου και άφθαρτου. Η συγγραφέας συνδυάζει τα στοιχεία της αρμονικά και με καλά δομημένο τρόπο και ως εκπαιδευτικός γνωρίζει πώς να γίνεται ενθαρρυντική παρόλη τη δυσκολία του θέματος. Η αφήγησή της είναι στοχαστική κι απευθύνεται στα παιδιά με ώριμο τρόπο – δεν αποφεύγει  τις δυσάρεστες συμπεριφορές, δεν υπερβάλλει στα συναισθήματα ούτε τα μηρυκάζει. Για παράδειγμα, οι προσβολές της Χόιτυ Τόιτυ, του κυρίου Κουντεπιέ και των συμμαθητών της πάπιας Ιζαντόρα δίνονται με ρεαλιστικούς διαλόγους· τα στιχάκια που παρεμβάλλονται απαλύνουν ελαφρώς τον εκφοβισμό που υφίσταται η μικρή πάπια και η μοναξιά της παρουσιάζεται ως χρόνος περισυλλογής.  Με τον ίδιο ευθύβολο τρόπο δίνεται και η μεταστροφή των κύκνων όταν διαπιστώνουν ότι έκαναν λάθος στην εκτίμησή τους και ζητούν συγγνώμη για την συμπεριφορά τους απέναντί της. Η γλώσσα του κειμένου διαθέτει πλούσιο λεξιλόγιο που περιγράφει με ακρίβεια την πλοκή σε κάθε στάδιο της ιστορίας δημιουργώντας έτσι το κατάλληλο περιβάλλον για ανάπτυξη σκέψεων κι αντιδράσεων –  η περιπέτεια της Ιζαντόρα Ντακ είναι μία ιστορία με την οποία οι μικροί αναγνώστες μπορούν άνετα να ταυτιστούν καθώς αρκετά συχνά τα παιδιά νιώθουν ανεπαρκή και ανασφαλή, ακόμη κι όταν το περιβάλλον τους  δεν είναι ανταγωνιστικό.

H εικονογράφηση του βιβλίου από τον
Απόστολο Βέττα είναι εκφραστική και διακρίνεται για τους εξπρεσσιονιστικούς τόνους της. Χρώματα και γραμμές δίνουν έμφαση στην σωματική κίνηση και την ένταση των συναισθημάτων, της μοναχικής προσπάθειας αλλά και της εύθυμης διάθεσης που κυριαρχεί στο παραμύθι όταν η πολύμηνη περιπλάνηση της πάπιας Ιζαντόρα λήγει – θα βρεθεί ανάμεσα σε άλλες πάπιες και πουλιά που δεν δίνουν ιδιαίτερη προσοχή στην “παπίστικη” μορφή της. Στην μεγάλη γιορτή που διοργανώνει η ηλικιωμένη κυρία Παπώφ, η Ιζαντόρα Ντακ θα χορέψει τον πρωτότυπο χορό της και θα τους ενθουσιάσει όλους. "Χορεύω αυτό που είμαι" έλεγε η διάσημη Isadora Duncan κι αυτό όρισε την φιλοσοφία του μοντέρνου χορού – χορεύοντας ξυπόλυτη για πρώτη φορά στην ιστορία του Χορού, η Ισιδώρα Ντάνκαν νοηματοδότησε τα πόδια ως σημείο επαφής με, κι όχι φυγής από, την γη που είναι γεμάτη ζωή. Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου περιλαμβάνεται ένα δισέλιδο βιογραφικό της αμερικανίδας χορεύτριας, αρκετά ενδιαφέρον και κατατοπιστικό ώστε τα παιδιά να μάθουν για το στίγμα της στον χρόνο και την ιστορία του χορού.


Το αδέξιο ασχημόπαπο Ιζαντόρα δεν έγινε τελικά κύκνος. Έγινε μία δημοφιλής πάπια-χορεύτρια με όμορφες μπλε φτερούγες και μια εντυπωσιακή ικανότητα αυτο-έκφρασης κι αυτό καθιστά το παραμύθι ετούτο παιδαγωγικά εύστοχο  – ενώ στο παραμύθι του Άντερσεν, η Φύση δίνει μια όμορφη εμφάνιση η οποία διορθώνει την αδικία, εδώ η Μιχαηλίδου εστιάζει σε κάτι  πιο σημαντικό: είναι η ανάγκη έκφρασης, η προσωπική προσπάθεια, η επιμονή και η αποδοχή του εαυτού που ορίζουν το διαφορετικό και το όμορφο· και το καινοτόμο –  ουσιώδη στοιχεία για να οραματιστούν έναν καλύτερο κόσμο οι μικροί αναγνώστες.









Σημειώσεις: Στην πρώτη φωτογραφία, η Misty Copeland – "ένα μαύρο ασχημόπαπο"  που πέρασε πολλές δυσκολίες και σήμερα είναι η πρώτη Αφροαμερικανίδα που καταλαμβάνει την θέση της Κορυφαίας του American Ballet Theatre στα 75 χρόνια της λειτουργίας του. Το σκίτσο είναι από την εικονογράφηση του βιβλίου. Στο τέλος, βλέπετε φωτογραφία της Ισιδώρας Ντάνκαν σε χαρακτηριστική πόζα του χορού της. // Το κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στο η-περιοδικό για το Βιβλίο και τις Τέχνες ο αναγνώστης στις 01.03.17.

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2017














Όλα για τις Οικογένειες




Το "Το Πιο Μεγάλο Βιβλίο για τις Οικογένειες" (απόδοση: Αντώνης Παπαθεοδούλου - Ίκαρος, 2016) θα μπορούσε να λέγεται και το Μεγάλο Λεξικό των Οικογενειών μιας και στις σελίδες του η αγγλίδα Mary Hoffman έχει συγκεντρώσει τις περισσότερες από τις διαφορετικές συνθέσεις μιας οικογένειας που μπορεί να συναντήσει κανείς σήμερα. Και όχι μόνον αυτό. 

"Μια φορά κι έναν καιρό, οι περισσότερες οικογένειες στα βιβλία έμοιαζαν κάπως έτσι – " ξεκινά η αφήγηση στις δύο πρώτες σελίδες του βιβλίου όπου απεικονίζονται ένας μπαμπάς και μία μαμά με εξοπλισμό κηπουρικής, ένα μικρό αγόρι που κρατά μια μπάλα, ένα μικρό κορίτσι με μια κούκλα στα χέρια, ένας σκύλος και μία γάτα. Στο φόντο, μία διώροφη μονοκατοικία με κήπο που περιστοιχίζεται από ξύλινο φράχτη.  Στη συνέχεια, όμως, η συγγραφέας ασχολείται με την πραγματική ζωή και όχι με έναν υποθετικό, φανταστικό, κόσμο και παρουσιάζει  όλες τις εθνικότητες στην "οικογενειακή  μορφή" τους που δεν είναι, φυσικά, μόνο μία. Έτσι, εκτός από τις πολύ γνωστές σε μας στην Ελλάδα οικογένειες με γιαγιά και παππού, βλέπουμε τις οικογένειες με δύο μαμάδες ή δύο μπαμπάδες κι εκείνες με θετούς γονείς.  

Το βιβλίο ωστόσο δεν είναι σοβαρό ή αυστηρό όσο ένα λεξικό και δεν έχει εκτενή κείμενα. Καθώς απευθύνεται σε παιδιά έως και 7 χρονών, κυριαρχούν οι εικόνες που εμπλουτίζουν κυριολεκτικά τις προτάσεις – τα πληρωρικά σκίτσα της Ros Asquith είναι  παιγνιώδη και με το πνευματώδες χιούμορ τους  δίνουν όχι μόνο ανάλαφρο τόνο στην ανάγνωση αλλά και, κυρίως αυτό, ερεθίσματα για όλα όσα πρέπει να συζητηθούν για το βασικό ετούτο κύτταρο της κοινωνίας - ο διαφορετικός τρόπος διαβίωσης της κάθε οικογένειας, οι διαφορετικές επιλογές του κάθε ανθρώπου, το διαφορετικό εν γένει με όλες τις αποχρώσεις του.

Η αγγλίδα συγγραφέας δεν παραθέτει μόνο τους διάφορους τύπους συμβίωσης αλλά  μιλά και για τα πράγματα που τις αφορούν – τις κατοικίες τους, την εκπαίδευση των παιδιών, τους τόπους και τους τρόπους εργασίας του κάθε γονιού· τις διακοπές, την διατροφή και την ένδυση, τα κατοικίδια, τα χόμπι και τις γιορτές της κάθε οικογένειας. Δεν περιορίζεται στην εξωτερική περιγραφή κάθε οικογένειας αλλά προχωρά και στα συναισθήματα που εκφράζονται και τον τρόπο που αυτό γίνεται σε κάθε μία από αυτές – θυμωμένες, χαρούμενες, λυπημένες, ευδιάθετες, αγχωμένες ή χαλαρές οικογένειες όπου μπορεί όλοι να μοιράζονται τα συναισθήματά τους ή άλλες όπου ο καθένας προτιμά να κρατά το πώς νιώθει για τον εαυτό του. Και όπως θα περίμενε κανείς από μία έμπειρη και βραβευμένη συγγραφέα, η Χόφμαν παραθέτει κάθε μικρή ή μεγάλη λεπτομέρεια των ανθρώπων και των οικογενειών δίχως να εκφράζει κάποια παραξενιά, να κρίνει, ή να απορρίπτει τεχνηέντως.

Πολλά θέματα, θα σκεφτείτε, και είναι αλήθεια. Δεν είναι όμως περισσότερα από τις ερωτήσεις που έχει καθημερινά ένα παιδί που ζει και κυκλοφορεί σε μια σύγχρονη πόλη η οποία δεν θυμίζει σε τίποτα την ανθρωπογεωγραφία προηγούμενων δεκαετιών. Η αγγλίδα συγγραφέας έχει συγκεντρώσει τους τύπους και τις βασικές παραμέτρους μιας οικογένειας στις μεγάλου μεγέθους σελίδες του βιβλίου με τρόπο που βοηθά και τους ενήλικες συν-αναγνώστες του – το κάθε θέμα αναπτύσσεται σε δύο αντικριστές σελίδες με ένα σύντομο κείμενο ενώ περιμετρικά των σελίδων υπάρχουν πολλά σχετικά με το θέμα αντικείμενα, που είναι οικεία στο κάθε παιδί και βοηθούν να επεκταθεί η συζήτηση. Ίσως θα έπρεπε να υπάρχουν περισσότερες λέξεις και προτάσεις στα κείμενα καθώς τα παιδιά τις χρειάζονται για να περιγράψουν τις σκέψεις τους και να πουν αυτό που θέλουν. Ακόμη όμως και δίχως αυτές, ακόμη κι αν ένας γονιός δεν μπορεί να μιλήσει για την πολυπλοκότητα και τον πλουραλισμό μιας οικογένειας, μαζί και της κοινωνίας, το βιβλίο "δουλεύει" μόνο του – επιβεβαιώνει τις σιωπηλές πολλές φορές παρατηρήσεις των παιδιών και δικαιώνει με εύληπτο τρόπο την κανονικότητα του διαφορετικού που αισθάνονται αυθόρμητα.

Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, η Χόφμαν καλεί τους μικρούς αναγνώστες να σκεφτούν και να σχεδιάσουν το δικό τους γενεαλογικό δέντρο – μία βιωματική άσκηση που εξοικειώνει τα παιδιά με την πραγματικότητα και την ιδιοτυπία της δικής τους οικογένειας. Υπάρχει επίσης κι ένα παιχνίδι παρατηρητικότητας, σε όλες τις σελίδες του βιβλίου όμως, που μετατρέπει την ανάγνωση σε παιχνίδι. Σε περιπέτεια, καλύτερα, γιατί τα σκίτσα με τις τρέλες τους σε παραπλανούν. 



Διασκεδαστικό, εκπαιδευτικό, αισιόδοξο, ρεαλιστικό· ένα βιβλίο που παρουσιάζει την ποικιλομορφία του κόσμου μας χωρίς να προσηλυτίζει. 

Θαυμάσιο. 







Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο η-περιοδικό για το βιβλίο και τις Τέχνες ο αναγνώστης  στις 21.01.2017.









Σημειώσεις: Το βιβλίο βραβεύτηκε με το School Library Association Information Book Award το 2011 –την πρώτη χρονιά διεξαγωγής του– στην κατηγορία για τις ηλικίες έως 7 χρονών. Την ίδια χρονιά συμπεριελήφθη στην βραχεία λίστα των βραβείων NASEN. // Οι εικόνες είναι από την εικονογράφηση του βιβλίου.

Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2015








Το παλιόπαιδο





Την δεκαετία 1970 ένας ένας οικονομολόγος και μουσικός ονειρεύεται να κάνει κάτι για τα χιλιάδες φτωχά παιδιά της χώρας του, μία από τις πιο βίαιες χώρες του κόσμου. Το 1975 αποφασίζει να βασιστεί σε μια ομάδα μόλις έντεκα παιδιών και δημιουργεί το Ίδρυμα για το Εθνικό Σύστημα Παιδικών και Νεανικών Ορχηστρών της Βενεζουέλας, γνωστό ως El Sistema. Τέσσερα χρόνια αργότερα ο José Antonio Abreu θα βραβευτεί από την Βασιλική Σουηδική Ακαδημία Μουσικής με το Polar Music Award για το εγχείρημα ετούτο - μέσω της μουσικής παιδείας κατάφερε, και συνεχίζει να το κάνει, να απομακρύνει δεκάδες χιλιάδες παιδιά από την πνευματική φτώχεια και την εγκληματικότητα και να μεταμορφώσει στην κυριολεξία τις ζωές τους μεταδίδοντάς τους τις αξίες του σεβασμού, της αλληλεγγύης, της συνεργασίας, της αρμονίας, του ανθρωπισμού.

Το πρόσφατο βιβλίο της 
Αγγελικής Δαρλάση, "Το Παλιόπαιδο" (Πατάκης, 2014) εκκινεί από αυτό ακριβώς το γεγονός και ο Φέλιξ, ο πρωταγωνιστής του, είναι ένα από αυτά τα χιλιάδες φτωχά παιδιά της Βενεζουέλας. Είναι το παλιόπαιδο - το παιδί που οι υπόλοιποι περιθωριοποιούν με μεγάλη ευκολία. “Επειδή μια φορά που πεινούσε πολύ είχε κλέψει ένα καρβέλι από τον φούρνο και μια άλλη φορά που κρύωνε πολύ ένα ζευγάρι κάλτσες που στέγνωναν στα σκοινιά κάποιας μπουγάδας. Επειδή καμιά φορά εξαντλημένο το  έπαιρνε ο ύπνος στα σκαλοπάτια των σπιτιών. Επειδή πολλές φορές έπαιζε με τα παρατημένα παιχνίδα των άλλων παιδιών κι εκείνα νόμιζαν πως τους τα είχε κλέψει. Επειδή στο σχολείο είχε όλο κι όλο ένα τετράδιο κι ένα μολύβι.”  

Ο Φέλιξ νιώθει παρείσακτος ώσπου μία μέρα τον πλησιάζει ένα μεγαλύτερο αγόρι και τον προσκαλεί στην συμμορία του. Δέχεται χωρίς ιδιαίτερη σκέψη και συμμετέχει στις εξορμήσεις των “φίλων” του -  κρατά τσίλιες και ειδοποιεί με το σφύριγμά του εάν κάτι πάει στραβά. Σε λίγο, έρχεται και η πρώτη αποστολή - μια δοκιμασία που αν την φέρει με επιτυχία εις πέρας θα γίνει και επίσημα μέλος της συμμορίας. Το “κυνήγι”.  Του δίνουν ένα όπλο και ο Φέλιξ πρέπει να το χρησιμοποιήσει για να ληστέψει κάποιον. Το θύμα του είναι ένας νεαρός μικροκαμωμένος κι αδύνατος άντρας που ναι μεν του παραδίδει το πορτοφόλι του αλλά του ζητά κι αυτός κάτι – το όνομά του. Ο Φέλιξ, που μέχρι εκείνη την στιγμή κανένας δεν τον ήξερε με το όνομά του, τού το λέει και φεύγει τρέχοντας. Την δεύτερη φορά που βγαίνει για “κυνήγι”, ο Φέλιξ ξανασυναντά τυχαία το θύμα του μα τούτη τη φορά ο νεαρός άντρας αντεπιτίθεται με το δικό του όπλο - ένα βιολί. “Έλα σ' αυτή τη διεύθυνση. Φέρε μου το όπλο. Κι εγώ θα σου δώσω το βιολί. Και θα σε μάθω να παίζεις.”  Η περιέργεια και η επιθυμία θα αποδειχτούν ισχυρότερα όπλα από το περίστροφο που κρατά στην τσέπη του ο Φέλιξ, κι έτσι μόλις βραδυάσει θα βρεθεί σε ένα γκαράζ  να μαθαίνει μουσική μαζί με άλλα παιδιά. 
 

Ο Φέλιξ, όπως και τα χιλιάδες κοινωνικώς αποκλεισμένα παιδιά παντού στον κόσμο, καταδεικνύει την ευκολία με την οποία μπαίνουν οι ταμπέλες, πόσο αναπόφευκτο είναι να  αποδεχτείς το περιθώριο και πόσο, επιπλέον, αποδοτικό (για τους άλλους) είναι να παραμείνεις εκεί.  H ιστορία του δείχνει, επίσης, πως η επιθυμία και το όραμα της ευτυχίας είναι ικανά να κάνουν ένα παιδί να αντιδράσει στις κακές επιρροές. Η συγγραφέας, για να αποδώσει την προσπάθεια τους να προστατευτούν και να αντισταθούν, χρησιμοποιεί τον εσωτερικό μηχανισμό των παιδιών να δημιουργούν φανταστικούς φίλους και να προσωποποιούν άψυχα αντικείμενα, όπως είναι τα αστέρια. Το τέχνασμα αυτό μεταδίδει εν μέρει την αίσθηση αυτοπεποίθησης που αναζητά ο Φέλιξ ωστόσο περίμενα κάτι πιο ρεαλιστικό, λιγότερο μελοδραματικό. “Μόνο όταν θα μου μιλήσουν τα άστρα... Τότε ναι! Τότε θα σημαίνει πως μπορώ να είμαι κι εγώ ευτυχισμένος, σκεφτόταν το παιδί κι ήταν οι σκέψεις εκείνες το μυστικό κι η προσευχή του."   

Περίμενα, επίσης, μία ευρυματική αφήγηση καθώς η συγγραφέας στο παρελθόν έχει δημιουργήσει ενδιαφέρουσες ιστορίες με απλά υλικά. Στο “Παλιόπαιδο” όμως αφήνει ανεπεξέργαστα σημαντικά θέματα για ένα παιδί όπως είναι ο σκοπός στη ζωή, η καλοσύνη και ιδίως το αίσθημα του ανήκειν.  Το ύφος και η γλώσσα της κινούνται σε ένα ευθύγραμμο, απλοϊκό επίπεδο με αρκετές κοινοτυπίες όπως για παράδειγμα οι γείτονες που κρυφακούν συγκινημένοι τον Φέλιξ να παίζει, και καμαρώνουν και “...τον αισθάνονταν σαν ευλογία μεταδοτική...”. Αυτό είναι το μόνο που στοιχείο που δίνεται για τον καίριο αντίκτυπο που έχει η εκμάθηση ενός μουσικού οργάνου μέσω του El Sistema στον κοινωνικό περίγυρο και στην ευρύτερη κοινωνία. Αναρωτιέμαι, πως γίνεται η έμπνευση μιας συγγραφέως να εξαντλείται μόνο σε μερικές γνωστές και φανερές λεπτομέρειες από ένα δεδομένο γεγονός;  Στο διήγημα υπάρχει, επιπλέον, μία παράγραφος (σελ. 10, η 2η) που δεν προσθέτει κάτι στην συνεκτικότητα της αφήγησης. Αντίθετα, είναι τόσο ασαφής νοηματικά που κατάφερε να πτοήσει την ανάγνωση. Συνέχισα, ωστόσο, να διαβάζω γιατί η σύγχρονη, αφαιρετική εικονογράφηση της Ίριδας Σαμαρτζή σε προτρέπει για το παρακάτω - τα ασπρόμαυρα σκίτσα της κινούνται δραστήρια στις σελίδες και αποδίδουν με τις εύγλωττες φωτοσκιάσεις και τις δεικτικές κόκκινες λεπτομέρειές τους την σκληρή πραγματικότητα της φτώχειας και της εγκληματικότητας αλλά και την έντονη επίδραση της μουσικής.  

Το βιβλίο απευθύνεται σε νεαρούς αναγνώστες χωρίς ωστόσο να διευκρινίζεται η ηλικιακή ομάδα, κάτι που είναι ιδιαίτερα χρήσιμο σε γονείς που δεν μπορούν να εκτιμήσουν με ευκολία την καταλληλότητα ενός βιβλίου για το παιδί τους. Οι περισσότεροι από εμάς, ωστόσο, γνωρίζουμε ότι ορισμένα λογοτεχνικά βιβλία απευθύνονται σε όλους και το “Παλιόπαιδο”, παρόλη την ανισότητά του, είναι μία ιδιαίτερα προσεγμένη έκδοση που ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Βραβεύτηκε από τον Κύκλο Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου (Ελληνικό Τμήμα ΙΒΒΥ) και αναγράφηκε στον Διεθνή Τιμητικό Πίνακα της ΙΒΒΥ, κάτι που αναδεικνύει, έστω και σ' έναν μικρό βαθμό, την αξία που έχει κάθε παιδί και τη δύναμη που έχει  ένα όραμα. Και τις αφορμές που δίνει ένα βιβλίο για συζήτηση.


Και το ότι η Τέχνη δεν είναι μόνο για την Τέχνη. Εκτός από πνευματική και ψυχική καλλιέργεια, είναι ένας βασικός κώδικας επικοινωνίας με πρακτική,  πολλές φορές σωτήρια, επίδραση στις ζωές των ανθρώπων. Πολύ περισσότερο δε του κάθε "παλιόπαιδου".



Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην στήλη των κριτικών παιδικών βιβλίων του ηλεκτρονικού περιοδικού Ο Αναγνώστης στις 29 Οκτωβρίου.




Σημειώση: Το σκίτσο είναι από την εικονογράφηση του βιβλίου και η φωτογραφία από την επέτειο των 40 χρόνων του  El Sistema σε μία από τις πολλές ορχήστρες του δικτύου - δεν νομίζω όμως ότι είναι η Συμφωνική Ορχήστρα Νέων Simón Bolívar. Το εικαστικό είναι το "Σονάτα" του ανατρεπτικού Γάλλου Marcel Duchamp.

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2015








Η Αλίκη, η πόλη

και το μπαλόνι  





Όλοι για πάρτη τους; Όλα για τα λεφτά; Γιατί δεν μπορώ να κάνω αυτό που θέλω; Μερικά από τα ερωτήματα που βαραίνουν την πρωταγωνίστρια του "Η Αλίκη στην πόλη"  (Πατάκης, 2014). Το πρώτο βιβλίο εφηβικής/νεανικής λογοτεχνίας που γράφει η  Αργυρώ Πιπίνη είναι ένα σύγχρονο μίνι-bildungsroman (μυθιστόρημα μαθητείας), περισσότερο πικρό κι αγχώδες παρά γλυκό και κατευναστικό, στο οποίο η συγγραφέας δίνει την ευκαιρία στην πρωταγωνίστριά της να αποδράσει από την καταπιεστική πραγματικότητα και να ανακαλύψει τις απαντήσεις της μέσα από την περιπλάνηση  στην νυχτερινή Αθήνα. 

Μαθήτρια Λυκείου, η Αλίκη είναι θυμωμένη με την κατάσταση που βιώνει: από την μια, το πρόγραμμα σπίτι-σχολείο-φροντιστήριο-ιδιαίτερα είναι δεδομένο και ασφυκτικό· κι από την άλλη, ο πατέρας, αν και την καταλαβαίνει, λείπει συνεχώς για δουλειές ενώ η μητέρα αδιαφορεί πλήρως για τις καλλιτεχνικές της ανησυχίες και συνεχώς μοιάζει να πολεμά - τον μπαμπά της Αλίκης, την Αλίκη, την ζωή. Η πίεση για καλύτερους βαθμούς είναι επίσης δεδομένη και ασφυκτική και δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για οποιοδήποτε άλλο ενδιαφέρον. "Τέρμα οι βόλτες και η τέχνη" της ανακοινώνει η μητέρα. Μία Πέμπτη απόγευμα μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων και μετά από έναν ακόμη καβγά για τους βαθμούς και τα χρήματα, η Αλίκη το σκάει. Θα πάει μέχρι το Σύνταγμα, θα πάρει το λεωφορείο για Πειραιά και όταν φτάσει εκεί, θα επιστρέψει με το ίδιο δρομολόγιο στο κέντρο. Θα κατέβει κάπου στην Πλάκα γύρω στις τρεις μετά τα μεσάνυχτα κι εκεί, στο κατώφλι μιας εκκλησίας,  θα κοιμηθεί το βράδυ. Το επόμενο πρωί θα συνεχίσει την περιπλάνησή της.


Στις εικοσιτέσσερις περίπου ώρες που διαρκεί η απόδραση, η Αλίκη θα έρθει αντιμέτωπη με τις αναμνήσεις και τις επιθυμίες της αλλά και την πραγματικότητα και την βία που αυτή περικλείει. Θα θυμηθεί την αγαπημένη της γιαγιά και το καλοκαίρι που πέρασε, τον πρώτο έρωτα με τον Μάκη, το σοκ που υπέστη από το θάνατό του, τις συνεδρίες με τον ψυχολόγο, την μητέρα που δεν χάρηκε με το ποίημά της που πήρε τον μεγαλύτερο βαθμό στην τάξη, την  επιτακτική λαχτάρα της να μεγαλώσει, να ταξιδέψει, να ζωγραφίσει, να ερωτευτεί, να ζήσει αληθινά.  Ωστόσο, τώρα που είναι ελεύθερη να κάνει αυτό που θέλει, η Αλίκη θα ζήσει σαν άστεγη, ανάμεσα σε περιθωριακούς και σε ανέστιους μετανάστες, θα νιώσει την απειλή από τις σεξουαλικές ορέξεις νυχτόβιων, και θα καταφύγει στις κρυφές και κρύες γωνιές της πόλης για να προστατευτεί από το σκοτάδι. Την επόμενη μέρα θα συναντήσει τον Σταύρο, έναν γνωστό της που εκδηλώνει τρυφερότητα για εκείνη, και θα περπατήσουν μαζί μέχρι το Μοναστηράκι όπου θα αναμειχθούν σε μια διαδήλωση και θα παρακολουθήσουν τις διάφορες επιδείξεις υπαίθριων καλλιτεχνών.




Στην συγγραφή, το πέρασμα από την λογοτεχνία για τις μικρές ηλικίες σε εκείνη που απευθύνεται σε μεγαλύτερες κρύβει κακοτοπιές - η έκταση του κειμένου, η επιλογή των λέξεων,  η εστίαση του συγγραφέα και, κυρίως, ο χειρισμός των μυθιστορηματικών καταστάσεων έχουν δυσδιάκριτα όρια κι ευμετάβλητες ισορροπίες. Η αφήγηση πρέπει να υπερκεράσει και να αναμορφώσει ευαισθησίες  και ευερεθιστότητες με τρόπο ελκυστικό έως συνενοχικό για τους εφήβους, ένα κοινό που δύσκολα ελκύεται από τον γραπτό λόγο δίχως οπτικά ερεθίσματα και σοσιαλμηντιακή ή άλλη τεχνολογική διάδραση, δύσκολα αφιερώνει στατικό χρόνο (όπως απαιτεί η ανάγνωση της λογοτεχνίας) χωρίς μετρήσιμο αποτέλεσμα (βλ. εξετάσεις), δύσκολα επιστρέφει σε αυτόν.

Η συγγραφέας αποφεύγει τις κακοτοπιές και το "Η Αλίκη στην πόλη" θα μπορούσε να είναι διήγημα για ενηλίκους λόγω ύφους και δομής του κειμένου. Λόγω θέματος, ωστόσο, απευθύνεται στους έφηβους αναγνώστες  διότι αφορά αποκλειστικά τον θεμελιώδη για τον νεανικό ψυχισμό προβληματισμό για την ταυτότητα του ατόμου, τα θέλω και την απαγόρευσή τους. Η άσχημη πλευρά της πόλης, αν και προσφέρεται για πολλά κοινωνιολογικά σχόλια, λειτουργεί εδώ πρωτίστως ως το πιο κατάλληλο πεδίο αναμέτρησης με τον εαυτό καθώς η περιπλάνησή της Αλίκης δεν είναι τίποτα άλλο παρά η ασύνειδη εξερεύνηση της ελευθερίας και η διερεύνηση των προσωπικών ορίων - οι σκληρές σκηνές παραιτημένων ανθρώπων που δείχνουν στην Αλίκη καλοσύνη όπως κι εκείνες των ανερμάτιστων βίαιων ανθρώπων που της επιτίθενται, δεν είναι θεωρητικές ασκήσεις επί χάρτου στον προστατευμένο χώρο της οικογένειας ή του σχολείου. Σε αυτό το στοιχείο της επικινδυνότητας και στην θύελλα των συναισθημάτων που νιώθει η Αλίκη αποσκοπούν ο γοργός ρυθμός της αφήγησης, οι σφιχτοδεμένες κοφτές προτάσεις και τα γρήγορα περάσματα από την μία σκηνή στην επόμενη. Οι μουσικές, συγγραφικές και κινηματογραφικές αναφορές άλλων καλλιτεχνών που η συγγραφέας ενσωματώνει στην πλοκή είναι πολύ ενδιαφέρουσες ωστόσο με κούρασαν τόσο με τον μεγάλο αριθμό τους όσο και με τους ταχύτατους ρυθμούς που προβάλλονται - Πωλ Ελυάρ, Έμιλυ Ντίκινσον, Έιμυ Γουάινχάουζ, Τζόναθαν Σάφραν Φόερ, Γιάννης Ρίτσος, Joy Division, Μισέλ Φάις, Green Day, Άκης Πάνου, Βιμ Βέντερς. Εάν ήμουν έφηβη πιθανόν να αποθαρρυνόμουν να συνεχίσω την ανάγνωση αν έπρεπε να γκουγκλίσω παραπάνω από ένα-δύο ονόματα για να λύσω τις απορίες μου. Ως ενήλικη, ωστόσο, το θεωρώ μια πολύ έξυπνη και ρεαλιστική απόδοση της  αίσθησης της μη-ταυτότητας της Αλίκης.

Ευαίσθητη, ιδιότυπα σιωπηλή και δυνητικά εκρηκτική, όπως ακριβώς ένα μπαλόνι, η εφηβεία είναι μία σκληρή δοκιμασία. Το μόλις 59 σελίδων αφήγημα της Αργυρώς Πιπίνη ακολουθεί τον ιδιοσυγκρασιακό ψυχισμό της ηλικίας και με γλώσσα σύγχρονη και άμεση -που γίνεται όμως μελοδραματική σε ορισμένα σημεία- μιλά με ευθύτητα τόσο για τις σκοτεινές σκέψεις των εφήβων  όσο και  για τις φωτεινές που είναι βέβαια μικρότερης έκτασης. Το κιαροσκούρο τούτο αποδεικνύεται ιδιαίτερα αποτελεσματικό για την οριοθέτηση της ατομικότητας της έφηβης Αλίκης και την ικανότητά της να πάρει αποφάσεις.


"...για να μην είναι ανόητος, ο αισιόδοξος πρέπει να γνωρίζει πόσο θλιβερό μέρος μπορεί να γίνει ο κόσμος" είπε ο Πίτερ Ουστίνωφ και η Αλίκη κατακτά, στο τέλος, ένα μικρό κομμάτι αυτής της γνώσης. Οι έφηβοι αναγνώστες θα αποκτήσουν κι εκείνοι το αντίστοιχο μερίδιό τους διαβάζοντας το αφήγημα ετούτο και μάλλον θα εμπιστευτούν περισσότερο τον κόσμο της λογοτεχνίας. Κι έτσι, η επιστροφή σ' αυτήν γίνεται εύκολη.




Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στον Αναγνώστη, το ηλεκτρονικό περιοδικό για το βιβλίο και τις Τέχνες, στις 31 Αυγούστου 2015.





Σημειώσεις: "Η Αλίκη στην πόλη" συμπεριλήφθηκε στην βραχεία λίστα των Λογοτεχνικών Βιβλίων για παιδιά κι εφήβους των φετινών Bραβείων του Αναγνώστη ενώ το πιο πρόσφατο βιβλίο της συγγραφέως, το "Το δικό τους ταξίδι" (σε εικονογράφηση της Μ. Μελισσηνού - Καλειδοσκόπιο, 2014) απέσπασε τελικά  το Βραβείο του Αναγνώστη στην κατηγορία Εικονογραφημένου Βιβλίου για παιδιά. // Η εγκατάσταση  της πρώτης φωτογραφίας είναι των Anna Burns και Michael Bodiam  ενώ οι δύο επόμενες εικόνες είναι από το εξώφυλλο του βιβλίου που σχεδιάστηκε από την Ελένη Θεοφυλάκτου.

Παρασκευή 29 Μαΐου 2015










Αστική ζωολογία


 


Ένα μέλημα της σύγχρονης παιδαγωγικής είναι το πως μπορεί να καλλιεργηθεί στα παιδιά μια αντισυμβατική σκέψη και μια συμπεριφορά δίχως στεγανά. Out-of-the-box, όπως λένε. Ωστόσο, στις περισσότερες από τις συμβουλές και τις έρευνες, τις αποδελτιώσεις μελετών κι εμπειριών και τα σχεδιάσματα μαθημάτων των δασκάλων, δεν διευκρινίζεται το γεγονός ότι υπάρχουν και κάποια στεγανά που είναι απαραίτητα γιατί μας προστατεύουν από επιβλαβείς συμπεριφορές και διευκολύνουν με συγκεκριμένο και δίκαιο τρόπο την συνύπαρξη των ανθρώπων μέσα σε μια κοινωνία - οι νόμοι.

Η παιδική σειρά της Νομικής Βιβλιοθήκης καλύπτει αυτή την έλλειψη στην αγωγή του Πολίτη με την κυκλοφορία του "Ζητείται δικηγόρος με μουστάκια και ουρά" (2015) σε γουστόζικη εικονογράφηση του Mark Weinstein. Στις σελίδες του, η Ελένη Σβορώνου ασχολείται με την συνύπαρξη ανθρώπων και ζώων στις πόλεις και την άθλια μεταχείρηση των δε από τους μεν. Πρωταγωνιστής είναι ο κοκκινοτρίχης Μπαρμπαρόσα - ένας σκυλάκος που μια οικογένεια περιμαζεύει από έναν λάκο με ασβέστη. Για κάποιον άγνωστο λόγο, η ίδια οικογένεια τον εγκαταλείπει αργότερα στον δρόμο. Καθώς περιφέρεται αδέσποτος και πάλι, ο Μπαρμπαρόσα συναντά στην λαϊκή ένα μπαρμπούνι που του υπόσχεται ότι θα τον πάει πίσω στην Λεμονάνθη - την αφεντικίνα του. Ο Μπαρμπαρόσα  με την μεγάλη ελπίδα ότι σύντομα θα βρει την αγαπημένη του Λεμονάνθη, "ελευθερώνει" τον Μπαρμπούνη από τον πάγκο του ψαρά και ξεκινούν να την βρουν.

Στον δρόμο τους θα συναντήσουν μία λεοπάρδαλη που βγαίνει από τη βιτρίνα ενός γουναράδικου, έναν παπαγάλο, ένα καναρίνι και μία σιαμέζα γάτα που το σκάνε από ένα κατάστημα κατοικίδιων ζώων. Επίσης, έναν πελαργό κι ένα δελφίνι που ξεγλιστρά από το δελφινάριο και θα τους συναντήσει στην ταράτσα όπου καταφεύγουν κάποια στιγμή όλοι· στη συνέχεια έναν γάϊδαρο, έναν κόκορα κι ένα κουνέλι.  Η περίεργη αυτή ομάδα διαμαρτύρεται για τις πολύ κακές συνθήκες διαβίωσης του καθενός τους και αποφασίζει ότι χρειάζεται όλοι τους να πάνε σχολείο γιατί μόνο αν μορφωθούν μπορούν να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους. Πρώτος και πιο θαρραλέος ο Μπαρμπαρόσα θα μπει στην τάξη με τα παιδιά για να μάθει την γλώσσα των ανθρώπων και τους νόμους τους. Οι υπόλοιποι θα ακολουθήσουν και θα τα πάνε πολύ καλά. Ώσπου φτάνει η στιγμή που πρέπει να εφαρμόσουν το σχέδιό τους και να πάνε στο δικαστήριο. Έχουν ήδη έναν άριστο νομομαθή - ο Μπαρμπαρόσα έχει μάθει τόσα πολλά ώστε τον έχουν ανακηρύξει δικηγόρο τους. Όλη αυτή η περιπέτεια, ωστόσο, αποδεικνύεται όνειρο κι έτσι ο Μπαρμπαρόσα θα γλιτώσει από το μεγάλο άγχος του.


Δεν είναι η πρώτη φορά που η παιδική λογοτεχνία ασχολείται με την κακοποίηση των ζώων. Ετούτη η έκδοση ωστόσο ξεχωρίζει γιατί διασαφηνίζει τις τόσο ευέλικτες και εξαιρετικά αναπροσαρμοζόμενες (ανάλογα με το συμφέρον και τις αρέσκειες του καθενός) έννοιες του δικαιώματος και της υποχρέωσης προσφέροντας άμεση, χειροπιαστή γνώση - στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου υπάρχει γλωσσάρι με τις κατηγορίες των ζώων  και τους σχετικούς όρους  που αφορούν τα δικαιώματά τους αλλά και τις υποχρεώσεις των ιδιοκτητών τους.  Δίνονται, επίσης, αναλυτικές πληροφορίες για την καταπίεση, τον τραυματισμό και την κακοποίηση των ζώων καθώς και για τα αδέσποτα, οι οποίες συνοδεύονται από στοιχεία επικοινωνίας των κέντρων περίθαλψης και ιστοσελίδες φορέων που ασχολούνται με την προστασία τους.  Οι ασκήσεις που παρεμβάλλονται συμπληρώνουν την εικόνα του θέματος καθώς τονίζουν τα σημαντικά σημεία της ιστορίας και εμβαθύνουν στην κατανόησή τους. Αν και δεν νομίζω ότι κάποιο παιδί θα τις συμπληρώσει, ωστόσο,  η απλή και χιουμοριστική -κάποιες φορές- διατύπωσή τους κεντρίζει θαυμάσια την σκέψη τους.

"Ο δικηγόρος με μουστάκια και ουρά" δεν είναι το μόνο βιβλίο της σειράς. Κυκλοφορεί ταυτόχρονα με το "Ήταν το ίνδαλμά μου" (2015) σε μια εικονογράφηση, με δραματικές αποχρώσεις, του Θανάση Πέτρου. Εδώ, ο εύστοχος Βασίλης Παπαθεοδώρου ασχολείται με την βία στα γήπεδα και τα παρελκόμενα ζητήματα της χρήσης αναβολικών, της παραβατικότητας των ανηλίκων και τις συνέπειες των πράξεών τους - αξιόποινων και μη.  Και τα δύο βιβλία βοηθούν τους αναγνώστες τους να λειάνουν την κοινωνική συμπεριφορά τους καθώς εστιάζουν στην αθέατη πλευρά των πραγμάτων, επεκτείνουν τις διαστάσεις τους και ερμηνεύουν τα όρια του ιδιωτικού και του δημόσιου -στον χώρο και στις σχέσεις- με κατανοητό τρόπο και ιδιαίτερο χιούμορ - η πνευματώδης και "σβέλτη" γλώσσα της Ελένης Σβορώνου στην πρώτη περίπτωση και η αμεσότητα του Βασίλη Παπαθεοδώρου στην δεύτερη, όχι μόνο θα διασκεδάσουν τους μικρούς και νεαρούς αναγνώστες αλλά θα τους αφυπνίσουν για καταστάσεις που θεωρούνται πλέον φυσιολογικές ενώ δεν είναι (πχ. το "δεν θέλω/χρειάζομαι κάτι, το πετάω"). Κι αυτό, όταν συνδυαστεί με τις νομοθετικές πληροφορίες που δίνονται, θα τους εμπλέξει σε συζητήσεις επί του πρακτέου δίνοντας διέξοδο, κατά έναν τρόπο, στην έμφυτη επιθυμία των παιδιών για δικαιοσύνη


Εκτός αυτών των δύο βιβλίων, έχουν προηγηθεί άλλοι έντεκα τίτλοι με προσεκτικά επιλεγμένα θέματα και προβληματισμούς οι οποίοι ακολουθούν  το ίδιο διαφωτιστικό μοτίβο - παροχή χρηστικών δεδομένων τα οποία σχετίζονται άμεσα με το κάθε ζήτημα ώστε να κατατοπίσει και να εξοικειώσει τους αναγνώστες της κάθε ηλικιακής ομάδας στους οποίους απευθύνονται με τους νόμους που ισχύουν σήμερα.  Η σειρά, που επιμελείται η έγκριτη συγγραφέας και βιβλιοκριτικός Μαρίζα Ντεκάστρο, έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον της UNESCO, της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR), του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων και του Υπουργείου Δικαιοσύνης, το οποίο έθεσε υπό την αιγίδα του όλη τη σειρά. Και πιστεύω δικαίως καθώς δεν εμμένει στην απλή παράθεση του γράμματος του κάθε νόμου.

Το πνεύμα των νόμων είναι εκείνο που σηματοδοτεί
μια κοινωνία δίκαιη και λειτουργική και η παιδική σειρά της ΝΒ το μεταδίδει αυτό με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο - τη  λογοτεχνική προσέγγιση του κάθε ζητήματος η οποία κινητοποιεί τις συναισθηματικές δεξιότητες των αναγνωστών και οξύνει την παρατηρητικότητά τους ώστε να μπορούν να κατανοούν τις καταστάσεις, να διακρίνουν την διαφορετικότητα σε κάθε μία από αυτές και να υιοθετούν την αντίστοιχη συμπεριφορά· υπεύθυνα και με πραγματική γνώση. 

Υπεύθυνα και με πραγματική γνώση. Χμ... Υπό το πρίσμα αυτό, θα πρότεινα την ανάγνωση του "Ζητείται δικηγόρος..." και σε συγκεκριμένους ενήλικες. Όπως για παράδειγμα  στην κυρία που κάθισε δίπλα μου στην τσαγερία, πριν λίγες μέρες και με πολύ-ρέουσα και λεπτομερή ευφράδεια εκθείαζε την νοστιμιά του αλόγου ως τροφή. "Σε αντίθεση με το γουρούνι που τρώμε..."  

Ο Μπαρμπαρόσα και οι φίλοι του, όπως και ο Ηλίας (του "Ήταν το ίνδαλμά μου"), δείχνουν στα παιδιά τον τρόπο να προστατεύσουν τους αδύναμους - ζώα αλλά και ανθρώπους. Πρωταρχική φροντίδα ετούτη για μια κοινωνία διότι, όπως γράφει πιο απλά ο 11χρονος Μάρκος στο εξώφυλλο του βιβλίου "Αν δεν προσέξουμε είναι σαν να διαλύουμε το ίδιο μας το σπίτι  μας".








Σημειώσεις: Η πρώτη εικόνα αντλήθηκε από εδώ ενώ η δεύτερη είναι από την εικονογράφηση του "Δικηγόρου με μουστάκια και ουρά". Στην τρίτη φωτογραφία  εμφανίζεται το "Ρώτα με γιατί", μία εγκατάσταση με διαδραστικό σάκο του μποξ, του Αλέξανδρου Ψυχούλη (2006).

Πέμπτη 21 Μαΐου 2015










Ένας κήπος

στο σκοτάδι




Ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα που αναρωτιέται "Πως φτάσαμε ως εδώ;" (μτφρ. Αριάδνη Μοσχονά - Κέδρος, 2014)  είναι το βιβλίο που συνέγραψαν από κοινού επτά Γαλλίδες συγγραφείς με κεντρικό θέμα τις συνέπειες που έχει η διακυβέρνηση ενός απολυταρχικού κόμματος στις ζωές των ανθρώπων. Το κάθε ένα από τα επτά κεφάλαια του βιβλίου αφορά και μια ξεχωριστή οικογένεια  που, ωστόσο,  υποφέρει το ίδιο με τις υπόλοιπες από τους εξτρεμισμούς του νέου κόμματος -  το “εδώ” του  τίτλου.  Το πολύ κοντινό μέλλον στο οποίο διαδραματίζεται η πλοκή και οι άμεσες συνάφειες με την άνοδο της ακροδεξιάς παντού, δίνουν πολύ τροφή για  σκέψη και  ανησυχία - όπως θα διαπιστώσετε όταν το διαβάσετε, οι συνάφειες αυτές αγγίζουν κι εμάς.

Η ιστορία ξεκινά μια βραδιά εκλογών. Στο πρώτο κεφάλαιο, η Γαλλίδα Αν-Γκαέλ Μπαλπ  παρακολουθεί  το ζεύγος Νταρσάν που αγωνιά για τα αποτελέσματα των εκλογών. Την ίδια στιγμή, ο γιος τους Εκτόρ αναρωτιέται γιατί οι γονείς του δεν συμπαθούν τον φίλο του, τον Γουαλίντ, και γιατί η οικογένεια του Γουαλίντ παραμένει κλεισμένη στο σπίτι τους ενώ όλος ο κόσμος έχει βγει στους δρόμους να γιορτάσει τη νίκη του Κόμματος της Ελευθερίας. Μετά από αυτήν τη βραδιά, η ζωή όλων θα αλλάξει. Στο "Νερό κι αλάτι" η Κλεμαντίν Μποβέ περιγράφει το πως οι Μικλόν προβλέπουν την απειλή από τους Κανόνες που έχει αρχίσει να επιβάλλει ο νικητής των εκλογών και γι' αυτό αποφασίζουν να εγκαταλείψουν το σπίτι τους - χρησιμοποιούν το παλιό ιστιοπλοϊκό της γιαγιάς Λιζέλ ως κατοικία και κάνουν τον γύρο του κόσμου ελπίζοντας ότι θα βρουν ένα μέρος λιγότερο απαίσιο από αυτό που άφησαν.

Αντίθετα, η οικογένεια του Γουαλίντ μένει πίσω και ζει με τον φόβο που εξαπλώνεται στην πόλη. Στο "Όλες οι αποχρώσεις", της Σαντρίν Μπο, η Μαρούσια, η μητέρα του Γουαλίντ, βρίσκεται συνεχώς σε κατάσταση πανικού. Εκτός από τον διαρκή φόβο μην τυχόν ξεχάσει κάτι από όλα εκείνα που έχει επιβάλλει στην καθημερινή ζωή το Κόμμα (την ώρα του πρωινού εγερτηρίου, τα τρόφιμα που επιτρέπονται να φάνε, το χρώμα των ρούχων που πρέπει να φορούν, τις ασκήσεις γυμναστικής που πρέπει να κάνουν μόλις ξυπνήσουν για να είναι υγιείς), υπάρχει και ο τρόμος του χρωματόμετρου - μία κλίμακα χρωμάτων που ξεκινά από το λευκό και φτάνει ως το μαύρο. Από τις οκτώ αποχρώσεις μόνο τρεις είναι αποδεκτές - το λευκό, το υπόλευκο και το μπεζ. Οι πολίτες που κατατάσσονται στις υπόλοιπες αποχρώσεις (το καραμελί, το ανοιχτό καφέ, το μεσαίο καφέ, το σκούρο καφέ και το μαύρο) καταγράφονται και εκτοπίζονται. Είναι λογικό, λοιπόν, που η Μαρούσια φοβάται τόσο - εκείνη και ο Γουαλίντ, η Σάμια (η αδερφή του) και ο πατέρας τους έχουν το χρώμα της καραμέλας.                                                                 

Η "Ζωή... πατίνι", της Ανιές Λαρός, είναι η ιστορία του νεαρού Σιμόν Νοζέν που έχει χάσει το πόδι του και κάθε όρεξη για ζωή. Οι γονείς του προσπαθούν να αναπτερώσουν το ηθικό του αλλά ο Σιμόν παραμένει απαθής. Μέχρι που λαμβάνουν μια επιστολή από το Υπουργείο Σωματικής και Ψυχικής Υγείας που επιτάσσει τον Σιμόν να παρουσιαστεί στο Ίδρυμα ειδικής περίθαλψης Εσάρ όπου "θα υποβληθεί σε κατάλληλες θεραπείες και θα διαβιεί ανάλογα με τις ικανότητές του." Ο Σιμόν, τότε, θα αναγκαστεί να φορέσει το προσθετικό μέλος του και να υποστεί με πείσμα τον πόνο που του προξενεί ώστε όλη η οικογένειά του να περάσει σχεδόν ανενόχλητη από τον έλεγχο των φρουρών Επαγρύπνησης στα σύνορα και να καταφύγει σε συγγενικό τους σπίτι σε άλλη χώρα.


Το καλοκαίρι, στο μεταξύ, περνά και στο "Ένα χαμόγελο στην άκρη των χειλιών", της Σεβρίν Βιντάλ, ο Μάρκος επιστρέφει στο σχολείο όπου όλοι φορούν στολές σε διαφορετικές αποχρώσεις του πράσινου ανάλογα με... Κανείς δεν ξέρει ακριβώς για ποιό λόγο τους διαχωρίζουν. Μαζί με τον Αρμάν, τον φίλο του, κάνουν πλάκα στο προαύλιο του σχολείου και συλλαμβάνονται. Ο γυμνασιάρχης κύριος Νταρσάν, ο πατέρας του Εκτόρ, τους τιμωρεί με μία μέρα στο Δωμάτιο (μία αίθουσα σκοτεινή όπου δεν επιτρέπεται να μιλάς) διότι τα δύο παιδιά, μέσα σε μισή ώρα, παρέβησαν έντεκα κανόνες της Μεγάλης Βίβλου της Ελευθερίας: "...κύριε Αρμάν, δεν έχετε το κούρεμα που επιβάλλει ο κανονισμός, τα σκορδόνια σας είναι λυμένα, και εκουσίως υβρίσατε το Κόμμα, συκοφαντήσατε τα ενεργά μέλη του. Προσελκύσατε την προσοχή των άλλων χρησιμοποιώντας  ειρωνεία, κάτι που απαγορεύεται. Εσείς και ο φίλος σας προβάλατε αντίσταση. Μάλιστα ένας από τους φρουρούς Επαγρύπνησης τραυματίστηκε ελαφρά στο γόνατο, εξαιτίας των βίαιων κινήσεών σας. Κύριε Μάρκο, εσείς επιχειρήσατε να παρέμβετε για να εμποδίσετε τη σύλληψη του ενόχου. Και εσείς προσβάλατε το φρουρό μας, περιγελώντας τον. Απαγορεύεται το χαμόγελο στην άκρη των χειλιών. Το προβλέπει το άρθρο 44 της Μεγάλης Βίβλου. Για να μην αναφερθώ στις άτοπες αναφορές σας περί μπελάδων. Άρα θα τιμωρηθείτε και οι δύο." 

Για τον Κεντάν όμως, τον πρωταγωνιστή του έκτου κεφαλαίου, τα πράγματα είναι πολύ πιο σοβαρά. Στο "Σκληρό πρόσωπο της γης", της Φανί Ρομπέν, οι δύο μπαμπάδες του, ο Μπερτράν και ο Φρεντ ξυλοκοπούνται και λίγο αργότερα, συλλαμβάνονται. Για να γλιτώσει, ο Κεντάν το σκάει. Στον δρόμο γίνεται μάρτυρας μιας απίστευτης σκηνής - ο καθηγητής της μουσικής, κύριος Ιτέν καταδίδει σ' έναν άντρα με μαύρο αδιάβροχο "ένα κατεβατό ολόκληρο" από ανθρώπους και ανάμεσά τους τον Σιμόν. Αρχίζει να τρέχει μακριά πανικόβλητος για να ειδοποιήσει τον φίλο του μέχρι που η φουρνάρισσα θα τον σταματήσει και θα τον κρύψει στο αυτοκίνητό της για να μην τον  εντοπίσουν  οι φρουροί.                                                                                                                                   
Στους τέσσερις μήνες που εκτείνεται το μυθιστόρημα ο φόβος και οι έλεγχοι που σπέρνει το Κόμμα της Ελευθερίας έχουν μεταμορφώσει τους πολίτες - νιώθουν αδύναμοι και δυστυχισμένοι και κάθε άλλο παρά ελεύθεροι.  Κάποιοι, ωστόσο, αρχίζουν να αντιδρούν: ο Χοσέ Σάντσεθ, πατέρας του Γουαλίντ που δούλευε ως κλόουν πριν τις εκλογές, ανοίγει το βαλιτσάκι με τα σύνεργά του και μακιγιάρει την Μαρούσια σε ανοιχτότερη απόχρωση ώστε να πάρει την έγκριση του υπουργείου Εθνικής Προέλευσης. Ο Γουαλίντ και η αδερφή του Σάμια θα αναποδογυρίσουν σ' ένα βράδυ, όλα τα χρωματόμετρα στην γύρω περιοχή)· και ο Πάντρε, ο πατέρας του Μάρκου, κάνει πρόβες στο υπόγειο με το συγκρότημά του έχοντας σκεπάσει όμως τα ντραμς του με κουβέρτες για να καλύψει τον δυνατό ήχο των ροκ εναλλακτικών κομματιών που παίζει και που φυσικά απαγορεύονται. Μαζί του είναι ο τραγουδιστής του συγκροτήματος, ο γερο-Ροζέ και ο Μπεν ο κιθαρίστας - ο πρώτος πυρήνας αντίστασης στο Κόμμα είναι μικρός, άηχος και θλιβερός. Ο δεύτερος όμως  θα είναι ηχηρός και μελωδικός. Στο τελευταίο κεφάλαιο, "Το τελευταίο τραγούδι", της Ανλίζ Ερτιέ, ο Σάσα προσπαθεί να πείσει τους γνωστούς του να ανασυγκροτήσουν την χορωδία τους. Η γηραιά κυρία Ποποντίς και ο κύριος Αλέν είναι οι πρώτοι συμμετέχοντες. Η κυρία Σάντσεθ το σκέφτεται λόγω του χρωματόμετρου ενώ η νεαρή Αλίξ  παραχωρεί το υπόγειο καταφύγιο του σπιτιού της ώστε οι τέσσερις τους να μπορούν να τραγουδούν δυνατά χωρίς να τους εντοπίζουν τα ηχόμετρα. Και προφανώς, όπως έχει δείξει η Ιστορία " ...μόνο αυτό μπορεί να μας σώσει: το λίγο θάρρος του καθενός."    


Οι περιπέτειες των επτά οικογενειών ήταν, φαντάζομαι, και μια περιπέτεια συγγραφής! Το αποτέλεσμα είναι ένα θαυμάσιο, καλοδουλεμένο βιβλίο που σε απορροφά εντελώς τις λίγες ώρες που διαρκεί η ανάγνωση. Το ύφος της γραφής, καταρχάς, δεν διαφέρει αισθητά μεταξύ των επτά διαφορετικών συγγραφέων. Η αφήγηση είναι από την οπτική του παιδιού της κάθε οικογένειας, η κλιμάκωση της ιστορίας ακολουθεί τον  γρήγορο, εφηβικό ρυθμό του και το πέρασμα από το ένα κεφάλαιο/κατάσταση στο επόμενο γίνεται τόσο ομαλά όπως το να περπατάς  στους δρόμους μιας γειτονιάς και να επισκέπτεσαι τα σπίτια των γνωστών σου – αυτή η οικειότητα αναδύεται από το κείμενο όταν διαβάζεις για τις επτά οικογένειες που ζουν κοντά η μία με την άλλη, τους γονείς που συνομιλούν κι ανταλλάσουν επισκέψεις, τα παιδιά που πηγαίνουν στο ίδιο σχολείο,  παίζουν μαζί και ερωτεύονται δίχως να υπάρχει περιορισμός από το θρήσκευμά τους, το χρώμα δέρματος και  την ηλικία τους, το επάγγελμα των γονιών ή την οικονομική κατάσταση του καθενός. Μετά τις εκλογές και την νίκη του Κόμματος της Ελευθερίας, ωστόσο, το μυθιστορηματικό πλαίσιο μετατοπίζεται  στα άκρα του ρεαλισμού. Ενός ρεαλισμού που εμείς ως ενήλικες γνωρίζουμε ότι δεν είναι υποθετικός - τέτοιες ανελευθερίες, όπως  η διασπορά του φόβου και η επιβολή ομοιομορφίας στην εμφάνιση, η λογοκρισία και η πειθαρχημένη συμπεριφορά, η υπεροχή της λευκής φυλής και ο αποπαρασιτισμός της κοινωνίας από τους μετανάστες, οι διώξεις και ο εγκλεισμός των ατόμων με αναπηρίες και ο δοσιλογισμός, υπήρξαν πραγματικότατες στο παρελθόν. 

Το βιβλίο απευθύνεται σε παιδιά από 11 ετών, αν και οι μεγαλύτερης ηλικίας αναγνώστες θα το απολαύσουν εξίσου - η γλώσσα είναι απλή (μόνο το όνομα του Γουαλίντ με δυσκόλευσε στην προφορά του), περιεκτική και καίρια·  οι διάλογοι σύγχρονοι και πνευματώδεις.  Οι ιδέες που πραγματεύεται το βιβλίο δεν είναι καθόλου δυσκολονόητες με τον τρόπο που δίνονται. Ωστόσο θεωρώ απαραίτητη την παρουσία ενός γονιού ή δασκάλου ο οποίος να μπορεί να μοιραστεί τις εμπειρίες του παρελθόντος και να συζητήσει τις αντιδράσεις/γνώμες του κάθε νεαρού αναγνώστη που δεν είναι εύκολες στην προεφηβική ηλικία, ιδίως όταν αφορούν την Πολιτική και τις αυθαιρεσίες της. Ακόμη περισσότερο δε, που οι επτά συγγραφείς ακολουθούν τον κανόνα της σύγχρονης παιδαγωγικής που θέλει "ανοιχτές" αφηγήσεις κι ενεργή σκέψη στα έξωθεν ερεθίσματα.

Με το ίδιο σκεπτικό, το ερώτημα του τίτλου παραμένει αναπάντητο και ο ορισμός της ελευθερίας παραπλανητικός. Ο συγγραφέας και ακτιβιστής Στεφάν Εσσέλ, στον πρόλογο του βιβλίου, εξηγεί πως τα κείμενα μιλούν για όσα μπορεί να συμβούν αν δεν προσέχουμε συνεχώς - οι καιροί μας είναι, βλέπετε, επιρρεπείς στην επανάληψη. Και δεν προτρέπει  μόνο στην απλή ανάγνωση του βιβλίου αλλά, όπως και οι συγγραφείς, στην διερεύνιση των αιτιών του κάθε περιστατικού με παρατήρηση και κριτική σκέψη, και στην δράση που προκύπτει από αυτή τη διεργασία: "Από σήμερα έχετε τη δύναμη να πείτε όχι' σε ό,τι δε σας φαίνεται σωστό, να αγανακτήσετε ενάντια σε ό,τι σας εξεγείρει, να αντιμετωπίσετε με κριτικό πνεύμα ό,τι διαβάζετε και ό,τι δείχνουν στην τηλεόραση. Έχετε άποψη. Μπορείτε να τη μοιραστείτε με τους φίλους, τους γονείς, τους δασκάλους σας. (...) Ποτέ δεν είναι νωρίς για να αγωνιστείτε."         
                                      
 

Αυτό το πολυσυλλεκτικό (από άποψη συγγραφέων και προφίλ των πρωταγωνιστών του) βιβλίο αφυπνίζει την πολιτική συνείδηση στους νεαρούς αναγνώστες, τους ευαισθητοποιεί στις πολιτικές ακρότητες και στο αίσθημα της προσωπικής ευθύνης - η ψήφος δεν είναι υπόθεση των άλλων και η συνέπειές της βαραίνουν όλους. Και οι ενήλικοι του μέλλοντός μας αξίζει να το διαβάσουν μόνο γι' αυτό. Είναι όμως και συναρπαστικό ανάγνωσμα και συγκινητικό - ξέρει κανείς έναν καλύτερο τρόπο για να αλλάξει το παρόν μας;




Το κείμενο, ελαφρώς συντομευμένο και με διαφορετική εικονογράφηση, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά  στο έγκυρο η-περιοδικό Ο Αναγνώστης στις 7 Μαϊου 2015.




Σημειώσεις: Το πρώτο εικαστικό είναι ο Άγριος Κήπος του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα και ακολουθούν λεπτομέρειες από πίνακες του κινηματογραφιστή και εικαστικού Peter Greenaway - οι The Audience: A Cast of 24 και The Audience: The Scholars αντίστοιχα. Στο τέλος, λεπτομέρεια της αφίσας του ελληνικού τμήματος της IBBY (Κύκλος του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου) για την φετινή Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου.