Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2023

 

 

 

 


Σημειώσεις Ενός

   Καλοκαιριού  





"Η χρονιά του 1961 θ' αρχίσει με τη βαρυσήμαντη δήλωση της Απογευματινής: 'Παταγώδης αποτυχία των αστρολόγων το 1969', για να πάρει τη σκυτάλη ο Μαρής και ο Μπέκας: 'Ίλιγγος – ΄Ολα εμφανίζονται ανεξήγητα και μεταφυσικά' συνδυάζοντας στην εφημερίδα απολαυστικά για την εποχή του το ελαφρό ανάγνωσμα με το αστυνομικό αφήγημα."

Έτσι τελειώνει ο Πρόλογος του Ίλιγγος (Άγρα, 2013)  και θα συμφωνήσω με την εκτίμηση του υπογράφοντος Ανδρέα Αποστολίδη για το βιβλίο του Γιάννη Μαρή – είναι πράγματι ένα απολαυστικό ανάγνωσμα. Έχει, όμως, πολλές περισσότερες αποχρώσεις από μία ιστορία μυστηρίου ή ένα απλό whodunnit.

Η υπόθεση έχει ως εξής: Ο Γεραλέξης, λογιστής σε υπερωκυάνιο,  ξυπνά στο μπάνιο μιας έπαυλης και συνειδητοποιεί πως είναι κλεισμένος σε ένα άγνωστο μέρος. Κι επιπλέον, βρίσκεται στο ίδιο δωμάτιο με έναν νεκρό, επίσης εντελώς άγνωστο. Παρά τη ζάλη και τον πανικό που τον κυριεύει, καταφέρνει να δραπετεύσει και να γυρίσει στο δωμάτιο του αθηναϊκού ξενοδοχείου που διαμένει – είναι σε άδεια και σκοπεύει να επιστρέψει στο νησί του. Το επεισόδιο όμως ετούτο θα ματαιώσει τα σχέδια.




Στην προσπάθειά του να βρει απαντήσεις στα ερωτήματα που τον βαραίνουν  (ποιός ήταν ο νεκρός δίπλα του; ποιος τον νάρκωσε; γιατί βρέθηκε κλεισμένος στην έπαυλη της Εκάλης;) ο Γεραλέξης θα απευθυνθεί στην αστυνομία. Την υπόθεσή του θα αναλάβει, ανόρεχτα είναι η αλήθεια, ο Αστυνόμος Μπέκας η φυσιογνωμία του οποίου φέρνει στο νου τον γάλλο συνάδελφό του Ζυλ Μαιγκρέ. Ανάμεσα στις επιρροές του συγγραφέα, όπως αναφέρει ο Κ. Καλφόπουλος στο επίμετρο της έκδοσης, είναι πράγματι και ο Ζωρζ Σιμενόν.  Παρά τον μπρίσκο αέρα που του προσδίδει ο Μίμης Πλέσσας, o Αστυνόμος Μπέκας, όπως και ο Μαιγκρέ, είναι χαμηλών τόνων, εσωστρεφής κι απότομος αλλά επίμονος για την λύση της κάθε υπόθεσης που αναλαμβάνει. Ωστόσο, ο έλληνας αστυνομικός έχει ένα ελαφρώς δύσθυμο δημοσιοϋπαλληλικό ύφος που τον διαφοροποιεί –στην διάθεση, όχι στην εμφάνιση ή στην γενικότερη στάση του– από τον γάλλο συνάδελφό του αλλά και από την περσόνα του Σταύρου Ξενίδη που τον υποδύθηκε στις τηλεοπτικές μεταφορές των μυθιστορημάτων του Μαρή.

Ο Μπέκας και ο Γεραλέξης θα περιηγηθούν στην Ομόνοια, με τα ξενοδοχεία και τα λαϊκά καμπαρέ, σε συνεργεία αυτοκινήτων στην Αχαρνών, σε χαμόσπιτα στο Δρογούτι αλλά και στο αστικό προάστιο του Διονύσου, στην ερημιά της Βούλας (όπου βρέθηκε στην συνέχεια πεταμένος ο νεκρός), στην αρχαία Επίδαυρο. Μαζί τους, ο αναγνώστης συναντά διάφορους χαρακτηριστικούς τύπους της κάθε περιοχής. Γνωρίζει, επίσης, τον Γραικό (δεύτερος μηχανικός στο ίδιο πλοίο με τον Γεραλέξη και φίλος του), τον επαγγελματία παλαιστή Γιώργο Λογοθέτη, μία "πριγκίπισσα" – την τροτέζα Άννα,  και τον  Καταπάνο – έναν βασιλιά του αθηναϊκού υποκόσμου. Ο μεγάλος κακός της ιστορίας, ένας τυχοδιώκτης ακαθόριστης εθνικότητας αλλά διεθνούς εμβέλειας ονόματι Ισαάκ Γιοβέλ ή Αράντο Κάστρο,  εμφανίζεται μόνον δια του έργου του – έχει γεμίσει το Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας με αντίγραφα των μυκηναϊκών εκθεμάτων του, προωθώντας τα πρωτότυπα στο εξωτερικό. Είναι η πρώτη φορά, από τις δύο, που ο Γιάννης Τσιριμώκος, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, ασχολείται λογοτεχνικά με το ζήτημα της Αρχαιοκαπηλίας και γίνεται, κατά κάποιον τρόπο, μάντης πραγματικών κακών – λίγους μήνες αργότερα από την δημοσίευση των κεφαλαίων του μυθιστορήματος, τα πρωτοσέλιδα του Τύπου της εποχής θα απασχολήσει μία παρόμοια υπόθεση.

 


Η αγωνιώδης αναζήτηση της χαμένης μνήμης και η δίνη του αγνώστου είναι το κεντρικό θέμα της πλοκής που ο Γιάννης Μαρής εμπνεύστηκε από τον κινηματογραφικό "Δεσμώτη του Ιλίγγγου" του Ά. Χίτσκοκ. Ωστόσο, διαφοροποιείται αρκετά προσδίδοντας στην αφήγηση επιπλέον αποχρώσεις μελοδράματος, ταξιδιωτικού πεζογραφήματος και χρονογραφήματος καθώς ενσωματώνει στην πλοκή λεπτομέρειες που αντανακλούν κοινωνικές αναφορές και ανθρωπογεωγραφικές παρατηρήσεις  που σκιαγραφούν εύγλωττα το ζωντανό μωσαϊκό της Αθήνας, της Ελλάδας καλύτερα, του '60, κάτι που εντέλει καθιστά το συγκεκριμένο έργο του λιγότερο ελαφρύ απ' ότι θα περίμενε κανείς. Τα συστατικά που τόσο συχνά χρησιμοποιεί ο συγγραφέας με πρόδηλο τρόπο –κοινωνικές αντιθέσεις, ίντριγκες και πάθη, πλαστοπροσωπίες κι ένοχα μυστικά, κλισέ, εξιδανικεύσεις, στερεότυπα, κ.ά.– δεν παρουσιάζονται εδώ. Αντ' αυτών, υπάρχουν ψήγματα χιούμορ που στηλιτεύουν το τότε σύγχρονο παρόν:  "Οι αστυνομικοί παρακολουθούσαν το κότερο του Νικολαΐδη με ένα τρεχαντήρι..."

 



Το μυθιστόρημα εκδόθηκε σε ογδόντα εννέα συνέχειες στον ημερήσιο Τύπο και δεν κυκλοφόρησε ποτέ σε μορφή βιβλίου παρά μόνον το 2013 όταν και εκδόθηκε η παρούσα πρώτη έκδοσή του κι αυτός είναι ένας λόγος για να το διαβάσει κανείς – δεδομένης της αποσπασματικότητάς του, και της μη επιμέλειάς του από τον συγγραφέα (κάτι που συνήθιζε όταν εκδιδόταν ένα βιβλίο του) το μυθιστόρημα έχει εξαιρετικά συνεκτική δομή και ο ρυθμός της αφήγησης παραμένει σταθερός κι ελεγχόμενος σε όλη την εξέλιξη της πλοκής. Οι δε χαρακτήρες της ιστορίας δεν είναι επίπεδοι ή στεγνοί παρ'  όλο το λιτό, ανεπιτήδευτο, ύφος της γραφής του. Ο σημαντικότερος όμως λόγος για να διαβαστεί το βιβλίο είναι η δεξιότητα του Γιάννη Μαρή να επικοινωνεί άμεσα και με οικείο, πειστικό κι ενδιαφέρον έως αγωνιώδες τρόπο την ιστορία του ενώ παράλληλα ψυχαγωγεί τον κάθε αναγνώστη δίχως να ευτελίζει την γλώσσα, την νοημοσύνη ή τον ψυχισμό του. Αυτός δεν είναι, άλλωστε, στόχος της λογοτεχνίας; 




 





Σημειώσεις: Το εικαστικό της ανάρτησης είναι λεπτομέρεια του ομότιτλου με την ανάρτηση έργου του  Γιώργου Χατζημιχάλη. Το ασπρόμαυρο σκίτσο είναι από την εικονογράφηση του βιβλίου από τον Φ. Δελλή – ακόμη ένας λόγος για να διαβάσετε το βιβλίο. Η φωτογραφία της κόμμωσης της Tippi Hedren είναι από τον Δεσμώτη του Ιλίγγου. Στο τέλος, το πορτραίτο του συγγραφέα από τον Μ. Γαλλία κι έχει αντληθεί από το αυτί του βιβλίου. 

Δευτέρα 19 Ιουνίου 2023

 
 
 
 
Νόημα στο Αφηρημένο 

 
 
 

Το να εξηγήσεις σε ένα μικρό παιδί αφηρημένες έννοιες δεν είναι εύκολο. Μπορείς να επιστρατεύσεις την φαντασία και την παντομίμα για να ορίσεις τις απλές όπως είναι τα συναισθήματα. Δεν είναι, όμως, αρκετό για τα πιο σύνθετα αφηρημένα ουσιαστικά όπως, για παράδειγμα, τις ιδέες και τις αντιλήψεις. Χρειάζονται, τότε, όχι μόνον συγκεκριμένες λέξεις αλλά και παραδείγματα που θα κάνουν την αφηρημένη έννοια απτή και οικεία και γι' αυτό κατανοητή στο παιδί. 

Αυτό κάνει ο Κυριάκος Χαρίτος στο πρόσφατο "Το Όλο και το λίγο" (Καστανιώτης, 2Ο22) – επιστρατεύει παιδικές εμπειρίες και καθημερινές καταστάσεις για να δώσει υπόσταση σε έννοιες όπως, τα μεγέθη και το βάρος, η απόσταση, η ποσότητα, η χωριτικότητα, η δύναμη. Και πετυχαίνει να τους δώσει σαφές νόημα με την σύγκριση αντιθέτων. Έτσι, σε κάθε αριστερή σελίδα, συγκεντρώνονται οι πολλές εκφάνσεις του γενικού, το Όλο του τίτλου – τα στοιχεία της φύσης, η κίνηση των πραγμάτων και  η κινητικότητα των πολιτών,  οι ανθρώπινες αισθήσεις και οι απάνθρωπες καταστάσεις όπως είναι η προσφυγιά. Κι αυτό, το κάθε Όλο, έρχεται σε αντίθεση με το Λίγο που απεικονίζεται στην δεξιά σελίδα και είναι μία λεπτομέρεια από την οικεία καθημερινότητα του παιδιού – ένα σπασμένο παιχνίδι, ένας κεφτές, μία μουντζούρα από μολύβι, ένας μπέμπης με ένα κατσαρόλι, δυο σφιχτά κοτσίδια.  Έτσι, με την αντιπαραβολή  φαινομένων, καταστάσεων κι εμπειριών της ζωής τους που εναλλάσσονται, οι μικροί αναγνώστες μαθαίνουν τις πρώτες απλές αφηρημένες έννοιες.

Μην μπερδευτείτε: δεν πρόκειται για ένα βιβλίο με θεωρίες και κανόνες αλλά για μία σαν-παραμύθι αφήγηση που απευθύνεται, καταρχάς, σε παιδιά 4 με 6 ετών. Εξού και η γλώσσα του συγγραφέα είναι απλή, παιγνιώδης, με εύρος κι ευφάνταστες συνθέσεις ενώ η έμμετρη μορφή της αποπνέει έναν ανάλαφρο λυρισμό. Δεν είναι βέβαια η πλούσια κι ενθουσιώδης γλώσσα τού "Για Φαντάσου", είναι όμως το ίδιο ζωντανή και εικονοπλαστική. Σε αυτό προσθέτει και η ανάγλυφη εικονογράφηση της Ίριδας Σαμαρτζή που παίζει με την σκιαγράφηση και τις υφές σε μία γήινη, λεπτοδουλεμένη κι ελκυστική χρωματική παλέτα η οποία, ωστόσο, είναι ελαφρώς μουντή κι επίπεδη – περίμενα μεγαλύτερες διαβαθμίσεις στην φωτεινότητα των χρωμάτων ώστε να τονίζουν την πολυπλοκότητα και την κάθε διαφορά που απορρέει από τα κείμενα: την έλλειψη, την απόσταση, την ένταση, την σημαντικότητα, το βάθος.

Παρ' όλα αυτά, και παρά την συνεχόμενη αντιπαράθεση του Όλου με το Λίγο, η από κοινού –συγγραφέα και εικονογράφου– αφήγηση είναι γοργή, όμορφη και διασκεδαστική ενώ, παράλληλα, ασκεί την πνευματική νοημοσύνη των μικρών αναγνωστών στην ενσυναίσθηση και την συλλογιστική. Τους δείχνει, επίσης, και την σχετικότητα – τα παιδιά αρχίζουν να αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους έξω από το μικρό εγωιστικό πλαίσιο της παιδικής ηλικίας προσλαμβάνοντας, με αυτόν τον τρόπο, μία ευρύτερη εικόνα της κοινωνίας και του κόσμου. 

Δεν βλέπουμε τίποτα στ' αλήθεια εάν δεν το καταλάβουμε, είπε ο βρετανός ζωγράφος John Constable. Και με τούτο το βιβλίο τα παιδιά διακρίνουν πράγματι το μεγάλο και σημαντικό από το μικρό και τετριμμένο και εστιάζουν στο ουσιώδες – αυτό το "λίγο ακόμα" που συμπληρώνει το Όλο και διαφεύγει κάθε ρητού ορισμού. Κι αυτό είναι το σπουδαιότερο.

Τρίτη 6 Ιουνίου 2023

 


Landscapes & Portraits 

 

  




Έχουμε μυθιστορήματα γκόθικ; Στο νου μου έρχονται το Φθινόπωρο του Κων/νου Χατζόπουλου, αλλά και  Ο Πύργος του Ακροποτάμου του· ο Συμβολαιογράφος του Αλ. Ρίζου Ραγκαβή και  ο Αλ. Παπαδιαμάντης, επιλεκτικά – ελάχιστο, σε αριθμό, δείγμα κι αυτό γραμμένο στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Κι επιπλέον, τα μυθιστορήματα αυτά έχουν ήδη, κατηγοριοποιηθεί μόνο ως αστική ηθογραφία. Δεν έχω πλήρη εικόνα για το σήμερα, σκέφτομαι όμως τα διηγήματα του Χρ. Τσαπραΐλη που εστιάζουν αποκλειστικά στην ελληνική παράδοση και θα μπορούσαν να ενταχθούν σε μια κατηγορία αμιγούς ελληνικού γκόθικ. Σε ένα ευρύτερο γεω-λογοτεχνικό γκόθικ πλαίσιο θα μπορούσαμε να εντάξουμε την πρόσφατη συλλογή διηγημάτων του Ανδρέα Νικολακόπουλου

Το  "Σάλτος" (Ίκαρος, 2Ο22) αποτελείται από ιστορίες με στοιχεία Φανταστικού όπως για παράδειγμα στο δέκατο διήγημα, το Κύματα, όπου ένας εκπαιδευτής γερακιών καταλύει σε ένα ερημοκλήσι. Δεν είναι κάστρο, όπως θα ήθελε ο αφηγητής και όπως είναι σύνηθες στην γοτθική λογοτεχνία, αλλά ένα μέρος με θρύλους, το ίδιο απόκοσμο και μυστυριώδες – το ερημοκλήσι του Αγίου Γκόβαν βρίσκεται στο τέλος της στεριάς και στην αρχή της θάλασσας, όπου "...τα όρθια βράχια του σιγοτρώγονταν απο τα λευκογάλανα κύματα που έρχονταν φουσκωμένα από το κανάλι του Μπρίστολ και έσπαγαν με ορμή επάνω στους μελανιασμένους ασβεστόλιθους  που έμοιαζαν με ανθρώπους." Εκεί, κάποια στιγμή, εμφανίζεται η φασματική μορφή ενός νεκρού άντρα – θυμίζει τη φανέρωση της Φεγγαροντυμένης του Διονυσίου Σολωμού. Η αντίστοιχη του Νικολακόπουλου θα μπορούσε να είναι η Ραλλιώ στο τέταρτο διήγημα, το Μέλι και γάλα – μία γυναίκα όμορφη και προκλητική που θα εμπνεύσει τον πόθο στον αφηγητή και η οποία, ωστόσο, θα υποστεί την μοίρα που επιφυλάσσει η λαϊκή παράδοση για το είδος. Κι αυτό είναι ακόμη ένα στοιχείο γκόθικ – η γυναίκα που βρίσκεται υπό μεγάλη πίεση και κατατρεγμό, συνήθως από κοινωνικούς και υλιστικούς περιορισμούς.




Γεννημένος στην Αθήνα το 1983, ο Ανδρέας Νικολακόπουλος μοιράζει σήμερα την ζωή του ανάμεσα σε Λονδίνο και Αθήνα. Στο ενδιάμεσο, έχει ταξιδέψει σε πολλούς τόπους και σε τούτο, το τρίτο, βιβλίο του μεταφέρει τους χαρακτήρες σε αντίστοιχα μέρη ανά τον κόσμο, κάτι που έρχεται σε αντίθεση  με τον γοτθικό τύπο όπου η πλοκή τού κάθε διηγήματος εκτυλίσσεται σε έναν μόνον τόπο.  Έτσι, εκτός από την Βρετανία, οι πρωταγωνιστές στο Mon Nox, στο Αμάμπλε Πικουέρ, στο Αλισάχνη βρίσκονται στην Ισπανία. Ο αφηγητής στο Και οι ερυθρόδερμοι καλπάζουν νηπενθείς ταξιδεύει από την Ελλάδα στην Λατινική Αμερική και πάλι πίσω ενώ στο Η άσφαλτος που καίει  επιστρέφει  στην ελληνική ύπαιθρο και αποκαλύπτει την πραγματική εικόνα πίσω από έναν εφιαλτικό θρύλο του αντάρτικου.  Στην ελληνική επαρχία τοποθετείται και το ομότιτλο Σάλτος όπου ο αφηγητής εξιστορεί τον θρύλο ενός υπαρκτού βράχου απ' όπου οι ντόπιοι πετούν ανεμπόδιστα οποιοδήποτε πλάσμα είναι ελαττωματικό – σαν τον Καιάδα των αρχαίων. Ώσπου ο αφηγητής αναλαμβάνει ο ίδιος να φυλά το πέρασμα προς το βάραθρο.

Εκτός από την λατρεία της φύσης και της υπαίθρου που είναι φανερή στα διηγήματα, ο Ρομαντισμός –ακόμη ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό της γοτθικής λογοτεχνίας–, γίνεται εμφανής και στην διακειμενικότητα του βιβλίου. Στις τελευταίες σελίδες του υπάρχουν επεξηγηματικές παραπομπές για τα αποσπάσματα που ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ως εισαγωγή σε κάθε διήγημα ή ως συνθετικό υλικό εντός του – Ρεμπώ, Τριστάν Τζαρά, Τρακλ αλλά και Τζιμ Μόρισσον. Κι επιπλέον, οι χαρακτήρες των διηγημάτων φέρουν το μακάβριο του Ε.Α.Πόου και την περιθωριακή αύρα και το ανεκπλήρωτο εκείνων της Κάρσον ΜακΚάλλερς. Ωστόσο, η εικαστική τεχνοτροπία της γραφής υπερισχύει – σαν impasto που δίνει πνοή στην αφήγηση και σε κάνει να αισθάνεσαι ψηφίδα σε πίνακα του Ιερώνυμου Μπος ή του Μουνκ.  Η παρουσία της μουσικής, επίσης, δεν είναι αμελητέα: τόσο ως μελωδικότητα και ρυθμός – η συναρμογή των λέξεων και των σημασιών απειχούν την βιαιότητα των συμβάντων, τον ζόφο, την τραχύτητα αλλά και το σφρίγος των ανθρώπων που συναντούμε στα παραδοσιακά τραγούδια. Όσο και ως αντικείμενο – στο Υπερμογγολικός ο νεαρός Ζίλιν μελετά το έργο του Ερίκ Σατί και προσπαθεί να βρει την εργασία των ονείρων του. Από το Ωδείο της Θεσσαλονίκης στο Γκρατς της Αυστρίας, στην Συμφωνική του Πεκίνου και από εκεί στον μεγαλύτερο σιδηρόδρομο του κόσμου, με πρόσληψη στο δρομολόγιο Πεκίνο-Σιβηρία. Μέσα από μεγαλουπόλεις, κωμοπόλεις, μικρά χωριά και ατέλειωτα χιλιόμετρα μετ' επιστροφής, ο νεαρός πιανίστας με την άσβεστη επιθυμία να γυρίσει τον κόσμο παίζοντας την αγαπημένη κλασική μουσική γίνεται μέρος του τραίνου, μόνιμο αξεσουάρ των βαγονιών ώσπου το γκρίζο κεφάλι του  "...σχηματίζει βαριά επάνω στα πλήκτρα τη συγχορδία Μι χωρίς εναλλαγή." 



 

Δεν θυμάμαι τον λόγο που επέλεξα το συγκεκριμένο βιβλίο, ούτε το τι περίμενα να διαβάσω – όταν βρίσκεσαι σε περίοδο ανόρεχτης περιδιάβασης σελίδων, δεν το πολυσκέφτεσαι. Αναζητάς κάτι που θα σε ιντριγκάρει, θα σε επανέφερει σε μια αναγνωστική κανονικότητα.  Το "Σάλτος" το κατάφερε όχι μόνον με τα κείμενά του που είναι πυκνά, ισόρροπα στην δομή τους και μεστά νοήματος αλλά κυρίως με την γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Νικολακόπουλος – μία γλώσσα ιδιότυπη κι απολύτως προσωπική. Γλώσσα δυναμική, εξαιρετικής ποιότητας, εκπληκτικού πλούτου, έντασης και αποχρώσεων – λέξεις αρχαίες που έχουν επιβιώσει μέχρι σήμερα σε ντοπιολαλιές συνδέονται με λέξεις σύγχρονες αστικές αλλά και της υπαίθρου, κι επίσης με λέξεις αντλημένες από διάφορες μικρο-διαλέκτους και ορολογίες (πχ. των ναυπηγών, των ρετσινάδων, των χημικών). Ανάμεσά τους αρκετές άγνωστες που με ανάγκασαν να ανοίξω λεξικό και να ανακαλύπτω, κάθε φορά, πόσο εύστοχα εκφράζουν τις έννοιες που θέλει ο συγγραφέας. Κι επιπλέον, πως συνθέτουν εικόνες μαγικού νατουραλισμού μεγάλης εκφραστικότητας.




"Η αναζήτηση λέξεων που εμπεριέχουν την πραγματικότητα και συνάμα το αίσθημα που προξενεί η πραγματικότητα παραμένει έως σήμερα το  αδιάλειπτο μέλημά μου όταν γράφω, όποιο κι αν είναι το θέμα,"  λέει ο συγγραφέας. Σ' ετούτη την συλλογή, θέμα του είναι ο χρόνος και οι επιβολές του: στο Παραπέτασμα του μύλου, όπου μία Διεθνής Γραμμή Ημερομηνίας επιβάλλει έναν παράξενο διαχωρισμό  στους κατοίκους ενός χωριού. Είναι, επίσης, η ιστορία και ο τρόπος που διαπερνά τις ζωές των ανθρώπων και τους αιώνες – στο Αλισάχνη είναι της ισπανικής γρίπης, στο Αμάμπλε Πικουέρ του ισπανικού εμφυλίου ενώ στο συνταρακτικό Η άσφαλτος που καίει του ελληνικού. Θέμα του συγγραφέα είναι, μεταξύ άλλων, και η απομυθοποίηση των προσδοκιών και της εργασίας. Σε όλα τα διηγήματα, ωστόσο, τονίζεται η ιδιαιτερότητα και η οικουμενικότητα των διαπροσωπικών σχέσεων καθώς και το πως το κοινωνικό επιβάλλει τους  όρους του στο ατομικό. Ιδίως δε ο τρόπος που το δεύτερο αμύνεται του πρώτου. Το τελευταίο διήγημα, Ο Αγγελοκρουσμένος, είναι ενδεικτικό του αποτελέσματος αυτής της μάχης.

Η ανθρώπινη φιγούρα, λέει ο Αλμπέρτο Τζιακομέττι για τα γλυπτά του, είναι μία κατασκευή. Το αποδεικνύει και ο Νικολακόπουλος με τις δικές του ανθρώπινες φιγούρες – ξεκινώντας από το προφανές, μια απλή μάζα σάρκας κι αίματος, ο συγγραφέας επεκτείνει τον στοχασμό και τις μνήμες του μέχρι το διαφανές, το γεμάτο θέλω, επιθυμίες, ένστικτα και βαθύτατους φόβους Είναι τους. Ετούτη η πρωτόγονη, προ-συνειδησιακή επικράτεια του νου όπως αναδύεται μέσα από τις λέξεις και τις γραμμές είναι ισχυρή και χαοτική, ωστόσο, το σύμπαν που δημιουργεί ο Νικολακόπουλος είναι στέρεο, άριστα οργανωμένο. Κι επιπλέον, εύθραυστο – ο Νικολακόπουλος καταφέρνει να αιχμαλωτίσει με διαύγεια το ρευστό εκείνο σημείο όπου συμβαίνει αυτή η υπέρβαση και η γήινη ψυχή παίρνει μια γρήγορη, σκοτεινή στροφή προς το απόξενο, το μεταφυσικό. Ή, απλώς, το άγνωστο και μη αναστρέψιμο όπως στο Ασημένια Χορδή, το Και οι ερυθρόδερμοι καλπάζουν νηπενθείς και το ομότιτλο Σάλτος. 




Το βιβλίο, γράφει ο συγγραφέας, αφιερώνεται στις κινούμενες σκιές και στα αμίλητα πνεύματα των κατά καιρούς δωματίων του. Και είναι αυτά, μαζί με αγαπημένους συγγενείς και γνωστούς από το παρελθόν του, που φέρει ως κορώνα του, όπως θα έλεγε ο Mallarmé, και τους δίνει βήμα. Το πιο σημαντικό ωστόσο είναι πως ο Νικολακόπουλος αποκαλύπτει ότι όλες οι πραγματικότητες, και οι ανθρώπινες ενέργειες σ' αυτές, δεν εμφανίζονται από το πουθενά. Είναι, αντίθετα, καλυμμένες αντιδράσεις των ανθρώπινων αισθήσεων που εκκινούν από αρχετυπικές έννοιες. Είτε, λοιπόν, μετακινείται αφηγηματικά ανά την υφήλιο είτε παραμένει εντός της ελληνικής επικράτειας, ο Νικολακόπουλος μιλά για την επιβίωση, τον έρωτα, τις σχέσεις – το Οι κόρες της αιθάλης θα μπορούσε να είναι ένα μανιφέστο υπέρ του φεμινισμού. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, είναι μια αλληγορία για την εξουσία, ανεξαρτήτως φύλου, κι αυτό αιτιολογεί κάλλιστα, σε ένα πρώτο επίπεδο, την βία εν γένει. Έμφυλη και εμφύλια, ειδικότερα.

Οι προκαταλήψεις, οι δεισιδαιμονίες, οι εμμονές· η άγνοια, η παράνοια περιλαμβάνονται, επίσης, στην θεματική των ιστοριών, όπως και ο θάνατος – όχι όμως μόνον ο βιολογικός αλλά κυρίως ο ψυχικός. Λόγια που δεν ειπώθηκαν, άνθρωποι που έφυγαν, άλλοι που έμειναν πίσω και προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα από βαριές σιωπές· κι άλλοι που χάνονται, με την ερμηνεία που δίνει ο συγγραφέας: "ο χαμός –κάτι που το αποφασίζουν οι άνθρωποι που μένουν πίσω ή ο νεκρός κατά τη διάρκεια της ζωής του και με βάση τις πράξεις που έκανε ή τη στάση που κράτησε όσο ζούσε–, είναι ένα ατελείωτο και δραματικό γεγονός που παρασύρει πολλά μαζί του." Σαν να διάβαζα το συμπεριφορικό αντικαθρέφτισμα της Γραμματικής του Buchmann στον μοντέρνο κόσμο.  



 

Ίσως, εντέλει, εκείνο που με τράβηξε στο βιβλίο να ήταν η αντίστιξη του συμβολισμού στο εξώφυλλό του – ολόλευκα οστά και νεκροκεφαλές πλαισιωμένα από μικρά κλωνάρια αμάραντου, φυτό που είναι γνωστό ως λουλούδι της αιώνιας νεότητας. Μια εικόνα που συμπυκνώνει  την γενικότερη αίσθηση που διαπνέει τα διηγήματα της συλλογής. Μία συλλογή με τοπία ψυχομετρίας και  τραχιά πορτραίτα ανθρώπων με φανερές, ωστόσο, τις λειασμένες άκρες τους. Δεκατρία σκοτεινά παραμύθια για ενηλίκους με σφοδρή, γεμάτη αυτοπεποίθηση, γραφή χωρίς κανένα συγκινησιακό επίθετο (τι επίτευγμα!), μα παρ' όλα αυτά, πλήρους διαβροχής συναισθημάτων. Συμπεριλαμβανομένου και του δικού μου ενθουσιασμού που διάβαζα ένα τέτοιο βιβλίο, ένα βιβλίο που στέκεται μακριά από μανιερισμούς, τυποποιήσεις και συρμούς. Τextpocalypse στην κυριολεξία.









Σημειώσεις: Η φωτογραφία του τίτλου είναι από τον Νίκο Παππά για την ελληνική Vogue. Το εικαστικό είναι η σπουδή Wing of a European Roller του Albrecht DürerΗ ασπρόμαυρη φωτογραφία είναι Η Χειρονομία της Donata Wenders ενώ η κατασκευή με το μπαλόνι της κυπρίας εικαστικού Λευκής Σαββίδου. Στο τέλος, ένα ντεκολάζ του Jacques Villeglé από την περιοδική έκθεση Nouveau Réalisme του μουσείου Β&Ε Γουλανδρή, το Arcueil (1971) / Μπορείτε να δείτε την παρουσίαση του βιβλίου εδώ.

 

 ΥΓ.: Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο τεύχος 135 (Οκτωβρίου 2Ο22) του The Books' Journal – της έγκριτης επιθεώρησης για το βιβλίο, με επιπλέον κείμενα παρεμβάσεων για τα γράμματα, τις τέχνες, τις ιδέες, την πολιτική, την επιστήμη.  Στην παρούσα αναδημοσίευση έχει προστεθεί η φράση "σε ένα πρώτο επίπεδο" στην όγδοη παράγραφο.

Τρίτη 18 Απριλίου 2023

 

 


 

Sheer Living

  

 

Μία ταινία που δεν ακούστηκε σχεδόν καθόλου στα φετινά βραβεία της Αμερικανικής Ακαδημίας αν και είχε προταθεί  για δύο. Το ένα ήταν για το Σενάριό της που έγραψε ο νομπελίστας Kazuo Ishiguro. Για την ακρίβεια, ο Ισιγκούρο διασκεύασε το σενάριο του Akira Kurosawa για το Ikiru  το οποίο με την σειρά του είχε βασιστεί στη νουβέλα "Ο θάνατος του Ιβάν Ίλιτς" του Λ. Τολστόι που θεωρείται πλέον αριστούργημα. 

Το Living, που σκηνοθέτησε ο Oliver Hermanus, δεν έχει συναρπαστικά τοπία με αγαπησιάρικα ζωάκια, ούτε χαμούς και περιπέτειες, δράματα τεραστίων διαστάσεων και μουσικών υπερβολών. Μόνο έναν μοναχικό, άχρωμο κι άγευστο –πόσο εύγλωττο το κοστούμι του– ανώτερο δημόσιο υπάλληλο. Ο οποίος υπάλληλος ζει στο Λονδίνο, στις αρχές της δεκαετίας του 195Ο, και κάποια στιγμή μαθαίνει πως έχει μόνον λίγους μήνες ζωής μπροστά του. Κι αποφασίζει να αρχίσει να ζει. Και καταβάλει φιλότιμες προσπάθειες. Συνειδητοποιεί, όμως, πως δεν ξέρει τον τρόπο κι έτσι  στρέφει τις προσπάθειές του στο να κάνει ευτυχισμένους τους άλλους. 

Έχει, ωστόσο, μια στοχαστική δυναμικότητα, γνήσια συγκίνηση (όχι μελοδραματικούς εκβιασμούς του συναισθήματος) και μία εντυπωσιακή χαμηλών τόνων ερμηνεία από τον Bill Nighy  που, αν και δεν κέρδισε το Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου για το οποίο προτάθηκε (η δεύτερη υποφηφιότητα της ταινίας), απέσπασε ήδη δύο άλλα, πολύ σημαντικά, βραβεία: του London Film Critics' Circle και του Los Angeles Film Critics Association.

Έχει, επίσης, αρκετά μικρότερη διάρκεια από την πρωτότυπη ταινία – 1ώ 42λ που κυλούν αβίαστα και με ρυθμό. Η ελληνική απόδοση του τίτλου είναι άστοχη κι ανέμπνευστη, αυτό όμως είναι κάτι που θα ξεχάσετε από τα πρώτα κιόλας λεπτά της ταινίας – θα σας απορροφήσει. 




·






Κυριακή 16 Απριλίου 2023

 





Ευχές

για

 

Καλό Πάσχα!








Σημείωση: Το εικαστικό είναι λεπτομέρεια της Άνοιξης (1894) του  Lawrence Alma-Tadema.

Παρασκευή 14 Απριλίου 2023






νυνὶ δὲ μένει 

πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη,

τὰ τρία ταῦτα·

 


μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη

 

 

 

 

 

 

Σημείωση: Ο πιο πάνω στίχος είναι ο καταληκτικός του Ύμνου της Αγάπης του Αποστόλου Παύλου από την Επιστολή Α' προς Κορινθίους ( κεφ. ιγ' στίχος 13 ) που θεωρώ πως συνοψίζει την αίσθηση της Μεγάλης Παρασκευής.

Κυριακή 9 Απριλίου 2023

 

 

 

 

 

Palm Sunday

     

 


 

( ... )


When we come to it
We must confess that we are the possible
We are the miraculous, the true wonder of this world
That is when, and only when
We come to it.











Σημειώσεις: Το απόσπασμα είναι από το ποίημα  "A Brave and Startling Truth" που έγραψε η Maya Angelou το 1995 αποκλειστικά για την 50η Επέτειο του Ο.Η.Ε. Δείτε και ακούστε την να το διαβάζει εδώ. / Το εικαστικό είναι η πίσω όψη του πορτραίτου της Ginevra de' Benci από τον Leonardo da Vinci. Κυριακή των βαΐων σήμερα και σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας χρησιμοποιούνται ως "βάγια" διάφορα είδη φυτών. Η δάφνη και η μυρτιά είναι τα πιο συνηθισμένα, πιθανώς λόγω της συχνής παρουσίας τους, του ότι είναι αειθαλή και κυρίως λόγω της ευωδιάς τους. Σπάνια χρησιμοποιείται και ο φοίνικας ο οποίος ωστόσο, είναι η επικρατούσα άποψη – στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, όπου προσδιορίζεται το ποιά βάγια πήρε ο όχλος για να προϋπαντήσει τον Ιησού, γράφεται "τα βάγια των φοινίκων" που παλιά συμβόλιζαν τη βασιλική δόξα.

Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2023

 

 

 

Masquerade On

 

 

 


"Αν γενικεύσωμε το ένστικτο του παιγνιδιού, τόσο βαθύ σ' όλα τα ζώα, αν κάμωμε για λίγες ημέρες θεσμό τη μίμησι, την ακαταμάχητη αυτή δύναμι, το καρναβάλι όχι μόνον θα μας φανή απαραίτητο, μα θα απορήσωμε που κρατεί τόσο λίγο. Το καρναβάλι της Βενετίας διαρκούσεν έξη μήνες. Οι τρεις λοιπόν εβδομάδες που διαθέτομε για τη φαντασμαγορία και την κωμωδία, δεν αρκούν. Είνε ένα δόκανο που στήνει η πραγματικότητης για να μας ξαναπιάση αμέσως μόλις της ξεφύγωμε. Και δυό μόνο τρόπους βρήκεν ο άνθρωπος για να ξεφύγη. Ο πρώτος είνε η θεία μαρκαράτα του ονείρου και της φαντασίας. Ο δεύτερος περιορίζεται στον πλανήτη μας, στην περιοχή του ματιού, στην ικανότητα της ραπτικής και στις λίγες ημέρες του Τριωδίου. Και στις δυό αυτές πλάνες είμαστε οπωσδήποτε κερδισμένοι αφού ικανοποιούμε το ακαταμάχητο ένστικτο του παιγνιδιού. Ο άνθρωπος παίζει όπως όλα τα ζώα. Παίζει με τον εαυτό του, με το είδος του, με τη σοβαρότητά του. Παίζει με την τραγικήν αδυναμία που έχει για ν' αλλάξη κατάστασι και μορφή. Το καρναβάλι είνε το χιούμορ του. Μ' αυτό παίρνει στο ψηλό εκείνο που δε μπορεί να μεταβάλη: την ιστορία, την κοινωνία, τη φύσι και την αιωνιότητα. Η χάρτινη μύτη του λαϊκού ανθρώπου στο δρόμο ή το κωμικό μουστάκι του είνε μιά κριτική της δημιουργίας. Η μάσκα του εκδηλώνει θυμούς και πόθους: Μιμείται εκείνο που του λείπει. Κοροϊδεύει εκείνο που έχει. Οι ζωντανές γελοιογραφίες του δρόμου, τα τέρατα που δημιουργεί με το πρόχειρο μασκάρωμά του ο λαός, τέρατα σαν εκείνα που σκαλίζει στους σουγιάδες του, στις πίπες του και στις κασέλες του, γρύπες και παραμύθια, είνε η κωμωδία χυμένη στο δρόμο, χωρίς κανόνες, χωρίς περιορισμούς, χωρίς κριτική, ευκολονόητη, ελεύθερη και αθάνατη."

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σημείωση: Με αφορμή το άνοιγμα του Τριωδίου, σήμερα, άντλησα το πιο πάνω απόσπασμα από άρθρο του Ζαχαρία Παπαντωνίου με τίτλο "Το καρναβάλι ως δίαιτα" που δημοσιεύτηκε σε εφημερίδα της εποχής και συμπεριλαμβάνεται στον μικρό τόμο "Σχεδιάσματα" (Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1977) – η πρώτη προσπάθεια να συγκεντρωθεί σε βιβλίο το τόσο αξιόλογο και πλούσιο "άλλο" έργο του συγγραφέα που είναι ευρύτατα γνωστός για το παιδικό μυθιστόρημά του "Τα Ψηλά Βουνά", το οποίο εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 1918 ως αναγνωστικό της Γ' Δημοτικού στο πλαίσιο της Γλωσσοεκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης του Ελ. Βενιζέλου το 1917 που εισήγαγε τη δημοτική γλώσσα στο Δημοτικό Σχολείο. Ωστόσο, ο Ζ.Π., εκτός από συγγραφέας παιδικών μυθιστορημάτων, υπήρξε λογοτέχνης, ποιητής, πολιτικός (είχε διοριστεί νομάρχης τεσσάρων διαφορετικών περιοχών), διηγηματογράφος, κριτικός τέχνης και εκλεγμένο μέλος της Ακαδημίας Αθηνών ενώ εργάστηκε ως δημοσιογράφος. / Το απόσπασμα διατηρεί την ορθογραφία του πρωτότυπου, όχι όμως και τον τονισμό. // Το εικαστικό είναι το "Grand Carnival Ostendais" (1934) του γάλλου σουρεαλιστή Félix Labisse

Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2023

 


 

 


Όχι Ντίκενς



...στην χριστουγεννιάτικη περίοδο που μας πέρασε, αν και είχα προοπτικές δύο μεγεθών – μία ολιγοσέλιδη των γιορτών και μία κλασική πολυσέλιδη. Κι αυτό γιατί θέλησα να αναπληρώσω τον ελάχιστο αριθμό παιδικών βιβλίων που διάβασα το 2Ο22. Κι έτσι άρχισα με κάποιον που ο βρετανός συγγραφέας εκτιμούσε και με τον οποίο είχαν κοινές θεματικές: απεικονίσεις των φτωχών και των μη προνομιούχων, ανθρώπων των κατώτερων κοινωνικών τάξεων που είχαν συχνά δύσκολες ζωές προσπαθώντας να ανταπεξέλθουν στις συνθήκες που επέβαλε η Βιομηχανική Επανάσταση του 19ου αι. και την άθλια επιβίωσή τους. Η συμπάθεια για τα παιδιά και η εξιδανίκευση της αθωότητας της παιδικής ηλικίας είναι ακόμη δύο στοιχεία της θεματολογίας που ο Ντίκενς μοιράζονταν με τον δανό παραμυθά Hans Christian Andersen.

Ωστόσο, στις τρεις ιστορίες του τομιδίου "Η φιλοσοφική λίθος και άλλες ιστορίες" (μτφρ & εισαγωγή Θεοδώρας Πασαχίδου – Αιώρα, 2Ο16) ο Άντερσεν μιλά για διαφορετικά πράγματα: το παράδοξο της λογικής πλάνης και την δύναμη να πηγαίνεις κόντρα στο ρεύμα χωρίς να υπολογίζεις τις συνέπειες, στο δημοφιλές "Ο βασιλιάς είναι γυμνός". Την αμετροέπεια ενός τριαντάφυλλου που δεν καταδέχεται να ανθίσει για χάρη ενός αηδονιού και καταλήγει αποξηραμένο στις σελίδες του βιβλίου ενός ταξιδευτή, στο σχεδόν άγνωστο "Ένα τριαντάφυλλο από τον τάφο του Ομήρου" – παραμύθι που γράφτηκε τον επόμενο χρόνο της επίσκεψης του Άντερσεν στην Ελλάδα, την άνοιξη του 1841, και απηχεί την νοσταλγία του Δανού για μια χώρα που του ασκούσε μεγάλη γοητεία. 

Πολύ πριν από την J. K. Rowling, η ιδέα ενός υλικού που μετατρέπει όλα τα μέταλλα σε χρυσό ενώ στον άνθρωπο χαρίζει την αθανασία εμπνέει τον Χ. Κ. Άντερσεν. Στο τρίτο παραμύθι του βιβλίου, το "Η φιλοσοφική λίθος", βάζει τέσσερα αδέρφια στην περιπέτεια της ανακάλυψης της πολύτιμης λίθου για να μιλήσει για την επιμονή να κυνηγάς ένα όνειρο παρά τους κινδύνους και τις μειονεξίες. 

Αν και ρομαντικός ο Άντερσεν, που εκτός από παραμυθάς υπήρξε επίσης συγγραφέας μυθιστορημάτων, θεατρικών έργων, ταξιδιωτικών πεζογραφημάτων και ποιητής, ήταν ρεαλιστής.  Κι αν αξίζει να διαβαστούν οι ιστορίες του σήμερα είναι γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο: χωρίς εκθαμβωτικά σκηνικά και πολύπλοκες υπερ-φανταστικές καταστάσεις δραματοποιεί τα σπουδαία θέματα της τέχνης –αγάπη, απώλεια, θάνατο, παιδική ηλικία, ο θρίαμβος του καλού–, με τρόπο που μπορεί να τα κατανοήσει ένα παιδί, χωρίς να κουράζεται το μυαλό ενός ενήλικα.    





Σημείωση: Το σκίτσο αντλήθηκε από το Prospect.

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2023

 





Μέγα Μουσείο

 


Το περιοδικό The Economist, σε πρόσφατο άρθρο του, έχει αφιέρωμα στο νέο αρχαιολογικό μουσείο της Βεργίνας που άνοιξε στις 19 Δεκεμβρίου. Στο άρθρο, η διευθύντρια του μουσείου Αγγελική Κοτταρίδη αναφέρεται σε λεπτομέρειες που δίνουν μία νέα προοπτική για την τροχιά της αρχαίας ιστορίας και τα κληροδοτήματα της αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Κατ’αρχάς, η κ. Κοτταρίδη, η οποία έχει περάσει μια ζωή σκάβοντας τον αρχαιλογικό χώρο στην Βεργίνα, προτιμά το αρχαίο όνομα του τόπου –Αίγαι– που σημαίνει κατσίκες, οι οποίες υπάρχουν ακόμα σε αφθονία στην περιοχή, ένα μέρος που ήταν εντελώς άσημο μέχρι που άρχισαν να αναδύονται θησαυροί από την υγρή γη του, πριν από περίπου μισόν αιώνα.

Ως 20χρονη φοιτήτρια, η κ. Κοτταρίδη έγινε μάρτυρας μιας συγκλονιστικής στιγμής για την αρχαιολογία: την ανακάλυψη ενός βασιλικού τάφου, το 1977, με χρυσά τεχνουργήματα και όμορφες τοιχογραφίες, τον οποίο ο μέντοράς της Μανόλης Ανδρόνικος, με αμφιλεγόμενο τρόπο στην αρχή, προσδιόρισε ως ταφικό μνημείο του Φιλίππου Β' της Μακεδονίας. Έχοντας κληρονομήσει την δέσμευση του Ανδρόνικου, η κ. Κοτταρίδη και η ομάδα της έχουν έκτοτε φέρει στο φως ένα βασιλικό ανάκτορο τρεις φορές το μέγεθος του Παρθενώνα, δεκάδες ακόμη βασιλικούς τάφους και πάνω από 1.000 κοινούς, όπως κι ένα θέατρο που πρέπει να ήταν ο τόπος δολοφονίας του Φιλίππου κατά τη διάρκεια μιας γαμήλιας γιορτής το 336 π.Χ.

Τον Φίλιππο διαδέχθηκε ο 20χρονος γιος του, Αλέξανδρος και τα υπόλοιπα είναι παγκόσμια ιστορία: όταν το 323 π.Χ. πέθανε, ο Μέγας Αλέξανδρος είχε διοικήσει μια αυτοκρατορία που εκτεινόταν από την Αίγυπτο μέχρι το Hindu Kush. Παρά τη συντομία της, η ηγεμονία του μεγάλου στρατηλάτη ήταν πάντα σεβαστή. Τούρκοι, Άραβες και Πέρσες τον αποκαλούν Iskander, ένα δημοφιλές όνομα που δίνονταν σε ανθρώπους και τόπους. Μια έκθεση που τρέχει τώρα στη Βρετανική Βιβλιοθήκη στο Λονδίνο αποδεικνύει αυτή την δημοφιλία στο πέρασμα του χρόνου, εκθέτοντας τους πολλούς τρόπους με τους οποίους έχει ειπωθεί η ιστορία του Αλεξάνδρου, από τα μεσαιωνικά χειρόγραφα έως τα σύγχρονα κινούμενα σχέδια.



 

Το ολιστικής φιλοσοφίας Πολυκεντρικό Μουσείο Αιγών εξερευνά τα επιτεύγματα της οικογένειας του Μεγάλου Αλεξάνδρου τα οποία, λέει η κ. Κοτταρίδη στον συντάκτη του άρθρου Bruce Clark, ξεπέρασαν κατά πολύ την κατάκτηση εδαφών. Η πρωτεύουσα της αρχαίας Μακεδονίας, εξηγεί, ήταν το πρωτότυπο ενός είδους αστικού πολιτισμού που αργότερα επεκτάθηκε από το Μαγκρέμπ μέχρι την Κεντρική Ασία.

Το έργο της κ. Κοτταρίδη και το μουσείο αμφισβητούν τις συμβατικές απόψεις της αρχαίας ιστορίας και εγείρουν εύστοχα ζητήματα σχετικά με τα κληροδοτήματα της αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Για την κ. Κοτταρίδη, δύο πτυχές της ιστορίας του μονάρχη είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες. Η πρώτη, η αποτελεσματικότητα με την οποία ο Φίλιππος δημιούργησε μια εξελιγμένη κοινωνία που βασιζόταν στην εγχρήγματη συναλλαγή από μια ομάδα άξεστων βοσκών. Όπως είπε κάποτε ο Αλέξανδρος στους στρατιώτες του, στην περίφημη ομιλία του στην Ώπη, ο πατέρας του «...βρήκε μια φυλή από εξαθλιωμένους περιπλανώμενους, ντυμένους κυρίως με προβιές, να ταΐζουν λίγα πρόβατα… Σας έκανε κατοίκους πόλεων, σας έφερε νόμους, σας εκπολίτισε.»

Η δεύτερη είναι ο τρόπος με τον οποίο η ταχεία αστικοποίηση του είδους που υποστήριζε ο Φίλιππος επαναλήφθηκε σε ολόκληρο τον λεγόμενο ελληνιστικό κόσμο – με άλλα λόγια, σε όλα τα διάδοχα κράτη, επιρρεασμένα από το ελληνικό στοιχείο, στα οποία αποσυντέθηκε η αυτοκρατορία του Αλεξάνδρου. Οι Μακεδόνες κατακτητές, λέει η κ. Κοτταρίδη, κληροδότησαν μια χαρακτηριστική μορφή αστικής κοινωνίας: όχι τόσο δημοκρατική ή ηγεμονική όσο η Αθήνα της Χρυσής Εποχής, αλλά προικισμένη με θεσμούς που λειτουργούσαν καλά, άφθονες δημόσιες υποδομές και μια αστική αγωγή στην οποία άνθρωποι πολλών γλωσσών και θρησκειών μπορούσαν να συμμετάσχουν. Όπως το θέτει ένα panel στο νέο μουσείο, οι αποστολές του Αλεξάνδρου «θα μεταμόρφωναν την από αρχαιοτάτων χρόνων σύγκρουση μεταξύ Ευρώπης και Ασίας στην πιο δημιουργική σύνθεση και συνύπαρξη πολιτισμών που είχε δει ποτέ ο κόσμος».

Η τροχιά της αρχαίας ιστορίας συνήθως σκιαγραφείται πολύ διαφορετικά, γράφει το άρθρο. Η εστίαση είναι γενικά στις ελληνικές πόλεις-κράτη που άκμασαν στον πέμπτο και τις αρχές του τέταρτου π.Χ. αιώνα: η Αθήνα πρωτίστως, αλλά και η Κόρινθος, η Θήβα και η φιλοπόλεμος Σπάρτη. Από αυτή την προοπτική, η άνοδος του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου, που υπέταξαν τις νότιες ελληνικές πόλεις, ήταν μια ανάστροφη κίνηση. Κατά την άποψη της κ. Κοτταρίδη, οι ελληνικές πόλεις-κράτη είχαν εξαντληθεί από τις εσωτερικές μάχες και οι κοσμοπολίτικες πόλεις που αναπτύχθηκαν μετά τον Αλέξανδρο αντιπροσώπευαν μια πρόοδο. Οι ελληνιστικές πόλεις, λέει, έπαιξαν ζωτικό ρόλο στη διαμόρφωση του σημερινού θρησκευτικού κόσμου, ως κόμβοι του πρώιμου χριστιανισμού και, αναμφισβήτητα, του βουδιστικού πολιτισμού, επίσης. Για παράδειγμα, οι Ινδο-Έλληνες βασιλιάδες που κυριαρχούσαν στο χώρο που σήμερα είναι το πακιστανικό Παντζάμπ, όχι μόνο ασκούσαν τον Βουδισμό, αλλά διέδιδαν ενεργά αυτή την πίστη και την καλλιτεχνική της έκφραση.


 

Για να βοηθήσει τους επισκέπτες να αντιληφθούν αυτό το πλαίσιο, το μουσείο παρουσιάζει γιγαντιαία βίντεο τα οποία, στραμμένα προς την ανατολή, δείχνουν υλικό από αρχαία ερείπεια της ελληνιστικής περιόδου στο Λεβάντε. Αυτό είναι το πρώτο βήμα, λέει η κ. Κοτταρίδη, για τη συναρμολόγηση μιας τεράστιας ψηφιακής έκθεσης για την ελληνιστική εποχή. Ανάμεσα στα όπλα, τα κοσμήματα και τα σκεύη, το καλύτερο ίσως φυσικό τεχνούργημα είναι ένα γλυπτό της μητέρας του Φιλίππου, της βασίλισσας Ευρυδίκης, ντυμένης με μακρύ χυτό ένδυμα που κυματίζει. Ως πρότυπο για την απεικόνιση βασιλισσών ή γυναικείων θεοτήτων, αυτή η καλλιτεχνική μορφή επαναλαμβάνεται ευρέως, κυρίως στις απεικονίσεις της Παναγίας. Η εσωτερική αυλή του μουσείου, όπου βρίσκονται πολλά αυθεντικά αρχαία τμήματα, είναι μια ακριβής αναπαραγωγή του επάνω ορόφου του βασιλικού ανακτόρου, ο κοντινός χώρος του οποίου θα ανοίξει σύντομα για το κοινό.








Σημείωση: Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στις Ο8.Ο1.2Ο23  στην ιστοσελίδα του The Books' JournalΣτο προλόγισμά του ο Ηλίας Κανέλλης, εκδότης του TBJ κι έγκριτος δημοσιογράφος, αναφέρει πως το νέο κεντρικό κτίριο του Πολυκεντρικού Μουσείου των Αιγών αποτελεί τη νέα είσοδο του αρχαιολογικού χώρου και μια «πύλη» στην ιστορία των Μακεδόνων βασιλέων. Είναι, επίσης, μια νοερή «είσοδος» στην εποχή της ελληνιστικής οικουμένης και ταυτόχρονα ένας προθάλαμος του αρχαιολογικού πάρκου της Βεργίνας. // Στην πρώτη φωτογραφία είναι μία όψη του νέου μουσείου κι αντλήθηκε τυχαία από το διαδίκτυο. Στην δεύτερη, μία λεπτομέρεια του Μωσαϊκού του Αλεξάνδρου. Στην τρίτη φωτογραφία, η Αγγελική Κοτταρίδη.