Σάββατο 29 Αυγούστου 2009








"Δεν μπορείς να έχεις φως χωρίς
ένα σκοτάδι να φωτίσεις"


Arlo Guthric



1920. Είναι η δεκαετία που οι γυναίκες διεκδικούν δυναμικά την ψήφο, υιοθετούν αντιδραστική συμπεριφορά και αγορίστικο στυλ (κόβουν τα μαλλιά τους κοντά, κονταίνουν τον ποδόγυρο, πίνουν και καπνίζουν φανερά) και χορεύουν μανιωδώς τσάρλεστον στα τζαζ μπαρς που επισκέπτονται συχνότατα. Είναι άλλωστε και η χρυσή δεκαετία της Τζαζ του Κόουλ Πόρτερ και των άλλων της γενιάς του που λατρεύουμε να ακούμε ακόμη και σήμερα και διαβάζουμε συνεπαρμένοι στα βιβλία του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ.

Ωστόσο, η λογοτεχνική Χαμένη Γενιά, στην οποία ανήκε ο Φ.Σ.Φιτζέραλντ, δεν ασχολήθηκε μόνο με την αστραφτερή πλευρά των πραγμάτων - ο Τζον Στάινμπεκ και ο Φορντ Μάντοξ Φόρντ, για παράδειγμα, γράφουν για την αντίθετη όψη τους. Η Ιρεν Νεμιρόβσκι δεν έγινε ποτέ δεκτή από αυτόν ή κάποιον άλλο από τους λογοτεχνικούς κύκλους του Παρισιού: Εβραία εύπορης οικογένειας Ουκρανών μεταναστών, ένιωσε στο πετσί της την μοναξιά και την απόρριψη. Προσπάθησε σκληρά να αποτινάξει τις προκαταλήψεις της εβραϊκής κληρονομιάς της και να αναγνωριστεί από τα Γαλλικά γράμματα και μολονότι βαπτίστηκε χριστιανή, το Γαλλικό κράτος της αρνήθηκε την ιθαγένεια αφήνοντάς τη στην τύχη που επιφύλαξαν οι Ναζί για τους Εβραίους. Το έργο της, λοιπόν, δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστο ή εκτός εποχής.

Το 1920 ο Πολωνο-Σοβιετικός πόλεμος βρίσκεται σε εξέλιξη κι αυτή η βίαιη αναταραχή στην μετέπειτα Σοβιετική Ένωση και στην ανατολική Ευρώπη θα οδηγήσει ορδές μεταναστών στις πιο ήσυχες και πλούσιες χώρες της δυτικής Ευρώπης. Στη Γαλλία, το μεταναστευτικό κύμα είναι μεγαλύτερο παρά ποτέ κι αυτό δημιουργεί ένα ισχυρό κύμα ξενοφοβίας για τους "εισβολείς" "μετοίκους" - ο όρος "μέτοικος" χρησιμοποιείται τότε υποτιμητικά και ήταν συνώνυμη του ξένου, του απάτριδος, του Εβραίου. Ένας από αυτούς τους μετοίκους είναι και ο Ντάριο Άσφαρ, ο ήρωας του μυθιστορήματος "ο κύριος των ψυχών"
της Ιρέν Νεμιρόβσκι (μετ. Ε.Κορομηλά, Πατάκης, 2007).

Ο Ντάριο, γιατρός στο επάγγελμα, φτάνει στη Νίκαια όπου η γυναίκα του, Κλάρα, φέρνει στον κόσμο τον μοναχογιό τους, Ντανιέλ. Η ευτυχία όμως και η πλήρωση που φέρνει η γέννηση ενός παιδιού απέχουν πάρα πολύ από την θλιβερή και μίζερη κατάντια των μεταναστών.

"Θα μας διώξουν από δω. Θα φύγουμε, δεν έχουμε που την κεφαλή κλίνη. Δεν θα ξέρουμε που να πάμε", οι εικόνες που ξυπνούσαν δεν ήταν μόνο δημιουργήματα του νου του. Τις γεννούσε η σάρκα του, που είχε νιώσει το κρύο, τα μάτια του, που έκαιγαν από την κούραση ύστερα από μια ατέλειωτη νύχτα άσκοπης περιπλάνησης. Πόσες φορές δεν είχε βρει πουθενά να πλαγιάσει. Γύριζε στους δρόμους. τον είχαν διώξει από τα ξενοδοχεία...

"... η κοιλιά του γουργούριζε, οι τσέπες του ήταν άδειες και οι σόλες του τρύπιες όπως τον καιρό που ήταν νέος. Σκέφτηκε με πίκρα ότι δεν ήξερε να χειρίζεται τα καινούργια όπλα της αξιοπρέπειας, της υπερηφάνειας, κι ότι ήταν αναγκασμένος να καταφεύγει στην παράκληση και στο αλισβερίσι, στην παλιά και δοκιμασμένη σοφία."

Ο Ντάριο στρέφεται στην Ρωσίδα σπιτονοικοκυρά του (μένει τώρα στον άδειο όροφο ενός περιπτέρου που αυτή η γυναίκα έχει μετατρέψει σε οικογενειακή πανσιόν για μετανάστες) και την εκλιπαρεί να του δανείσει χρήματα.
Είναι τόσο απελπισμένος που "τίποτα δεν θα τον σταματούσε. Θα ζητιάνευε ή θα αποσπούσε με τη βία χρήματα από τη γριά τοκογλύφο" . Εκείνη, δέχεται να του δανείσει μόνο ως αντάλλαγμα για μια "εξυπηρέτηση". Αν και οι σκέψεις του αντιστέκονται, η κατάστασή του είναι τόσο τραγική και επείγουσα που δεν επιτρέπει ηθικούς ενδοιασμούς. Ο Ντάριο κάνει την άμβλωση στη νύφη της Ρωσίδας, την Έλινορ, και τέσσερις χιλιάδες φράγκα βρίσκονται στην τσέπη του την επόμενη μέρα.

Δεκατρία χρόνια μετά, οι σκέψεις εξακολουθούν να υπάρχουν στην συνείδηση του Ντάριο, το ίδιο και τα χρέη μα αυτή τη φορά σε διαφορετικό φόντο. Η ένδεια, η απόγνωση, η μιζέρια των φθαρμένων ρούχων και της φτηνιάρικης πανσιόν έχουν δώσει τη θέση τους στην πολυτέλεια της αβενύ Ος, την άνεση μιας εξοχικής κατοικίας, το βαρύτιμα επιπλωμένο γραφείο, τη μόδα με τα ακριβά ρούχα, την σπάταλη ζωή και τις ερωμένες.


Ο Ντάριο Άσφαρ δεν είναι πια ο ασήμαντος λεβαντίνος, ο γιατρός που θεραπεύει μόνο Ρώσους, μόνο πεινασμένους εμιγκρέδες γιατί κανείς Γάλλος δεν του έχει εμπιστοσύνη. Είναι ο "κύριος των ψυχών", ο φημισμένος και γοητευτικός ψυχαναλυτής στο γραφείο του οποίου συνωστίζονται κυρίως ανοργασμικές κυρίες που περιφέρονται τυλιγμένες σε γούνες ρενάρ και θορυβώδη κοσμήματα.

Ωστόσο, παρ' όλες τις ιδανικές (οικονομικές) συνθήκες ο Ντάριο δεν νιώθει ικανοποιημένος, πόσο μάλιστα ευτυχισμένος. Αποξενώνεται εντελώς από την οικογένειά του και από την Συλβί - η πρώτη σύζυγος του Φίλιπ Βαρντ, ήταν η μοναδική φίλη που του παραστάθηκε και τον βοήθησε και για την οποία ο Ντάριο έτρεφε βαθύτατη και ειλικρινή (πλατωνική) αγάπη. Η ζωή του αρχίζει και παίρνει μια αρνητική τροπή: οι φήμες ότι είναι απλώς ένας τσαρλατάνος εξαπλώνονται, η έχθρα των συναδέλφων του ψυχαναλυτών δυναμώνει και το παρελθόν του εμφανίζεται με απαιτήσεις, όχι όμως "... με τα χαρακτηριστικά ενός μόνο προσώπου. Επιστρατεύει μια ολόκληρη αλυσίδα από λησμονημένους φίλους, έρωτες και τύψεις." Έτσι, ο Φίλιπ Βαρντ, πλούσιος βιομήχανος και ο άνθρωπος που με τις γνωριμίες του τον προώθησε στην υψηλή κοινωνία, αυτοκτονεί. Η Έλινορ (η πρώην νύφη της σπιτονοικοκυράς του Ντάριο που έκανε την άμβλωση) ερωμένη και κατόπιν δεύτερη κυρία Βαρντ διαχειρίζεται την περιουσία του συζύγου της και "συνεργάζεται" με τον Ντάριο με απώτερο σκοπό τα (μεγάλα) οικονομικά οφέλη. Και η Κλάρα, που τον ανέχεται και τον στηρίζει άκριτα και αδιαμαρτύρητα σε ό,τι κι αν κάνει, πεθαίνει.

Καταλύτης όμως θα είναι ο έφηβος γιος του Ντάριο, ο Ντανιέλ. Το μίσος για τον πατέρα του θα κάνει τον Ντάριο να συνειδητοποιήσει το τέλμα στο οποίο είναι βυθισμένος μα θα είναι πολύ αργά. Το πρώην θήραμα έχει ήδη γίνει κυνηγός, "... ένας άντρας που (...) ήξερε να εκμεταλεύεται όλες τις καταστάσεις, ακόμη και τις αποτυχίες του, που είχε αναρριχηθεί με δυσκολία, ματώνοντας τα νύχια του, πέφτοντας και πατώντας πάλι ως εκ θαύματος πάνω στην σκληρή σκάλα της επιτυχίας...". Ένας άντρας που παρ' όλο το ισχυρό παρουσιαστικό του, στο βάθος έχει παραμείνει ένα πεινασμένο ζώο που είναι πλέον ανίσχυρο να σώσει την ψυχή του.

Το βιβλίο είναι γεμάτο κλισέ και στερεότυπα αλλά το αποτέλεσμα είναι ένα καλό μυθιστόρημα. Τόσο καλό που έγινε (μαζί με το υπόλοιπο έργο της) ένα από τα επιχειρήματα που χρησιμοποιήθηκαν για να κατηγορήσουν την συγγραφέα για αντισημιτισμό. Η Ιρεν Νεμιρόβσκι υπερασπίστηκε τον εαυτό της σθεναρά: "Δεν διανοήθηκα ποτέ να κρύψω την προέλευσή μου. Κάθε φορά που μου δόθηκε η ευκαιρία, δήλωσα ότι ήμουν Εβραία, το βροντοφώναξα, μάλιστα!" Για τον εβραϊκό λαό διευκρινίζει: "Για ποιό λόγο ένας λαός θα αρνιόταν να τον βλέπουν οι άλλοι έτσι όπως είναι, με τα προτερήματ και τα ελλατώματά του; Νομίζω ότι ορισμένοι Εβραίοι θα αναγνωρίσουν τον εαυτό τους στους ήρωές μου. Θα με κατακρίνουν, άραγε; Εγώ, πάντως ξέρω πως λέω την αλήθεια". Γι' αυτό η συγγραφέας πηγαίνει λίγο πιο κάτω από την επιφάνεια. Αυτός άλλωστε δεν είναι και ο ρόλος της λογοτεχνίας; "Να χώνει τη μύτη της εκεί που αρχίζουν οι αποσιωπήσεις" όπως λέει και ο Αντόνιο Ταμπούκι.

Στον εξαιρετικό πρόλογο του βιβλίου, οι συγγραφείς Ολιβιέ Φιλιππονά και Πατρίκ
Λιενάρντ εξηγούν ότι η συγγραφέας εμπνέεται κυρίως από τις προσωπικές της εμπειρίες - ούσα κι αυτή Εβραία μετανάστρια. Ομοιότητες υπάρχουν και από μία υπόθεση που προκάλεσε μεγάλο θόρυβο στους παρισινούς εκδοτικούς κύκλους την εποχή εκείνη - ο αφοσιωμένος εκδότης της Ι.Ν. υπέφερε από σοβαρά νευρολογικά προβλήματα τα οποία προσπάθησε να θεραπεύσει με την καθοδήγηση του διάσημου ψυχαναλυτή του. O γιατρός, ένας από τους σκαπανείς του φροϋδισμού, από την μεριά του χρησιμοποιεί διάφορες θεωρίες και θεραπείες ενώ στην πραγματικότητα φαίνεται ότι καθιστά τον ασθενή του υποχείριό του - ακριβώς όπως ενεργεί και ο Ντάριο Άσφαρ με την συμβολή και συνενοχή της Έλινορ.

Έχοντας διαβάσει πριν από καιρό την "Γαλλική Σουίτα" της ίδιας συγγραφέως, περίμενα ένα πιο αβρό αφήγημα με την έννοια ότι θα υπήρχαν αρκετές ήρεμες, αισιόδοξες γραμμές. Εδώ, όμως, η συγγραφέας με την γραφή της -που αγγίζει τον νατουραλισμό- σε βάζει σε ένα κλίμα νουάρ γεμάτο από την μοναξιά του Ντάριο, την ανασφάλεια και το άγχος του για την κοινωνική ανέλιξη/επιτυχία/επιβεβαίωση. Μολονότι η συγγραφέας βλέπει με ανθρωπιά τον ήρωά της, στην ουσία δεν του αφήνει κανένα περιθώριο για αντίσταση στην παράνοια και την κενότητα του πλούτου, όπως για παράδειγμα κάνει ο Ι.Μ.Σίνγκερ στον "...ποταμό" του. Σημεία των τότε καιρών; Ίσως. Όχι ότι δεν υπάρχουν μικροί (και μεγάλοι) Σάυλοκ μέσα στον καθένα μας, αλλά όλη αυτή η υπερβολή του "κακού" ξένου μου θυμίζει σάτυρα. Κι όπως κάθε σάτυρα, στόχο έχει την ανατροπή των στερεοτύπων. Η Ιρεν Νεμιρόβσκι είναι η πλέον κατάλληλη να μιλήσει για ανατροπή. Εξήντα δύο χρόνια μετά τον θάνατό της, στα κρεματόρια του Άουσβιτς, το 2004, "επανέρχεται στη ζωή" με την "Γαλλική Σουίτα", κερδίζει το Γαλλικό βραβείο Ρενοντό και κατατάσσεται στις κορυφαίες μορφές της Γαλλικής λογοτεχνίας. Η κόρη της Ντενίζ, σε συνέντευξή της για την επιτυχία της "Γαλλικής Σουίτας" το θέτει πολύ απλά:
" ... Δεν είναι εκδίκηση, είναι μία δικαίωση".



Σημειώσεις:
1) στην πρώτη φωτογραφία είναι η Ιρέν Νεμιρόβσκι και η δεύτερη φωτογραφία είναι το εξώφυλλο του βιβλίου (χωρίς τα στοιχεία του)
2) Ο πίνακας είναι το "Πορτραίτο του Ιατρού Χάουζστάιν" (1928) του Christian Schad. Η ιστορία αυτού του πίνακα είναι αρκετά ενδιαφέρουσα: τρία χρόνια μετά την ολοκλήρωσή του, η σύζυγος του Χάουζστάιν αυτοκτόνησε εξαιτίας του αποτυχημένου γάμου της και το 1933 ο γιατρός πήρε δηλητήριο, όταν έμαθε ότι η Γκεστάπο επρόκειτο να τον συλλάβει. Στο βάθος του πίνακα δεσπόζει η σκιά της ερωμένης του.

ΥΓ: Ακόμη περιμένω τον "μικρούλη Έρωτα" του Πασκάλ Κινίαρ.

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2009





"Άσε με ν' αρχίσω μ' αυτά που ξέρω στα σίγουρα."



Θα ήμουν γύρω στα επτά με οκτώ και μπορούσα ήδη από καιρό να ανοίγω τα ντουλάπια της κουζίνας χωρίς να με μαλώνουν. Αυτό δεν σήμαινε ότι μου το επέτρεπαν αλλά ότι τα άνοιγα με τον πρέπων τρόπο, δηλαδή χωρίς φασαρία και χωρίς να μετακινώ κάτι ή να κάνω ζημιές. Έτσι δεν τραβούσα την προσοχή της (σχολαστικής με την τάξη) μητέρας μου όταν ήθελα να ασχοληθώ με την παπουτσοθήκη - μέρος που μου προκαλούσε μεγάλο ενδιαφέρον τότε. Όμως, το ντουλάπι βρισκόταν δίπλα σ' εκείνο με τα χίλια μύρια γυάλινα μπουκάλια με το λάδι, το ξύδι και τα υπόλοιπα χρειαζούμενα της μαγειρικής και ήταν δύσκολο, σχεδόν ακατόρθωτο, να το προσεγγίσω με την ησυχία μου καθώς η μητέρα μου ήταν πλήρως απασχολήσεως νοικοκυρά και η κουζίνα την απορροφούσε όλες σχεδόν τις ώρες της ημέρας. Γι΄αυτό κι εγώ περίμενα να φύγει για τα καθημερινά της ψώνια για να μπορέσω να φορέσω τα αγαπημένα μου παπούτσια της: τα μαύρα, ψηλοτάκουνα peep toes. Η εμμονή μου με το μικρούλι άνοιγμα μπροστά στα δάχτυλα ήταν τέτοια που σ' όλη τη διαδρομή μέχρι την κρεβατοκάμαρη όπου βρισκόταν ο ολόσωμος καθρέπτης, μόνο αυτό κοιτούσα. Πως ισορροπούσα μέχρι εκεί και πόση ώρα έμενα όρθια μπροστά στον καθρέπτη καθώς το πόδι μου μόλις που "γέμιζε" το μισό παπούτσι, δεν το θυμάμαι. Θυμάμαι όμως καθαρά τις φορές της όταν μ' έπιανε "επί τω έργω" και τις επακόλουθες -γνωστές- συνέπειες...

Δεν μπόρεσα να μην σκεφτώ αυτήν την εικόνα από το παρελθόν όταν είδα το τρυφερό στην σκληρότητά του εξώφυλλο του μυθιστορήματος "'Ελεος " της Τόνι Μόρρισον (Νεφέλη, 2009), της συγγραφέως που είναι είναι ό,τι πλησιέστερο σε εθνικό συγγραφέα διαθέτει η Αμερική, σύμφωνα με τους New York Times. To "Έλεος" είναι η εξομολόγηση της μικρής Φλόρενς - μια δυνατή αφήγηση της αμερικανικής ιστορίας από την αρχή της σχεδόν, το τέλος του 17ου αι. όταν η Αμερική ήταν η χοάνη των "σκουπιδιών" της Ευρώπης.

"Η αρχή ξεκινά απ΄τα παπούτσια. Παιδί, δεν άντεχα να μένω ξυπόλυτη και πάντα παρακαλούσα για παπούτσια, ό,τι παπούτσια να 'ναι, ακόμη και τις πιο ζεστές μέρες. Η μάνα μου, η μίνια μάε, σμίγει τα φρύδια, θυμώνει με τις κοκεταρίες μου, όπως τις λέει. Μόνο οι κακές γυναίκες φοράνε ψηλά τακούνια. Είμαι επικίνδυνη, λέει, και ατίθαση, αλλά υποχωρεί και μ' αφήνει να φορέσω τα παπούτσια που έχουν για πέταμα στο σπίτι της Σενιόρα, μυτερά στα δάχτυλα, το ένα με σπασμένο τακούνι, το άλλο με φθαρμένο και με μια αγκράφα μπροστά. Το αποτέλεσμα, λέει η Λίνα, είνα πως τα πόδια μου έχουν καταντήσει άχρηστα, πάντα θα είναι πολύ τρυφερά και δεν θα αποκτήσουν ποτέ τις γερές πατούσες, πιο σκληρές κι από πετσί, που απαιτεί η ζωή. Η Λίνα έχει δίκιο. Φλόρενς, λέει, βρισκόμαστε στο 1690. Ποιός άλλος αυτή την εποχή έχει τα χέρια μιας σκλάβας και τα πόδια μιας Πορτογαλλίδας κυρίας;"

Η Λίνα είναι η ιθαγενής που έχει μπει στην υπηρεσία της Ρεβέκκας, της λευκής Αγγλίδας που έφυγε από την εξαθλιωμένη πατρίδα της για να παντρευτεί κάποιον άγνωστο στο Νέο Κόσμο - η μόνη εναλλακτική για να μην γίνει πόρνη ή υπηρέτρια (με σίγουρο τον βιασμό από τον αφέντη). Με τον καιρό, γίνεται το δεύτερο χέρι της Κυράς της, ένα είδος φίλης. Από την πρώτη στιγμή που έρχεται η Φλόρενς στο σπίτι, η Λίνα αναπτύσσει μια ιδιαίτερη αδυναμία γι' αυτήν - ίσως λόγω των παπουτσιών, ίσως λόγω του τρόπου που "αποκτήθηκε" (δώθηκε ως εξόφληση χρέους στον Τζέικομπ, τον άντρα της Ρεβέκκας), ίσως γιατί είδε την επίμονη δίψα της μικρής για αγάπη. Αντίθετα, και η Ρεβέκκα και η Λίνα, ανέχονται με ψυχρή αλληλεγγύη την αλλοπαρμένη νεαρή Σόρροου, την μόνη επιζήσασα ενός ναυαγίου, που προστίθεται στην υπηρεσία της Κυράς και του Αφέντη. Γι' αυτό όταν η Κυρά τους αρρωσταίνει από ευλογιά, η Φλόρενς είναι η μόνη που εμπιστεύονται και οι δύο γυναίκες για να καλέσει τον σιδερά, τον άντρα που στο παρελθόν είχε γιατρέψει τη Σόρροου από την ίδια ασθένεια.

"Κι έτσι, όταν ξεκινάω...... εκείνη και η Κυρά μού δίνουν τις μπότες του Αφέντη που ταιριάζουν σε άντρα, όχι σε κορίτσι. Τις παραγεμίζουν με σανό και λιπαρές φλούδες καλαμποκιού και μου λένε να κρύψω το γράμμα στην κάλτσα μου, όση φαγούρα και να μου φέρνει το βουλοκέρι."


Το ταξίδι προς τον σιδερά θα είναι μακρύ και καθόλου εύκολο μα η Φλόρενς, που είναι γερά οπλισμένη μ΄ έναν απελπισμένο έρωτα γι' αυτόν τον ελεύθερο μαύρο, θα καταφέρει να φέρει εις πέρας την αποστολή της. Ωστόσο, δεν θα έρθει το τέλος που ονειρεύεται και θέλει κι έτσι θα επιστρέψει στο σπίτι της Κυράς της. Δεν θα είναι όμως η ίδια. "Έχω γίνει άγρια αλλά είμαι η Φλόρενς. Ολόκληρη. Που δεν τη συγχωρούν. Που δεν συγχωρεί. Κανέναν οίκτο, αγάπη μου. Κανένα. Μ' ακούς; Σκλάβα. Ελεύθερη. Επιτέλους."

Στις σελίδες που μεσολαβούν από την αρχή του μυθιστορήματος μέχρι και την επιστροφή της Φλόρενς, θα εκτυλιχθεί η βάρβαρη ιστορία της αμερικανικής ηπείρου με πραγματικά περιστατικά - το αποδεικνύουν οι υποσημειώσεις, τα σχόλια και το επίμετρο της Κατερίνας Σχινά που είναι εξαιρετικά και σε βάζουν στο ακριβές κλίμα της εποχής. Προτείνω να διαβάσετε πρώτα το επίμετρο και μετά το μυθιστόρημα - τα πράγματα έτσι θα μπουν ευκολότερα στη σωστή τους θέση και θα χάσουν κάθε ίχνος γραφικότητας που πιθανόν να σκεφτείτε ότι υπάρχει.

Η διεισδυτική γραφή της Μόρρισον δεν υποκύπτει σε ακροβατισμούς και δεν παρασύρεται. Οι ιστορίες που αφηγούνται και οι τέσσερις αυτές γυναικές είναι ζωντανές, γεμάτες συμπόνοια αλλά και στιγμές αντιπαλότητας, γέλιου, αισθησιασμού. Επιπλέον, η συγγραφέας περιγράφει τους δύο άντρες πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος, τον Τζέικομπ και τον σιδερά με τρόπο που, προσωπικά, μου άρεσε πολύ. Αν μη τι άλλο, δίνει την απάντησή της σ' εκείνους που την έχουν κατατάξει στις φεμινίστριες συγγραφείς. Η ίδια λέει "δεν συντάσσομαι με την πατριαρχία κι ούτε πιστεύω ότι θα έπρεπε να αντικατασταθεί από τη μητριαρχία. Νομίζω ότι είναι ζήτημα μιας δίκαιης προσέγγισης, και να ανοίγεις τις πόρτες σ' όλα τα ενδεχόμενα"

Έτσι, απ' τη μια ο Τζέικομπ αποδεικνύεται πραγματικός σύντροφος: τη στιγμή που ο ξυλοδαρμός της συζύγου ήταν συνηθισμένος και είχε κανόνες (όχι μετά τις εννέα το βράδυ και μόνο αν υπάρχει εύλογη αιτία κι όχι υπό το κράτος θυμού) αυτός και η Ρεβέκκα μπορούσαν να συζητούν και να μαλώνουν για όλα αυτά που σκέφτονταν, που τους προβλημάτιζαν και που είχαν ανάγκη. Απ' την άλλη, ο σιδεράς, ένας Αφρικανός που είχε πληρώσει για την ελευθερία του, ζει με τόση αξιοπρέπεια κι εντιμότητα όση δεν διαθέτουν οι λευκοί άποικοι.
Μέσα σε εκείνο τον πρωτόγονο κι αχανή κόσμο που ήταν η Αμερική τότε, κόσμο που επικρατούσε η δύναμη του ισχυρότερου και το "me Tarzan, you Jane" οι δύο αυτοί άντρες είναι οι φωτεινές εξαιρέσεις. Εξαιρέσεις που, δυστυχώς, επιβεβαιώνουν τον απάνθρωπο κανόνα που επικρατούσε τότε για όσους τύχαινε να είναι διαφορετικοί, γυναίκες, μαύρες και σε τρυφερή ηλικία.

Το βιβλίο, εκτός από μάθημα Ιστορίας, θα μπορούσε να είναι κι ένα μάθημα για τις ανθρώπινες σχέσεις σε ανελεύθερο καθεστώς: οι σχέσεις μεταξύ "ανωτέρων" και "κατωτέρων", οι σχέσεις μεταξύ γυναικών, οι σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων. Κάτω από όλα αυτά όμως, βρίσκεται η σχέση της σκλάβας-μάνας με την σκλάβα-κόρη. Και η Τόνι Μόρρισον δίνει εδώ το βασικότερο ίσως όλων, στίγμα του βιβλίου με τα λόγια της σκλάβας-μάνας: "Δεν ήταν θαύμα σταλμένο από το Θεό. Ήταν έλεος. ...... το να σου έχει δοθεί εξουσία πάνω σ' έναν άλλο είναι σκληρό. Το να επιβάλλεις με τη βία την εξουσία σ' έναν άλλο είναι λάθος. Το να παραχωρείς την εξουσία του εαυτού σου σ΄έναν άλλο είναι συμφορά."



Σημείωση: Η πρώτη εικόνα είναι από το εξώφυλλο του βιβλίου. Ο δεύτερος πίνακας είναι "Τα παπούτσια" του Van Gogh.

Τετάρτη 5 Αυγούστου 2009




The Full (moon)



Κοιτούν από ψηλά και φέγγουν σιωπηλά
αναζητώντας το χαμένο τους κομμάτι,
εκείνο που μυρίζει φρέσκο οργωμένο χώμα,
νωπή γη μετρημένη με τα χέρια,
τα δάχτυλα, τα χείλη.
Σκέψεις ατέρμονες, κορμιά βουβά
τα μισοφέγγαρα.

Μα όταν το ένα μισό του φεγγαριού βρει το άλλο
δεν σου μιλά; δεν σου χαμογελά;