Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα history. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα history. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 26 Απριλίου 2025

  


 

 

Guernica

  


Η αρχαιότερη πόλη των Βάσκων και το κέντρο της πολιτιστικής παράδοσής τους βομβαρδίστηκε σαν σήμερα, το 1937.

Ήταν απόγευμα και  στις τρεις ώρες κι ένα τέταρτο που διήρκησε, σύμφωνα με δημοσίευμα της L'Humanité, τα γερμανικού τύπου βομβαρδιστικά δεν σταμάτησαν στιγμή να ρίχνουν τις βόμβες τους. Η πόλη καταστράφηκε ολοσχερώς, 889 άτομα τραυματίστηκαν ενώ 1654 σκοτώθηκαν· ανάμεσά τους πολλές γυναίκες και παιδιά – αυτό ακριβώς αντανακλά ο πιο σημαντικός πολιτικός πίνακας του Pablo Picasso, με το ίδιο όνομα, που ήταν ανάθεση της Ισπανικής Ρεπουμπλικανικής κυβέρνησης. 

Η επίθεση από αέρος, υπό την αιγίδα της εθνικιστικής κυβέρνησης του Φρανσίσκο Φράνκο, έγινε από τους συμμάχους της (την λεγεώνα της Ναζιστικής Γερμανίας Luftwaffe Condor και την φασιστική ιταλική Aviazione Legionaria) με την κωδική ονομασία Operation Rügen - Επιχείρηση Επίπληξη. Η επιχείρηση αυτή άνοιξε το δρόμο για τη κατάληψη του Μπιλμπάο από τον Φράνκο και τη νίκη του εθνικιστή κυβερνήτη στη βόρεια Ισπανία.

 

 

Η εικαστική Γκερνίκα ολοκληρώθηκε σε κάτι περισσότερο από δύο μήνες. Κατά τη διάρκεια της δημιουργίας του πίνακα ο Πικάσο επέτρεψε σε έναν φωτογράφο να καταγράψει την εξέλιξή του. Οι ιστορικοί πιστεύουν ότι οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες που προέκυψαν ενέπνευσαν τον καλλιτέχνη να αναθεωρήσει τις προηγούμενες έγχρωμες εκδοχές του έργου. Ο Ισπανός όχι μόνο χρησιμοποίησε την έλλειψη χρώματος για να εκφράσει τη σκληρότητα των συνεπειών του βομβαρδισμού, αλλά παρήγγειλε επίσης ειδικό χρώμα, όπως αυτά που χρησιμοποιούνται για τον ελαιοχρωματισμό σπιτιού που έχει ελάχιστη ποσότητα γυαλάδας – το ματ φινίρισμα, σε συνδυασμό με τις αποχρώσεις του γκρι, του λευκού και του μπλε-μαύρου, έδωσαν έναν ωμό αλλά λιτό, επιβλητικό τόνο στο έργο τέχνης.


    

Λέγεται πως όταν ένας γερμανός αξιωματικός είδε τον πίνακα στο διαμέρισμα του ζωγράφου στο Παρίσι ( όπου έμενε στην διάρκεια της γερμανικής Κατοχής ) τον ρώτησε: "Εσείς το κάνατε αυτό;" Και ο ανδαλουσιανός καλλιτέχνης απάντησε: "Όχι, εσείς."






Σημειώσεις: Το πρώτο εικαστικό είναι μία προπαρασκευαστική μελέτη/λιθογραφία της Γκερνίκα που έκανε ο Πικάσο στις 8 Μαΐου 1937. Η φωτογραφία, στη συνέχεια, είναι από την περίοδο δημιουργίας του έργου. 

Σάββατο 22 Αυγούστου 2020












Σαν κρυμμένη 




...στον εσωνάρθηκα της Μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη υπάρχει η ψηφιδωτή τοιχογραφία μιας γυναίκας γονατισμένης με την επιγραφή "Η κυρά των Μουγολίων, Μελάνη η μοναχή". Η μορφή της υπήρξε εμμονή της πολυσχιδούς Μαριάννας Κορομηλά κι έγινε γι' αυτό ηρωίδα στο ιδιότυπο βιβλίο της "Η Μαρία των Μογγόλων " (Πατάκης, 2008). Η ίδια η συγγραφέας δίνει μια πρώτη ιδέα του ύφους και του τρόπου γραφής του:

"Εξοικειώθηκα με το ιστορικό γίγνεσθαι, καλλιέργησα τους τρόπους για να το διηγούμαι, έγινα παραμυθάς, αλλά δεν ξέρω να κατασκευάζω παραμύθια. Τα λέω όπως τα έζησα, επειδή έμαθα να ακούω τους άλλους. Κι έμαθα να σέβομαι τις πολλαπλές ερμηνείες, τις διαφορετικές προσεγγίσεις, τις αντιφατικές εξιστορήσεις· να εξετάζω όλες τις όψεις, καθώς αποκαλύπτονται ακολουθώντας δικούς τους ρυθμούς - με πλήρη συνείδηση ότι οι βεβαιότητες είναι ανατρέψιμες ανά πάσα στιγμή κι ότι τα ενδεχόμενα καιροφυλακτούν στη στροφή του δρόμου. Συνήθισα να πετιέμαι από τον ένα χώρο στον άλλο, να κάνω συνδυασμούς και συσχετισμούς, να παρασύρομαι από συνειρμούς, να κινούμαι από τον παρελθόντα χρόνο στον παρόντα. Συντροφιά πάντα με τους απόντες, τα τάγματα των αγγέλων και των δαιμόνων, που φτερουγίζουν γύρω μου και μου δείχνουν τα ίχνη που άφησαν. Αυτοί είναι οι δικοί μου άνθρωποι. Όλοι τους υπέροχοι."

Το βιβλίο είναι μία σύνθεση αφηγήσεων (ιστορικής, ταξιδιωτικής), αυτοβιογραφικών εξομολογήσεων, ερευνητικών περιπετειών, στοχασμών, σημειώσεων, φωτογραφιών και σκίτσων, μέσω των οποίων η συγγραφέας εξιστορεί την περιπέτεια του ταξιδιού της για να δει την "κρυμμένη" εικόνα και να μάθει για την ζωή της μοναχής Μελάνης η οποία δεν είναι άλλη από την Μαρία Κομνηνή Παλαιολογίνα Διπλοβατάτζινα, κόρη (πιθανώς νόθα) του στρατηγού και μετέπειτα βυζαντινού αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου που ανακατάλαβε την Πόλη από τους σταυροφόρους το 1261. Η Μαρία Κομνηνή Παλαιολογίνα Διπλοβατάτζινα στάλθηκε ως νύφη, για ευνόητους διπλωματικούς λόγους, στον Μεγάλο Χαν της Μογγολικής αυτοκρατορίας (εγγονό του Τζένγκις Χαν) όταν ήταν μόλις 12 χρονών. Η Δέσποινα Χατούν, όπως την αποκαλούσαν οι Μογγόλοι, επέστρεψε τριαντάχρονη χήρα στην Κωνσταντινούπολη και μόνασε στο μικρό μοναστήρι της Παναγίας της Μουχλιώτισσας που διασώζεται μέχρι σήμερα.

Διαβάστε το, εάν δεν είναι εξαντλημένο – η ζωή της άγνωστης Βυζαντινής αναδύεται με μεγάλο ενδιαφέρον· ακόμα περισσότερο τώρα που, με την μετατροπή του ναού-μουσείου σε τέμενος, πρόκειται να καλυφθεί. Ελπίζω με κάποιο ύφασμα κι όχι με παχύ στρώμα κονιάματος όπως είχε γίνει την πρώτη φορά που το κτίσμα είχε μετατραπεί σε τέμενος (1481 - 1512).





Σημείωση: Μπορείτε να δείτε εδώ μερικές φωτογραφίες από τις εκπληκτικά λεπταίσθητες ψηφιδωτές τοιχογραφίες στο εσωτερικό της Μονής.

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2016







Να ζει κανείς ή

να λειτουργεί;



Η πρώτη ανάγνωση του σημαντικότερου, σύμφωνα με τις δηλώσεις του αλλά και την εκτίμηση των κριτικών, βιβλίου του Graham Greene ήταν κάποιες δεκαετίες πριν, στο πρωτότυπο, και το είχα διαβάσει μόνο κατά το ήμισυ - πολλές οι άγνωστες λέξεις τότε, πολύ μικρή η γραμματοσειρά των εκδόσεων Penguin, πολύ επιτακτική η θρησκευτική θεώρηση του μυθιστορήματος που ερχόταν σε αντίθεση με εκείνο που εγώ θεωρούσα πως διάβαζα. Τώρα, με την ολοκλήρωση του "Η Δύναμις και η Δόξα" (μτφρ Μαργαρίτας Ζαχαριάδου - Πόλις, 2015) επαληθεύονται οι σκέψεις μου - είναι, πράγματι, ένα μυθιστόρημα όπου διασταυρώνονται η θρησκεία με την πολιτική. Είναι, όμως πρώτα απ' όλα, ένα μυθιστόρημα βαθιά ανθρωπιστικό.  

Η ιστορία ξεκινά από την προκυμαία ενός λιμανιού όπου ο κύριος Τεντς, ένας από τους οδοντιάτρους της πόλης, ψάχνει ένα φορτίο αιθέρα. Κάτω από τον καυτό ήλιο του μεσημεριού, συναντά έναν άντρα με "στρογγυλό και ρουφηγμένο πρόσωπο με τη μουτζούρα από τα γένια τριών ημερών. (...) Στεκόταν άκαμπτος στον ίσκιο, μικρόσωμος, ντυμένος με μαύρο κοστούμι πόλης και με έναν μικρό χαρτοφύλακα στα χέρια." Είναι ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, ένας ανώνυμος Καθολικός ιερέας που διώκεται από το καθεστώς. Δεν είναι όμως ένας τυπικός ιερέας. Είναι ένας λειτουργός που έχει πλήρη επίγνωση της απελπισμένης ανεπάρκειάς του και των αμαρτιών που κουβαλά καθώς γυρνά από χωριό σε χωριό προσπαθώντας να αποφύγει τον υπαστυνόμο που είναι αποφασισμένος να τον συλλάβει. Κι όσο πιο πολύ κρύβεται, τόσο περισσότερο τον πλησιάζει ο διώκτης του.


Είναι γνωστό πως τα βιβλία του Γκράχαμ Γκρην είναι και θαυμάσια κοινωνικά μυθιστορήματα καθώς ο συγγραφέας χρησιμοποιούσε τις εμπειρίες από τα ταξίδια του για να μεταφέρει με πιστότητα, μέσω της πρόζας, τις κοινωνικές συνθήκες της χώρας στην οποία τοποθετούσε το κάθε μυθιστόρημά του - στο "Ο ήσυχος Αμερικανός" ήταν το Βιετνάμ της δεκαετίας 1950, στο "Οι θεατρίνοι" η Αϊτή του Πάπα-Ντοκ κι εδώ, το Μεξικό επί πρωθυπουργίας Plutarco Elías Calles. Το "Η Δύναμις και η Δόξα"  εκτυλίσσεται την περίοδο 1926-1928 όταν η διακυβέρνηση του Κάλλες, ο οποίος είχε κηρύξει παράνομη την Καθολική Εκκλησία από το 1917 με συνταγματική ρύθμιση, ήταν στο αποκορύφωμά της - οι σφοδρές διώξεις που είχε εξαπολύσει ο Κάλλες οδήγησαν σε εμφύλιο μεταξύ Καθολικών ανταρτών και κυβερνητικών δυνάμεων. Ο Πόλεμος των Cristeros, όπως ονομάστηκε, είχε αποτέλεσμα από τους 4.500 ιερείς που υπήρχαν στο Μεξικό, το 1934 να έχουν απομείνει μόνο 334 με άδεια της κυβέρνησης για να υπηρετήσουν 15 εκατομμύρια ανθρώπους. Οι υπόλοιποι, όσοι δεν είχαν αρνηθεί την πίστη τους και δεχθεί, στην συνέχεια, την κυβερνητική σύνταξη, είχαν στην κυριολεξία εξολοθρευτεί - είτε είχαν μεταναστεύσει είτε εκδιωχθεί/εκτελεστεί/δολοφονηθεί. 

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η κοινωνική πραγματικότητα ήταν αδυσώπητη - ο τόπος σκληρός, άγονος και ρημαγμένος με εκκλησίες καμμένες και οτιδήποτε άλλο σχετικό απαγορευμένο. Και οι άνθρωποί του αμόρφωτοι, μίζεροι και εξαθλιωμένοι.  Ωστόσο, οι περισσότεροι διατηρούν εκείνο που, σύμφωνα με την George Eliot, αποδεικνύει την ανθρώπινη και ηθική υπόστασή τους - κατανοούν και συμμερίζονται τον ανθρώπινο πόνο και επιδεικνύουν αλληλεγγύη παρ' όλες τις απαγορεύσεις και τις αντίστοιχες ποινές. Η δεκαεξάχρονη κόρη των Φέλλοους προσφέρει τροφή, ποτό και καταφύγιο στον ανώνυμο φυγά· η Μαρία, η χωρική με την οποία ο ιερέας έκανε παιδί, τον σώζει από την έφοδο του υπαστυνόμου στο σπίτι της· στην επιθεώρηση που διατάσσεται στην πλατεία του χωριού κανείς δεν τον προδίδει αν και ο υπαστυνόμος τούς εκβιάζει με την απειλή ομήρων, τους οποίους και σκοτώνει στην συνέχεια, εάν δεν παραδώσουν τον ιερέα· το ζεύγος των αδερφών Λερ του προσφέρει άνετη φιλοξενία και τα εφόδια για να συνεχίσει την πορεία του ως τα σύνορα. Στο μυθιστόρημα περιφέρονται και πολλά άλλα "πρόσωπα, τρομαγμένα και ευπειθή και σημαδεμένα από την πείνα", το ίδιο ανώνυμα με τον ιερέα. Δεν λείπει, βεβαίως, και η μορφή ενός άντρα "πολύ χοντρός, με τριπλοδάγονο: φορούσε γιλέκο, παρά την τρομερή ζέστη, και αλυσίδα για ρολόι τσέπης" που παζαρεύει κρασί και μπράντυ με τον ανώνυμο ιερέα. Υπάρχει, επίσης, μια επηρμένη θρησκευόμενη - η χωρική που βρίσκεται στο ίδιο κελί με τον ανώνυμο ιερέα και προτάσσει με επιμονή την πίστη της στον Θεό ως ηθικό προτέρημα ενώ συνεχώς περιαυτολογεί για το τίποτα. Όπως και ο προδότης - ένας μιγάς, που οδηγεί τον ιερέα στην καταδίκη του.

Η δραματική πάλη μεταξύ καλού-κακού, και αρετής-αμαρτίας είναι κύριο στοιχείο στο έργο του Γκρην. Στο "Η Δύναμις και η Δόξα" όμως είναι κυρίαρχο - εμφανίζεται σχεδόν σε κάθε σελίδα, και συνδυάζεται με το επίσης δύσκολο δίπολο ταπεινότητας- έπαρσης. Ο ανώνυμος ιερέας του Γκρην δεν αρνείται την πίστη του, δεν συντάσσεται με την κυβέρνηση και δεν μεταναστεύει αν και το προσπαθεί. Είναι ένας φυγάς που παρά τον άμεσο κίνδυνο, συνεχίζει να εκτελεί το καθήκον του (τελεί λειτουργίες σε σκοτεινές αποθήκες, εξομολογεί σε φυλακές και σε στάβλους και κοινωνεί) με τους απλούς χωρικούς που τον εμπιστεύονταν ως άμεμπτο εκπρόσωπο του Θεού ενώ παράλληλα δεν αντιστέκεται πλέον στις ανθρώπινες αδυναμίες του - πίνει κονιάκ και κρασί και αρχίζει να αγαπά -με άγαρμπο κι ενοχικό τρόπο- την εξώγαμη κόρη του.

Αυτή η εσωτερική σύγκρουση δημιουργεί στον φυγά-ιερέα μία παρατεταμένη αμφιθυμία για την οποία η ψυχολογία σήμερα διαθέτει επιστημονικές μεθόδους για την αντιμετώπισή της ενώ η θρησκεία τότε φαίνεται πως δεν διέθετε καθόλου ικανοποιητικές απαντήσεις. Έτσι, κουρασμένος από όλο αυτό το ρίσκο και το κρυφτό ο παπαμέθυσος -όπως ο ίδιος αποκαλεί τον εαυτό του- θα εμπιστευθεί
, εν γνώσει του, έναν μιγά που θα τον οδηγήσει κατευθείαν στα χέρια του υπαστυνόμου. Στο τέλος, ο άτεγκτος εσωτερικός κριτής του παπαμέθυσου θα βαδίσει προς τον θάνατο γυμνός αφού η θρησκεία δεν θα του δώσει ούτε την ικανοποίηση που δίνει σε έναν αμαρτωλό - μέχρι και ο έκπτωτος Πάτερ Χαβιέ αρνείται να τον εξομολογήσει.    


Το βιβλίο διαβάζεται με μεγάλο ενδιαφέρον καθώς υπάρχουν στιγμές όπου η αφήγηση σού μεταδίδει την αίσθηση του επείγοντος, ή και της ματαιότητας ακόμη ενώ κάποιες άλλες αναδύουν έναν δυναμισμό που έρχεται σε αντίθεση με την απελπιστική κατάσταση του παπαμέθυσου και την γενικότερη υπαρξιακή αμφιθυμία του. Υπάρχουν, επίσης, στιγμές απίθανης οξυδέρκειας του συγγραφέα, όπως οι περιγραφές της σωματικής λατρείας των αυτόχθονων Ινδιάνων που είχαν ασπαστεί τον Καθολικισμό. Με εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον διαβάζονται και τα ένθετα κείμενα που συνοδεύουν την έκδοση - η εισαγωγή του John Updike και το επίμετρο του Σταύρου Ζουμπουλάκη παρέχουν ουσιαστικές λεπτομέρειες  και πληροφορίες για τα ταξίδια του Γκρην στο Μεξικό και στο Ταμπάσκο, τη δημιουργία του "Η Δύναμις και η Δόξα", την θρησκευτική πίστη και την συνειδησιακή κατάσταση του παπαμέθυσου και διαφωτίζουν έτσι το αρχικό κείμενο. Η εξαιρετική μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου έκανε το μυθιστόρημα πιο θελκτικό και "ζωντανό", πιο μεστό νοήματος καθώς, για να φέρω ένα παράδειγμα, χρησιμοποίησε στον τίτλο του μυθιστορήματος τα αυθεντικά λόγια της εκκλησιαστικής προσευχής στα οποία παραπέμπει το πρωτότυπο "The power and the glory" και δεν αρκέστηκε σε μια απλουστευμένη δημοτική. Ανέδειξε, επίσης, και  το πόσο εκλεπτυσμένα διατυπώνει τις σκέψεις του ο συγγραφέας.

Το μυθιστόρημα μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1964 από τον
John Ford με τον  Henry Fonda στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Δεν ενθουσιάσε το κοινό, ήταν ωστόσο ένα έντονα εικαστικό σύνολο - η ταινία συνδυάζει στοιχεία γερμανικού εξπρεσσιονισμού με θρησκευτική ιδεολογία και αγγλική λογοτεχνία, με αποτέλεσμα να παραμένει ακόμη και σήμερα, κατά γενική ομολογία, μία από τις πιο απολαυστικές ταινίες όλων των εποχών. Το ίδιο ισχύει και για το βιβλίο - μία διευσδυτική, ανελέητα ρεαλιστική μελέτη της απόγνωσης, του καθήκοντος και της εξιλέωσης στην οποία ο Γκράχαμ Γκρην χειρίζεται  ένα σημαντικό ηθικό δίλημμα με σκεπτικισμό, ευθύβολους συλλογισμούς για την ανθρώπινη συνθήκη, συνείδηση και ανεκτικότητα, πλούσια γλωσσική έκφραση, προκλητικές σκέψεις και έντονους ρυθμούς. 

Κάτι μου λέει πως ετούτη η περιπετειώδης τοποθέτηση περί πίστεως είχε γοητεύσει και τον Κρίστοφερ Χίτσενς.
 







Σημειώσεις: Στην πρώτη φωτογραφία είναι ο Laurence Olivier από την τηλεοπτική μεταφορά του μυθιστορήματος, η οποία δεν γνώρισε ιδιαίτερη απήχηση. Στο κέντρο η φωτογραφία αγνώστου καλλιτέχνη δείχνει το άγημα του μεξικανικού στρατού που εκτέλεσε τον Ιησουίτη κληρικό Μιγκέλ Αγκουστίν Προ. (Aντλήθηκε από εδώ). Το εικαστικό είναι μία φωτογραφία που τραβήχτηκε το 1961 στο Μεξικό από τον αμερικανό Aaron Siskind - η οδός San Luis Potosi 16όπως είναι και ο τίτλος της

Δευτέρα 11 Απριλίου 2016







Ο εφιάλτης

στο όνειρο




Θα παραφράσω λίγο τον Francis Bacon - εκείνος μιλούσε για την ομορφιά όταν είπε ότι το καλύτερο μέρος της είναι εκείνο που καμμία εικόνα δεν μπορεί να εκφράσει. Το ίδιο ωστόσο ισχύει και για την φρίκη - το χειρότερο μέρος της φρίκης είναι εκείνο που καμμιά εικόνα δεν μπορεί να εκφράσει. Γι' αυτό, ενδεχομένως, ο Ισπανός Jorge Semprún, που επέζησε του Ολοκαυτώματος, πίστευε με πάθος ότι η αληθινή μνήμη, όχι η ιστορική ή η καταγεγραμμένη, θα διαιωνιστεί μόνο μέσω της λογοτεχνίας διότι μόνο αυτή δίνει μια πραγματική μορφή, ένα ανθρώπινο σχήμα σε όσα αδιανόητα συνέβησαν εκεί. 

Με τούτη την πίστη έγραψε το "Ασκήσεις επιβίωσης" (μτφρ. Έφης Κορομηλά - Πόλις, 2015) - το πρώτο μέρος από μια σειρά τόμων που ο συγγραφέας είχε πρόθεση να γράψει και όπου θα ξαναέπιανε τα αυτοβιογραφικά θέματα που είχε ήδη θίξει στα προηγούμενα βιβλία του, αλλά πιο "συστηματικά"  τώρα και σε συνάρτηση με ένα θέμα που θα το προσέγγιζε μέσω της βιωμένης εμπειρίας αλλά και του στοχασμού αυτή τη φορά. Όπως φανερώνει ο εκδότης της γαλλικής έκδοσης στο σημείωμά του, που βρίσκεται μεταφρασμένο στις πρώτες σελίδες της ελληνικής έκδοσης, στο πρώτο τόμο αυτό το θέμα είναι τα βασανιστήρια.

Η αφήγηση ξεκινά στις αρχές του 1943, χρονιά που ο συγγραφέας έκλεινε τα είκοσι και γυρνούσε σε συγκεκριμένες περιοχές του Παρισιού για να συναντήσει  τον "Πωλ", τον "Μπρυνό", τον "Κομπά", τη "Ζυλιά", τον "Ζωρζ Β.", τον "Μερσιέ", τον "Τανκρέδο" - τους
σύντροφους του στην Αντίσταση. Μία από αυτές τις συναντήσεις θα είναι στο σπίτι της Ιρέν Σιό όπου και θα τον συλλάβει η Γκεστάπο. Θα τον μεταφέρουν στο Οξέρ, σε μία βίλα της Γκεστάπο κι από εκεί θα τον εκτοπίσουν στο στρατόπεδο του Μπούχενβαλντ. Η αναδρομή του συγγραφέα στο παρελθόν είναι τεθλασμένη και στην πορεία της ανασύρονται στιγμιότυπα από διάφορες χρονικές στιγμές - μία είναι από το κυριακάτικο γεύμα του Σεμπρούν, δεκαετίες αργότερα, στο σπίτι του Υβ Μοντάν και της Σιμόν Σινιορέ. Μετά, η μνήμη επιστρέφει στο Μπούχενβαλντ όπου ο Ζεράρ -το κωδικό όνομα του συγγραφέα στην αντίσταση- θα συναντηθεί με τον "Πωλ" στο παράπηγμα 42. Κατόπιν, στο μέλλον και στο μεταπολεμικό Παρίσι, στην προσωρινή έδρα της Ουνέσκο όπου ο συγγραφέας εργάζεται τώρα ως δημοσιογράφος και μεταφραστήςΈπειτα, πίσω πάλι στο Μπούχενβαλντ, κι από εκεί ξανά στο μέλλον, σ' ένα ψυχαναλυτικό συνέδριο με θέμα την μνήμη της εκτόπισης. Θα παρεμβληθούν, επίσης, αφηγήσεις για το παράνομο ταξίδι του Σεμπρούν στην Ισπανία ως μέλος του ΚΚΙ, η διαδικασία διαγραφής του από το κόμμα, όπως κι ένα περιστατικό 25 χρόνια μετά από αυτό στη Μαδρίτη, σε μια διπλωματική δεξίωση όπου ένας πρώην ασφαλίτης θα του δώσει την καλύτερη φιλοφρόνηση που θα μπορούσε να του απευθύνει κανείς.

Η κομψή, σπειροειδής ετούτη γραφή του  Χόρχε Σεμπρούν δεν περιέχει κανένα ίχνος μελοδραματισμού, αν και κάτι τέτοιο θα ήταν απόλυτα αιτιολογημένο κι αναμενόμενο. Δεν δίνει λεπτομερείς περιγραφές των βασανιστηρίων, παρά αφήνει να εννοηθούν οι συνθήκες τους μέσα από στοχασμούς και εγκυκλοπαιδικούς προσδιορισμούς. "Διότι υπήρχαν τα απλά αστυνομικά κλομπ από λείο ξύλο· οι βούρδουλες·  τα κλομπ από καουτσούκ, παραγεμισμένα μερικές φορές  με μολύβι: αργότερα θα μάθω ότι αυτά τα τελευταία, τα περιβόητα Gummi, τα προτιμούσαν οι κατώτεροι αξιωματικοί των Ες Ες στο Μπούχενβαλντ· αλλά και τα βρετανικά κλομπ, τα οποία υπήρχαν μέσα στα κιβώτια με τα όπλα που έπεφταν με τα αλεξίπτωτα... (...) Ο πόνος που προκαλούσε το καθένα ήταν πολύ διαφορετικός, ιδιαίτερος. Με μέτρο την ένταση του κάθε πόνου, μπορούσα να πω, με απόλυτη βεβαιότητα, με τι είδου κλομπ είχα να κάνω."

Ο Σεμπρούν αναστοχάζεται και καταγράφει την πλούσια εμπειρία της ζωής του δείχνοντας έτσι τον τρόπο με τον οποίο μετέτρεψε τον σωματικό πόνο και την αβάστακτη μοναξιά τού πρώην εκτοπισμένου σε απόδειξη ζωής και εμπειρία αλληλεγγύης κι αδελφοσύνης - όχι από τα εύκολα κι ευνόητα πράγματα που θα περίμενε κανείς. Ο Σεμπρούν χρειάστηκε δεκαπέντε χρόνια μέχρι να βρει τη δύναμη να γράψει για πρώτη φορά για τον εφιάλτη που έζησε. Και είναι τόσο έντονος ο εφιάλτης αυτός -πως θα μπορούσε να μην είναι;- που η ζωή και η γραφή του, δεν έχουν ευδιάκριτα όρια.



Διαβάζοντας το βιβλίο σκεφτόμουν ότι δεν έχουν απομείνει πια παρά ελάχιστοι επιζήσαντες για να διηγηθούν ή να γράψουν τις εμπειρίες τους και σε ελάχιστα χρόνια θα εκλείψουν κι αυτοί. Και όσο θα εκλείπει η  προσωπική μαρτυρία και η απτή παρουσία ενός ανθρώπου που επέζησε για να μας μεταδώσει βιωματικά την εμπειρία του, τόσο θα εξασθενεί η συναισθηματική εμπλοκή μας στην γνώση των γεγονότων και η ατομική εμπειρία θα αποσυνδέεται σιγά σιγά από κάθε κοινωνική συνέπεια και μεταβολή. Και όσο θα λείπουν οι αποδείξεις ζωής τόσο η συλλογική μνήμη θα ατονεί και τα επίσημα αρχεία, οι γραπτές μαρτυρίες και η Τέχνη θα είναι τα μόνα καταφύγια όπου θα προστρέχουμε για να προστατεύσουμε την μνήμη μας, με το βάσιμο ενδεχόμενο κάποια στιγμή να το αντιλαμβανόμαστε απλώς ως ένα γεγονός, απεχθές μεν αλλά γραφικό.

Όχι με το "Night Will Fall" - ένα σοκαριστικό ντοκιμαντέρ που ενσωματώνει σπάνιο αρχειακό υλικό. Κατόπιν εντολής της Βρετανικής Κυβέρνησης το 1945 ο Sidney Bernstein, στέλεχος τότε του Υπουργείου Πληροφοριών, έπρεπε να δημιουργήσει μία ταινία η οποία θα τους παρείχε αδιάσειστες αποδείξεις των εγκλημάτων των Ναζί. Έτσι, σαν σήμερα, στις 11 Απριλίου 1945 μαζί με την πρώτη αμερικανική στρατιωτική μονάδα απελεθεύρωσης έφτασε στο στρατόπεδο εξοντώσεως -όπως τα αποκαλούσε ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, κι όχι συγκεντρώσεως- του Μπούχενβαλντ και η βρετανική μονάδα κινηματογράφησης. Πολλά χιλιόμετρα φιλμ χρησιμοποιήθηκαν, πάμπολες λεπτομέρειες καταγράφησαν ενώ πίσω στην Βρετανία, το υπουργείο είχε ήδη προσλάβει τους πιο εξαιρετικούς επαγγελματίες κάθε είδους για την παραγωγή της ταινίας - σεναριογράφους, μοντέρ, σκηνοθέτες (βλ. Άλφρεντ Χίτσκοκ). Τα φιλμ αυτά, ωστόσο κρίθηκαν, για πολιτικούς λόγους, υπερ-ευαίσθητο υλικό και γι' αυτό αρχειοθετήθηκε και εγκαταλείφθηκε επ' άπειρον. Μόλις το 2008, το Imperial War Museum και ο σκηνοθέτης-ανθρωπολόγος André Singer χρησιμοποιούν ένα μέρος από αυτό το αυθεντικό υλικό και δημιουργούν το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ που προβλήθηκε για πρώτη φορά από το Κανάλι 4 του BΒC πέρυσι, εβδομήντα χρόνια από την απελευθέρωση του Άουσβιτς

Tο ντοκιμαντέρ εξιστορεί  την ιστορία κινηματογράφησης των στρατοπέδων συγκέντρωσης και την τύχη της αρχικής ταινίας. Συνδυάζει την κινηματογραφία με την ιστορική αλήθεια, την μυθοπλασία και τη βιογραφία με τρόπο απρόσμενο και, κατά ένα περίεργο παιχνίδισμα της τύχης, μοιάζει να επαληθεύει την επιθυμία του Ισπανού συγγραφέα για μια φιλμική μεταφορά της πεζογραφικής καταγραφής της ιστορίας του - πολλές σεκάνς είναι σαν να αναπαριστούν την αφήγηση του Σεμπρούν από το δεύτερο μέρος του βιβλίου όπου ο συγγραφέας με αφορμή ένα μουσικό σύνολο τζαζ που υπήρχε στο Μπούχενβαλντ, περιγράφει γλαφυρά τις πρώτες ημέρες της απελευθέρωσης του στρατοπέδου από την 3η Αμερικανική Στρατιά του Πάτον. Από αυτό το σημείο και μετά, η αφήγηση του Σεμπρούν στο βιβλίο θα επιστρέψει στο σήμερα και στο ξενοδοχείο "Λυτεσιά" όπου κάθεται ο συγγραφέας 


O Χόρχε Σεμπρούν δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει τις "Ασκήσεις επιβίωσης" όπως σχεδίαζε - τον πρόλαβε η αρρώστεια το 2011. Ωστόσο, με βάση ετούτο το βιβλίο μπορώ κάλλιστα να υποθέσω ότι στο σύνολό του θα ήταν ένα έργο ιδιαίτερα αξιόλογο γιατί, εκτός των αρχειοθετημένων ντοκουμέντων που χρησιμοποιεί για να στοιχειοθετήσει τις μνήμες του, ο συγγραφέας καταθέτει έναν πρώτο απολογισμό όχι μόνο για την εμπειρία των βασανιστηρίων αλλά και για το ηθικό κριτήριο, τις καθαρά ανθρώπινες αξίες και αρετές, τους λόγους να ζει κανείς, τις επίγειες μάχες και το όφελος της ήττας, αν όντως υπάρχει κάτι τέτοιο στην περίπτωσή του. "Είναι δυνατός ένας απολογισμός;" αναρωτιέται κάποια στιγμή. Αναμφισβήτητα. Ο Ρεζίς Ντεμπραί στον  πρόλογο του βιβλίου υπερθεματίζει.

Συγγραφέας αλλά και πολιτικός, ο Σεμπρούν ήταν αμφίθυμος ως προς τον ρόλο που παίζει η συλλογική μνήμη στην ιστορία της Ευρώπης. Ως συγγραφέας, επέστρεφε στο παρελθόν, στις ασύλληπτες στιγμές της Ευρωπαϊκής ιστορίας και αντλούσε υλικό για το σημαντικότατο έργο του. Ως πολιτικός, ωστόσο, που υπηρέτησε για τρία χρόνια (1988-1991) στην σοσιαλιστική Κυβέρνηση του Φελίπε Γκονζάλες από τη θέση του υπουργού Πολιτισμού, προέτασσε το μέλλον για τις νέες γενιές των Ευρωπαίων. Κι ακριβώς ετούτες οι νέες γενιές πιστεύω πως έχουν ανάγκη από τέτοιες εικόνες και τέτοιες γραπτές μαρτυρίες για να κατανοήσουν το μέγεθος, τις αιτίες, το βάθος της θηριωδίας. Να μπορέσουν να διακρίνουν τις μορφές τις οποίες ενδύεται ο φασισμός και να εξουδετερώσουν, στην συνέχεια, τις έκκεντρες, παράλληλες ή και εφαπτόμενες εκδοχές του στο παρόν· στο σήμερα, εδώ και τώρα.

 


Ο ισπανός συγγραφέας αναμετρήθηκε με το παρελθόν του και με την υπέρβαση εαυτού μάς έδωσε την ευκαιρία να οικειοποιηθούμε ψυχικές εμπειρίες που δεν θα μπορούσαμε με κανέναν άλλο τρόπο να μάθουμε. Κι ετούτη η ενσυναίσθηση είναι ένας από τους σημαντικότερους λόγους ύπαρξης της λογοτεχνίας, ιδίως της στρατοπεδικής - πως αλλιώς μπορούμε να προχωρήσουμε σε ένα μέλλον πολύ καλύτερο, δίχως κανενός είδους ασκήσεις επιβίωσης;  









Σημειώσεις: Η πρώτη φωτογραφία αντλήθηκε από την El Pais. Η σύνθεση της δεύτερης φωτογραφίας ανήκει στον Anselm Kiefer κι έχει τίτλο μία φράση του Corneille από το θεατρικό του Ελ Σιντ - Cette obscure clarté qui tombe des étoiles / Αυτή η λάμψη που πέφτει απ' τα άστρα. "Το Πέρασμα της Στυγός ανήκει στον Φλαμανδό Joachim Patinir. Η εγκατάσταση στην τρίτη φωτογραφία ανήκει στη νέα εικαστικό Ειρήνη Βλαβιανού κι έχει τίτλο "Tension Project".