Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα literature - greek. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα literature - greek. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2023

 

 

 

 


Σημειώσεις Ενός

   Καλοκαιριού  





"Η χρονιά του 1961 θ' αρχίσει με τη βαρυσήμαντη δήλωση της Απογευματινής: 'Παταγώδης αποτυχία των αστρολόγων το 1969', για να πάρει τη σκυτάλη ο Μαρής και ο Μπέκας: 'Ίλιγγος – ΄Ολα εμφανίζονται ανεξήγητα και μεταφυσικά' συνδυάζοντας στην εφημερίδα απολαυστικά για την εποχή του το ελαφρό ανάγνωσμα με το αστυνομικό αφήγημα."

Έτσι τελειώνει ο Πρόλογος του Ίλιγγος (Άγρα, 2013)  και θα συμφωνήσω με την εκτίμηση του υπογράφοντος Ανδρέα Αποστολίδη για το βιβλίο του Γιάννη Μαρή – είναι πράγματι ένα απολαυστικό ανάγνωσμα. Έχει, όμως, πολλές περισσότερες αποχρώσεις από μία ιστορία μυστηρίου ή ένα απλό whodunnit.

Η υπόθεση έχει ως εξής: Ο Γεραλέξης, λογιστής σε υπερωκυάνιο,  ξυπνά στο μπάνιο μιας έπαυλης και συνειδητοποιεί πως είναι κλεισμένος σε ένα άγνωστο μέρος. Κι επιπλέον, βρίσκεται στο ίδιο δωμάτιο με έναν νεκρό, επίσης εντελώς άγνωστο. Παρά τη ζάλη και τον πανικό που τον κυριεύει, καταφέρνει να δραπετεύσει και να γυρίσει στο δωμάτιο του αθηναϊκού ξενοδοχείου που διαμένει – είναι σε άδεια και σκοπεύει να επιστρέψει στο νησί του. Το επεισόδιο όμως ετούτο θα ματαιώσει τα σχέδια.




Στην προσπάθειά του να βρει απαντήσεις στα ερωτήματα που τον βαραίνουν  (ποιός ήταν ο νεκρός δίπλα του; ποιος τον νάρκωσε; γιατί βρέθηκε κλεισμένος στην έπαυλη της Εκάλης;) ο Γεραλέξης θα απευθυνθεί στην αστυνομία. Την υπόθεσή του θα αναλάβει, ανόρεχτα είναι η αλήθεια, ο Αστυνόμος Μπέκας η φυσιογνωμία του οποίου φέρνει στο νου τον γάλλο συνάδελφό του Ζυλ Μαιγκρέ. Ανάμεσα στις επιρροές του συγγραφέα, όπως αναφέρει ο Κ. Καλφόπουλος στο επίμετρο της έκδοσης, είναι πράγματι και ο Ζωρζ Σιμενόν.  Παρά τον μπρίσκο αέρα που του προσδίδει ο Μίμης Πλέσσας, o Αστυνόμος Μπέκας, όπως και ο Μαιγκρέ, είναι χαμηλών τόνων, εσωστρεφής κι απότομος αλλά επίμονος για την λύση της κάθε υπόθεσης που αναλαμβάνει. Ωστόσο, ο έλληνας αστυνομικός έχει ένα ελαφρώς δύσθυμο δημοσιοϋπαλληλικό ύφος που τον διαφοροποιεί –στην διάθεση, όχι στην εμφάνιση ή στην γενικότερη στάση του– από τον γάλλο συνάδελφό του αλλά και από την περσόνα του Σταύρου Ξενίδη που τον υποδύθηκε στις τηλεοπτικές μεταφορές των μυθιστορημάτων του Μαρή.

Ο Μπέκας και ο Γεραλέξης θα περιηγηθούν στην Ομόνοια, με τα ξενοδοχεία και τα λαϊκά καμπαρέ, σε συνεργεία αυτοκινήτων στην Αχαρνών, σε χαμόσπιτα στο Δρογούτι αλλά και στο αστικό προάστιο του Διονύσου, στην ερημιά της Βούλας (όπου βρέθηκε στην συνέχεια πεταμένος ο νεκρός), στην αρχαία Επίδαυρο. Μαζί τους, ο αναγνώστης συναντά διάφορους χαρακτηριστικούς τύπους της κάθε περιοχής. Γνωρίζει, επίσης, τον Γραικό (δεύτερος μηχανικός στο ίδιο πλοίο με τον Γεραλέξη και φίλος του), τον επαγγελματία παλαιστή Γιώργο Λογοθέτη, μία "πριγκίπισσα" – την τροτέζα Άννα,  και τον  Καταπάνο – έναν βασιλιά του αθηναϊκού υποκόσμου. Ο μεγάλος κακός της ιστορίας, ένας τυχοδιώκτης ακαθόριστης εθνικότητας αλλά διεθνούς εμβέλειας ονόματι Ισαάκ Γιοβέλ ή Αράντο Κάστρο,  εμφανίζεται μόνον δια του έργου του – έχει γεμίσει το Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας με αντίγραφα των μυκηναϊκών εκθεμάτων του, προωθώντας τα πρωτότυπα στο εξωτερικό. Είναι η πρώτη φορά, από τις δύο, που ο Γιάννης Τσιριμώκος, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, ασχολείται λογοτεχνικά με το ζήτημα της Αρχαιοκαπηλίας και γίνεται, κατά κάποιον τρόπο, μάντης πραγματικών κακών – λίγους μήνες αργότερα από την δημοσίευση των κεφαλαίων του μυθιστορήματος, τα πρωτοσέλιδα του Τύπου της εποχής θα απασχολήσει μία παρόμοια υπόθεση.

 


Η αγωνιώδης αναζήτηση της χαμένης μνήμης και η δίνη του αγνώστου είναι το κεντρικό θέμα της πλοκής που ο Γιάννης Μαρής εμπνεύστηκε από τον κινηματογραφικό "Δεσμώτη του Ιλίγγγου" του Ά. Χίτσκοκ. Ωστόσο, διαφοροποιείται αρκετά προσδίδοντας στην αφήγηση επιπλέον αποχρώσεις μελοδράματος, ταξιδιωτικού πεζογραφήματος και χρονογραφήματος καθώς ενσωματώνει στην πλοκή λεπτομέρειες που αντανακλούν κοινωνικές αναφορές και ανθρωπογεωγραφικές παρατηρήσεις  που σκιαγραφούν εύγλωττα το ζωντανό μωσαϊκό της Αθήνας, της Ελλάδας καλύτερα, του '60, κάτι που εντέλει καθιστά το συγκεκριμένο έργο του λιγότερο ελαφρύ απ' ότι θα περίμενε κανείς. Τα συστατικά που τόσο συχνά χρησιμοποιεί ο συγγραφέας με πρόδηλο τρόπο –κοινωνικές αντιθέσεις, ίντριγκες και πάθη, πλαστοπροσωπίες κι ένοχα μυστικά, κλισέ, εξιδανικεύσεις, στερεότυπα, κ.ά.– δεν παρουσιάζονται εδώ. Αντ' αυτών, υπάρχουν ψήγματα χιούμορ που στηλιτεύουν το τότε σύγχρονο παρόν:  "Οι αστυνομικοί παρακολουθούσαν το κότερο του Νικολαΐδη με ένα τρεχαντήρι..."

 



Το μυθιστόρημα εκδόθηκε σε ογδόντα εννέα συνέχειες στον ημερήσιο Τύπο και δεν κυκλοφόρησε ποτέ σε μορφή βιβλίου παρά μόνον το 2013 όταν και εκδόθηκε η παρούσα πρώτη έκδοσή του κι αυτός είναι ένας λόγος για να το διαβάσει κανείς – δεδομένης της αποσπασματικότητάς του, και της μη επιμέλειάς του από τον συγγραφέα (κάτι που συνήθιζε όταν εκδιδόταν ένα βιβλίο του) το μυθιστόρημα έχει εξαιρετικά συνεκτική δομή και ο ρυθμός της αφήγησης παραμένει σταθερός κι ελεγχόμενος σε όλη την εξέλιξη της πλοκής. Οι δε χαρακτήρες της ιστορίας δεν είναι επίπεδοι ή στεγνοί παρ'  όλο το λιτό, ανεπιτήδευτο, ύφος της γραφής του. Ο σημαντικότερος όμως λόγος για να διαβαστεί το βιβλίο είναι η δεξιότητα του Γιάννη Μαρή να επικοινωνεί άμεσα και με οικείο, πειστικό κι ενδιαφέρον έως αγωνιώδες τρόπο την ιστορία του ενώ παράλληλα ψυχαγωγεί τον κάθε αναγνώστη δίχως να ευτελίζει την γλώσσα, την νοημοσύνη ή τον ψυχισμό του. Αυτός δεν είναι, άλλωστε, στόχος της λογοτεχνίας; 




 





Σημειώσεις: Το εικαστικό της ανάρτησης είναι λεπτομέρεια του ομότιτλου με την ανάρτηση έργου του  Γιώργου Χατζημιχάλη. Το ασπρόμαυρο σκίτσο είναι από την εικονογράφηση του βιβλίου από τον Φ. Δελλή – ακόμη ένας λόγος για να διαβάσετε το βιβλίο. Η φωτογραφία της κόμμωσης της Tippi Hedren είναι από τον Δεσμώτη του Ιλίγγου. Στο τέλος, το πορτραίτο του συγγραφέα από τον Μ. Γαλλία κι έχει αντληθεί από το αυτί του βιβλίου. 

Τρίτη 6 Ιουνίου 2023

 


Landscapes & Portraits 

 

  




Έχουμε μυθιστορήματα γκόθικ; Στο νου μου έρχονται το Φθινόπωρο του Κων/νου Χατζόπουλου, αλλά και  Ο Πύργος του Ακροποτάμου του· ο Συμβολαιογράφος του Αλ. Ρίζου Ραγκαβή και  ο Αλ. Παπαδιαμάντης, επιλεκτικά – ελάχιστο, σε αριθμό, δείγμα κι αυτό γραμμένο στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Κι επιπλέον, τα μυθιστορήματα αυτά έχουν ήδη, κατηγοριοποιηθεί μόνο ως αστική ηθογραφία. Δεν έχω πλήρη εικόνα για το σήμερα, σκέφτομαι όμως τα διηγήματα του Χρ. Τσαπραΐλη που εστιάζουν αποκλειστικά στην ελληνική παράδοση και θα μπορούσαν να ενταχθούν σε μια κατηγορία αμιγούς ελληνικού γκόθικ. Σε ένα ευρύτερο γεω-λογοτεχνικό γκόθικ πλαίσιο θα μπορούσαμε να εντάξουμε την πρόσφατη συλλογή διηγημάτων του Ανδρέα Νικολακόπουλου

Το  "Σάλτος" (Ίκαρος, 2Ο22) αποτελείται από ιστορίες με στοιχεία Φανταστικού όπως για παράδειγμα στο δέκατο διήγημα, το Κύματα, όπου ένας εκπαιδευτής γερακιών καταλύει σε ένα ερημοκλήσι. Δεν είναι κάστρο, όπως θα ήθελε ο αφηγητής και όπως είναι σύνηθες στην γοτθική λογοτεχνία, αλλά ένα μέρος με θρύλους, το ίδιο απόκοσμο και μυστυριώδες – το ερημοκλήσι του Αγίου Γκόβαν βρίσκεται στο τέλος της στεριάς και στην αρχή της θάλασσας, όπου "...τα όρθια βράχια του σιγοτρώγονταν απο τα λευκογάλανα κύματα που έρχονταν φουσκωμένα από το κανάλι του Μπρίστολ και έσπαγαν με ορμή επάνω στους μελανιασμένους ασβεστόλιθους  που έμοιαζαν με ανθρώπους." Εκεί, κάποια στιγμή, εμφανίζεται η φασματική μορφή ενός νεκρού άντρα – θυμίζει τη φανέρωση της Φεγγαροντυμένης του Διονυσίου Σολωμού. Η αντίστοιχη του Νικολακόπουλου θα μπορούσε να είναι η Ραλλιώ στο τέταρτο διήγημα, το Μέλι και γάλα – μία γυναίκα όμορφη και προκλητική που θα εμπνεύσει τον πόθο στον αφηγητή και η οποία, ωστόσο, θα υποστεί την μοίρα που επιφυλάσσει η λαϊκή παράδοση για το είδος. Κι αυτό είναι ακόμη ένα στοιχείο γκόθικ – η γυναίκα που βρίσκεται υπό μεγάλη πίεση και κατατρεγμό, συνήθως από κοινωνικούς και υλιστικούς περιορισμούς.




Γεννημένος στην Αθήνα το 1983, ο Ανδρέας Νικολακόπουλος μοιράζει σήμερα την ζωή του ανάμεσα σε Λονδίνο και Αθήνα. Στο ενδιάμεσο, έχει ταξιδέψει σε πολλούς τόπους και σε τούτο, το τρίτο, βιβλίο του μεταφέρει τους χαρακτήρες σε αντίστοιχα μέρη ανά τον κόσμο, κάτι που έρχεται σε αντίθεση  με τον γοτθικό τύπο όπου η πλοκή τού κάθε διηγήματος εκτυλίσσεται σε έναν μόνον τόπο.  Έτσι, εκτός από την Βρετανία, οι πρωταγωνιστές στο Mon Nox, στο Αμάμπλε Πικουέρ, στο Αλισάχνη βρίσκονται στην Ισπανία. Ο αφηγητής στο Και οι ερυθρόδερμοι καλπάζουν νηπενθείς ταξιδεύει από την Ελλάδα στην Λατινική Αμερική και πάλι πίσω ενώ στο Η άσφαλτος που καίει  επιστρέφει  στην ελληνική ύπαιθρο και αποκαλύπτει την πραγματική εικόνα πίσω από έναν εφιαλτικό θρύλο του αντάρτικου.  Στην ελληνική επαρχία τοποθετείται και το ομότιτλο Σάλτος όπου ο αφηγητής εξιστορεί τον θρύλο ενός υπαρκτού βράχου απ' όπου οι ντόπιοι πετούν ανεμπόδιστα οποιοδήποτε πλάσμα είναι ελαττωματικό – σαν τον Καιάδα των αρχαίων. Ώσπου ο αφηγητής αναλαμβάνει ο ίδιος να φυλά το πέρασμα προς το βάραθρο.

Εκτός από την λατρεία της φύσης και της υπαίθρου που είναι φανερή στα διηγήματα, ο Ρομαντισμός –ακόμη ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό της γοτθικής λογοτεχνίας–, γίνεται εμφανής και στην διακειμενικότητα του βιβλίου. Στις τελευταίες σελίδες του υπάρχουν επεξηγηματικές παραπομπές για τα αποσπάσματα που ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ως εισαγωγή σε κάθε διήγημα ή ως συνθετικό υλικό εντός του – Ρεμπώ, Τριστάν Τζαρά, Τρακλ αλλά και Τζιμ Μόρισσον. Κι επιπλέον, οι χαρακτήρες των διηγημάτων φέρουν το μακάβριο του Ε.Α.Πόου και την περιθωριακή αύρα και το ανεκπλήρωτο εκείνων της Κάρσον ΜακΚάλλερς. Ωστόσο, η εικαστική τεχνοτροπία της γραφής υπερισχύει – σαν impasto που δίνει πνοή στην αφήγηση και σε κάνει να αισθάνεσαι ψηφίδα σε πίνακα του Ιερώνυμου Μπος ή του Μουνκ.  Η παρουσία της μουσικής, επίσης, δεν είναι αμελητέα: τόσο ως μελωδικότητα και ρυθμός – η συναρμογή των λέξεων και των σημασιών απειχούν την βιαιότητα των συμβάντων, τον ζόφο, την τραχύτητα αλλά και το σφρίγος των ανθρώπων που συναντούμε στα παραδοσιακά τραγούδια. Όσο και ως αντικείμενο – στο Υπερμογγολικός ο νεαρός Ζίλιν μελετά το έργο του Ερίκ Σατί και προσπαθεί να βρει την εργασία των ονείρων του. Από το Ωδείο της Θεσσαλονίκης στο Γκρατς της Αυστρίας, στην Συμφωνική του Πεκίνου και από εκεί στον μεγαλύτερο σιδηρόδρομο του κόσμου, με πρόσληψη στο δρομολόγιο Πεκίνο-Σιβηρία. Μέσα από μεγαλουπόλεις, κωμοπόλεις, μικρά χωριά και ατέλειωτα χιλιόμετρα μετ' επιστροφής, ο νεαρός πιανίστας με την άσβεστη επιθυμία να γυρίσει τον κόσμο παίζοντας την αγαπημένη κλασική μουσική γίνεται μέρος του τραίνου, μόνιμο αξεσουάρ των βαγονιών ώσπου το γκρίζο κεφάλι του  "...σχηματίζει βαριά επάνω στα πλήκτρα τη συγχορδία Μι χωρίς εναλλαγή." 



 

Δεν θυμάμαι τον λόγο που επέλεξα το συγκεκριμένο βιβλίο, ούτε το τι περίμενα να διαβάσω – όταν βρίσκεσαι σε περίοδο ανόρεχτης περιδιάβασης σελίδων, δεν το πολυσκέφτεσαι. Αναζητάς κάτι που θα σε ιντριγκάρει, θα σε επανέφερει σε μια αναγνωστική κανονικότητα.  Το "Σάλτος" το κατάφερε όχι μόνον με τα κείμενά του που είναι πυκνά, ισόρροπα στην δομή τους και μεστά νοήματος αλλά κυρίως με την γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Νικολακόπουλος – μία γλώσσα ιδιότυπη κι απολύτως προσωπική. Γλώσσα δυναμική, εξαιρετικής ποιότητας, εκπληκτικού πλούτου, έντασης και αποχρώσεων – λέξεις αρχαίες που έχουν επιβιώσει μέχρι σήμερα σε ντοπιολαλιές συνδέονται με λέξεις σύγχρονες αστικές αλλά και της υπαίθρου, κι επίσης με λέξεις αντλημένες από διάφορες μικρο-διαλέκτους και ορολογίες (πχ. των ναυπηγών, των ρετσινάδων, των χημικών). Ανάμεσά τους αρκετές άγνωστες που με ανάγκασαν να ανοίξω λεξικό και να ανακαλύπτω, κάθε φορά, πόσο εύστοχα εκφράζουν τις έννοιες που θέλει ο συγγραφέας. Κι επιπλέον, πως συνθέτουν εικόνες μαγικού νατουραλισμού μεγάλης εκφραστικότητας.




"Η αναζήτηση λέξεων που εμπεριέχουν την πραγματικότητα και συνάμα το αίσθημα που προξενεί η πραγματικότητα παραμένει έως σήμερα το  αδιάλειπτο μέλημά μου όταν γράφω, όποιο κι αν είναι το θέμα,"  λέει ο συγγραφέας. Σ' ετούτη την συλλογή, θέμα του είναι ο χρόνος και οι επιβολές του: στο Παραπέτασμα του μύλου, όπου μία Διεθνής Γραμμή Ημερομηνίας επιβάλλει έναν παράξενο διαχωρισμό  στους κατοίκους ενός χωριού. Είναι, επίσης, η ιστορία και ο τρόπος που διαπερνά τις ζωές των ανθρώπων και τους αιώνες – στο Αλισάχνη είναι της ισπανικής γρίπης, στο Αμάμπλε Πικουέρ του ισπανικού εμφυλίου ενώ στο συνταρακτικό Η άσφαλτος που καίει του ελληνικού. Θέμα του συγγραφέα είναι, μεταξύ άλλων, και η απομυθοποίηση των προσδοκιών και της εργασίας. Σε όλα τα διηγήματα, ωστόσο, τονίζεται η ιδιαιτερότητα και η οικουμενικότητα των διαπροσωπικών σχέσεων καθώς και το πως το κοινωνικό επιβάλλει τους  όρους του στο ατομικό. Ιδίως δε ο τρόπος που το δεύτερο αμύνεται του πρώτου. Το τελευταίο διήγημα, Ο Αγγελοκρουσμένος, είναι ενδεικτικό του αποτελέσματος αυτής της μάχης.

Η ανθρώπινη φιγούρα, λέει ο Αλμπέρτο Τζιακομέττι για τα γλυπτά του, είναι μία κατασκευή. Το αποδεικνύει και ο Νικολακόπουλος με τις δικές του ανθρώπινες φιγούρες – ξεκινώντας από το προφανές, μια απλή μάζα σάρκας κι αίματος, ο συγγραφέας επεκτείνει τον στοχασμό και τις μνήμες του μέχρι το διαφανές, το γεμάτο θέλω, επιθυμίες, ένστικτα και βαθύτατους φόβους Είναι τους. Ετούτη η πρωτόγονη, προ-συνειδησιακή επικράτεια του νου όπως αναδύεται μέσα από τις λέξεις και τις γραμμές είναι ισχυρή και χαοτική, ωστόσο, το σύμπαν που δημιουργεί ο Νικολακόπουλος είναι στέρεο, άριστα οργανωμένο. Κι επιπλέον, εύθραυστο – ο Νικολακόπουλος καταφέρνει να αιχμαλωτίσει με διαύγεια το ρευστό εκείνο σημείο όπου συμβαίνει αυτή η υπέρβαση και η γήινη ψυχή παίρνει μια γρήγορη, σκοτεινή στροφή προς το απόξενο, το μεταφυσικό. Ή, απλώς, το άγνωστο και μη αναστρέψιμο όπως στο Ασημένια Χορδή, το Και οι ερυθρόδερμοι καλπάζουν νηπενθείς και το ομότιτλο Σάλτος. 




Το βιβλίο, γράφει ο συγγραφέας, αφιερώνεται στις κινούμενες σκιές και στα αμίλητα πνεύματα των κατά καιρούς δωματίων του. Και είναι αυτά, μαζί με αγαπημένους συγγενείς και γνωστούς από το παρελθόν του, που φέρει ως κορώνα του, όπως θα έλεγε ο Mallarmé, και τους δίνει βήμα. Το πιο σημαντικό ωστόσο είναι πως ο Νικολακόπουλος αποκαλύπτει ότι όλες οι πραγματικότητες, και οι ανθρώπινες ενέργειες σ' αυτές, δεν εμφανίζονται από το πουθενά. Είναι, αντίθετα, καλυμμένες αντιδράσεις των ανθρώπινων αισθήσεων που εκκινούν από αρχετυπικές έννοιες. Είτε, λοιπόν, μετακινείται αφηγηματικά ανά την υφήλιο είτε παραμένει εντός της ελληνικής επικράτειας, ο Νικολακόπουλος μιλά για την επιβίωση, τον έρωτα, τις σχέσεις – το Οι κόρες της αιθάλης θα μπορούσε να είναι ένα μανιφέστο υπέρ του φεμινισμού. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, είναι μια αλληγορία για την εξουσία, ανεξαρτήτως φύλου, κι αυτό αιτιολογεί κάλλιστα, σε ένα πρώτο επίπεδο, την βία εν γένει. Έμφυλη και εμφύλια, ειδικότερα.

Οι προκαταλήψεις, οι δεισιδαιμονίες, οι εμμονές· η άγνοια, η παράνοια περιλαμβάνονται, επίσης, στην θεματική των ιστοριών, όπως και ο θάνατος – όχι όμως μόνον ο βιολογικός αλλά κυρίως ο ψυχικός. Λόγια που δεν ειπώθηκαν, άνθρωποι που έφυγαν, άλλοι που έμειναν πίσω και προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα από βαριές σιωπές· κι άλλοι που χάνονται, με την ερμηνεία που δίνει ο συγγραφέας: "ο χαμός –κάτι που το αποφασίζουν οι άνθρωποι που μένουν πίσω ή ο νεκρός κατά τη διάρκεια της ζωής του και με βάση τις πράξεις που έκανε ή τη στάση που κράτησε όσο ζούσε–, είναι ένα ατελείωτο και δραματικό γεγονός που παρασύρει πολλά μαζί του." Σαν να διάβαζα το συμπεριφορικό αντικαθρέφτισμα της Γραμματικής του Buchmann στον μοντέρνο κόσμο.  



 

Ίσως, εντέλει, εκείνο που με τράβηξε στο βιβλίο να ήταν η αντίστιξη του συμβολισμού στο εξώφυλλό του – ολόλευκα οστά και νεκροκεφαλές πλαισιωμένα από μικρά κλωνάρια αμάραντου, φυτό που είναι γνωστό ως λουλούδι της αιώνιας νεότητας. Μια εικόνα που συμπυκνώνει  την γενικότερη αίσθηση που διαπνέει τα διηγήματα της συλλογής. Μία συλλογή με τοπία ψυχομετρίας και  τραχιά πορτραίτα ανθρώπων με φανερές, ωστόσο, τις λειασμένες άκρες τους. Δεκατρία σκοτεινά παραμύθια για ενηλίκους με σφοδρή, γεμάτη αυτοπεποίθηση, γραφή χωρίς κανένα συγκινησιακό επίθετο (τι επίτευγμα!), μα παρ' όλα αυτά, πλήρους διαβροχής συναισθημάτων. Συμπεριλαμβανομένου και του δικού μου ενθουσιασμού που διάβαζα ένα τέτοιο βιβλίο, ένα βιβλίο που στέκεται μακριά από μανιερισμούς, τυποποιήσεις και συρμούς. Τextpocalypse στην κυριολεξία.









Σημειώσεις: Η φωτογραφία του τίτλου είναι από τον Νίκο Παππά για την ελληνική Vogue. Το εικαστικό είναι η σπουδή Wing of a European Roller του Albrecht DürerΗ ασπρόμαυρη φωτογραφία είναι Η Χειρονομία της Donata Wenders ενώ η κατασκευή με το μπαλόνι της κυπρίας εικαστικού Λευκής Σαββίδου. Στο τέλος, ένα ντεκολάζ του Jacques Villeglé από την περιοδική έκθεση Nouveau Réalisme του μουσείου Β&Ε Γουλανδρή, το Arcueil (1971) / Μπορείτε να δείτε την παρουσίαση του βιβλίου εδώ.

 

 ΥΓ.: Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο τεύχος 135 (Οκτωβρίου 2Ο22) του The Books' Journal – της έγκριτης επιθεώρησης για το βιβλίο, με επιπλέον κείμενα παρεμβάσεων για τα γράμματα, τις τέχνες, τις ιδέες, την πολιτική, την επιστήμη.  Στην παρούσα αναδημοσίευση έχει προστεθεί η φράση "σε ένα πρώτο επίπεδο" στην όγδοη παράγραφο.

Σάββατο 12 Μαρτίου 2022

 




Roving Ulysses

 





Αυτές τις μέρες του πολέμου στην Ουκρανία, σκέφτηκα αρκετές φορές  το "Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα" (Πολιτιστική Εταιρεία "Πανόραμα, 1988 / επαυξημένη έκδοση: 'Αγρα, 2005) – μια καθηλωτική ανθρώπινη περιπέτεια που εκτυλίσσεται πέρα από τον Βόσπορο και είναι αληθινή. Βασίζεται στην αυτοβιογραφία του Γιάνκου Δανιηλόπουλου που γεννήθηκε  στην ανατολική Θράκη αλλά λόγω συνθηκών κάνει ένα ταξίδι επιβίωσης στον κόσμο της Μαύρης Θάλασσας. 


Το διάβασα πριν πολύ καιρό, στην αρχική του έκδοση και δεν θυμάμαι λεπτομέρειες, γι' αυτό αντιγράφω: "O ήρωας ανήκει στην τελευταία γενιά των Eλλήνων του Eύξεινου Πόντου. Γεννήθηκε το 1899 σ'ένα θρακικό χωριό της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας. Oι περιπέτειές του αρχίζουν το 1914, μετά τους Bαλκανικούς, όταν, μαθητής ακόμα, δίχως πατρίδα και περιουσία, πήγε στη Pουμανία να δουλέψει. O Πρώτος Πόλεμος τον βρήκε στην Kωνστάντζα. Έφυγε για το Γαλάτσι. Tο μέτωπο έσπασε. Aπό τον Δούναβη βρέθηκε στον Δόν. Mπερντιάνσκα στην Aζοφική. Ξέσπασε η Oκτωβριανή Eπανάσταση. Nοβορωσίσκ. Oι Λευκορώσοι αποχωρούν, οι Άγγλοι αποχωρούν. Aπό τον Kαύκασο βρέθηκε στην Πόλη λίγο πριν από την Kαταστροφή. Kωνστάντζα ως το '44. Bουκουρέστι μετά τον Δεύτερο Πόλεμο. Ώσπου, το 1950, εγκαταλείποντας πια τη Mαύρη Θάλασσα, έφτασε με τη γυναίκα του και δυο μικρά παιδιά στον ρουμανοπροσφυγικό καταυλισμό του Λαυρίου όπου στα πενηνταένα του, ο πρώην μεγαλέμπορος αρχίζει για έβδομη φορά τη ζωή του από την αρχή: αγρότης στο Κορωπί."

Δεν είναι όμως το μόνο βιβλίο που έγραψε η Μαριάννα Κορομηλά για την συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή. Η συγγραφέας, που ασχολείται με τον βιωμένο ελληνικό χώρο εκτός συνόρων (Μέση Ανατολή, Τουρκία, Μαύρη Θάλασσα και Βαλκάνια), έχει γράψει, επίσης, το σαφώς εξειδικευμένο "Οι Έλληνες στη Μαύρη Θάλασσα: από την Εποχή του Χαλκού ως τις αρχές του 20ου αιώνα" (Πολιτιστική Εταιρεία Πανόραμα, 2ΟΟ1). Ένα μικρό απόσπασμα: 

"Στο αρχαϊκό αέτωμα του πρώτου ναού των Δελφών, ο θεός, που επιστρέφει από τον μακρινό Βορρά, απεικονίζεται πάνω σ' ένα άρμα που το σέρνουν τέσσερις κύκνοι στο ποτάμι. Δεκατρείς χιλιάδες ζευγάρια κύκνοι ζούνε σήμερα στον προστατευμένο βιότοπο του Μπερεζάν, στις εκβολές του Δνείπερου. Εδώ κάπου, άλλωστε, ο μύθος τοποθετεί και την ετοιμόγεννη Λητώ. Την φιλοξένησαν οι λύκοι για να φέρει στον κόσμο τον Απόλλωνα και την Άρτεμη (μια άλλη εκδοχή τοποθετεί τη γέννα των διδύμων στη Δήλο). Πάντως οι Υπερβόρειοι έστελναν πάντα ιερές προσφορές στους κατοίκους της Δήλου για τα θρησκευτικά πανηγύρια τους.
     Σε όλη αυτή την περιοχή, η λατρεία του Απόλλωνα ήταν κυρίαρχη. Στα ελληνιστικά  χρόνια μάλιστα, ο θίασος των Βοραϊκών στην Ολβία λάτρευε τον θεό με το επίθετο Βόρειος ως μία και καθολική θεότητα –μία πρώιμη μορφή μονοθεϊσμού.
    Η Άρτεμις κυριαρχούσε νοτιότερα: στο ΝΔ άκρο της Κριμαίας (στην πόλη-κράτος των Χερσονησιτών) αλλά και στα απέναντι μικρασιατικά παράλια, στα πυκνά δάση της ευξεινοποντιακής Βιθυνίας και Παφλαγονίας."


Αρκετά βιβλία αναφέρονται στην καίρια γεωπολιτική θέση της Ουκρανίας και την πλουτοπαραγωγική υπόστασή της και μας βοηθούν να καταλάβουμε την σημερινή εμπόλεμη κατάσταση. Τα δύο πιο πάνω ωστόσο, και παρά τις όποιες ενστάσεις και αδυναμίες των κειμένων (ιδίως του "Οδυσσέα", μας δίνουν εικόνες και στοιχεία για να αντιληφθούμε, με ενάργεια και ενσυναίσθηση, το βάρος της ιστορίας στην ανθρώπινη συνθήκη, το ζωοποιές παρελθόν και την σπουδαιότητα ενός σύγχρονου τόπου που ισοπεδώνεται αυτή τη στιγμή όπως και οι κάτοικοί του. 











Σημειώσεις: Εκτός από τα βιβλία, μπορείτε να διαβάσετε την πρόσφατη ανάρτηση της συγγραφέως στο FB όπου παραθέτει περισσότερα αποσπάσματα και δύο σχετικούς χάρτες. / Το εικαστικό είναι ένα βελούδινο χαλί από καθαρό παρθένο μαλλί της Sonia Delaunay (c.1975) – η γεννημένη το 1885 στην Οδυσσό της τότε Ρωσικής Αυτοκρατορίας ζωγράφος και σχεδιάστρια υπήρξε η πρώτη εν ζωή γυναίκα καλλιτέχνης με αναδρομική έκθεση του έργου της στο Λούβρο (1964).

Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2021

 



Ars longa.

Vita brevis?


 





Είναι από τις πρώτες ελληνίδες συγγραφείς και φέτος, διακόσια είκοσι χρόνια από την γέννησή της, η Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου βρίσκεται στο προσκήνιο με τη νέα έκδοση της Αυτοβιογραφίας της (με Εισαγωγή της Κατερίνας Σχινά – Μεταίχμιο, 2Ο21). Πρόκειται για το τελευταίο βιβλίο που έγραψε κι ένα από τα ελάχιστα δείγματα του έργου της που υπάρχουν σήμερα. 

Γεννημένη στη Ζάκυνθο στην αρχή του 19ου αι., η συγγραφέας μεγάλωσε σε μεγαλοαστικό  περιβάλλον από γονείς που κατάγονταν από παλαιές αριστοκρατικές οικογένειες του νησιού.  Σε αντίθεση με αυτό που θα περίμενε κανείς, η ανατροφή της ήταν πολύ αυστηρή, ασφυκτικά περιορισμένη και απολύτως σύμφωνη με τα πατριαρχικά ήθη της εποχής. "Η μάμμη μου είχε την επιστασίαν εκείνων των πραγμάτων οπού περικλείει ο οίκος, ο θείος μου είχε και έχει την επιστασίαν και την εξουσίαν των ακινήτων υπαρχόντων, ο πατέρας μου εφρόντιζε διά τας πολιτικάς υποθέσεις και διά τας οικιακάς δεν είε καμμίαν έγνοιαν, όθεν η μητέρα μου είχε την επιστασίαν της ανατροφής των παιδιών, αλλά τα μέσα έλειπον." Τα οποία παιδιά έπρεπε να υπακούουν στις βουλές όλων, ιδίως τα κορίτσια.

Η εκπαίδευσή της δεν ξέφυγε από αυτό το πλαίσιο – σε ηλικία οκτώ χρονών η Ελισάβετ  δεν ήξερε καν την αλφάβητο, κάτι που ήταν σύνηθες για τα περισσότερα κορίτσια τότε. Η συγκυρία, ωστόσο, συντέλεσε να έχει κατά καιρούς οικοδιδασκάλους – τρεις κληρικούς που της ενέπνευσαν "μεγάλον ζήλον δια τα γράμματα" και ενθάρρυναν τον διακαή πόθο της να μάθει ελληνικά και να ασχοληθεί με την συγγραφή.

Ο δρόμος γίνεται βαδίζοντας, λέει στον "Διαβάτη" η Μάτση Χατζηλαζάρου και με το ίδιο σκεπτικό ο συγγραφέας γίνεται γράφοντας. Έτσι, η Ελισάβετ με ένα ασίγαστο πάθος, ή μανία όπως αναφέρει ο Β. Αθανασόπουλος, γράφει συνεχώς. Σε αντίθεση με την Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου που αναγνωρίζεται ως η πρώτη ελληνίδα πεζογράφος και ασχολήθηκε εκτενώς με το διήγημα και τη νουβέλα, η Ε. Μουτζάν-Μαρτινέγκου είναι η πρώτη ελληνίδα πεζογράφος που γράφει θεατρικά έργα, ποίηση και πραγματείες. Μεταφράζει επίσης από τα ιταλικά και τα γαλλικά. Ένας σεβαστός όγκος έργου που για χρόνια παρέμενε άγνωστος. Μέχρι που το 1881 ο γιος της, Ελισαβέτιος Μαρτινέγκοςδημοσιεύει την Αυτοβιογραφία της, λογοκριμένη από τον ίδιο στην μορφή που έχει σήμερα,  μαζί με ποιήματα δικά του. Μετά από αυτό, και πάλι λήθη ώσπου το 1947 ο εκδότης του περιοδικού "Επτανησιακά Φύλλα" ανακοινώνει πως έχει στα χέρια του ένα μεγάλο μέρος από το ανέκδοτο και άγνωστο έργο της Μουτζάν το οποίο και θα δημοσίευε. Τον πρόλαβαν όμως οι ολέθριοι σεισμοί του 1953 και η πυρκαγιά που ακολούθησε τα οποία κατέστρεψαν τα χειρόγραφα της Μουτζάν. Διασώθηκαν ελάχιστα.  

Ακόμη κι έτσι, μπορεί κανείς να δει πως το ύφος της είναι ξεχωριστό – η γλώσσα της μία μείξη των προφορικών ελληνικών της εποχής με τους κανόνες και το εξελληνισμένο λεξιλόγιο των ιταλικών και των γαλλικών που επίσης μελετούσε η Μουτζάν με το ίδιο πάθος όπως τα ελληνικά. Μου θύμισε το ιδίωμα του Παπαδιαμάντη, σε άγουρο στάδιο όμως, πολύ πιο λιτό και με έναν ακατάβλητο ορθολογισμό – η Ελισάβετ χρησιμοποιεί λογικά επιχειρήματα αλλά και ορμητικό συναίσθημα, που γίνεται αισθητό στους αναγνώστες, συνθέτοντας έτσι έναν λόγο στοχαστικό και ευθύ ως αντίδραση και βολή στις παράλογες κοινωνικές επιταγές της εποχής για το φύλο της.




Το κείμενο δεν διεκδικεί λογοτεχνικές δάφνες, κάτι που και η ίδια η συγγραφέας αναγνωρίζει. Ωστόσο, η Ελισάβετ Μουτζάν θέτει ένα πρότυπο για την γυναικεία γραφή με την πρωτοπρόσωπη εξομολογητική αφήγηση και το ανεπιτήδευτο συγγραφικό ύφος της. Και παρ' όλο που ήταν έγκλειστη στο σπίτι, απομονωμένη από την δημόσια σφαίρα και δίχως γνώση των επίκαιρων της εποχής, οι ιδέες της απηχούν με θαυμάσια ευστοχία τον φεμινισμό που τότε βρίσκονταν στις αρχές του. Στην εμβριθή και πολύ ενδιαφέρουσα Εισαγωγή  της η Κατερίνα Σχινάαφού κάνει μία συνοπτική αποτίμηση της Αυτοβιογραφίας, την εντάσσει στο ευρύτερο ιστορικό και λογοτεχνικό πλαίσιο και, μεταξύ άλλων αναφορών, την συνδέει με τις φεμινίστριες κριτικούς Shari Benstock και Susan Friedman αλλά και την Mary Wollstonecraft, την αγγλίδα πρωτοφεμινίστρια και φιλόσοφο, και τα όσα γράφει στο δοκίμιό της "Η αναγνώριση των δικαιωμάτων της γυναίκας". Διαπιστώνει επίσης την επίδραση του γαλλικού Διαφωτισμού, μέσω του φιλελεύθερου, μέλους της Φιλικής Εταιρείας, διδασκάλου της Θεοδόσιου Δημάδη, στις πεποιθήσεις της – την πίστη στον ορθό λόγο, την αξία της παιδείας και της ατομικής ελευθερίας. 
 
Διαβάζεται ως ηθογραφικό χρονικό ή ημερολόγιο μιας σπαρακτικής ζωής – από τις πρώτες προσπάθειες αποστήθισης μιας προσευχής και την σύνταξη μιας μικρής επιστολής προς τον πατέρα της έως την ολοκλήρωση ενός θεατρικού έργου, την συνειδητοποίηση της σκλαβιάς της και τον επερχόμενο γάμο της, η ζωή της Ελισάβετ Μουτζάν
-Μαρτινέγκου είναι μια συνεχής λαχτάρα για γνώση, ένας αγώνας για να καλλιεργήσει την σκέψη της, να διαμορφώσει την ταυτότητά της, να αυτονομηθεί και να ασχοληθεί με τα γράμματα και την συγγραφή. Nα αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο του εαυτού της – πνεύμα, ψυχή και σώμα.  Ωστόσο η Αυτοβιογραφία της δεν είναι απλώς το ψυχογράφημα μιας αριστοκράτισας, μία ακατάπαυστη προβολή των επιθυμιών της και μόνον. Η Μουτζάν θέτει το δικό της προσωπικό αδιέξοδο στο ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο της εποχής σκιαγραφώντας έτσι την βαθιά υποτιμητική θέση της γυναίκας στον 19ο αιώνα – σχεδόν απόλυτος περιορισμός των γυναικών στο σπίτι και τις οικιακές εργασίες, η ζωή τους στον απόλυτο έλεγχο του πατέρα ή συζύγου. "Οι Ζακύνθιοι μόνον μίαν φοράν τον μήνα επιτρέπουν εις τας συζύγους  των να πηγαίνουν εις την εκκλησίαν, εις τας αδελφάς των και θυγατέρας των μίαν φοράν τον χρόνον, το μεσονύκτιον και με μπαούτα..."(μαύρη βελούδινη προσωπίδα - απαραίτητο εξάρτημα της επτανησιακής γυναικείας ενδυμασίας τότε). Και αργότερα, προμελετημένος γάμος με προσφορά προίκας και ιδιαίτερα σκληρός βίος στις οικογένειές τους: "...μία εξαδέλφη μου πρώτη και μία δεύτερη, κοράσια με φρονιμάδα, με ευμορφίαν, με ευγένειαν, και με καλόν προικιόν υπανδρεύτηκαν και απερνούσαν την πλέον χειρότερην ζωήν, οπού ημπορεί να περάσει γυναίκα εις τον κόσμον." 

Εντύπωση μου προκάλεσε το πόσο ισχυρό ήταν το πατριαρχικό μοντέλο (ως βιωμένη επίδραση και ως άσκηση) ακόμη και σε εκείνους που αρχικά συμφώνησαν για την εκπαίδευση της Μπέτας, όπως αποκαλούσαν την Ελισάβετ μικρή. Όχι μόνον ο πατέρας της που προσέλαβε τους οικοδιδασκάλους  ενώ  κάποια στιγμή προσφέρθηκε ο ίδιος να διδάξει την κόρη του. Αλλά και η γιαγιά της οικογένειας, η οποία ξεκίνησε την άτυπη εκπαίδευση της εγγονής της· και η μητέρα, που δεν ήθελε να μείνει η κόρη της αγράμματη, ούσα από μια οικογένεια που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πνευματική ζωή του νησιού.  Όλοι το θεωρούσαν παιδικό καπρίτσιο που έπρεπε να τελειώσει κάποτε και  δεν ενθάρρυναν καθόλου την κλίση της πέρα από την εφηβική ηλικία. Το δε πολιτικό και κοινωνικό συμφέρον του πατέρα, που επιτάσσει τον γάμο της Ελισάβετ με ευγενή, συνθλίβει κάθε ελπίδα της για περαιτέρω μόρφωση, πόσο μάλλον δε καλλιέργεια της γραφής και αναγνώρισή της ως λογοτέχνη.

 


Γράφοντας την ανάρτηση αναρωτιόμουν  πόσο κατά βάθος έχουμε προχωρήσει από τότε ως κοινωνία τη στιγμή που  η πατριαρχία επιβιώνει σθεναρά – από τα θύματα της ενδοοικογενειακής βίας στον δυτικό κόσμο μέχρι τις γυναίκες στο Αφγανιστάν που υποχρεώνονται σε ένα βίαιο πισωγύρισμα σε εκείνες τις συνθήκες που η Ελισάβετ Μουτζάν προσπαθούσε να ξεφύγει οι αριθμοί και οι ποικίλες περιστάσεις κι εκφάνσεις που δημοσιεύονται το αποδεικνύουν. Αυτό βέβαια είναι ένα μεγάλο ζήτημα. Αν μη τι άλλο, όμως, ετούτη η Αυτοβιογραφία υποδεικνύει το πόσο ευέλικτο μέσα στον χωροχρόνο είναι ένα κείμενο και πως η οικειότητα μιας αφήγησης αφυπνίζει την κρίση μας για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία. Και δικαιώνει, έστω και τόσο ετεροχρονισμένα, την  ζακυνθινή συγγραφέα που  η τέχνη της έφτασε έως τις μέρες μας – 189 χρόνια μετά τον θάνατό της η Αυτοβιογραφία αναγνωρίζεται πλέον ως αναπόσπαστο μέρος των νεοελληνικών γραμμάτων.  Και ο βίος της πράγματι βραχύς, όπως λέει ο γνωστός αφορισμός, εφόσον πέθανε τριάντα ενός χρονών, δύο εβδομάδες μετά την γέννηση του γιου της από επιπλοκές του τοκετού. Ήταν, όμως, εσωτερικά δραστήριος και μαχητικός και γι' αυτό –ιδίως γι' αυτό το τελευταίο– γενναίος.









 
Σημειώσεις: Η μία από τις δύο σύγχρονες εκδόσεις της "Αυτοβιογραφίας' που προηγήθηκαν και στις  οποίες βασίζεται η παρούσα είναι από την Ωκεανίδα (1997) με εισαγωγή και επιμέλεια του καθηγητή και συγγραφέα Βαγγέλη Αθανασόπουλου που αναφέρω στο κείμενο. // Η προσωπογραφία της Ελ. Μ.-Μ, από την οποία και οι δύο πιο πάνω λεπτομέρειες, είναι η μοναδική καταγραφή του προσώπου της και ανήκει στον ιερέα, Φιλικό, αυτοδίδακτο ζωγράφο και σημαντικό εκπρόσωπο της Επτανησιακής Σχολής Νικόλαο Καντούνη (1833) Η αιωρούμενη εγκατάσταση στην αρχή είναι της αμερικανίδας Sarah Sze και βρίσκεται στο αεροδρόμιο LaGuardia της Νέας Υόρκης. Ο τίτλος της, "Shorter than the Day" (2O2O), είναι στίχος της Έμιλυ Ντίκινσον. 

Δευτέρα 19 Ιουλίου 2021





 

  

Fields

of

Opposition



Τρεις είναι οι πρωταγωνιστές της βρετανικής ταινίας "Η Ανασκαφή" : ο Ρέιφ Φάινς και η Κάρυ Μάλιγκαν με τις τόσο μεστές κι ανάγλυφες ερμηνείες τους, και η αγγλική ύπαιθρος. Δεν περίμενα ότι μια ταινία για την ανασκαφή μίας αδιάφορης έκτασης θα είχε τόσο ρυθμό, ενδιαφέρον κι ευαισθησία. Κι εάν η κινηματογραφική μεταφορά ενός βιβλίου σε κρατά προσηλωμένο, πως θα είναι άραγε το ίδιο το βιβλίο;

Η ιστορία του John Preston βασίζεται στην πραγματική ανασκαφή στο Σάττον Χου  –μία τοποθεσία βορειοανατολικά του Λονδίνου– όπου κάτω από τους άθικτους χωμάτινους λόφους στην ιδιοκτησία της Ίντιθ Πρίττυ ανακαλύφθηκε θαμμένος ο ασύλητος τάφος ενός πλοίου που έφερε μια πληθώρα τεχνουργημάτων της αγγλοσαξωνικής εποχής, και ανάμεσά τους την παγκοσμίως γνωστή τελετουργική περικεφαλαία – ευρήματα που αποτελούν τον σημαντικότερο θησαυρό που βρέθηκε ποτέ στο ΗΒ.

Η περιπέτεια της ανασκαφής ξεκινά λίγο πριν την κήρυξη του Β' ΠΠ –
το καλοκαίρι του 1939, η εύπορη χήρα Ίντιθ Πρίττυ αποφασίζει να μην περιμένει άλλο τους ειδικούς του γειτονικού μουσείου του Ίπσουιτς και να ανοίξει τους λόφους  που και εκείνη και ο σύζυγός της υποψιάζονταν ότι κάτι έκρυβαν. Γι' αυτό ζητά την βοήθεια του αυτοδίδακτου κι ευφυούς αρχαιολόγου Μπάσιλ Μπράουν που, έχοντας μόλις απολυθεί από το μουσείο του Ίπσουιτς, αναλαμβάνει να ερευνήσει τις πιθανότητες οι λόφοι αυτοί να περιέχουν κάτι. Μαζί του, δύο εργάτες που τον  βοηθούν στην ανασκαφή και ο μικρός Ρόμπερτ - γιος της μεσήλικης Ίντιθ που παρακολουθεί την πρόοδο των εργασιών από μακριά και ο οποίος από φιλομαθή περιέργεια και μια αίσθηση εμπιστοσύνης προς το πρόσωπο του Μπράουν τον ακολουθεί όπου και όταν του επιτρέπεται. 

Παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες –διάβρωση του εδάφους από την αγγλική βροχή αλλά και από τα κοπάδια κουνελιών που υποσκάπτουν αυθαίρετα τα πάντα, κλέφτες που σύλησαν δύο από τους τρεις λόφους για μικροπράγματα, ατύχημα που παραλίγο να στοιχίσει τη ζωή του Μπράουν-, η ανασκαφή προχωρά με σταθερό ρυθμό και μηδενικό αποτέλεσμα.  Ώσπου, λίγο πριν εγκαταλείψει οριστικά την προσπάθεια, ο Μπράουν αρχίζει να αποκαλύπτει τον σκελετό  ενός πλοίου πολύ μεγάλων διαστάσεων το οποίο, σύμφωνα με την εκτίμηση του, δεν είχε υπάρξει στο παρελθόν όμοιό του κι επιπλέον ανήκε σε μια σκοτεινή και άγονη --όπως πίστευαν μέχρι τότε-- ιστορική περίοδο της βρετανικής ιστορίας.

Μόλις η εκτίμησή του για τα πρώτα ευρήματα γίνεται γνωστή στους αρχαιολογικούς κύκλους, θα αρχίσει και η διεκδίκηση της ανασκαφής. Αν και γίνεται σε ιδιωτικό χώρο και υπό τις εντολές, και χρηματοδότηση, της Ίντιθ Πρίττυ, την επίβλεψη των εργασιών αναλαμβάνει, με πρόσχημα το εθνικό κύρος και συμφέρον, το Βρετανικό Μουσείο με τον αρχαιολόγο του Τσαρλς Φίλιπς να παραγκωνίζει τον Μπράουν και να καλεί το νεαρό ζευγάρι των Πίγκοτ για να επισπεύσει τις εργασίες. Η Πέγκυ Πίγκοτ υπήρξε στην πραγματικότητα θεία του συγγραφέα, εξού και το ενδιαφέρον του Πρέστον για την υπόθεση. Στο πεδίο εμφανίζεται κάποια στιγμή και ο Ρόρυ Λόμαξ – ο νεαρός ανηψιός της Ίντιθ που  καταγράφει με την φωτογραφική του μηχανή τις πολλές όψεις του αρχαιολογικού τόπου και των ευρημάτων ώστε να τα στοιχειοθετήσει. Μεταξύ των δύο θα αναπτυχθεί μία δυνατή έλξη η οποία στην ταινία παίρνει διαφορετική, μελοδραματική, υπόσταση, κι αυτή είναι μία από τις διαφορές των δύο ειδών.

Μία άλλη διαφορά είναι πως ενώ στην ταινία η πλοκή εκτυλίσσεται με την συμβατική αφήγηση ενός ρομαντκού δράματος, στο βιβλίο την αφήγηση αναλαμβάνουν η Ίντιθ Πρίττυ, ο Μπάσιλ Μπράουν και η Πέγκυ Πίγκοτ με αντίστοιχα κεφάλαια που εναλλάσσονται κι έτσι δίνει ο καθένας την δική του γνώση για τα γεγονότα σε μία γραμμική εξέλιξη και σε πραγματικό χρόνο. Αυτό δίνει, επιπλέον, την ευκαιρία στον συγγραφέα να παρουσιάσει επιλεκτικά και με εύληπτο τρόπο τα πραγματολογικά στοιχεία της υπόθεσης που κάνουν σαφή την σπουδαιότητα των ανακαλύψεων. Τον επίλογο αναλαμβάνει ο Ρόμπερτ Πρίττυ που, σχεδόν μεσήλικας ο ίδιος,  περιγράφει την εξέλιξη της ανασκαφής μετά τις πρώτες θριαμβικές ημέρες της και μας πληροφορεί για τις τύχες των πρωταγωνιστών – ανθρώπων που ο συγγραφέας επέλεξε να μην είναι λαμπερές μορφές της μοντέρνας εποχής, ούτε οι αυτοαποκαλούμενοι ήρωες της ανασκαφής.

Η ομορφιά και η επιβλητικότητα της φύσης είναι πιο εμφανής και εφελκυστική στην ταινία, αν και στο βιβλίο υπάρχει ένας βραδινός περίπατος στο δάσος και η αναφορά στην πρώτη ηχογράφηση του BBC σε εξωτερικό χώρο ενός κονσέρτου τσέλο της Μπεατρίς Χάρρισον με τη συνοδεία αηδονιών.  Η διαρκής αναμέτρηση των πρωταγωνιστών με την Ιστορία, την μνήμη και την θνητότητα είναι ακόμη ένα στοιχείο που διαπερνά την ταινία με πολύ πιο εμφανή τρόπο. Το βιβλίο, ωστόσο, σε κερδίζει με τη λιτή γλώσσα του Πρέστον. Υπερβολικά λιτή, θα έλεγα, έως σχεδόν ανάλαφρη.
 Είναι όμως αρκετά γλαφυρή ώστε να προσδώσει τις ανάλογες αποχρώσεις στα συναισθήματα, τα ελαττώματα και τις συμπεριφορές των "σκονισμένων" πρωταγωνιστών – την αυτοκυριαρχία της Ίντιθ που παρ' όλα αυτά καταφεύγει στον πνευματισμό για να συμφιλιωθεί με τον θάνατο του συζύγου της· την φιλομάθεια, την περιέργεια και την επιμονή του Μπάζιλ· την απογοήτευση της Πέγκυ για τον γάμο της. Γενικώς, μπορώ να πω ότι δεν είναι κάτι ιδιαίτερο. Ωστόσο, μπορεί να αποτελέσει αναγνωστική απόλαυση για όποιον μπορεί να εκτιμήσει τoυς ήσυχους τόνους του και  τις διάσπαρτες σε όλο το κείμενο δεικτικές, υποφώσκουσες λεπτομέρειες.

   



Δεικτικές λεπτομέρειες είναι που ο Κώστας Πούλος κάνει ορατές στα πολύ μικρά διηγήματά του στο "Αμφίβια Τέρατα" (Μεταίχμιο, 2Ο21)  Πρόκειται για ανεξήγητα συμβάντα, όπως είναι η ερμηνεία της λέξης "τέρατα" στα ελληνικά του Ομήρου,  που συμβαίνουν απροσδόκητα στην επίμοχθη καθημερινότητα των πρωταγωνιστών του και ενέχουν το ανθρώπινο δράμα – θάνατος, ηλικία, φόβος, απώλεια, ανεστιότητα, φθορά. Ενέχουν όμως και το αντίθετό του – έρωτας, επιθυμία, απόκλιση. Τα συμβάντα αυτά αρχικώς ερμηνεύονται ως σημεία θεϊκής ειρωνίας ή κάποιου άλλου είδους οιωνοί. Στην ουσία τους, ωστόσο, όπως δείχνει ο συγγραφέας είναι είτε συμπτώσεις είτε ανθρώπινη υπέρβαση. Είτε, επίσης, η ανατρεπτική ματιά του Πούλου που, με την χρήση ενός μινιμαλιστικού μαγικού ρεαλισμού, προεκτείνει την λογική με τον τρόπο της τέχνης για να δώσει τις διαφορετικές όψεις της προσπάθειας που κάνει κάθε άνθρωπος ώστε να αποσπάσει το λίγο εκείνο της ευτυχίας και κατανόησης που του αναλογεί. Όπως πχ. στο διήγημα "Γιούλα" όπου ένα ποτήρι της ομώνυμης υαλουργίας αφηγείται με ραγδαία σφαιρικότητα την ζωή του Λουκά – από ανέμελο φοιτηταριό σε αλκοολικό σε προχωρημένη αποσύνθεση, με ενδιάμεσο έναν χωρισμό. Ή, όπως στα "Κατοικίδια" όπου ένα ζευγάρι σκύλων υιοθετούν τα αφεντικά τους και παρατηρούν με κριτική διάθεση τις συνήθειές τους. Στο "Μπανάνες" ένα σουρεαλιστικό όνειρο ενσωματώνει την τρέλα και τον φόβο του αύριο ενός άντρα ενώ στο "Φι" η ιστορία ενός λαουτιέρη σε ένα νησί και του γιου του μοιάζει να επηρεάζεται με έναν μεταφυσικό τρόπο από τον βίαιο άνεμο που λυσσομανούσε την ημέρα της γέννησής του δεύτερου. Ένα πραγματικό δέντρο που είναι το μισό κάτω από την επιφάνεια της λίμνης Πλαστήρα είναι το αντικείμενο του ομότιτλου διηγήματος ενώ στο "Νόημα." ένας άντρας στοιχειώνεται από το κλαδί ενός δέντρου απ’ όπου είχε κρεμαστεί ο πατέρας του. Στην τσέπη κρατά ένα παλιό σημείωμα που αλλάζει νόημα κάθε φορά που το διαβάζει. 

Στα περισσότερα από τα σαράντα μικροδιηγήματα του τόμου υπάρχει μία φωτογραφία στην αρχή τους, ένα ασπρόμαυρο στιγμιότυπο που μοιάζει να λειτουργεί ως  εισαγωγική πρόταση της αφήγησης που ακολουθεί. Και αποδίδει, πιστεύω, το ύφος του συγγραφέα ενώ παράλληλα υποδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο ο Πούλος διοχετεύει την μακρά κι αξιόλογη εμπειρία του από τον χώρο του παιδικού βιβλίου στην ενήλικη πεζογραφία – ευθεία εστίαση στο μικρό και ουσιώδες με συμπυκνωμένη, χωρίς γλωσσικές εξάρσεις, αφήγηση η οποία παρ' όλες τις διακυμάνσεις και τις αδυναμίες της, κρατά σταθερό το ενδιαφέρον ακόμα κι αν η ματιά του αναγνώστη παρασυρθεί από την παιγνιώδη διάθεσή του (του συγγραφέα).


 

Στον αντίποδα των ήσυχων τόνων, η ασυνήθιστη γραφή μιας συγγραφέως που δεν έχει ακουστεί όσο θα έπρεπε. Τα παιδικά/εφηβικά βιβλία της Αλεξάνδρας Κ* έχουν μία έντονα φιλοπερίεργη κι  αντισυμβατική ζωηράδα στον λόγο που είναι χαρακτηριστική των παιδιών και γι' αυτό θελκτική για τους αναγνώστες –μικρούς και μεγάλους–, ενώ το  "Πώς φιλιούνται οι αχινοί", το πρώτο ενήλικο μυθιστόρημά της, είναι αρκετά jazz – αεράτο ύφος και αντισυμβατική κι εύστροφη γραφή με μαύρο χιούμορ που δεν συνιστούν, σε καμμία περίπτωση, βερμπαλισμό. Και είναι ιδιαίτερα σημαντικό το ότι οι σουρεαλιστικές περιγραφές της στο μυθιστόρημα, που εκ πρώτης αφήνει την εντύπωση ότι είναι κενό νοήματος, σου αφήνουν κάθε φορά ευδιάκριτες και συγκινητικά εύγλωττες  εικόνες ανθρώπινων χαρακτήρων, καταστάσεων, συναισθημάτων.  

Δεν ξέρω πως έχει μεταφερθεί αυτό το ιδιότυπο ύφος της στο θεατρικό "γάλα-αίμα" που συνέγραψε και ανέβηκε στην Μικρή Επίδαυρο στις 16 και 17 Ιουλίου. Όπως διαβάζω, όμως, είναι σε ένα αρκετά διαφορετικό επίπεδο – η συγγραφέας, που κλήθηκε να γράψει ένα πρωτότυπο έργο με βάση μία αρχαία τραγωδία, επέλεξε τα λόγια των πρωταγωνιστών της να απηχούν τον δεκαπεντασύλλαβο, μια φόρμα που είναι για κείνη τρομερά συγκινητική και την θεωρεί ταυτόσημη με τα σχήματα και τις εικόνες της Επιδαύρου. "Ταυτόχρονα όμως ήθελα να μην λέγεται καμία σύγχρονη λέξη που δεν θα λεγόταν τότε και καμία παλαιότερη που δεν θα ακουγόταν σήμερα. Έπαιξα με έναν πολύ απλό λεξιλόγιο και προσπάθησα να πλέξω τις λέξεις με τέτοιο τρόπο ώστε αυτό το πλέξιμο να είναι το απροσδόκητο."  

 

 

Από την περιγραφή και μόνον διαφαίνεται κάτι πολύ ενδιαφέρον έως προκλητικό και καίριο όταν ακούγεται από το στόμα μιας Μήδειας την οποία η Αλεξάνδρα Κ* τοποθετεί στην μετεμφυλιακή Πελοπόννησο. Κι αυτή η ανατρεπτική γραφή της, και ο αντίστοιχος λόγος, μού υπενθυμίζουν πως και το θέατρο είναι, εκτός των άλλων, εύφορο πεδίο αντιπαράθεσης και αντικομφορμισμού. «Δεν μπορεί κανείς να κάνει θέατρο βασιζόμενος στον φόβο και τους συμβιβασμούς. Χωρίς διαφωνία, δεν υπάρχει τέχνη» λέει ο Σάιμον Στόουν, ο αυστραλός σκηνοθέτης της "Ανασκαφής". Το ίδιο ισχύει και για την λογοτεχνία

Ωστόσο, εκείνο που τα διαχωρίζει, –όπως και κάθε τι άλλωστε που θέλει να προσδιορίζεται ως ανατρεπτικό–,  από την κακότροπη αναρχία και την βαρετή, αν όχι επικίνδυνη, κενότητα είναι ο τρόπος που οι δημιουργοί επιλέγουν για να εκφράσουν την αντισυμβατικότητά τους, την διαφωνία ή την όποια άποψή τους. Οι πιο πάνω συγγραφείς το κάνουν  με ελάχιστα μέσα και ουσιαστικά αποτελέσματα – λόγος που εκγυμνάζει την σκέψη του αναγνώστη/θεατή, και συγχρόνως εκθέτει και υπονομεύει τα λανθάνοντα, τα αυτονόητα και τους βλαπτικούς κανόνες. 

Εntertainment reassuring.

 

 

 

 


 

 

 

Σημειώσεις: Το εικαστικό είναι μία υδατογραφία του "ζωγραφικού αφηγητή"  Ανδρέα Βουρλούμη, αντλημένο από το «Μπλοκ Εκστρατείας. Ζωγραφική περιήγηση στο Αλβανικό Μέτωπο» (Ίκαρος, 2ΟΟΟ). Η επόμενη εικόνα είναι στιγμιότυπο από την κινηματογραφική ταινία. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία, στη συνέχεια, είναι από το διήγημα "Μπανάνες" της πιο πάνω συλλογής ενώ η φωτογραφία στο τέλος είναι από το ανακαινισμένο Κολοσσαίο όπου το 2ΟΟΟ, μετά από σχεδόν 15ΟΟ χρόνια, άνοιξε τις πύλες του για το κοινό. Πολιτισμένο κοινό αυτή τη φορά που παρακολούθησε τον Οιδίποδα Τύραννο σε παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου μας – στο στιγμιότυπο βλέπεται τα σκηνικά και τον φωτισμό της συγκεκριμένης παράστασης. Στιγμιότυπα από τις πρόβες της παράστασης της Αλεξάνδρας Κ* μπορείτε να δείτε εδώ.

Σάββατο 22 Αυγούστου 2020












Σαν κρυμμένη 




...στον εσωνάρθηκα της Μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη υπάρχει η ψηφιδωτή τοιχογραφία μιας γυναίκας γονατισμένης με την επιγραφή "Η κυρά των Μουγολίων, Μελάνη η μοναχή". Η μορφή της υπήρξε εμμονή της πολυσχιδούς Μαριάννας Κορομηλά κι έγινε γι' αυτό ηρωίδα στο ιδιότυπο βιβλίο της "Η Μαρία των Μογγόλων " (Πατάκης, 2008). Η ίδια η συγγραφέας δίνει μια πρώτη ιδέα του ύφους και του τρόπου γραφής του:

"Εξοικειώθηκα με το ιστορικό γίγνεσθαι, καλλιέργησα τους τρόπους για να το διηγούμαι, έγινα παραμυθάς, αλλά δεν ξέρω να κατασκευάζω παραμύθια. Τα λέω όπως τα έζησα, επειδή έμαθα να ακούω τους άλλους. Κι έμαθα να σέβομαι τις πολλαπλές ερμηνείες, τις διαφορετικές προσεγγίσεις, τις αντιφατικές εξιστορήσεις· να εξετάζω όλες τις όψεις, καθώς αποκαλύπτονται ακολουθώντας δικούς τους ρυθμούς - με πλήρη συνείδηση ότι οι βεβαιότητες είναι ανατρέψιμες ανά πάσα στιγμή κι ότι τα ενδεχόμενα καιροφυλακτούν στη στροφή του δρόμου. Συνήθισα να πετιέμαι από τον ένα χώρο στον άλλο, να κάνω συνδυασμούς και συσχετισμούς, να παρασύρομαι από συνειρμούς, να κινούμαι από τον παρελθόντα χρόνο στον παρόντα. Συντροφιά πάντα με τους απόντες, τα τάγματα των αγγέλων και των δαιμόνων, που φτερουγίζουν γύρω μου και μου δείχνουν τα ίχνη που άφησαν. Αυτοί είναι οι δικοί μου άνθρωποι. Όλοι τους υπέροχοι."

Το βιβλίο είναι μία σύνθεση αφηγήσεων (ιστορικής, ταξιδιωτικής), αυτοβιογραφικών εξομολογήσεων, ερευνητικών περιπετειών, στοχασμών, σημειώσεων, φωτογραφιών και σκίτσων, μέσω των οποίων η συγγραφέας εξιστορεί την περιπέτεια του ταξιδιού της για να δει την "κρυμμένη" εικόνα και να μάθει για την ζωή της μοναχής Μελάνης η οποία δεν είναι άλλη από την Μαρία Κομνηνή Παλαιολογίνα Διπλοβατάτζινα, κόρη (πιθανώς νόθα) του στρατηγού και μετέπειτα βυζαντινού αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου που ανακατάλαβε την Πόλη από τους σταυροφόρους το 1261. Η Μαρία Κομνηνή Παλαιολογίνα Διπλοβατάτζινα στάλθηκε ως νύφη, για ευνόητους διπλωματικούς λόγους, στον Μεγάλο Χαν της Μογγολικής αυτοκρατορίας (εγγονό του Τζένγκις Χαν) όταν ήταν μόλις 12 χρονών. Η Δέσποινα Χατούν, όπως την αποκαλούσαν οι Μογγόλοι, επέστρεψε τριαντάχρονη χήρα στην Κωνσταντινούπολη και μόνασε στο μικρό μοναστήρι της Παναγίας της Μουχλιώτισσας που διασώζεται μέχρι σήμερα.

Διαβάστε το, εάν δεν είναι εξαντλημένο – η ζωή της άγνωστης Βυζαντινής αναδύεται με μεγάλο ενδιαφέρον· ακόμα περισσότερο τώρα που, με την μετατροπή του ναού-μουσείου σε τέμενος, πρόκειται να καλυφθεί. Ελπίζω με κάποιο ύφασμα κι όχι με παχύ στρώμα κονιάματος όπως είχε γίνει την πρώτη φορά που το κτίσμα είχε μετατραπεί σε τέμενος (1481 - 1512).





Σημείωση: Μπορείτε να δείτε εδώ μερικές φωτογραφίες από τις εκπληκτικά λεπταίσθητες ψηφιδωτές τοιχογραφίες στο εσωτερικό της Μονής.