Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014








The single moment




Αν και το διάβασα πριν από μέρες, ακόμη δεν μπορώ να αποφασίσω αν η συλλογή των έξι διηγημάτων της πρωτοεμφανιζόμενης Ελεάννας Βλαστού μου άρεσε ή όχι. Το ολιγοσέλιδο "Εξαφανίσεις" (Πόλις, 2013) είναι ένα όμορφο βήμα με σύγχρονο ύφος, ιδιαίτερη οπτική εστίαση και χαμηλούς τόνους. Ωστόσο, μου δημιούργησε κάποια αμηχανία. 

Στο πρώτο διήγημα, μία ηλικιωμένη, "η τελευταία ερωτευμένη χήρα πανευρωπαϊκά" όπως αυτοχαρακτηρίζεται η αφηγήτρια, συνδιαλέγεται με τον από χρόνια νεκρό σύζυγό της. Στην πραγματικότητα, είναι ένας μονόλογος από εκείνους που συνηθίζουν οι γιαγιάδες και που, στην συγκεκριμένη περίπτωση την παρασύρει και θέτει σε κίνδυνο την ζωή της - βάζει το φαγητό στο φούρνο και μέχρι να γίνει, βγαίνει για ψώνια. Αργεί όμως και η φωτιά που θα προκληθεί καταστρέφει το φαγητό, το δωμάτιο και κάθε όριο χώρου και χρόνου. Ο χρόνος καταλύεται και στον "Δότη", το δεύτερο κατά σειρά διήγημα, όπου ένας δότης σπέρματος σχολιάζει με δηκτικό τρόπο τις προσπάθειες των ζευγαριών να αποκτήσουν παιδί καθώς και το "σύστημα Τεκνοποίησης" πίσω από την βιτρίνα ενός ιατρείου. Η μοναξιά της ανούσιας ζωής του μπερδεύονται με τις παιδικές αναμνήσεις του στο κενό μιας απορίας που θα μείνει αναπάντητη - πόσα από τα παιδιά που κυκλοφορούν εκεί έξω είναι δικά του;

Στο "Ένα αγόρι", ο Α. μεγαλώνει δίχως την μητέρα του που εξαφανίστηκε όταν ήταν οκτώ χρονών. Ο πατέρας του δεν μπορεί, και ούτε καν προσπαθεί, να αναπληρώσει την απουσία της κι έτσι, ο μικρός μετατρέπεται σε έναν ενήλικα εθισμένο στο κυνήγι του ταξιδιού και της περιπέτειας και των έντονων σχέσεων, μην μπορώντας να δεσμευτεί σε μία ουσιαστική. "Ο θάνατος του πατέρα του στάθηκε η αφορμή για πένθος. Για ένα τριπλό πένθος. Κατάλαβε ξαφνικά το αυτονόητο, ότι η Ο. δεν ακολουθούσε κανένα σχέδιο, απλώς είχε φύγει από τη ζωή του, όπως ακριβώς η μητέρα και ο πατέρας του."  Τακτοποιώντας το πατρικό του, θα βρει ένα σημείωμα του πατέρα του. "Εκείνο το σημείωμα, το μοναδικό τεκμήριο του ψύχραιμου πόνου, έσπασε με θόρυβο την σιωπή μέσα στην οποία είχε επιλέξει να ζει τόσα χρόνια."

Σ
το κατώφλι των σαράντα, η Μαρίνα βρίσκεται σε αξιέξοδο. Στην κηδεία ενός πρωτοκλασάτου στελέχους της Εθνικής Τράπεζας αρχίζει άθελά της να ανακαλεί την σπαταλημένη ζωή της, τον ματαιόδοξο αριβισμό της και την "εξαφάνιση ενός μυαλού", του δικού της - αριστούχος πανεπιστημίου με σημαντικά όνειρα για καριέρα και τον δρόμο εξίσου ευοίωνο μπροστά της για να προχωρήσει, τα εγκαταλείπει όλα για την ευκολία και την -τότε- λάμψη του Δημοσίου.   Οι συνέπειες της υπερβολικής έκθεσης σε εκείνη την λάμψη γίνονται αισθητές στο γλυκόπικρο "Για πάντα", το πιο αντιπροσωπευτικό της σημερινής κατάστασης  διήγημα που βασίζεται σε αντικείμενα - έναν ζωγραφικό πίνακα, έναν ασημένιο δίσκο σερβιρίσματος, μία χρυσή πένα, τα οικογενειακά κοσμήματα. Αγαπημένα αντικείμενα που φέρνουν πάνω τους το παρελθόν των κατόχων τους σχεδόν ολοζώντανο - τα παιδικά χρόνια στην Αγγλία, η εισβολή στην Κύπρο και η προσφυγή στην Αθήνα, "ένας γάμος που ευοδώθηκε, μερικοί βαφτισμένοι χριστιανοί, μια επιθυμία ανεκπλήρωτη, το τεκμήριο ενός έρωτα." Όλα αυτά τα κομμάτια ζωής πρέπει τώρα να μπουν ενέχυρα για να διευκολυνθεί το παρόν. "Τώρα πια έμαθε ότι ούτε η ανάμνηση ούτε η αναπαράσταση αντικαθιστούν πιστά την πραγματικότητα."

"Τα χαρούμενα σπίτια" είναι μία ακόμη ανάμνηση του παρελθόντος που εισβάλλει στο παρόν. Στο τελευταίο διήγημα της συλλογής, η αφηγήτρια καλείται να διακοσμήσει ένα παιδικό δωμάτιο που της θυμίζει την δική της θλιβερή παιδική ηλικία όταν ο πατέρας της την κακοποιούσε σεξουαλικά. Η ειρωνική τούτη αναπαράσταση θα πάρει τέλος όταν η αφηγήτρια θα αρνηθεί να αναλάβει την δουλειά.


Προσπαθώντας να προσδιορίσω τι είναι αυτό που μου προκάλεσε αμηχανία όσο διάβαζα το βιβλίο, μου ήρθε στο νου ο ορισμός που δίνω στους μαθητές μου όταν τους εξηγώ το "realize". "When you understand something suddenly" - αυτό ακριβώς είναι που απαθανατίζει με την γραφή της η συγγραφέας: τη στιγμή που οι ήρωές της συνειδητοποιούν την αναπόδραστη μοναξιά τους, την αδυναμία τους, την εγκατάλειψη, την στέρηση, την ψυχική απόσταση που τους χωρίζει από τον γονιό, τον σύντροφο, την επιθυμία, την πραγματικότητα.  Τα διηγήματα της Βλαστού φωτίζουν διακριτικά τα μπορχεσιανά δευτερόλεπτα που μας χαράζουν εσωτερικά κι αυτό την διαφοροποιεί από τις μέχρι τώρα πεζογραφικές αποτυπώσεις της οικονομικής κρίσης. Ευνοϊκό σημάδι τούτο για μία πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέα, που δεν επενδύει στην υπερβολή, την εκβιασμένη ανατρεπτικότητα, ή την πολυπλοκότητα μιας αφήγησης για να εντυπωσιάσει. 
 

Η αμηχανία μου, ωστόσο, παραμένει. Αρχικά, για τον τίτλο του βιβλίου που νομίζω πως δεν αντικατοπτρίζει το πνεύμα του καθώς μόνο στα δύο από τα έξι διηγήματα εξαφανίζονται πράγματι άνθρωποι. Κι έπειτα, για την φανερή διακειμενικότητα της συγγραφέως. Η βιβλιοφιλία της είναι ευδιάκριτη στον άνετο χειρισμό της γλώσσας, στην συμπύκνωση και στη στέρεη δομή των κειμένων της, στα ενδιαφέροντα κλεισίματα των διηγημάτων. Όμως, "το να χρησιμοποιήσεις τα λόγια κάποιου μια φορά εμπλουτίζεις τον λόγο σου. Όταν το κάνεις πολλές φορές, είναι σαν να μην έχεις δική σου φωνή" μας έλεγαν κάποτε στο φροντιστήριο - ιδιαίτερα  το "Ένα αγόρι", αν κι έξυπνο στην σύνθεσή του, μου φάνηκε σαν κάποιο είδος μεταγραφής των θαυμάσιων "Σανδαλιών" του Jorge Semprún.

Οι "Εξαφανίσεις" είναι έντονα μελαγχολικές.
  Η λιτή γραφή της Ελεάννας Βλαστού και ο δυναμικός ρυθμός των κειμένων δίνουν ένταση σε τούτα τα μικρά κείμενα/σφηνάκια μοναξιάς και ματαίωσης. Εξ ού και το χαμηλόφωνο της γραφής το οποίο σε καμμία περίπτωση δεν σηματοδοτεί κάτι άνευρο ή αδιάφορο. Ας μην ξεχνάμε πως τις πιο πολλές φορές, τα λίγα και μετρημένα λόγια κι όχι ο θορυβώδης συνωστισμός λέξεων και περιγραφών μάς πηγαίνουν παρακάτω - και ως αναγνώστες και ως ανθρώπους. Ελπίζω και ως συγγραφείς. 





Σημείωση: Η φωτογραφική σύνθεση είναι από το εξώφυλλο του βιβλίου, έχει τίτλο Spaghetti (1994) και ανήκει στον Πάνο Κοκκινιά.

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014









Η επιφάνεια του
διαφορετικού

 


Πέρα από την φαινομενική απλότητα που χαρακτηρίζει το νεανικό μυθιστόρημα "Θαύμα" (μτφρ. Μαρίζας Ντεκάστρο - Παπαδόπουλος, 2013), τίποτα απ' όσα περιγράφει η R.J.Palacio σε τούτο το πρώτο της βιβλίο δεν είναι απλό - η συνύπαρξη δεν ήταν ποτέ κάτι μονοδιάστατο, πόσο μάλλον δε η συνύπαρξη με κάποιον τόσο διαφορετικό όσο ο Αύγουστος -Όγκι- Πούλμαν, ο πρωταγωνιστής του.

Ο Όγκι γεννήθηκε με παραμορφωμένο πρόσωπο λόγω ενός σπάνιου συνδυασμού εξίσου σπάνιων ιατρικών συνδρόμων. Δέκα χρόνια και είκοσι επτά εγχειρήσεις μετά, το πρόσωπό του παραμένει εξαιρετικά δύσμορφο. Γι' αυτό οι γονείς του δεν μπορούν να αποφασίσουν αν πρέπει να τον στείλουν σχολείο ή να συνεχίσουν να τον διδάσκουν στο σπίτι - η Ίζαμπελ επιμένει να πάει για να βγει από το "κουκούλι" τους ενώ ο Νέιτ δεν θέλει γιατί τον θεωρεί πολύ ευάλωτο. Αν και αρνητικός στην αρχή, ο Όγκι αποφασίζει τελικά να πάει σχολείο μετά την συνάντησή του με τον γυμνασιάρχη και τα τρία "πρωτάκια" σαν κι αυτόν που τον ξεναγούν στις εγκαταστάσεις - τον Τζακ Ουίλ, την Σάρλοτ και τον Τζούλιαν. Το μυθιστόρημα ξεκινά μία εβδομάδα πριν την έναρξη της Α' γυμνασίου και ο Όγκι, που είναι ο κύριος αφηγητής στα τρία από τα οκτώ κεφάλαια του βιβλίου, μας μιλά σε πρώτο πρόσωπο για όσα του συμβαίνουν καθώς προχωρά η χρονιά - αν και οι δάσκαλοί του είναι υποστηρικτικοί, οι συμμαθητές του τον παραγκωνίζουν και τον απομονώνουν.

"Αν έβρισκα ένα μαγικό λυχνάρι και μπορούσα να κάνω μια ευχή, θα ευχόμουνα να είχα ένα κανονικό πρόσωπο που να μην ξεχωρίζει. Θα ευχόμουνα να μπορούσα να περπατάω στο δρόμο και να μην με  κοιτάζουν οι άνθρωποι κι αμέσως μετά να κάνουν πως δε με είδαν. Να τι σκέφτομαι: Ο μοναδικός λόγος που δεν είμαι συνηθισμένος είναι επειδή κανένας άλλος δε με βλέπει έτσι.
   Πάντως έχω συνηθίσει τώρα πια να είμαι όπως είμαι. Ξέρω να υποκρίνομαι ότι δεν καταλαμβαίνω τις γκριμάτσες που κάνουν οι άνθρωποι γύρω μου. Όλοι το ξέρουμε αυτό το κόλπο: εγώ, η μαμά κι ο μπαμπάς μου, και η Όλι. Όχι, το παίρνω πίσω: η Όλι δεν τα καταφέρνει και πολύ καλά. Θυμώνει στ' αλήθεια όταν μου φέρονται άσχημα. (...) Δεν θα σας περιγράψω πώς μοιάζω. Ό,τι και να φαντάζεστε, η πραγματικότητα είναι χειρότερη."
 


Στα υπόλοιπα πέντε κεφάλαια την αφήγηση αναλαμβάνει κι από ένα διαφορετικό πρόσωπο: η Ολίβια, ή Όλι, η αδερφή του Όγκι αφηγείται τις δικές της δυσκολίες που αντιμετωπίζει καθώς πηγαίνει στην 1η Λυκείου και το απότομο ξύπνημα της εφηβείας των φιλενάδων της την κάνει να νιώθει μόνη και χαμένη στο καινούργιο περιβάλλον. Όλο αυτό, όπως είναι φυσικό, επηρρεάζει για ένα φεγγάρι και την σχέση της με τον Όγκι. Η μιγάδα Σάμερ με την οποία ο Όγκι μοιράζεται από το τραπέζι της καντίνας του σχολείου μέχρι τις σχολικές εργασίες, διηγείται το πως πλησίασε τον Όγκι την πρώτη μέρα της χρονιάς και πως συνεχίζει σταθερά να είναι η καλύτερη φίλη του και να του συμπαραστέκεται με την ίδια πάντα φυσικότητα και ειλικρίνεια. Ο Τζακ Ουίλ, λέει για το πως άλλαξε γνώμη και από αγγαρεία, ο Όγκι έγινε ο κολλητός του. Λέει επίσης και το πως έπεσε θύμα του δημοφιλούς Τζούλιαν, γόνο πλουσίων γονιών που μοιάζει και συμπεριφέρεται σαν να βγήκε από τηλεοπτική διαφήμιση. Ο Τζούλιαν υποκρίνεται τον φίλο του Όγκι αλλά στην πραγματικότητα, με κάθε ευκαιρία που βρίσκει τον προσβάλει και στρέφει τους άλλους εναντίον του - οργανώνει την "Πανούκλα" (ένα παιχνίδι όπου όποιος αγγίξει τον Όγκι έχει κατόπιν πολύ λίγα λεπτά μέχρι να πλύνει τα χέρια του αλλιώς θα κολλήσει πανούκλα), αφήνει σημειώματα με προσβλητικά κι απειλητικά μηνύματα στο ντουλάπι του, πετά σκουπίδια στο σακίδιό του, κ.ά. Ο Τζάστιν, ο φίλος της Ολίβια, περιγράφει με σχετική αμηχανία την σχέση τους, την συνάντησή του με την οικογένειά της και πως, κάποια στιγμή, χρησιμοποιεί την θήκη του βιολιού του ως υποψία όπλου για να προστατεύσει τον Όγκι από τον Τζούλιαν και την παρέα του. Τέλος, η Μιράντα, η καλύτερη φίλη της Ολίβια από το νηπιαγωγείο μέχρι και το γυμνάσιο, περιγράφει το πως αποξενώθηκε αι για ένα μεγάλο διάστημα από την Ολίβια. Η ιδιαίτερη αγάπη της όμως για τον Όγκι θα τις φέρει πάλι μαζί.


  

Ο κάθε αφηγητής, χωρίς να αλλάξει το ενιαίο ύφος της γλώσσας του κειμένου (είναι όλοι τους έφηβοι και η ρέουσα κι ευέλικτη μετάφραση της Μαρίζας Ντεκάστρο αναδεικνύει την αμεσότητα και την φρεσκάδα της ηλικίας), αλλάζει την οπτική και προσθέτει περισσότερες διαστάσεις στην σχολική περιπέτεια του Όγκι. Με αυτό τον τρόπο, η συγγραφέας καταδεικνύει επιπλέον "επείγοντα" θέματα που ξεφεύγουν από τα πλαίσια του σχολείου - την ενδο-οικογενειακή επικοινωνία, τις σχέσεις μεταξύ των δύο γονιών, τις κοινωνικές σχέσεις, την έλλειψη αγωγής, την υποκρισία. Ακούγεται περίπλοκο αλλά δεν είναι - κάθε κεφάλαιο αποτελείται από μικρότερα κεφάλαια που εκτείνονται σε μία, δύο, το πολύ τρείς σελίδες κάτι που αυξάνει κατά πολύ τον ρυθμό της ανάγνωσης. Σκεφτείτε πως το πιο πολυσέλιδο μικρο-κεφάλαιο είναι εκείνο όπου ο γυμνασιάρχης δίνει τον αποχαιρετιστήριο λόγο του στο τέλος της χρονιάς, και του βιβλίου - 7,5 σελίδες που εντάσσονται ωστόσο άνετα στην πλοκή μιας και ο κος γυμνασιάρχης φημίζεται για τους μακρείς λόγους του! 

Οι χαρακτήρες του βιβλίου είναι ψυχογραφημένοι με ακρίβεια και η δομή του είναι πολύ καλοδουλεμένη - η διάχυση της μίας αφήγησης στην άλλη και η εκβολή τους στον κεντρικό ιστό της αφήγησης (δλδ στην φωνή του Όγκι) γίνονται πολύ ομαλά και δεν κουράζουν τον αναγνώστη. Το σημαντικότερο ωστόσο σε τούτο το νεανικό μυθιστόρημα δεν είναι η τεχνική του αρτιότητα. Είναι οι σκοτεινές καταστάσεις που εκθέτει - ο ρατσισμός, ο εκφοβισμός (σχολικός και κοινωνικός), η περιθωριοποίηση που εκδηλώνονται με περισσή ευκολία. Σημαντικά είναι, επίσης, το σθένος, ο αυθορμητισμός και ο αυτοσαρκασμός με τα οποία το πρωτο-εφηβάκι, ο Όγκι, τα αντιμετωπίζει όλα αυτά. "Όπως όταν είδα τις προάλλες τη Μάγια να γράφει ένα σημείωμα για την Έλι σ' ένα χαρτί με σήμα τις Κούκλες Ασχημόφατσες, δεν ξέρω τι μ' έπιασε, αλλά γυρίζω και της κάνω: 'Το ήξερες πως αυτός που σχεδίασε τις Ασχημόφατσες  είχε εμένα για μοντέλο;'  
    Η Μάγια με κοίταξε με γουρλωμένα μάτια σαν να με πίστευε πραγματικά. Μετά που κατάλαβε πως έκανα πλάκα, το αστείο μου της φάνηκε ξεκαρδιστικό."



Το "Θαύμα" είναι το πρώτο βιβλίο της J.R.Palacio και το έγραψε μετά από ένα τυχαίο περιστατικό που την έφερε σε δύσκολη θέση - κάποια στιγμή, σε ένα κατάστημα με παγωτά, κάθισε δίπλα σ΄ένα παιδί με παραμορφωμένο πρόσωπο. Ο τρίχρονος γιος της φοβήθηκε κι άρχισε να κλαίει κι εκείνη πήρε αμέσως τα παιδιά της κι έφυγε σχεδόν τρέχοντας. Το ίδιο βράδυ, θυμωμένη από την αντίδρασή της, άρχισε να το γράφει. Δεν ξέρω κατά πόσο αυτό την έκανε να νιώσει καλύτερα ή να αναιρέσει τον πόνο που άθελά της προκλήθηκε στο δύσμορφο παιδάκι, ελπίζω όμως ότι θα έχει άμεσα πρακτικά αποτελέσματα στην αμερικανική κοινωνία καθώς το βιβλίο κατάφερε να ξεκινήσει πολλές συζητήσεις και να δημιουργήσει ένα ολόκληρο κίνημα στην Αμερική γύρω από την εκπαίδευση και την γενικότερη αντιμετώπιση των παιδιών με κρανιακές δυσμορφίες - κάτι που δεν κατάφερε να κάνει η πολυβραβευμένη κινηματογραφική "Μάσκα" του Peter Bogdanovich πριν από χρόνια.

Η διαφορετικότητα ωστόσο δεν περιορίζεται στα όρια ενός δύσμορφου προσώπου. Εκδηλώνεται στα πάντα: στο χρώμα, τις διαστάσεις, το φύλο, την ηλικία, τις προτιμήσεις, την καταγωγή, κ.λπ. Με την ευρύτερη έννοια, άλλωστε, όλοι μας είμαστε διαφορετικοί κι ευτυχώς έχουν γίνει αρκετά βήματα προόδου ως προς την αποδοχή του οποιουδήποτε δεν ανταποκρίνεται σε μια επιφανειακή ομοιομορφία. Η άγνοια, η προκατάληψη και η εχθρικότητα όμως εξακολουθούν να υπάρχουν και ως αντίδοτό τους η συγγραφέας προτάσει την καλοσύνη και... τον “Πόλεμο των Άστρων”. Δεν έχω δει όλες τις ταινίες του "Πολέμου..." (στην αρχική τριλογία προστέθηκε αργότερα και δεύτερη τριλογία ως prequel, δλδ συνολικά έξι κιν/κές ταινίες!) αλλά απ' όσο μπορώ να θυμηθώ, μέσω των λατρεμένων ταινιών του Όγκι, η συγγραφέας αγγίζει και το θέμα της δημοκρατίας. Η κατανόηση και η ενσυναίσθηση θίγονται άμεσα και ο διδακτισμός εδώ είναι ολοφάνερος. Ωστόσο, δεν πρόκειται για διδακτισμό με την μορφή του γνωστού προτεταμένου δακτύλου που κινείται απειλητικά μπροστά στο πρόσωπο του αναγνώστη. Τα ρητά που χρησιμοποιεί ο κ.Μπράουν, ο δασκάλος της γλώσσας, είναι αντλημμένα από την λογοτεχνία, την μουσική, και τις σκέψεις των ίδιων των μαθητών του και λειτουργούν πότε ως θέμα εργασίας και πότε ως ένα είδος αυτορρύθμισης της σχολικής τάξης. 


Το "Θαύμα" είναι ένα πολύ επιδραστικό βιβλίο - σε προβληματίζει, σε κάνει να γελάσεις με την καρδιά σου και σε αφοπλίζει με την ευθύτητα και τον αυτοσαρκασμό του πρωταγωνιστή του. Το κατάλληλο εργαλείο, δηλαδή, για να ξεκλειδώσεις τις ανησυχίες ενός παιδιού και να του δείξεις πως θα πρέπει να συμπεριφέρεται κανείς σε ευαίσθητες καταστάσεις. Αν προσπεράσουμε το γεγονός ότι είναι ένα αρκετά συναισθηματικό βιβλίο, ο ενήλικος αναγνώστης μπορεί επίσης να "πάρει ένα μάθημα" για το πως η εμπιστοσύνη που δείχνουμε στα παιδιά έχει πράγματι θαυμάσια αποτελέσματα. Δεν θα είναι η πρώτη φορά άλλωστε που ένας μυθιστορηματικός μικρός ήρωας θα διδάξει έναν μεγαλύτερο αναγνώστη. Θα είναι όμως, τολμώ να πω, μία από τις πιο απολαυστικές.



Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο αξιόλογο διαδικτυακό περιοδικό για το βιβλίο και τις τέχνες Ο Αναγνώστης, στις 24 Ιανουαρίου 2014. 




Σημειώσεις: Το πρώτο εικαστικό είναι "Ο Νάρκισσος"  του Caravaggio με δική μου, μικρή, επέμβαση. Οι επόμενες δύο φωτογραφίες -που ανήκουν στην εικονογράφηση του κάθε κεφαλαίου του βιβλίου και την συγγραφέα- είναι αντλημένες από το διαδίκτυο. Η τελευταία φωτογραφία είναι από την διαφημιστική καμπάνια της Benetton ενάντια στον ρατσισμό.

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2014










Morning




SUN

That awakens Paris

The highest poplar on the bank

On The Eiffel Tower

A tricolored cock

Sings to the flapping of his wings

and several feathers fall



 


As it resumes its course

The Seine looks between the bridges

For her old route

 



And the Obelisk

That has forgotten the Egyptian words

Has not blossomed this year

SUN












Σημείωση: Το ποίημα είναι από το "The Cubist Poets in Paris: An Anthology". Ο "Πύργος του Άιφελ" ανήκει στην κυβιστική περίοδο του μεξικανού Diego Rivera και φιλοτεχνήθηκε το καλοκαίρι του 1914 κατά την διάρκεια της διαμονής του καλλιτέχνη στο Παρίσι.

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014









Τhe cost of immortality





Τον γνώρισα μέσα από άρθρα εφημερίδων που σχολίαζαν τις αντικομφορμιστικές του θέσεις για διεθνή θέματα, την πολιτική και την θρησκεία. Πάντοτε γινόταν αναφορά στον παροιμιώδη ενθουσιασμό του, την ανυπέρβλητη ειλικρίνεια και το σχεδόν βίαιο πάθος του για την διερεύνιση της αλήθειας που έβαζαν το δημοσιογραφικό έργο του στο μάτι του κυκλώνα - η επί τόπου έρευνά του στο Γκουαντάναμο των ΗΠΑ όπου αναπαράστησε το μαρτύριο του εικονικού πνιγμού με τον εαυτό του στην θέση του κρατούμενου, είναι ένα παράδειγμα. Μια ματιά να ρίξει κανείς στους τίτλους, και μόνο, των άρθρων και των βιβλίων του Christopher Hitchens είναι αρκετό για να διαπιστώσει πως πρόκειται για την αντισυμβατικότητα προσωποποιημένη.   

Το "Mortality" είναι ο επίλογος μιας δημοσιογραφικής καριέρας που ξεκίνησε από τα πιο έγκριτα πολιτικά, πολιτιστικά και λογοτεχνικά περιοδικά του Λονδίνου  και συνεχίστηκε κατόπιν για τριάντα χρόνια σε αντίστοιχα της Αμερικής. Είναι το πιο προσωπικό από τα υπόλοιπα βιβλία του Κρίστοφερ Χίτσενς κι αυτό διότι γράφτηκε in situ, στην κυριολεξία από το κρεββάτι του πόνου - τον Ιούνιο 2010, στην αρχή της περιοδείας για την προώθηση του βιβλίου του "Χιτς-22" νιώθει μια ξαφνική και βαριά αδιαθεσία. Η διάγνωση των γιατρών αναφέρει καρκίνο στον οισοφάγο. Εκτός από την πρώτη περίοδο αμηχανίας, αυτό δεν θα τον πτοήσει και πολύ, κι έτσι στους δεκαεννέα μήνες που θα ακολουθήσουν μέχρι το τέλος ο Κρίστοφερ Χίτσενς θα καταγράφει ασίγαστα όλα όσα του συνέβαιναν. 

Θα μπορούσε, για τούτο, να είναι κι ένα δοκίμιο για τον θάνατο - τα πράγματα καταγράφονται με το όνομά τους ακόμη και οι στιγμές εκείνες που το ανθρώπινο σώμα καταβάλλεται από τρωτή αδυναμία. Ακόμη και τότε, όμως, ο Χίτσενς δεν σιωπά και δεν καταφεύγει στην περίφραση, όπως κάνουμε οι περισσότεροι από εμάς. Αντίθετα, ρωτά του γιατρούς για το παραμικρό, ψάχνει εναλλακτικές θεραπείες όσο απίθανες κι αν είναι, και στη συνέχεια καταγράφει τις ερμηνείες και παραθέτει τα επιστημονικά στοιχεία και τις σχετικές πληροφορίες με την ίδια πάντα δηκτικότητα. Αντιλέγει κι επιχειρηματολογεί για οτιδήποτε μπορεί να προκύψει ως αντίθετη γνώμη από τους φίλους, ανταγωνιστές, αναγνώστες κι εχθρούς του. Ιδίως για εκείνους που τον αντιμάχονται στο θέμα της θρησκείας είναι κάθετος - δεν πρόκειται να γίνει ένας από τους πολλούς μεταμελημένους άθεους. Συγκεκριμένα, λέει: "If I convert it's because it's better that a believer dies than an atheist does." Και ούτε στιγμή δεν σταματά να συνδέει αυτό που του συμβαίνει με γραμμές και λόγια του Μονταίγκ, του Προυστ κι άλλων λογοτεχνών. Στις  τελευταίες σελίδες του βιβλίου υπάρχουν σκέψεις του Χίτσενς που παρατίθενται "ασύνδετες" και δίχως κάποια επιμέλεια - είναι εξίσου σαρκαστικές και αποκαλυπτικές.  Επειδή διάβασα το πρωτότυπο, αντιγράφω από τα αγγλικά:
  • Banality of cancer. entire pest-house of side-effects. Special of the day. 
  • "Gradual disclosure" not yet a problem for me.
  • Not even a race for a cure...
  • Paperwork the curse of Tumortown.
  • Body turns from reliable friend to more neutral to treacherous foe... Proust?
  • A bout de soufflé... Seberg/Belmondo. Funny how one uses "breathless" or "out of breath" so casually. At Longan [airport] - can't breathe! Next stop terminal.
  • Also, ordinary expresssions like "expiration date"... will I outlive my Amex? My driver's license?
  • Now so many tributes that it also  seems that rumors of my LIFE have also been greatly exaggerated. Lived to see most of what's going to be written about me.
Το βιβλίο αποτελείται από οκτώ κεφάλαια που γράφτηκαν αρχικά ως άρθρα και δημοσιεύτηκαν στο Vanity Fair. Ο Κρέιντον Κάρτερ, ο εκδότης του περιοδικού, στον πρόλογο της έκδοσης κάνει μια πολύ ανθρώπινη αποτίμηση της διαδρομής του Χίτσενς ενώ η Κάρολ Μπλου -η δεύτερη σύζυγος του Κ.Χ.- γράφει τον φορτισμένο συγκινησιακά επίλογο. Διαβάζοντας το βιβλίο, ωστόσο, και παρόλο το δύσκολο θέμα του δεν ένιωσα κάποιου είδους λύπη ή οργή ή πίκρα. Δεν σε αφήνει το ορμητικό ύφος της γραφής του Χίτσενς. Και δεν υπάρχουν, άλλωστε, και πολλά που μπορείς να αντιτείνεις, έστω κι ως σκέψη,  στην μεγάλη ψυχραιμία του Χίτσενς όταν γράφει: "I'm not fighting or battling cancer - it's fighting me."  Μόνο θαυμασμό ένιωσα για τούτη την ορμή, το θράσος και την δύναμη του πνεύματός του - "δεν μπορούσε να κρατήσει το κεφάλι του που συνεχώς έπεφτε, τα μάτια του έκλειναν, αλλά αυτός με υπεράνθρωπη προσπάθεια κρατιόταν ξύπνιος για να γράψει ακόμα μια γραμμή" αναφέρει ο Ίαν Μακ Γιούαν που βρισκόταν κοντά του σε όλη τούτη την εξοντωτική διαδρομή. 



Μαχητικός διανοούμενος, σοσιαλιστής, ειρηνιστής αλλά υπέρ του πολέμου στο Ιράκ, αντιθεϊστής (όρος που ο ίδιος δημιούργησε και δηλώνει κάποιον που νιώθει ανακουφισμένος που δεν υπάρχει κανένα αποδεικτικό στοιχείο υπέρ της βεβαιότητας ύπαρξης ενός Θεού σε αντίθεση με έναν άθεο που εύχεται η πίστη προς τον Θεό να είναι σωστή). Επηρμένος, ειρωνικός, ευρύτατα καλλιεργημένος, ευφυής. Δημοσιογραφεί, δίνει διαλέξεις και συνεντεύξεις με οξύ ύφος αντιπαράθεσης και αποκτά αμέσως φίλους και εχθρούς. Με το ύφος που σχολιάζει τα όρια της αυτο-βελτίωσής του σ' ένα πολυτελέστατο spa στη Νέα Υόρκη, με το ίδιο ύφος κατακρημνίζει με την θεωρία του διάσημα δημόσια πρόσωπα όπως η Μητέρα Τερέζα, ο Μπιλ Κλίντον, ο Χένρυ Κίσσινγκερ. Γράφει βιβλία που κάνουν μεγάλες πωλήσεις και βραβεύεται παρά τις ανατρεπτικές απόψεις του. Κι όλο αυτό με αμείωτη ορμή και ακόρεστη όρεξη - για τσιγάρο, ποτό, παρέα, γράψιμο και, ιδίως, συζήτηση. "Οι ευφυείς, περίτεχνες συζητήσεις του δεν έπαψαν ποτέ." γράφει η σύζυγός του. Ο Χίτσενς μπορούσε να αντιμετωπίσει τους πάντες για τα πάντα. Ή σχεδόν.    
  • People say - I'm in town on Friday: will you be around? WHAT A QUESTION!

What a book!





Σημείωση: Το πρωτότυπο που διάβασα ήταν στην έκδοση των Atlantis Books (London, 2012). Στα ελληνικά το βιβλίο κυκλοφορεί με τον τίτλο  "Πριν το τέλος" (μτφρ. Κατερίνας Σχινά - Μεταίχμιο, 2013).

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2014








Μία διαφορετική

μορφή ελευθερίας





Το να διαβάζεις παραμύθια, εκτός των άλλων, σου επιτρέπει να αισθανθείς εντελώς διαφορετικά, πιο ελεύθερα, πιο δυνατά ίσως - ένα από τα χαρακτηριστικά των βιβλίων που απευθύνονται στις μικρές ηλικίες, η απλή γλώσσα των οποίων απωθεί συνήθως τους ενήλικες. Γι' αυτό, και μόνο με το πρόσχημα των παιδιών τους επιχειρούν να τα διαβάσουν. Τι γίνεται όμως όταν μία απλή, παραμυθητικού ύφους αλληγορία, όπως  το πρόσφατο "Τα πορφυρά πανιά" (μετάφραση Ιοκάστης Καμμένου - Κίχλη, 2013), ξεφεύγει από τον καθορισμένο κόσμο των παραμυθιών και απευθύνεται στους ενήλικες αναγνώστες;

Οι πρωταγωνιστές στην ιστορία του Aleksandr Grin είναι δύο: η ονειροπόλα Ασσόλ - ένα φτωχό κορίτσι που μεγαλώνει με τον μεσήλικα πατέρα της, Λόγκρεν, στην Καπέρνα, ένα ψαροχώρι όπου η ζωή κυλά βαρετά και μονότονα. Όλοι δουλεύουν σκληρά εκεί και το ίδιο σκληροτράχηλοι είναι και οι τρόποι τους. Σε έναν τέτοιο μικρόκοσμο δεν έχει θέση η οποιαδήποτε ευαισθησία και ό,τι είχε σχέση με την αγάπη είναι αδιανόητο. Έτσι, η Ασσόλ θεωρείται αλλοπρόσαλλη, δέχεται φραστικές επιθέσεις και οδηγείται στο περιθώριο. Μία μέρα, καθώς πηγαίνει στην πόλη να πουλήσει τα ξύλινα παιχνίδια που κατασκευάζει ο πατέρας της, θα συναντήσει τον 'Εγκλ, έναν φημισμένο συλλογέα τραγουδιών, μύθων, παραδόσεων και παραμυθιών. Μεταξύ σοβαρού κι αστείου, όπως άλλωστε κάνουν όλοι οι αφηγητές ιστοριών, ο Έγκλ θα προφητεύσει ότι όταν η Ασσόλ μεγαλώσει, θα έρθει ένα καράβι με πορφυρά πανιά και ο καπετάνιος του, ένας αληθινός πρίγκηπας, θα την αναζητήσει και θα την πάρει μαζί του. Η Ασσόλ, αν και δύσπιστη στην αρχή, θα τον πιστέψει κι από εκείνη την στιγμή κι έπειτα, θα ζει με αυτή την βεβαιότητα δίχως να αναφέρει ποτέ τίποτα και σε κανέναν.

Και ο Γκρέυ: ένας νεαρός που οι γονείς του τον προορίζουν για κληρονόμο της μεγάλης περιουσίας τους. Ο ίδιος όμως έχει διαφορετική γνώμη - εγκαταλείπει το σπίτι και τις σπουδές του και μπαρκάρει ναύτης στα καράβια. Πολύ σύντομα θα αποκτήσει το δικό του και σε ένα από τα αραξοβόλια του, θα σταθεί στην Καπέρνα. Εκεί, θα ερωτευθεί την Ασσόλ που θα δει να κοιμάται αμέριμνη στο λιβάδι. Λίγο αργότερα, στο καπηλειό του χωριού θα μάθει την ιστορία που συνοδεύει την Ασσόλ κι αμέσως θα βαλθεί να πραγματοποιήσει τον "χρησμό" του πλανόδιου Ένγκλ - το όνειρο της Ασσόλ είναι και δικό του όνειρο τώρα πια.


Όσο αρχετυπικοί είναι η Ασσόλ και ο Γκρέυ, άλλο τόσο είναι και οι υπόλοιποι χαρακτήρες της ιστορίας - ο Λόγκρεν ως μονόχνοτος κι μοναχικός ναυτικός που αυτομόλησε στην στεριά για να μεγαλώσει την κόρη του, ο Λάιονελ και η Λίλλιαν Γκρέυ με τις προκάτ αντιλήψεις του πλούτου και της κοινωνικής τους θέσης, ο κακόβουλος ταβερνιάρης Μέννερς, ο Τσίμμερ ο πλανόδιος βιολιστής,  ο υπερ-εξυπηρετικός έμπορος υφασμάτων, τα άγρια παιδιά του χωριού. 


Ο Αλεξάντρ Στεπάνοβιτς Γκρινέβσκιι, όπως είναι το πλήρες όνομά του, δεν είναι νεοσύστατος στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Μας πρωτοσυστήθηκε με το "Ο κυνηγός των αρουραίων" ένα κείμενο διαφορετικού ύφους (διαβάστε λίγες γραμμές εδώ) που θα μπορούσε να είναι μια αυτοβιογραφική αφήγηση του συγγραφέα - από οικογένεια πλούσιων γαιοκτημόνων ο πατέρας του, δεν ακολούθησε τους κανόνες της Πολωνικής αριστοκρατίας όπου ανήκε κι έτσι η οικογένειά του μεγάλωσε στην ένδεια. Ο πρωτότοκος Αλεξάντρ, ή Σάσα, άριστος μαθητής στα θεωρητικά, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο γιατί δεν ήταν καθόλου καλός στις θετικές επιστήμες παρ' όλη την βοήθεια που πάντοτε είχε από τον πατέρα του. Έκανε πολλές και διάφορες  δουλειές για να επιβιώσει, ποτέ όμως δεν μπόρεσε να στεριώσει κάπου. Αναμείχθηκε με την πολιτική και την επανάσταση ως αγκιτάτορας -αρκετά επιτυχημένος όπως λέγεται- αλλά τα εγκατέλειψε γρήγορα και οριστικά. Στο εκτενές κι εξαιρετικά λεπτομερές επίμετρο της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου αναφέρεται η σχετική δήλωσή του όπως και η υπόλοιπη οδύσσεια της ζωής του που σημαδεύτηκε από περιπλανήσεις, αρρώστιες και ακραία φτώχεια. Σχεδόν κανείς άλλος από τους διάσημους Ρώσους συγγραφείς δεν έζησε πιο ζοφερή, τυχοδιωκτική ζωή απ' αυτόν, εκτός ίσως από τον Γκόρκι, ο οποίος ενθουσιάστηκε από τα "Πανιά" και για κάποιο διάστημα τον στήριξε επαγγελματικά. 

Διόλου περίεργο, λοιπόν, που ο Γκριν όπως και ο Γκόρκι, έγινε Ρομαντικός - είναι σχεδόν απίθανο να αντέξει κάποιος  τέτοια ζωή αν δεν τιμήσει την ανθρώπινη καταγωγή του και τα όνειρά του.  Ο  Γκριν πίστεψε στον εσωτερικό του κόσμο και τον υπερασπίστηκε από τις άθλιες συνθήκες της ζωής του και την δριμύτατη κριτική που δέχτηκε για το έργο του. Όπως αναφέρεται στο επίμετρο, ο Γκριν διαφοροποιεί με σαφήνεια τον όρο "παραμύθι" από το "παραμυθικό" στοιχείο στη λογοτεχνία: "Η αίσθηση του παραμυθικού... Ναι, υπάρχει και τέτοια αίσθηση. Υπάρχουν και άλλες πολλές ακόμη τέτοιες αισθήσεις, παράξενες σαν τα λουλούδια των ονείρων, ανώνυμες, στρυφνές και αδηφάγες αισθήσεις, τις οποίες λόγω αδράνειας και αδυναμίας της ανθρώπινης γλώσσας τις ορίζουμε ως "διάθεση".
 
Ένα ακόμη στοιχείο που  διαφοροποιεί τα "Πορφυρά πανιά" από τα αμιγή  παραμύθια είναι η ποιητική γλώσσα του κειμένου η οποία δεν σε λιγώνει με τον  λυρισμό ή και τον διδακτισμό της.  Στο μεταίχμιο του φανταστικού με το ρεαλισμό, η γλώσσα του Γκριν θα μπορούσε να θεωρηθεί δείγμα μιας μοντέρνας, ιδιότυπης θεατρικής γραφής. Στην εποχή του πάντως η γραφή του Γκριν ήταν εντελώς ξεχωριστή - εκτός από το έντονο παραμυθικό στοιχείο, και τις αναφορές από την Ευρώπη και την Λατινική Αμερική, δεν υπάρχουν μακροσκελείς επεξηγήσεις του πως, που, πότε και γιατί. Ο συγγραφέας απλώς στήνει το σκηνικό του και παρακολουθεί την εξέλιξη των πράξεων δίχως να σχολιάζει. Είναι σημαντικό, επίσης, το ότι ο Γκρέυ έχει βρει τον σωστό ρυθμό του κειμένου και η ρέουσα και πολύ προσεγμένη μετάφραση της Ιοκάστης Καμμένου συντελεί σ' αυτό - σε μεταφέρει αβίαστα σ' έναν κόσμο όπου η φύση μιλά στην κυριολεξία και οι άνθρωποι, στην προκειμένη περίπτωση η Ασσόλ, την ακούν.


Η γραφή, λέγεται πως, απελευθερώνει. Η ανάγνωση προσφέρει μια ακόμη μορφή ελευθερίας,  οποιαδήποτε ηλικία κι αν έχει ο αναγνώστης.  Κι όσο κι αν ο ορισμός του Αλεξάντρ Γκριν για την νουβέλα του απενοχοποιεί την διάθεση ενός ενήλικα να διαβάσει κάτι απλό, απροβλημάτιστο, δεν αναιρεί ούτε στο ελάχιστο την βασική προϋπόθεση για λογο-τεχνία.  "Τα πορφυρά πανιά" είναι  ακριβώς αυτό - ένα λογοτέχνημα για την πίστη στο όνειρο, την ένταση της αγάπης και, κυρίως αυτό, τη μαγεία που κρύβει η σιωπή. Και τη δράση, επίσης, που συνοδεύει το όνειρο των δύο πρωταγωνιστών γιατί μόνο με όνειρα, ξέρετε, τα όνειρα δεν γίνονται πράξη, που θα έλεγε κι ο Πικάσσο.



UpDate: Δείτε εδώ την ρωσική ταινία που βασίζεται στο μυθιστόρημα του Γκριν, γυρισμένη το 1961, με αγγλικούς υποτίτλους.  



 Σημειώσεις: Το πρώτο εικαστικό είναι "Κορίτσι (η Μάγια) με καράβι"  του Pablo Picasso. Στο κέντρο εικονίζεται ο συγγραφέας και η τρίτη φωτογραφία είναι από το οπισθόφυλλο του βιβλίου που βασίζεται σε παλιά ρωσική καρτ-ποστάλ. 

Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2014







Κούφιοι 
Άνθρωποι 




 Ανάμεσα στην ιδέα
Και στο γεγονός
Ανάμεσα στην κίνηση
Και στη πράξη
Η Σκιά πέφτει
Ότι Σου εστίν η Βασιλεία
Ανάμεσα στη Σύλληψη
Και στη δημιουργία
Ανάμεσα στη Συγκίνηση
Και στην ανταπόκριση
Η Σκιά πέφτει
Είναι η ζωή μακριά πολύ
Ανάμεσα στον πόθο
και στον σπασμό
Ανάμεσα στη δύναμη
και στην ύπαρξη
Ανάμεσα στην ουσία
και στην κάθοδο
Η Σκιά πέφτει
Ότι Σου εστίν η Βασιλεία
Ότι Σου εστίν
Είναι η ζωή
Ότι Σου εστίν η
Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Όχι με έναν β ρ ό ν τ ο μα μ' ένα λ υ γ μ ό


Τόμας Στέρν Έλιοτ






Σημείωση: Από το "Η Έρημη Χώρα" (σε μετάφραση και με εισαγωγή, σχόλια του Γιώργου Σεφέρη - Ίκαρος, 1986). Μπορείτε να ακούσετε τον ίδιο τον ποιητή να το διαβάζει (στο πρωτότυπο) εδώ. Η φωτογραφία έχει τίτλο "Approaching Shadow" και είναι του Fan Ho.

Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2014








“The object of a New Year 




...is not that we should have a new year. It is that we should have a new soul and a new nose; new feet, a new backbone, new ears, and new eyes. Unless a particular man made New Year resolutions, he would make no resolutions. Unless a man starts afresh about things, he will certainly do nothing effective.” 

 






Σημείωση: Το ασπρόμαυρο σκίτσο είναι της Sylvia Plath για την συλλογή της "Ο γυάλινος κώδων" (Μελάνι, 2007).