Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2011







Η ζωή είναι κλειστή σαν στρείδι



Ή, σαν μαύρο κουτί - τον υψηλών προδιαγραφών  κατασκευής και ασφάλειας μηχανισμό των αεροπλάνων ο οποίος καταγράφει την πορεία του αεροσκάφους καθώς και όλα όσα συμβαίνουν στην καμπίνα των πιλότων. Το "Μαύρο Κουτί" του Άμος Οζ (σε μετάφραση από τα εβραϊκά του Ιωσήφ Σιμπή - Καστανιώτης, 2010) λειτουργεί ακριβώς έτσι: καταγράφει την πορεία μιας οικογένειας από την δημιουργία της, στην διάλυσή της και μέχρι την ιδιάζουσα επανένωσή της.

Η ιστορία έχει ως εξής: Η δυναμική  Πολωνοεβραία Ιλάνα παντρεύεται τον Άλεξ Γκίντιον, έναν κυνικό κι αυταρχικό στρατιωτικό, γόνο πλούσιου Ρώσου γαιοκτήμονα. Το πάθος τους φαίνεται να ολοκληρώνεται με την γέννηση του Μπόαζ. Στην πραγματικότητα όμως ο ερχομός του παιδιού τούς αποξενώνει -  ο Άλεξ αφοσιώνεται με ζήλο στις πολεμικές επιχειρήσεις του Ισραήλ (συμμετέχει ως αξιωματικός στον Πόλεμο των Έξι Ημερών και στο Γιομ Κιπούρ) ενώ η Ιλάνα αναπληρώνει την απουσία του πλαγιάζοντας με απροσδιόριστα μεγάλο αριθμό ανδρών.  Ο χωρισμός δεν θα αργήσει και θα είναι οδυνηρός - ο Μπόαζ βιώνει την αμήχανη έως αδιάφορη πατρότητα του Άλεξ και γίνεται μάρτυρας του άγριου  ξυλοδαρμού της μητέρας του. Εκείνη τη βραδιά, ο  Άλεξ, εκτός ελέγχου, θα ξεσπάσει (και) πάνω του.

Το διαζύγιο θα αφήσει την Ιλάνα και τον μικρό Μπόαζ απολύτως άπορους και απροστάτευτους. Για επτά χρόνια δεν θα υπάρξει καμμία μεταξύ τους επικοινωνία. Στο μεταξύ, η Ιλάνα παντρεύεται τον άτολμο αλλά φανατικά θρησκευόμενο Μισέλ-Ανρί κι αποκτούν μία κόρη, την Γιφάτ.  Ζουν μια γραφική, μικροαστική ζωή στην Ιερουσαλήμ και είναι ευτυχισμένοι. Μόνη "παραφωνία"  ο Μπόαζ ο οποίος μεγαλώνοντας μετατρέπεται σε έναν δυνατό, πανέμορφο αλλά με παραβατική συμπεριφορά έφηβο - απομονώνεται, αντιδρά με βία στο παραμικρό κι εγκαταλείπει το σχολείο για να κάνει διάφορες δουλειές του ποδαριού αναζητώντας  να καταλάβει τον κόσμο. Ο Μισέλ-Ανρί είναι ψύχραιμος, σταθερός κι άμεσος στην αντιμετώπιση του εφήβου -οι θρησκευτικές πεποιθήσεις του, άλλωστε, δεν του επιτρέπουν να παρεκκλίνει των διδαχών της Τορά- ενώ η Ιλάνα απελπίζεται καθώς ο Μπόαζ την έχει απορρίψει εντελώς. 

Σε μια τελευταία απόπειρα να βοηθήσει τον γιο της, η Ιλάνα γράφει στον Άλεξ και ζητά την βοήθειά του - εκείνος  μπορεί να επηρεάσει το παιδί σαν πατέρας  του και ως κάποιος που έχει μεγάλη οικονομική βάση και μπορεί να τροφοδοτήσει τις φιλοδοξίες του  κατευθύνοντας μ' αυτόν τον τρόπο τον γιο τους μακριά από ακρότητες. Το βιβλίο ξεκινά με τούτη την πρώτη επιστολή της Ιλάνα προς τον Άλεξ ο οποίος, αποκομμένος από το παρελθόν του, έχει μετοικήσει στην Αμερική και βρίσκεται σ΄ένα μεταίχμιο - ως πανεπιστημιακός και συγγραφέας είναι στο peak του ενώ η προσωπική του  ζωή στη δύση της.  Βρισκόμαστε στην αρχή του 1976 και μέχρι το τέλος  του ίδιου χρόνου οι δύο πρώην σύζυγοι θα ανταλλάξουν μια σειρά επιστολών που σαν μαγνητική ταινία κασέτας αναπαράγουν τον ήχο του παρελθόντος κι εγγράφουν πάνω τους  το παρόν όχι μόνο των πρωταγωνιστών αλλά κι ενός κράτους, μιας εποχής. 

Σ' αυτήν την προσωπική αλληλογραφία παρεμβάλλονται  και οι επιστολές του Μισέλ-Ανρί από τις οποίες μαθαίνουμε τον προσωπικό αγώνα του για επιβίωση. Ο Μισέλ-Ανρί, με το πρόσχημα της φροντίδας του Μπόαζ και αργότερα την θρησκευτική οργάνωση στην οποία είναι βασικό μέλος  αποσπά σημαντικότατα χρηματικά ποσά από τον Άλεξ. Με γράμματα επικοινωνεί  μαζί τους  (όχι όμως και με την μητέρα του) και ο Μπόαζ - ανορθόγραφα βέβαια αλλά με την ευαισθησία, το πείσμα και την ευθύτητα της ανήσυχης εφηβείας του. Τα τηλεγραφήματα που ανταλλάσσουν ο Άλεξ με τον δικηγόρο και επιστήθιο φίλο του Μάνφρεντ Ζακχάιμ είναι τα SMS της εποχής - σύντομα, αυθόρμητα κι αστεία. Το χιούμορ του συγγραφέα, ιδιαίτερα λεπτό, περιφραστικό και οξύ, διαποτίζει όλο το μυθιστόρημα. Ευτυχώς που ήμουν σπίτι όταν το διάβαζα...

Ο Άμος Οζ έχει πει πως η επιστολική μορφή του μυθιστορήματος του "επιβλήθηκε"- η απόσταση  επιτρέπει την ελευθερία και την ανυποκρισία με την  οποία εκφράζονται και οι δύο στα γράμματά τους - συνθήκες απαραίτητες για την επιβίωση μιας σχέσης τις οποίες τόσο η Ιλάνα όσο και ο Άλεξ δεν διέθεταν όσο ήταν παντρεμένοι (κι απ' ότι προκύπτει από την ιστορία δεν ήταν διατεθειμένοι να "καλλιεργήσουν"). "Υπάρχει στον κόσμο ευτυχία, Άλεξ, έστω και σαν όνειρο ιπτάμενο. Όμως εσένα σου ξέφυγε. Μακρινό όσο το αστέρι για τον αρουραίο. Όχι η "ικανοποίηση που προσφέρει η αποδοχή", όχι η δόξα και προαγωγή και κατακτήσεις και κυριαρχία, όχι παραίτηση και υποταγή, αλλά η χαρά της συνύπαρξης. Η συνένωση του "εγώ" με τον "άλλο". Σαν στρείδι που αγκαλιάζει ένα ξένο σώμα και τραυματίζεται και το μετατρέπει σε μαργαριτάρι ενώ τα ζεστά νερά περιβάλλουν και τυλίγουν τα πάντα. Εσύ στη ζωή σου δεν γεύτηκες την συνένωση."

Ο Άλεξ στην αρχή αντιμετωπίζει την κατάσταση με  αγγλοσαξονική τυπικότητα  αλλά στην συνέχεια θα ενδώσει στα γεμάτα αγωνία, απολογίες κι έρωτα γράμματα της Ιλάνα. Τα προσωπικά τείχη θα καταρρεύσουν αργά -μιας και κάποιες φορές τα γράμματα παραδίδονται χέρι με χέρι- αλλά σταθερά. Πίσω από τον απροσπέλαστο Άλεξ εμφανίζεται η τραυματισμένη συναισθηματική παιδική ηλικία του - πράγμα που εν αγνοία του πέρασε και στον γιο του. Όταν το συνειδητοποιεί φροντίζει να επανορθώσει με ιδιαίτερα γαλαντόμο τρόπο προς όλους. Στον Μπόαζ παραχωρεί  την πατρική έπαυλη με το αγρόκτημα που την περιβάλλει και ο νεαρός βρίσκει  τον εαυτό του κι ένα νόημα στην ζωή δημιουργώντας εκεί ένα ιδιότυπο κοινόβιο - χίππικο κιμπούτζ θα το έλεγα. Λίγο πριν το φυσικό τέλος  του, ο  Άλεξ θα αφεθεί ολοκληρωτικά στην  Ιλάνα η οποία τον φροντίζει και τον προστατεύει όπως αποδεικνύεται με ιδιαίτερη αυταπάρνηση - έχουν προηγηθεί, βέβαια, και οι δικές του διευκρινήσεις, εξηγήσεις και παραδοχές.

Με γοήτευσε η ιδέα δυο ανθρώπων που αλληλογραφούν με μολύβι και χαρτί - τρόπος που σου επιτρέπει να παρακολουθείς με φυσιολογικούς ρυθμούς τις σκέψεις σου και να διοχετεύσεις σε οργανική πρώτη ύλη τα συναισθήματά σου. Ο προσεκτικός παραλήπτης μπορεί να διαβάσει πολύ περισσότερα  πάνω του απ' ότι ενδεχομένως έχει γράψει ο αποστολέας. Ωστόσο, δεν το βρήκα  τόσο συναρπαστικό όσο νόμιζα ότι θα ήταν.  Το ύφος του  Οζ μου έδωσε την εντύπωση ενός σφιχτοδεμένου λυρισμού, ενός "στεγνού" τρόπου γραφής, σαν κι αυτόν του Τζόναθαν Κόου, που ωστόσο,  προκαλεί το συναίσθημα. Στα μεγάλα συν του βιβλίου  είναι το γεγονός πως  ο συγγραφέας δεν αναλύεται σε πολυσέλιδες περιγραφές των τελετουργιών του ιουδαϊσμού όπως κάνει ο ομόθρησκός του Ι.Μ.Σίνγκερ ή της τεταμένης πολιτικής κατάστασης που επικρατεί στην περιοχή αν και κάλλιστα θα μπορούσε - ο  Άμος Οζ είναι  ένας ιδιαίτερα πολιτικοποιημένος συγγραφέας και είναι γνωστή η συμβιβαστική/ενωτική στάση του για το γόρδιο ζήτημα Ισραήλ/Παλαιστίνης. Στο "Μαύρο Κουτί", πάντως, όταν δίνει τις σχετικές πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την εξέλιξη της ιστορίας και την ψυχογράφιση του Άλεξ, το κάνει μέσω ελάχιστων προσωπικών εμπειριών - κάτι ανάλογο με εκείνο που κάνει  με τον απλούστερο δυνατό, ουσιαστικό και ανθρωποκεντρικό τρόπο ο Εράν Ρικλίς στην "Λεμονιά" του.

Εξαιρετικά δουλεμένα  και μονταρισμένα τα μικρο-κείμενα (οι επιστολές)  δίνουν ένα μυθιστόρημα που συνδυάζει την σκληρότητα με την ευαισθησία σε όλες τις  μύχιες αποχρώσεις τους. Καθόλου τυχαία, λοιπόν, που γνώρισε την επιτυχία από τις πρώτες μέρες της έκδοσής του -το1987-  και  το 1988 απέσπασε το γαλλικό λογοτεχνικό βραβείο Prix Femina Etranger για το καλύτερο ξένο μυθιστόρημα εκείνης της χρονιάς. Ωστόσο, δεν μπορώ να μην παρατηρήσω πως  οι μικρές προτάσεις που είναι συχνές στην αφήγηση μού  έδωσαν την αίσθηση μιας διακεκομμένης ανάγνωσης. Σαν να οδηγούσα με το πόδι μια στο φρένο μια στο γκάζι. Σε κάποιο σημείο, μάλιστα, ένιωσα σαν να διαβάζω με τραβηγμένο χειρόφρενο!  Μάλλον,  η διάθεσή μου δεν ήταν η κατάλληλη...


Update: Σ' αυτή την συνέντευξη, μεταξύ άλλων, ο Άμος Όζ αναφέρεται και στην συγγραφή του "Μαύρου Κουτιού"


Σημείωση: Η εγκατάσταση είναι του σύγχρονου Αμερικανού καλλιτέχνη Λάρρυ Μπελλ και λέγεται "ο κύβος του παγόβουνου ΙΙ" (1975).