Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013








Για τον Σέιμους




ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΓΙΑ ΛΙΓΟ

Τέρμινα δέκα τη δεκάτη, δέκα οι δέκα, δέκα οι εκατό και να, στη δύση της μεγάλης χιλιετίας, ελεύθερος για λίγο, κατά τις προφητείες και τις γραφές, μόνο που δεν ήξερες πως θα σου έπεφτε ο κλήρος να ξεσκεπάσεις το λάκο και να λευτερώσεις το θεριό. Ως εδώ ήταν λοιπόν, ως εδώ κι ούτε λεπτό ακόμα, αφού το θεριό πια θέριεψε και ο λάκος στένεψε κι είναι τόση η μπόχα της σαπίλας και της αποφοράς, που ένα σπίρτο μονάχα ν' ανάψεις, ο αέρας θα λαμπαδιάσει και ο λάκος θα εκραγεί, την ώρα ακριβώς που θα σημάνει μεσάνυχτα η καμπάνα – αν ποτέ σημαίνει τις ώρες μετά τις πέντε μ.μ. – τα μάτια του θεριού φλογισμένα στο αντίκρισμά σου, στο αντίκρισμα του φωτός, κι εσύ με κρύα καρδιά ξανασκέφτεσαι αυτό που έχεις να κάνεις, αν το καλοσκεφτείς, αν δεν το σκεφτείς μονάχος, πως τούτη η ώρα δεν είναι απ' τον πλανήτη που ψύχεται αλλά από μια εντελώς διαφορετική πηγή, ας πούμε μια χαλκευμένη διάθεση-αίσθηση-συναίσθηση-εμπειρία, γιατί καθώς συναρμολογούσαν τα συντρίμμια του ανεπανάληπτου μακελειού και της φλογοθύελλας του 2000, κατόπιν εορτής, το ρολόι ψηλά στο καμπαναριό σήμανε δώδεκα στ' αλήθεια, μόνο που δεν καταγράφηκε.

 
                                                                   Στρατής Χαβιαράς





Σημείωση: Το πορταίτο του Seamus Heany είναι του Ross Wilson και βρίσκεται στη National Portrait Gallery του Λονδίνου.






Διαβάζοντας

εικόνες



Μετά από την δύσκολη επιλογή της προηγούμενης ανάρτησης, είπα να αναστρέψω λίγο το κλίμα. Και τι καλύτερο από ένα βιβλίο που συνδυάζει τη λογοτεχνία και τη ζωγραφική - συνδυασμός που είναι από μόνος του ικανή συνθήκη για να λατρέψω αυτό που κρατώ στα χέρια μου. Βέβαια, εικονογραφημένα μυθιστορήματα για ενηλίκους είναι σπάνια σήμερα μιας κι όσα υπάρχουν απευθύνονται στις μικρές ηλικίες αλλά αυτό είναι μια μικρή λεπτομέρεια καθώς γνωρίζεται ήδη πως διαβάζω κάθε "μικρό" ή "μεγάλο" βιβλίο χωρίς προκατάληψη κι ενδοιασμούς.

Στην κατηγορία των εικονογραφημένων βιβλίων, λοιπόν, ανήκουν και τα Βουβά/Σιωπηλά Βιβλία (Silent Books) που, όμως, δεν είναι αμιγώς λογοτεχνία - ναι μεν διηγούνται μια ιστορία αλλά το κάνουν χωρίς λέξεις, μόνο μέσω των εικόνων. Βαρετές βρεφικές καταστάσεις θα σκεφτείτε κι έχετε δίκιο - η πληθώρα αυτών των βιβλίων απευθύνεται σε βρέφη και πολύ μικρά παιδιά. Ωστόσο, το "Ζουμ" (Ωκεανίδα, 2000) του Ούγγρου εικονογράφου Istvan Banyai είναι μια εκπληκτική εξαίρεση - οι ενήλικες φαίνεται πως το απολαμβάνουν περισσότερο αν και δεν έχει καθόλου λέξεις, ούτε καν μία συγκεκριμένη μυθιστορηματική πλοκή, έστω και απλοϊκή, με ήρωες, δυσκολίες, δράση, αρχή,  μέση και τέλος. Για την ακρίβεια, δεν έχει καθόλου στόρυ. Μόνο εικόνες. Και πολλές σκέψεις.

Στην πρώτη σελίδα βλέπουμε μια ζωγραφιά με τέσσερα κόκκινα τριγωνικά σχήματα ενωμένα μεταξύ τους, σε άσπρο φόντο με γαλάζιες πιτσιλιές - μοιάζει με τέσσερις απότομες κορυφογραμμές σε μεταμοντέρνα απόδοση. Είναι όμως αυτό; Γυρνώντας την σελίδα ανακαλύπτεις ότι πρόκειται για το κατακόκκινο λειρί ενός απλού, καρτουνίστικου πετεινού. Στην επόμενη εικόνα ανακαλύπτουμε ότι ο πετεινός είναι αυτό που κοιτούν δυο μικρά παιδιά μέσα από ένα παράθυρο. Στην μεθεπόμενη, βλέπουμε ότι τα παιδιά βρίσκονται στο σπίτι τους, σε μια φάρμα, η οποία ως εικόνα είναι το εξώφυλλο ενός περιοδικού, το οποίο κρατά ένα αγόρι, το οποίο βρίσκεται πάνω σε ένα πλοίο, το οποίο είναι ένα μεγάλο κρουαζιερόπλοιο και το οποίο είναι η εικονογράφιση μιας αφίσας, η οποία είναι τοποθετημένη στο πλαϊνό μέρος ενός λεωφορείου, το οποίο κινείται σε μια μεγαλούπολη, η οποία αποτελεί την τηλεοπτική εικόνα που βλέπει ένας Ινδιάνος θεατής, ο οποίος βρίσκεται...
 


Το βιβλίο τούτο βραβεύτηκε από τους New York Times και το Publishers Weekly ως το πιο εντυπωσιακό από τα δέκα καλύτερα βιβλία της χρονιάς (1995) και είναι το πρωτόλειο του Ιστβάν Μπανιάι, του ουγγρικής καταγωγής εικονογράφου και κομίστα που καταξιώθηκε διεθνώς ως  ταλαντούχος καλλιτέχνης  χάρη στο μοναδικό ύφος των ζωγραφιών του: έναν συνδυασμό φιλοσοφίας και εικονοκλαστικής αντίληψης του κόσμου.  Εδώ, χρησιμοποιεί την φωτογραφική τεχνική του ζουμ-άουτ και μ' αυτόν τον πρωτότυπο τρόπο μας μεταφέρει σε πολλούς και διαφορετικούς τόπους, μας συστήσει πολλούς ανθρώπους και διαφορετικούς πολιτισμούς και μ' ένα ειρωνικό, σιωπηλό, χιούμορ σχολιάζει τους δείκτες και τα σύμβολά τους. Ταυτόχρονα μας εξοικειώνει με την σχετικότητα της αλήθειας και τις πολλές όψεις της - στην τέχνη και στην λογοτεχνία, άλλωστε, δεν υπάρχει μία αλήθεια. Όπως και στη ζωή, τα πάντα εξαρτώνται από την θέση από την οποία βλέπουμε ένα γεγονός κι αυτό αποτυπώνεται με θαυμάσιο τρόπο εδώ - γυρνώντας τις σελίδες  η προοπτική  μετατοπίζεται και η αληθινή εικόνα αλλάζει: η φάρμα που βλέπουμε είναι μία πραγματικότητα,  η εικόνα της φάρμας ως εξώφυλλο ενός περιοδικού, όμως, είναι μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα.  Η θεωρία του Μαγκρίτ εικονογραφημένη για παιδιά, λοιπόν;

Το "Ζουμ" είναι ένα οπτικό βιβλίο που, σύμφωνα με τους εκδότες του, απευθύνεται σε παιδιά 5-8 ετών. Ωστόσο, προκαλεί κι εκγυμνάζει το βλέμμα των αναγνωστών κάθε ηλικίας και  αμφισβητεί με την ίδια ένταση τις βεβαιότητες όλων. Οι μικρότερης ηλικίας, ωστόσο, θα ωφεληθούν λίγο περισσότερο - ασκούνται στην παρατήρηση και την δημιουργική αφήγηση καθώς η αλλαγή προοπτικής σε κάθε εικόνα είναι αρκετή για να πυροδοτήσει κάθε είδους εικασίες, φαντασίες και συλλογισμούς. Μαθαίνουν την αλληλουχία των καταστάσεων και την αντιστοιχία τους με την κοινωνική πραγματικότητα και καθώς γίνονται οι ίδιοι αφηγητές, μπορούν να κατασκευάσουν και να διαμορφώσουν ελεύθερα τους αθέατους συνδέσμους πίσω από τις εικόνες - κριτική και συνδυαστική σκέψη σε πλήρη λειτουργία.




Δεν θα αποκαλύψω τις εικόνες που μεσολαβούν μέχρι τις τελευταίες σελίδες γιατί είναι από τις φορές εκείνες που αξίζει να ανακαλύψει κανείς μόνος του το πως  ένα κόκκινο λειρί μας οδηγεί στην Αυστραλία κι από εκεί στο Διάστημα. Ιδίως εμάς τους μεγαλύτερους μας οδηγεί ακόμη παραπέρα - στο να συνειδητοποιήσουμε πως, αν μη τι άλλο, δεν είμαστε το κέντρο του κόσμου αλλά μια λεπτομέρεια πάνω στη Γη η οποία, με τη σειρά της, δεν είναι παρά μια κουκίδα στο  χάος του σύμπαντος.
  
Εκτός βέβαια αν προτιμάτε να διαβάσετε το βιβλίο αντίστροφα, με ζοομ-ιν.

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013








Saving the best


Mε μεγάλη περιέργεια ξεκίνησα να διαβάζω το πρωτόλειο του Αλεσσάντρο Πιπέρνο, ένα μυθιστόρημα που αποθεώθηκε από κοινό και κριτικούς στην Ιταλία αποσπώντας στη συνέχεια το βραβείο Premio Campiello ενώ την ίδια στιγμή οι εκτός Ιταλίας κριτικές δεν το αντιμετώπιζαν με τον ίδιο ενθουσιασμό. Το ακριβώς αντίθετο θα έλεγα.

Στο "Με τις χειρότερες προθέσεις" (σε πολύ καλή μετάφραση της Άννας Παπασταύρου - Πατάκης, 2007) ο αφηγητής, Ντάνιελ Σονίνο,  ιστορεί με καθηλωτικό, ομολογώ, ύφος την διαδρομή της οικογένειάς του σε βάθος τριών γενεών - παρελθόν στο οποίο  κυριαρχεί η μορφή του παππού Μπέπι Σονίνο, ενός ματαιόδοξου κι επιπόλαιου μπονβιβέρ κλωστοϋφαντουργού.  Κάτω από την επιβλητική σκιά του Μπέπι, αναπτύσσονται οι ιστορίες και των υπόλοιπων ηρώων του μυθιστορήματος - της γιαγιάς Άντα, και της πρώην ερωμένης του Τζώρτζια ντι Πόρτο. Του ενός γιου του Μπέπι, Τέο που θα μεταναστεύσει στο Ισραήλ για να πολεμήσει τους Παλαιστίνιους παίρνοντας μαζί του τη σύζυγό του, την αισθησιακή θεία Μικαέλα,  και το γιο του, ο οποίος θα εμφανιστεί κάποια στιγμή στο οικογενειακό τραπέζι με γυναικεία αμφίεση για να τους ανακοινώσει πως είναι γκέϋ. Ο καρκίνος των όρχεων όμως, θα μετατρέψει την ομοφυλοφιλία του Λελε σε ακαδημαϊκό ζήτημα, κι έτσι η οικογένεια θα συμβιβαστεί με την ιδέα σχετικά εύκολα.  Ο άλλος γιος του Μπέπι και πατέρας του Ντάνιελ, ο αλμπίνο Λούκα, ενδιαφέρεται περισσότερο για την καινούργια Φερράρι του απ' ότι για το γιο του, ενώ η μητέρα του Ντάνιελ, που πήγε κόντρα στους συντηρητικούς και νεόπλουτους γονείς της για να παντρευτεί τον Λούκα, καταλήγει να μαραθεί λόγω των συνθηκών. Η αφήγηση του Ντάνιελ, που είναι η τρίτη γενιά των Σονίνο, ξεκινά από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα όταν οι Σονίνο μεσουρανούσαν στην κοινωνική και οικονομική ζωή της πόλης τους, συνεχίζει κατόπιν με την  χρεοκοπία και την τρανταχτή πτώση τους και φτάνει στο σήμερα και την όχι και τόσο ενδιαφέρουσα ζωή του 33χρονου αφηγητή μιας που είναι ερωτευμένος με την όμορφη Γκάια Τσιταντίνι, εγγονή του συνεταίρου του Μπέπι, η οποία, μάλλον από άγνοια, δεν ανταποκρίνεται.


 

Ο Αλεσσάντρο Πιπέρνο  χαρακτηρίστηκε ως ο μοντέρνος Προυστ. Ο ίδιος παραδέχεται επιρροές κι έμπνευση από τους σύγχρονους Αμερικανούς συγγραφείς και τους μεγάλους κλασικούς του 19ου αι., κάτι που είναι φυσικό επακόλουθο μιας και ο Πιπέρνο σπούδασε και διδάσκει γαλλική λογοτεχνία. Ωστόσο, παρ' όλη την στέρεα θεωρητική σκευή του συγγραφέα και την καλή πρώτη ύλη του μυθιστορήματος -εκείνη η εποχή ενδείκνυται για πολλούς ενδιαφέροντες έως και συναρπαστικούς σκελετούς σε ντουλάπες κι εδώ υπάρχουν αρκετοί- το βιβλίο δεν συγκινεί. Υπάρχουν περισταστικά που σε γοητεύουν κι άλλα που σε κάνουν να γελάς αλλά δεν μπορώ ν' απομονώσω κάποιο συγκεκριμένο γιατί τότε θα έπρεπε να το συνδέσω με την υπόλοιπη πλοκή του μυθιστορήματος κι αυτό είναι δύσκολο - το βιβλίο δεν έχει μια ουσιαστική πλοκή.

Ήθελα να καταδυθώ στην αφήγηση του Πιπέρνο διότι, αν μη τι άλλο, ο προηγούμενος αιώνας παραδίδει πολύ στιβαρά μαθήματα στο σήμερα και το συγκεκριμένο μυθιστόρημα προσφέρει αρκετό υλικό για σχολιασμό του αντι-σημιτισμού, της ταξικής διαστρωμάτωσης, των οικογενειακών σχέσεων, της σεξουαλικότητας, ακόμη και του κράτους του Ισραήλ στην μεταπολεμική εποχή.  Κάπου, όμως, χάθηκα σε όλο αυτό το κείμενο που "μιλά" με τόση δηκτικότητα και πικρία για τον ανθρώπινο παράγοντα και την προσπάθεια των Εβραίων της Ιταλίας να ενσωματωθούν στην τοπική κοινωνία και να προοδεύσουν. 


Για να συνεχίσω την ανάγνωση της ευφάνταστης αυτής γκρίνιας μετά τις πρώτες 100 σελίδες επιστράτευσα νοητούς συνδέσμους με το ύφος του Χάρολντ Τζέικομπσον που διαφαίνονται στο οξύ και μαύρο χιούμορ του Ιταλού συγγραφέα και τον εγωκεντρικό νευρωτισμό του Γούντυ Άλλεν που εντόπισα στην αυτο-αναφορικότητα του Πιπέρνο αλλά δίχως αποτέλεσμα - η περιέργειά μου είχε ήδη ατονίσει σε βαθμό ανυπαρξίας και σκέφτηκα σοβαρά να το αφήσω. Επέμενα, όμως, να γυρνώ τις σελίδες χάρη στον σπιντάτο ρυθμό της αφήγησης και την προσεκτικά μελετημένη, σπινθηροβόλα γλώσσα του συγγραφέα η οποία αν και διεισδυτική και σαφής παραμένει ανούσια μέχρι τέλους.

Το δεύτερο βιβλίο του Αλεσσάντρο Πιπέρνο έχει ήδη κυκλοφορήσει στην Ιταλία κι έχει μεταφραστεί και σε άλλες γλώσσες (και στα ελληνικά, επίσης) συλλέγοντας παρόμοιες μεταξύ τους -θετικές- κριτικές και βραβεία, κάτι που με έκανε να σκεφτώ πως ίσως τελικά να του ταιριάζει πειρσσότερο ο έτερος χαρακτηρισμός που του αποδόθηκε, ότι δλδ είναι ο νέος Φίλιπ Ροθ - το πρώτο μυθιστόρημα του Αμερικανού σε τίποτα δεν προμήνυε την αξιόλογη, αν και αμφιλεγόμενη, συνέχειά του. Για να δούμε...






 
Σημείωση: Το εικαστικό ανήκει στον Αμερικανό Oscar Vargas κι έχει τίτλο "Uniform Encounter".

Τρίτη 20 Αυγούστου 2013









Επέστρεφε... 




... συχνά και παίρνε με
Αγαπημένη αίσθησις
Επέστρεφε και παίρνε με.
Όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη
Κι επιθυμιά παλιά ξαναπερνά στο αίμα,
Όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται
Κι αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με τη νύχτα,
Όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται





Αν και δεν είμαι άνθρωπος του καλοκαιριού, υπάρχουν κάποια καλοκαίρια που επιστρέφουν έντονα στην μνήμη - οι πρώτες μου διακοπές σε νησί έναν Ιούνιο, μια περιπετειώδης εξερεύνηση πόλης στην Κρήτη κάποιον άλλον Ιούνιο, τρίμηνοι "διαγωνισμοί" κινηματογράφου (δλδ ποιός θα δει τα περισσότερα έργα στο θερινό), αναγνωστικοί μαραθώνιοι κάθε Αύγουστο, όταν όλοι είναι πλήρως απασχολημένοι με τα μπάνια και τα αντηλιακά τους και με αφήνουν απερίσπαστη να ασχοληθώ με τα βιβλία μου. 

Αν υπάρχουν, λοιπόν, ένα-δυο πραγματάκια που θα θυμίζουν το καλοκαίρι που σε λίγο τελειώνει είναι τα συχνά μελτέμια που εμφανίζονταν εκεί που δεν τα περίμενε κανείς κι έκαναν όχι απλώς υποφερτές αλλά σχεδόν ευχάριστες τις διακοπές στην πόλη. Και τα πολλά χρώματα παντού - από τον ορίζοντα θάλασσας και ουρανού, τους κήπους και τις βιτρίνες των καταστημάτων, στις αποχρώσεις του μαυρίσματος στην επιδερμίδα των φίλων που ψήνονταν στον ήλιο, τα ρούχα τους έως και τα φαγητά μας. Και τα γλυκά, βεβαίως, με κορυφαίο πρωταγωνιστή το βύσσινο. Τα παγωτά αποτελούν ξεχωριστή κατηγορία καθώς φέτος δοκίμασα ενδιαφέρουσες γεύσεις κι αποχρώσεις παγωτών που δεν υπήρχαν τις προηγούμενες χρονιές (βλ. μάνγκο με χρώμα πορτοκαλί, και κρέμα με σποράκια βανίλιας χρώματος ιβουάρ με λεπτό καφέ πουά). 

Και η λογοτεχνία ακολούθησε το ίδιο μοτίβο - φέτος τον Αύγουστο διάβασα  εντελώς διαφορετικού μεταξύ τους ύφους βιβλία και ήταν τόσο προκλητική όλη αυτή η αναγνωστική παλέτα που νομίζω πως ετούτη η αίσθηση  (αν και όχι απολύτως θετική) θα διαρκέσει αρκετά - θα τα γράψω άλλωστε στην συνέχεια. Να μην τα πολυλογώ, Κ. Καβάφης και  Ν. Χατζηκυριάκος-Γκίκας  για αρχή.  Καλή επάνοδο στο σύννεφο!