Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2013









Feelings, ghosts and shapes 
into a living spirit

  
"Μολονότι δεν είχα το προνόμιο να υποστώ το χιτλερικό Ολοκαύτωμα, έζησα στη Νέα Υόρκη μαζί με πρόσφυγες της μεγάλης δοκιμασίας. Έτσι, σπεύδω να πω ότι σ' αυτό το μυθιστόρημα σε καμμία περίπτωση δεν είναι η αντιπροσωπευτική ιστορία ενός πρόσφυγα, της ζωής και της βιοπάλης του."  Έτσι προλογίζει ο Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ το βιβλίο του "Εχθροί, μια ερωτική ιστορία" (μτφρ. Βασίλης Αμανατίδης - Καστανιώτης, 2009) στο οποίο οι πρωταγωνιστές του, όπως και στα περισσότερα έργα του άλλωστε, εκτός από θύματα της προσωπικότητάς τους και της μοίρας είναι επιπλέον και θύματα του ναζισμού. 

Έχοντας επιζήσει από το Ολοκαύτωμα, ο Χέρμαν μεταναστεύει στην Αμερική, παίρνοντας μαζί του την Πολωνο-εβραία υπηρέτρια που είχαν στο πατρικό του και η οποία του έσωσε τη ζωή - για τρία χρόνια, και με κίνδυνο να συλληφθεί όλη η οικογένειά της, η Γιάντβιγκα τον συντηρούσε και τον φρόντιζε καθημερινά στον αχυρώνα του σπιτιού της όπου τον είχε κρύψει από τους Ναζί. Για να ανταποδώσει την γενναιόδωρη αυτοθυσία της, ο Χέρμαν την παντρεύεται. Παράλληλα όμως διατηρεί ερωτική σχέση με την Μάσα, μια νευρωτική και παθιασμένη γυναίκα που επέζησε από τα κολαστήρια των στρατοπέδων συγκέντρωσης και προσπαθεί τώρα να ζήσει τη ζωή ως το μεδούλι. Μαζί μοιράζονται τις ερωτικές εμμονές τους, κάτι που βοηθά και τους δυο να υπάρξουν στο παρόν, και μόνο σ'αυτό.  


Η διατήρηση μιας ισορροπίας δεν είναι εύκολη υπόθεση για τον Χέρμαν - η απλοϊκή Γιάντβιγκα, που συμπεριφέρεται ακόμη σαν υπηρέτρια, στην αρχή τον εμπιστεύεται απόλυτα όταν της λέει ότι δουλεύει ως πλασιέ βιβλίων και η δουλειά απαιτεί πολλά μακρινά ταξίδια που, βεβαίως, διαρκούν πολλές ημέρες. Αργότερα, όμως, ξεμυτίζοντας διστακτικά από το διαμέρισμά τους και πιάνοντας φιλίες με γειτόνισσες που την νουθετούν καταλλήλως, η Γιάντβιγκα αρχίζει να αντιδρά για τις απουσίες του Χέρμαν ο οποίος, στην πραγματικότητα, δεν είναι παρά ένας συγγραφέας-φάντασμα στην υπηρεσία του πλουσιότατου και κοινωνικότατου πλην όμως αμόρφωτου ραββίνου Λάμπερτ και τις ημέρες που "εργάζεται" ως πλασιέ σε εκτός έδρας ταξίδια τις περνά στο διαμέρισμα της Μάσα η οποία
αν και ξέρει για την Γιάντβιγκα, δεν την απασχολεί ιδιαίτερα η ύπαρξη της. Εκεί, συμβιώνει επίσης με την μητέρα της Μάσα η οποία τηρεί απαρέγκλητα τους κανόνες, τα έθιμα και τη λατρεία της εβραϊκής θρησκείας. Και παρόλο που η σχέση της κόρης της αντιβαίνει όλα τα παραπάνω, η Σίφρα Πούαχ έχει βρει έναν δικό της τρόπο να αποδεχθεί την αμαρτία της κόρης και τον κατά τα φαινόμενα συνετό Χέρμαν.

Η κατάσταση γίνεται ιδιαίτερα φορτική όταν η Μάσα μένει έγκυος. Ο Χέρμαν αρχίζει να παραμελεί ολοφάνερα και συστηματικά τις επαγγελματικές του υποχρεώσεις και να περιφέρεται στην Νέα Υόρκη με ύφος μονίμως προβληματισμένο έως παρανοϊκό, χαμένος στις σκέψεις και τα ψέματά του - εκτός από την Γιάντβιγκα,  έχει πει ψέμματα και στον ραββίνο Λάμπερτ, ότι δλδ μένει στο διαμέρισμα ενός φίλου ο οποίος δεν έχει τηλέφωνο.
Ο Χέρμαν ψεύδεται ακόμη και στον εαυτό του. Ωστόσο, εκείνο που πραγματικά αναδύεται μέσα από τα ψέματά του είναι ο φόβος - ανίκανος για οποιαδήποτε μορφής δέσμευση κι έχοντας χάσει την πίστη του στον Θεό και κάθε έννοια σκοπού ή ελπίδας, αποφεύγει τους πάντες, όπως αποφεύγει και την αληθινή ζωή και συμβιβάζεται με μισά: μισή ζωή με την Γιάντβιγκα, η άλλη μισή με τη Μάσα, κάποιο μισό κομμάτι, επίσης, στα γραπτά του ραββίνου.

Τη στιγμή που ο Χέρμαν έχει, επιτέλους, αποφασίσει να παντρευτεί (με θρησκευτικό γάμο και κρυφά από όλους) την Μάσα, εμφανίζεται στην κυριολεξία από το πουθενά  η Ταμάρα, η νόμιμη πρώτη σύζυγος του Χέρμαν με την οποία ήταν παντρεμένος πίσω στην Πολωνία. Η Ταμάρα  και τα δύο τους παιδιά είχαν συλληφθεί και μεταφερθεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, και με βάση μαρτυρίες, όλοι τούς θεωρούσαν νεκρούς. Έκαναν όμως λάθος. Η Ταμάρα είχε γλιτώσει και δραπετεύσει στη Μόσχα κι από εκεί μετανάστευσε στο τώρα και στη Νέα Υόρκη. Η αμφίβολη ισορροπία του Χέρμαν κλονίζεται ενώ η Γιάντβιγκα, που την αναγνωρίζει αμέσως,  παθαίνει σοκ νομίζοντας πως είναι φάντασμα.



Η τραγωδία, η έκσταση και η μοίρα των ανθρώπων είναι ο βασικός καμβάς στην πεζογραφία του Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ και τα προσεγγίζει -διϋλίζει, θα έλεγα, με τον τρόπο που γράφει- μέσω του Εβραϊσμού. Εδώ όμως δεν τον απασχολεί τόσο έντονα η θρησκευτικότητα του Χέρμαν, ούτε κάποια άλλη έκφρασή της. Εκείνο που βαραίνει την πένα του Σίνγκερ είναι το ζήτημα του Εαυτού και η θέση του στον καινούργιο κόσμο που δημιουργείται  μετά το τέλος του 2ου ΠΠ - η πολύβουη και "άυπνη" Νέα Υόρκη του '49 είναι μία μεγαλούπολη που ακόμη και μέσα στον ζόφο της εποχής βρίσκεται σε μόνιμη κίνηση προς ολοταχώς. "Η εποχή του φύρδην-μίγδην. Να δουλεύεις στα γρήγορα, να τρως στα γρήγορα, να μιλάς στα γρήγορα,  ακόμη και να πεθαίνεις στα γρήγορα. (...) Ο ίδιος ο χρόνος πιέζεται να βρει χρόνο μες τον οποίο θα φέρει σε πέρας τα καθήκοντα που μόνος του ανέλαβε μέσα στο αχανές διάστημα, σε άπειρες διαστάσεις."

Αυτό φαντάζει Γολγοθάς για τον Χέρμαν που η ματιά του μετατρέπει την Ν.Υόρκη σε ένα άλλο στρατόπεδο συγκέντρωσης, με τις μνήμες να επιστρέφουν σαν σε καλειδοσκόπιο. Εκτός από τις σαββατιάτικες βόλτες με την Γιάντβιγκα στο Μπόρντγουοκ (η ξύλινη εξέδρα για πεζούς και οχήματα που βρίσκεται στην ανατολική ακτή του Μπρούκλιν, κατά μήκος του ωκεανού, με λούνα παρκ, ψυχαγωγικά κέντρα, κ.λπ.) οποιαδήποτε άλλη διαδρομή κι αν ακολουθεί ο Χέρμαν μετατρέπεται σε αγώνα ταχύτητας για να προλάβει τις αποστάσεις και τις διαθέσεις του οι οποίες συνεχώς μεταβάλλονται. "Ο Χέρμαν ανέβηκε μέχρι και το δεύτερο πλατύσκαλο και σταμάτησε - όχι από κούραση, αλλά γιατί χρειαζόταν χρόνο για να συμπληρώσει μια φαντασίωση. Τι θα γινόταν αν η γη χωριζόταν στα δύο, ακριβώς ανάμεσα στο Μπρονξ και το Μπρούκλιν; Αυτός θα έπρεπε να παραμείνει εδώ. Εκείνο το μισό που είχε πάνω του τη Γιάντβιγκα θα έλκονταν προς ένα διαφορετικό αστερισμό, από ένα άλλο άστρο. Τι θα γινόταν τότε;"

Τούτη η αμφιθυμία είναι ένα ακόμη στοιχείο των πρωταγωνιστών του Ι.Μ.Σίνγκερ οι περισσότεροι από τους οποίους παλινδρομούν μεταξύ καθήκοντος και επιθυμίας. Οι στάχτες και τα φαντάσματα του Ολοκαυτώματος, η αιώνια ενοχή -που θαρρώ πως είναι με κάποιο τρόπο έμφυτη στους Εβραίους-, η έλλειψη αυτοπεποίθησης, το άγχος της ύπαρξης και η σφοδρότητα των συναισθημάτων κυριαρχούν και σε τούτη την ερωτική ιστορία, όπως άλλωστε και σε κάθε έργο του Μπάσεβις - τ
ουλάχιστον σ' αυτό που έχει μεταφραστεί έως σήμερα διότι υπάρχουν ακόμη διηγήματα και μυθιστορήματά του συγγραφέα που δεν έχουν μεταφραστεί από τα γίντις. Οι επιπτώσεις τους έχουν ολέθρια αποτελέσματα στην ζωή των πρωταγωνιστών - στην συγκριμένη περίπτωση ο Χέρμαν ρημάζει στην κυριολεξία την ζωή και της Γιάντβιγκα και της Μάσα, εγκαταλείπει την επιχείρηση που του παραχώρησε ο θείος της Ταμάρα -ένα ατμοσφαιρικό βιβλιοπωλείο- κι εξαφανίζεται. Η Ταμάρα, με αξιοσημείωτη ψυχραιμία και λογική, είναι εκείνη που θα περιμαζέψει τα ερείπια που αφήνει πίσω του και θα οικοδομήσει έναν κόσμο στέρεο και φωτεινό - αναλαμβάνει το βιβλιοπωλείο και φροντίζει ώστε η Γιάντβιγκα με το μωρό της να μείνουν μαζί της. Όχι, δεν είναι λάθος διατύπωση αλλά μην περιμένετε να σας αποκαλύψω όλη την ιστορία.


To "Εχθροί, μια ερωτική ιστορία", όπως και το υπόλοιπο έργο του εξαιρετικού Ι.Μ.Σίνγκερ, γράφτηκε στα γίντις το 1966 και δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην γίντις εφημερίδα "The Forward" όπου ο συγγραφέας εργαζόταν από την ημέρα που μετανάστευσε στην Αμερική -το 1935, τέσσερα χρόνια πριν την γερμανική εισβολή και το Ολοκαύτωμα- μέχρι, νομίζω, την απόσυρσή του από τη δημοσιογραφία. Ξεχωρίζει, ωστόσο, διότι είναι το πρώτο μυθιστόρημα που ο Σίνγκερ τοποθετεί σε αμερικανικό έδαφος. Ξεχωρίζει, επίσης, και για την επιλογή των πρωταγωνιστών του καθώς τα περισσότερα άτομα είναι γυναίκες - το βιβλίο θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί και ως μελέτη των πολλών όψεων της θηλυκότητας. Η δουλικότητα της Γιάντβιγκα και η σταδιακή αφύπνισή της, το πάθος, ο ερωτισμός, η χειραφέτηση και οι νευρώσεις της Μάσα, η σταθερότητα, η φροντίδα και η ισχυρή αξιοπρέπεια της Ταμάρα θα χρειάζονταν πολλές σελίδες για να αποδοθούν. Ο Ι.Μ. Σίνγκερ όμως το κάνει με χαρακτηριστική συντομία και σαφήνεια χωρίς να θυσιάζει το συναίσθημα.

Το βιβλίο μεταφράστηκε στα αγγλικά αργότερα - το 1972.  Η ελληνική έκδοσή του, με την στρωτή γλώσσα και τις υποσημειώσεις του -στο τέλος της αντίστοιχης σελίδας κι όχι στο τέλος του βιβλίου που με αποσυντονίζει- βοηθούν πολύ στην ανάγνωση τούτης της ερωτικής ιστορίας που ισορροπεί θαυμάσια μεταξύ τραγωδίας
και σάτυρας - δίπλα στις θλιβερές περιγραφές του Ολοκαυτώματος, ο Ι.Μ.Σ. παρατάσσει, εκτός από την λεπτή ειρωνία του, σκέψεις και οι αντιδράσεις του Χέρμαν που φέρνουν στο νου σκηνές σπλάπστικ από ταινίες του βωβού κινηματογράφου. Με τέτοιες εντάσεις κι αντιθέσεις σ' έναν τόσο ιδιαίτερο συνδυασμό απορώ που οι αδελφοί Κοέν δεν το έχουν συμπεριλάβει ακόμη στο παλμαρέ τους.

Είναι αλήθεια πως το "Εχθροί, ..." δεν φτάνει στο ύψος του αριστουργηματικού "Σκιές στον ποταμό Χάντσον". Διαβάζεται όμως ως ένας πρόλογός του όπου ο Σίνγκερ με σχεδόν ανάλαφρο αλλά διεισδυτικό τρόπο σε μυεί στον κόσμο του - έναν κόσμο ζοφερό, σπαρακτικό και για πολλούς από τους ήρωές του καταστροφικό. Ως αναγνώστης, όμως, "επιζείς" νιώθοντας τυχερός που γνώρισες μία τόσο ανθρώπινη γραφή.




 




Σημειώσεις: 1) Ο Paul Mazursky "πρόλαβε" τους Κοέν και το 1989 μετέφερε το μυθιστόρημα στο εκράν με εξαιρετικό τρόπο - η ταινία, εκτός από τις εγκωμιαστικές κριτικές, συγκέντρωσε και τρεις υποψηφιότητες για τα ΄Οσκαρ, οι δύο από τις οποίες αφορούσαν στις Anjelica Huston (Ταμάρα) και Lena Olin (Μάσα). 2) Το εικαστικό ανήκει στον Clyfford Still, έναν πρωτοπόρο αμερικανό ζωγράφο και ηγετική φυσιογνωμία του Αφηρημένου Εξπρεσσιονισμού. Ήταν ο πρώτος που έκανε το πέρασμα στο τόσο νέο και ριζικά αφηρημένο ύφος  στο οποίο δεν υπάρχει προφανές θέμα και το οποίο ξέρουμε από τα έργα των Ρόθκο, Ντε Κούνινγκ, Πόλλοκ, κ.α. Η πρώτη φωτογραφία είναι στιγμιότυπο από την ταινία "Safety Last!" του Harold Lloyd  ενώ στο τέλος εικονίζεται ο συγγραφέας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: