Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2009





Τι να ευχηθώ;



Προσπαθώ να διαλέξω μία ευχή για να σας γράψω αλλά τα λόγια του Τ.Σ.Έλιοτ με κάνουν λίγο σκεπτική "...διότι οι λέξεις του περασμένου χρόνου ανήκουν στη γλώσσα του περασμένου χρόνου και οι λέξεις της επόμενης χρονιάς περιμένουν μιαν άλλη φωνή." (Little Gidding).

Χμ! Παρ' όλα αυτά, θα χρησιμοποιήσω μια φράση του ποιητή από το ίδιο έργο για να σας ευχηθώ να είστε γεροί και δυνατοί για να δώσετε ένα τέλος σε ό,τι σας ενοχλεί και να κάνετε μια νέα αρχή όπως ακριβώς επιθυμείτε. Και είμαι σίγουρη ότι θα βρείτε αυτή την άλλη φωνή, τη φωνή της επόμενης χρονιάς που λέει και ο Έλιοτ .

Cheers!


Σημείωση: Το σκίτσο είναι του εικονογράφου Τζεφ Τζόουνς.

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2009





Ευχές


για
όμορφες στιγμές σε όλους.
Καλά Χριστούγεννα!



Σημείωση: Το εικαστικό θέμα σήμερα είναι μία κάρτα φιλοτεχνημένη από τον Άντυ Ουόρχωλ (π.1958).

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2009






Christmas actually

  
is...
Ο Ντίκενς που γνωρίζουμε και ο άγνωστος Ντίκενς, η ταινία του σήμερα, οι χριστουγεννιάτικες κάρτες για την υφή του χαρτιού και την σκέψη του αποστολέα, οι γυάλινες μπάλες που με πολύ φροντίδα βγάζω από το κουτί για να διακοσμήσω το τραπέζι, ο Τζιμ, η Ντέλλα και το δώρο τους, να κάνω "άχρηστα" δώρα, να ανοίγω τα δικά μου δώρα ακούγοντας μουσική, να μαλώνω με την ανηψιά μου για το ποιός θα φάει τα περισσότερα γλυκά από την κρυμμένη πιατέλα της γιαγιάς, τα μελομακάρονα, οι δίπλες, το μέλι από κάστανο σε τσάι, το μέλι από κάστανο - σκέτο, η ζάχαρη άχνη όταν πέφτει... πάνω στα ρούχα, το χιόνι που δεν πέφτει, η παγωνιά με ήλιο, η Χοπερική μελαγχολία των γιορτών, η συγκίνηση από την ανάμνηση ενός ζευγαριού απαλά χέρια στο πρόσωπο, το κόκκινο κρασί, τα βιβλία που έχω στήσει μπροστά στο τζάκι, το τζάκι -αναμμένο, τα σημάδια πάνω στη μοκέτα από τις καύτρες που ξεπηδούν από τη φωτιά και προσγειώνονται μπροστά στα πόδια μου, οι μαύρες γόβες με τα μικρά γυαλάκια σε σχήμα σταγόνας, όλοι εκείνοι που δεν είναι εδώ και όλοι εσείς που είστε εκεί και σας σκέφτομαι γράφοντας ετούτη την ανάρτηση,


καλοί φίλοι και συν-bloggers,


I wish you be very...

Merry!

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2009







"... no ordinary eyes..."






Το "Εκατό μπουκάλια στο ράφι" (Ποταμός, 2004, μτφρ. Τασία Παναγοπούλου) είναι ένα προκλητικό βιβλίο που κατατάσσεται στο είδος του road novel. Μην ψάχνεται να βρείτε τι σημαίνει ετούτος ο όρος - δεν υπάρχει ερμηνεία. Είναι η αίσθηση που είχα διαβάζοντάς το: αμέσως ήρθαν στο νου μου το "On the Road" του Τζακ Κέρουακ και οι road movies.

Το μυθιστόρημα καταγράφει την ιστορία δύο γυναικών που είναι επιστήθιες φίλες από τα σχολικά τους χρόνια: της Ζέτα Άλβαρεθ, μίας εικοσάχρονης εκκεντρικής μποέμ με αντιαισθητική -σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα- εμφάνιση, "...πολύ αργή για να ζήσει στη Δύση...", μα υπερβολικά συναισθηματική και γενναιόδωρη. Και της Λίντα Ροθ που είναι το ακριβώς αντίθετο: καλλιεργημένη, σκληρή και αριβίστρια. Μια φιλόδοξη συγγραφέας που έχει τον έλεγχο της ζωής σχεδόν σε απόλυτο βαθμό. Βρισκόμαστε στην Αβάνα της Κούβας, στα τέλη της προηγούμενης χιλιετίας, εποχή που κυβερνά ακόμη ο Κάστρο, το να βρεις έστω κι ένα κιλό πατάτες παραμένει κατόρθωμα ενώ οι "πατατούλες τηγανητές" θεωρούνται λουκούλειο γεύμα.

Αντίθετα με τα "πιστεύω" και τις πράξεις των πρωταγωνιστών ενός road movie, η Ζέτα δεν αρπάζει τη ζωή, απλώς ζει με νωχέλεια ό,τι της τυχαίνει ή καλύτερα, ό,τι της προσφέρει η καλοσύνη -και το πείσμα- των γνωστών και φίλων - εάν δεν υπήρχε η Λίντα δεν θα έκανε τον κόπο ούτε καν να σπουδάσει. Αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι το ότι η Ζέτα έχει πλήρη επίγνωση του εαυτού της από μικρή ηλικία και τον αποδέχεται χωρίς ιδιαίτερο προβληματισμό ή σκέψη. Είναι δε τόσο παθητική που προκειμένου να μην αλλάξει κάτι, δέχεται το οτιδήποτε με ευχαρίστηση όπως π.χ. την βίαιη, σαδιστική φύση του ψυχασθενή εραστή της.

Η Ζέτα δεν ωριμάζει, ή μάλλον αρνείται πεισματικά να ωριμάσει, αντίθετα
με ότι συνήθως συμβαίνει με τον αντίστοιχο ήρωα ενός road movie. "Ζωή είναι η πάλη ενάντια στην ωριμότητα" φαίνεται να είναι το μότο της. Παρ' όλες τις εμπειρίες που "συλλέγει" στην διάρκεια αυτών των 364 σελίδων και τις οποίες θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να σμιλέψει τα κακώς κείμενα του εαυτού της, δεν το κάνει. Εκείνο που κάνει είναι να τραγουδά ένα συγκεκριμένο παιδικό τραγουδάκι που ξεκινά από το εκατό και αριθμώντας αντίστροφα φτάνει μέχρι το μηδέν μετά από πολλά ρεφρέν γιατί έτσι καλύπτει τον ενδόμυχο φόβο της, κερδίζει χρόνο και δεν παίρνει τις αποφάσεις που οφείλει στον εαυτό της. Ακόμη και στο τέλος, όταν της προσφέρονται καλύτερες συνθήκες διαβίωσης για εκείνη και για το πέντε μηνών μωρό που κουβαλά μέσα της, η Ζέτα δεν αποφασίζει - μόνο που τώρα δεν τραγουδά εκείνο το τραγουδάκι που πάει ως εξής: "εκατό μπουκάλια στο ράφι.../ αν πέσει το ένα.../ ενεννήντα μπουκάλια στο ράφι..."

Η μεγαλύτερη
όμως διαφοροποίηση -σε σχέση με ένα road movie- βρίσκεται στην πλοκή. Τα γεγονότα δεν συμβαίνουν καθ' οδών, δεν υπάρχει γεωγραφικό ταξίδι, εξωτικά μέρη και ειδυλλιακές περιγραφές. Αφετηρία και κατάληξη όλων των περιπετειών της ηρωίδας είναι η Γωνία του Χαρούμενου Σφυριού, η ετοιμόρροπη πολυκατοικία όπου κατοικεί από τη στιγμή που γεννήθηκε μέχρι και τώρα στα είκοσί της που γράφει ετούτη την εξιστόρηση. Αυτό το απομεινάρι της αριστοκρατίας του '30 μαζεύει σαν μαγνήτης πολλούς "εξωτικούς" ανθρώπους, ανθρώπους του περιθωρίου που βρίσκονται με ένα σφυρί στο χέρι όλη την ώρα "αναπαλαιώνοντας", "ανακατασκευάζοντας" το κτήριο - εξού και το όνομά του. Ετούτοι οι άνθρωποι γεμίζουν τα διαμερίσματα του κτηρίου και τις σελίδες του βιβλίου και μπορεί να καταλάβει κανείς που οφείλεται το τόσο χαρακτηριστικό χρώμα και ύφος της Αβάνα "βλέποντάς" τους. Η Ζέτα συναναστρέφεται και περιγράφει αυτούς τους γραφικούς ανθρώπους και "ταξιδεύει" μέσω αυτών - κάθε άνθρωπος κι ένα ταξίδι, έτσι δεν λένε;

Διαβάζω στο αφτί του βιβλίου ότι η συγγραφέας Ένα Λουτσία Πορτέλα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένας περίεργος συνδιασμός του Σάλιντζερ και του Μπόρις Βιαν. Δεν είναι υπερβολή. Η Πορτέλα γράφει με αναίδεια και βάλλει κατά ριπάς σε οτιδήποτε, είτε αυτό είναι λέγεται παιδική ηλικία, πατρότητα και φεμινισμός, είτε πρόκειται για φιλία, έρωτα, συντροφικότητα και ομοφυλοφιλία, είτε ακόμη αφορά στην πολιτική και την κοινωνία στην Κούβα. Σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται χρησιμοποιώντας μια ανελέητη αργκό. Η αθυροστομία της δεν περιέχει βωμολοχίες, μόνο καθημερινές λέξεις και εκφράσεις που, ωστόσο, δεν χωρούν σε καθωσπρέπει συμπεριφορές. Η πλούσια, μοναδική -
η γεμάτη επίθετα και ρήματα- γλώσσα που χρησιμοποιεί αποδομεί τα πάντα, από το πιο κωμικό έως το πιο τραγικό. Η φαντασία ξεχειλίζει από κάθε γραμμή.

Η γραφή της συγγραφέως είναι αιρετική, έντονη, γρήγορη και καλά δομημένη. Αν και υπήρχε παντού διάχυτη μια παραίτηση, μια αδράνεια και η απουσία κάθε επιθυμίας για οτιδήποτε από την πλευρά της Ζέτα, το μυθιστόρημα δεν είναι καθόλου καταθλιπτικό ή οτιδήποτε παρόμοιο. Το αντίθετο μάλιστα. Με συνεπήρε άθελά μου και γι' αυτό
θα το τοποθετήσω δίπλα στον Τζακ Κέρουακ - τηρουμένων, όμως, των πιο πάνω παρατηρήσεων και δίχως να χρειαστεί να τραγουδίσω το "εκατό μπουκάλια στο ράφι..."



Σημείωση: Η εικόνα είναι το εξώφυλλο του βιβλίου και πρόκειται για τη "Γυναίκα-φρούτο", λεπτομέρεια από φωτό του Μπρασσάι (1935).
O Χένρι Μίλλερ σχολίασε για τον Γάλλο φωτογράφο : "Όταν συναντήσεις αυτόν τον άντρα βλέπεις αμέσως ότι είναι εξοπλισμένος με ασυνήθιστα μάτια" - "When you meet the man you see at once that he is equipped with no ordinary eyes" . Από εδώ δανείστηκα τον τίτλο της σημερινής ανάρτησης που ταιριάζει χωρίς κόπο και στην συγγραφέα για την ξεχωριστή συγγραφική της ματιά.

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2009





Χωρίς λόγια...


Είναι από εκείνες, τις ελάχιστες, φορές που ο ορισμός του ήθους, της σιωπής και της δημιουργίας, η έννοια του όρου "δάσκαλος" βρίσκουν το πρόσωπό τους. Και όταν αυτό το πρόσωπο φεύγει, οι λέξεις σου φαίνονται τόσο φτωχές, τόσο λίγες...


Σημείωση: Το εικαστικό θέμα είναι λεπτομέρεια από το μεγάλων διαστάσεων έργο του Γ.Μόραλη που βρίσκεται στο γραφείο του σπιτιού του Μάνου Χατζηδάκι. Το φιλοτέχνησε το 1962 και υπήρξε δώρο του καλλιτέχνη και της μητέρας του συνθέτη προς τον τελευταίο.

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2009





Bonjour Tristesse...


Η προηγούμενη εβδομάδα πέρασε βιαστικά, ανάμεσα στα μαθήματα, στις δουλειές του σπιτιού (ενόψει Χριστουγέννων) και στις ελάχιστες σελίδες που κατόρθωσα να γυρίσω προσπαθώντας να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά δίπλα στο πορτατίφ του κομοδίνου. Έτσι, το Σάββατο κατέληξε γεμάτο με ένα περίεργο μείγμα κούρασης κι έντασης. Ήταν μέρα εξετάσεων, ήταν και η βροχή που σκούρυνε κατά πολύ την μέρα και από τις τέσσερις και μισή νύχτωσε με αποτέλεσμα να μην αποφύγω τις θλιμμένες σκέψεις. Μια δύσκολη επαγγελματική συνεργασία πέντε χρόνων είχε φτάσει στο τέλος της. Από τη μια ένοιωθα ανακουφισμένη, από την άλλη, όμως, οι προοπτικές δυσοίωνες. Και τώρα τι; Τελευταία, νιώθω όλο και πιο ανεπαρκής, λίγη, ελάχιστη, ένα μυρμήγκι, ένας γραφικός και μίζερος Δον Κιχώτης που προσπαθεί για κάτι που δεν πρόκειται να συμβεί. Κι όσο κι αν αποδιώχνω αυτή την αίσθηση, εκείνη επιμένει. Και οι καταστάσεις δεν βοηθούν. Ο Β. έδινε εξετάσεις και ήταν σαν να έδινα κι εγώ τις δικές μου.

Αργά το απόγευμα, μετά το τέλος των εξετάσεων οι γονείς του παιδιού, ο μαθητής μου κι εγώ πήγαμε στο σπίτι τους για ένα ποτό. Για την ακρίβεια εμείς οι μεγάλοι ήπιαμε, ο νεαρός αρκέστηκε στους ξηρούς καρπούς. Με τη συζήτηση ελάφρυνε κάπως η διάθεση. Επέστρεψα στο σπίτι μου στις δέκα και μισή μα δεν άναψα τα φώτα. Το μόνο που έσπαγε τη σιωπή του σκοταδιού ήταν το ψιλόβροχο που χτυπούσε στο τζάμι του φεγγίτη. Κοιμήθηκα αργά με την αίσθηση ότι κάτι, κάπως πήγε στραβά.

Χθες επικοινώνησα με τη μητέρα του Β. Περίμενα να ακούσω κάτι αποθαρρυντικό ή στην καλύτερη περίπτωση κάτι ουδέτερο, τυπικό. Αντίθετα, πριν προλάβω να πω οτιδήποτε, με δυο κουβέντες που είπε μού διέλυσε τις όποιες κακές ιδέες κλωθογύριζαν στο νου μου μέχρι τότε. Κλείνοντας το τηλέφωνο, διάβασα και πάλι το mail ενός φίλου που είχε προηγηθεί. Χαμογέλασα. Ήταν από εκείνες τις στιγμές που ένας καλός λόγος, μία σκέψη που εκφράζεται από εκεί που δεν το περιμένεις είναι ικανά να σε κάνουν να νιώσεις ξεχωριστή. Αν και συνεχίζω να νιώθω λίγη κι ανεπαρκής, μου φαίνεται ότι τουλάχιστον γι' αυτούς τους δύο τρεις ανθρώπους είμαι κάτι παραπάνω από έναν κόκκο σιταριού. Και ξέρετε κάτι; Είναι...


...έστω και για λίγο.


Σημείωση: Το έργο είναι της Τρέισυ Έμιν. Εμπνεύστηκα τον τίτλο της ανάρτησης από την ομώνυμη νουβέλα της Φρανσουάζ Σαγκάν.

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2009





"What lies behind us and what lies before us
are tiny matters compared to
what lies within us"

Ralf Waldo Emerson


Έχοντας υπάρξει για μεγάλο διάστημα το μικρότερο μέλος μιας ευρύτερης οικογένειας μεσηλίκων και υπερηλίκων, μπορώ να πω άνετα ότι μεγάλωσα μέσα σε αναμνήσεις. Οι αναπολήσεις για ανθρώπους, συνήθειες και καταστάσεις κάποιων άλλων (πολύ) περασμένων εποχών με "περικύκλωναν" από παντού. Ξεκινώντας να διαβάσω το "Αναμνήσεις μιας κυρίας" του Σαντιάγκο Ρονκαλιόλο (Καστανιώτης, 2009) περίμενα κάτι από τις υπερβολές που άκουγα μικρή, εκείνες τις ωραιοποιημένες εικόνες για μια καλή ζωή, με "μικρές" μεν δυσκολίες αλλά γεμάτη χοροεσπερίδες και διασκέδαση - η άλλη όψη εκείνων των εποχών αποσιωπούνταν, όπως ήταν φυσικό, όταν ήμουν εγώ μπροστά.


Δεν έπεσα και πολύ έξω διότι η ηρωίδα του βιβλίου, μια εκλεπτυσμένη εκατομμυριούχος στο κατώφλι των 70 χρόνων της, αυτήν την πρόθεση έχει: να καταγράψει σ' ένα βιβλίο τις αναμνήσεις της από μια ζωή που περιελάμβανε άψογους τρόπους καλής συμπεριφοράς, δεξιώσεις της υψηλής κοινωνίας του Αγίου Δομήνικου, βεβιασμένες μετακομίσεις της οικογένειάς της -λόγω πολιτικών αναταραχών- στην Κούβα πρώτα και
κατόπιν στις ΗΠΑ, και συναναστροφές με το διεθνές τζετ σετ. Το μόνο μελανό σημείο είναι οι εχθρικές, στην πραγματικότητα ανύπαρκτες πλέον, σχέσεις με τα δυο παιδιά της που είναι και ο δεύτερος, εξίσου σημαντικός λόγος για την συγγραφή αυτού του βιβλίου - η μαντάμ Μινέτι θέλει με αυτόν τον τρόπο να κάνει τα παιδιά της να πονέσουν για το γεγονός ότι της υπεξαίρεσαν με δόλο την τεράστια περιουσία του πατέρα της "πετώντας" εκείνη και την μητέρα της -την γιαγιά τους- έξω από κάθε σημαντική απόφαση και διεκδίκηση.

Η Ντιάνα Μινέτι προσλαμβάνει γι΄αυτόν το λόγο έναν συγγραφέα. Πρόκειται για έναν ταλαίπωρο Περουβιανό μετανάστη που κατοικεί στην Ισπανία. Έχει τελειώσει τις σπουδές του και επιδιώκει με κάθε τρόπο να πραγματοποιήσει το όνειρό του - να γίνει, δηλαδή, διάσημος και να ζήσει από τα βιβλία του. Μέχρι όμως να γίνει αυτό, κάνει τις πιο απίθανες δουλειές.

Κάτω από τις άθλιες έως κωμικές συνθήκες που ζει, η συνεργασία που του προσφέρει η Ντιάνα τού έρχεται "κουτί". Οι φιλοδοξίες του για την συγγραφή ενός μπεστ σέλερ περιορίζονται μεν στα τυπικά και ανούσια πράγματα που του εξιστορεί η μαντάμ Μινέτι αλλά είναι ευτυχισμένος δε - η παχυλή μηνιαία αμοιβή του και οι διευκολύνσεις που του παρέχει του αρκούν. Δεν διστάζει να μηχανευτεί τρόπους παράτασης ετούτης της εργασιακής κατάστασης κι έτσι, αποφασίζει να ψάξει και την άλλη πλευρά της ζωής της Ντιάνα, πλευρά που και η ίδια αγνοεί σε μεγάλο βαθμό. Ταξιδεύει στην Κούβα και συνομιλεί με άτομα που γνώριζαν πρόσωπα και πράγματα της εποχής της. Από το σημείο αυτό κι έπειτα η "καλή" ζωή της Ντιάνα ανατρέπεται και τα γεγονότα εξελίσσονται εντελώς διαφορετικά από τις αρχικές προθέσεις και των δύο.

Κομβικό πρόσωπο ο Τζόρτζο Μινέτι, ο πατέρας της Ντιάνα, που από τρυφερός τζέντλεμαν αποδεικνύεται ένας αδίστακτος αριβίστας που δεν αφήνει καμμία ευκαιρία ανεκμετάλλευτη - ελίσσεται στα υψηλά πολιτικά στρώματα και συναλλάσσεται με τρεις δικτάτορες προκειμένου να κερδίσει χρήματα και κύρος. Τα πατήματά του θα ακολουθήσουν ο αδερφός της Ντιάνα και μετά από αυτόν ο γιος της. Η ίδια, όπως αποκαλύπτεται, είναι για όλους τους άλλους αδιάφορη έως αόρατη. "Ήμουν τόσο εύθραυστη, τόσο αδύναμη που το μοναδικό πράγμα που είχα στον κόσμο ήταν ένας μεγάλος σωρός λεφτά. Και εκείνος (ο πατέρας της) με είχε σαν ένα ακόμα αντικείμενο, ακριβώς όπως και όλοι οι άντρες που είχαν περάσει από τη ζωή μου." Ο Μανουέλ, ο πρώτος της σύζυγος και πατέρας των δύο παιδιών της, της φέρεται σαν να μην υπάρχει, ο Φρανσίσκο, την θέλει, την αγαπά αλλά λόγω της επαγγελματικής του θέσης δεν μπορεί να κάνει τίποτα περισσότερο από το να συντηρεί την εξωσυζυγική σχέση τους, ο Αντρές, ο δεύτερος σύζυγος μετατρέπεται σε κηφήνα μετά τον γάμο τους και τέλος, ο Αμερικανός εραστής της, Τζων Τέιτ, που από μια ατυχή συγκυρία μένει μακριά της.

Θα μπορούσα να είμαι σκεπτική έως θλιμμένη για τα ολοκληρωτικά καθεστώτα εκείνων των χρόνων, για την ασφυξία που προκαλούν οι "ετικέτες", για την απαράδεκτη θέση και διαπαιδαγώγηση των γυναικών σε εκείνες τις συνθήκες αλλά... διασκέδασα τις "Αναμνήσεις..." αφάνταστα κι αυτό γιατί ο Σαντιάγκο Ρονκαλιόλο χρησιμοποιεί αφειδώς το χιούμορ στο κείμενο. Γέλασα πολύ (μα πάρα πολύ) με τα παθήματα του συγγραφέα/αφηγητή του μυθιστορήματος και με τον χαρακτήρα του Χάβυ ενώ βρήκα θαυμάσια τα περιστατικά αυτοαναφορικότητας του Σαντιάγκο Ρονκαλιόλο. Έχω όμως την αίσθηση ότι αυτό ακριβώς το χιούμορ ευθύνεται για ένα "κάτι" που λείπει από την αφήγηση: εκεί που παρουσιάζεται μια σοβαρή πτυχή της ιστορίας, στο σημείο εκείνο που η συγκίνηση αρχίζει να κορυφώνεται, ένα αστείο συμβαίνει και η ατμόσφαιρα επιστρέφει πάλι στην απλή, καθησυχαστική εξιστόρηση. Για παράδειγμα, το γεγονός της απομυθοποίησης του πατέρα της Ντιάνα - ενώ σε προϊδεάζει για μία συναισθηματική ταραχή (όπως περίπου συνέβει και με την πρωταγωνίστρια του "Μουσικού Κουτιού" του Γαβρά) αυτό παραμένει στις διαστάσεις της συνηθισμένης διήγησης της Ντιάνα, διανθισμένης με αστεία περιστατικά. Σαν να φοβάται ο Ρονκαλιόλο να αφήσει την ηρωίδα του να σπάσει την επιφάνεια και να κάνει ένα βήμα προς την συνειδητοποίησή της, την αυτογνωσία.

Σε κάποιο σημείο, η Ντιάνα αναφέρει: "Κανείς δεν μπορεί να μας διδάξει μέχρι που μπορούμε να φτάσουμε, ...εμείς μόνες έπρεπε να μάθουμε... ".
Και φαίνεται ότι σχεδόν τα καταφέρνει. Λέω σχεδόν διότι ο νεαρός συγγραφέας/αφηγητής άθελά του την διδάσκει κατά κάποιο τρόπο, την κάνει να δει και να βρει τον πραγματικό εαυτό της. Λίγο πριν πεθάνει η Ντιάνα γράφει ένα γράμμα που απευθύνεται σ' αυτόν όπου διαφαίνεται καθαρά ότι έχει αντιληφθεί την πραγματικότητά της: "...Αλλά η ζωή μου, τουλάχιστον, τώρα έχει ένα μάρτυρα: εσένα. Προσπάθησα πολύ για να με γνωρίσει κάποιος. Εσύ είδες το παρελθόν μου και το παρόν μου, δηλαδή, τα πάντα, γιατί δεν έχω μέλλον. Ό,τι είδες είναι ό,τι υπάρχει με τα σκαμπανεβάσματά του. Μια καλή ζωή, έτσι;"

Τελικά, για να παραφράσω ελαφρώς τον Μπόρχες, "μερικές συναντήσεις είναι ραντεβού".




Σημείωση: η πρώτη φωτογραφία είναι το εξώφυλλο του βιβλίου χωρίς τα τυπογραφικά στοιχεία του. Στην δεύτερη, είναι η Άνν Μπάνκροφτ στην τηλεοπτική σειρά "Haven".

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2009






Love Knows no border


Δεν είχα σκοπό να διαβάσω το "Μετάξι" του Αλεσσάντρο Μπαρίκκο (μτφρ. Λένα Ταχματζίδου, Πατάκης, 1996) για δεύτερη φορά αλλά "παρεσύρθην" από την εγκωμιαστική γνώμη του καλού φίλου και συν-blogger Librofilo γι' αυτό το βιβλίο και ιδίως για τον συγγραφέα του.

Ο Αλεσσάντρο Μπαρίκκο γεννήθηκε στο Τορίνο το 1958 κι έχει γράψει μεταξύ άλλων, δύο -βραβευμένα- μυθιστορήματα κι έναν θεατρικό μονόλογο. Ωστόσο, το "Μετάξι" (που έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες ενώ το 1997 μεταφέρθηκε και στον κιν/φο) αποτελεί ένα έργο ανένταχτο. Θα μπορούσε να είναι μυθιστόρημα αλλά δεν είναι - "περιορίζεται" σε 111 σελίδες κι αυτές όχι πυκνογραμμένες. Για τον ίδιο λόγο δεν είναι ούτε διήγημα. Η ιστορία ετούτη, παρ'όλα αυτά, είναι δομημένη σε εξήντα πέντε κεφάλαια στα οποία αποδίδονται πλήρως και με μυθιστορηματικό τρόπο η ζωή των ηρώων του.

Ο Ερβέ Ζονκούρ ζει σ' ένα χωριό στην Γαλλία του 19ου αι. όπου η πατρική φιλοδοξία τον προορίζει για λαμπρή σταδιοδρομία στο στρατό. Όμως, από ένα γύρισμα της τύχης ή καλύτερα από την επιβολή της γνώμης του Μπαλνταμπιού, ο Ερβέ γίνεται έμπορος -εμπορεύεται μεταξοσκώληκες- και παράγει μετάξι. Είναι παντρεμένος με την Ελέν και ζουν στο Λαβιλλεντιέ μία ήσυχη, προβλέψιμη ζωή. Και οι δυο τους είναι ευχαριστημένοι απ' αυτό. Μόνος στενός τους φίλος και μέντορας του Ερβέ είναι ο Μπαλνταμπιού, ο παράξενος τύπος που είχε έρθει στο χωριό τους από το πουθενά, εγκαταστάθηκε εκεί και δίδαξε στους ντόπιους τα μυστικά της σηριοτροφίας με αποτέλεσμα ο τόπος να γίνει ένα από τα κυριότερα ευρωπαϊκά κέντρα σηριοτροφίας και μεταξοκλωστικής.

Το 1861 οι πρώτες επιδημίες έχουν ήδη αρχίσει να προσβάλλουν την ευρωπαϊκή παραγωγή αβγών μεταξοσκώληκα και το Λαβιλλεντιέ θα καταστρεφόταν οικονομικά εάν δεν βρισκόταν άμεσα μία λύση. Ο Ερβέ Ζονκούρ, με την προτροπή του Μπαλνταμπιού, φεύγει για να προμηθευτεί αβγά από την Ιαπωνία. Το ταξίδι του μέχρι "το τέλος του κόσμου" θα διαρκέσει έξι μήνες. Όταν θα φτάσει εκεί, θα φιλοξενηθεί από τον Χάρα Κέι, τον άρχοντα ενός χωριού που θα του προμηθεύσει τα αβγά. Στο σπίτι του θα γνωρίσει την παλλακίδα του, μια γυναίκα που "τα μάτια της δεν είχαν ανατολίτικη κοψιά και το πρόσωπό της ήταν πρόσωπο παιδούλας". Δύο έντονα κοιτάγματα, η νωχελική κίνηση του χεριού της που άγγιξε το φλιτζάνι απ' όπου είχε πιει προηγουμένως το τσάι του, το πορτοκαλί ρούχο της εγκατελειμένο στην όχθη μιας λίμνης ήταν αρκετά για να κάνουν τον Ερβέ να επαναλάβει αυτό το πολύμηνο ταξίδι τρεις ακόμη φορές χωρίς όμως ποτέ να καταφέρει να δει αυτή την απόκοσμη γυναίκα ξανά.

Οι απλές λέξεις και η ευθύτητα της γραφής του Αλεσσάντρο Μπαρίκκο αλλά κυρίως η λιτότητά του είναι αφάνταστα ελκυστικές. Είναι τέτοια η πυκνότητα των συναισθημάτων που σκιαγραφεί πολύ έντεχνα ο Μπαρίκκο που σου έρχεται στο νου η ποίηση. Τα μικρά κεφάλαια, δε, ανεβάζουν τον ρυθμό της ανάγνωσης κι έτσι βρέθηκα στην τελευταία σελίδα χωρίς να το καταλάβω και για τρίτη φορά!

Σ' όλη την διάρκεια της ανάγνωσης σκεφτόμουν ότι τα γεωγραφικά σύνορα (σε αντίθεση με τα σύνορα που εμείς ορίζουμε μέσα μας) δεν είναι σοβαρό εμπόδιο μπροστά στην επιθυμία, στον πόθο, στο ανεκπλήρωτο που επιμένει να ολοκληρωθεί, όσο αντίξοοες κι αν είναι οι συνθήκες. Άλλωστε, όπως έχει πει και ο Άμος Οζ, τα όρια (γεωγραφικά κι άλλα) πρέπει να υπάρχουν για να τα ξεπερνούμε. Μ' αυτό κατά νου, δεν μου προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση η ένταση της επιμονής του Ερβέ να επιστρέφει ξανά και ξανά για τη νεαρή γιαπωνέζα. Η Ελέν, η συνεσταλμένη και χαμηλών τόνων σύζυγος του Ερβέ, ήταν αυτή που μου "έκλεψε" την προσοχή. Ίσως τελικά, σκέφτηκα, ο τίτλος του βιβλίου να μην αφορά μόνο στην πρώτη ύλη για την δημιουργία ενός υφάσματος ή την αφορμή γι' αυτή την ερωτική ιστορία. Ίσως να αναφέρεται και στο υλικό της ψυχής της Ελέν που δώρισε στον Ερβέ αυτό που ο ίδιος δεν μπόρεσε να αποκτήσει για τον εαυτό του - την ψυχική ικανοποίηση της ανταπόκρισης του έρωτά του - ενώ η ίδια πέθανε "... με τη νοσταλγία για κάτι που δεν θα ζούσε ποτέ".




Σημείωση: Η εικόνα είναι η καλλιγραφική γραφή της λέξης "αγάπη" στα γιαπωνέζικα.

Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2009





Πιάνω...



... τον εαυτό μου τον τελευταίο καιρό να ακούει πολύ τζαζ - παλιά κομμάτια που τώρα μου φαίνονται καινούργια, ή ακόμη κι εντελώς πρωτάκουστες συνθέσεις που με κάνουν να νιώθω ότι ο ρυθμός αυτός μού είναι πολύ γνωστός, το ηχόχρωμα ετούτο μού είναι απίστευτα οικείο. Παλιότερα "χρησιμοποιούσα" κάθε είδους μουσικής για να συγκεντρωθώ στο διάβασμα, σήμερα όμως μάλλον το αντίθετο συμβαίνει - ιδιαίτερα με τη τζαζ. Ίσως αυτό να οφείλεται στην ήρεμη δύναμη της μουσικής που σε διαπερνά και στην "διάθεσή" της να σε ξεσηκώνει ομαλά, χωρίς "αναταράξεις". Ίσως πάλι να είναι οι αυτοσχεδιασμοί των μουσικών που με εξιτάρουν. Ίσως επίσης να με ελκύει και να με κρατά αυτή η συνεργασία, ή καλύτερα η αμοιβαία "συννενοχή" που υπάρχει μεταξύ μουσικού και ακροατή (ιδίως στις live παραστάσεις και στις συναυλίες) ώστε να δημιουργήσουν μια ξεχωριστή ατμόσφαιρα, αυτά τα δυο-τρία σκαλάκια που θα σε ανεβάσουν λίγο ψηλότερα όταν ακούς το κομμάτι. Αυτού του είδους η επικοινωνία μεταξύ των δύο πόλων είναι δύσκολο να επιτευχθεί - δεν είναι λίγοι οι καλλιτέχνες (όχι μόνο μουσικοί αλλά και ζωγράφοι, γλύπτες, λογοτέχνες, ποιητές) που βυθίζουν τον εαυτό τους τόσο βαθιά στην τέχνη τους που, στη συνέχεια, αδυνατούν να βγουν στην επιφάνεια και να αφουγκραστούν αυτούς που βρίσκονται απέναντί τους. Ή δίπλα τους.

Μία τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση "καταραμένου" καλλιτέχνη είναι και ο Λούκα Φλόρες - μουσικός με κλασική κατεύθυνση που όμως άφησε έντονο το σημάδι του στην ιστορία της τζαζ του 20ου αιώνα. Ως παλιά ρόκερ (ή ροκού που λέγαμε κάποτε) δεν είχα ιδέα για ετούτο τον μουσικό με τη σύντομη ζωή, τον βίαιο θάνατο και το σημαντικό έργο. Τον "γνώρισα" ωστόσο, μέσα από την ταινία "Πιάνο Σόλο" (Ιταλία, 2007) η οποία βασίζεται στο βιβλίο του Ιταλού πολιτικού, πρώην δημάρχου της Ρώμης, Ουόλτερ Βελτρόνι "Il disco del mondo. Vita breve di Luca Flores, musicista"

Η υπόθεση της ταινίας έχει ως εξής: Ο Λούκα μεγαλώνει σε μια οικογένεια με άλλα τρία αδέρφια κι έναν πατέρα που φεύγει συνεχώς λόγω δουλειάς (είναι γεωλόγος). Έτσι ο μικρός αναπτύσσει μια ιδιαίτερη σχέση με την μητέρα του. Σε κάποιες διακοπές τους στην Αφρική, όπου ο πατέρας φεύγει πάλι για δουλειά, η μητέρα του σκοτώνεται σε αυτοκινητιστικό ατύχημα από το οποίο εκείνος και η μία από τις αδερφές του που επέβαινε στο αυτοκίνητο μαζί τους, σώζονται. Μετά από αυτό, η οικογένεια διαλύεται. Πολύ αργότερα, βρίσκουμε τον Λούκα να γίνεται δεκτός με επαίνους στο πανεπιστήμιο. Στο διάστημα αυτό έρχεται σε επαφή με την τζαζ για πρώτη φορά και δέχεται να γίνει μέλος ενός μουσικού τρίο που γνωρίζει μεγάλη επιτυχία και εγκωμιαστικές κριτικές. Ο Λούκα αφοσιώνεται στο πιάνο του - δεν κάνει όμως το ίδιο και για την γυναίκα της ζωής του. Οι ενοχές του για το ατύχημα του παρελθόντος στέκονται εμπόδιο - ο Λούκα θεωρεί τον εαυτό του υπεύθυνο για τον θάνατο της μητέρας του και δεν μπορεί να το ξεπεράσει, γεγονός που θα τον οδηγήσει μοιραία στην τρέλα και τελικά, στην αυτοκτονία.

Βλέποντας την ταινία σκεφτόμουν ότι κάποια ζητήματα θα μπορούσαν να είναι λίγο πιο τονισμένα όπως για παράδειγμα οι μουσικές/πνευματικές αναζητήσεις του Λούκα μιας και πρόκειται για έναν από τους δύο λόγους που τον οδήγησαν στην καταστροφή. Αλλά ο σκηνοθέτης Ρικάρντο Μιλάνι (που έχει συνεργαστεί με τον Νάνι Μορέττι στο "Αγαπημένο Ημερολόγιο") εστιάζει αποκλειστικά και μόνο στο στοιχείο της παιδικής ενοχής και της απώλειας χωρίς να δείχνει καθαρά τα όποια βάσανα της τέχνης ταλαιπώρησαν τον καλλιτέχνη. Γενικά, η ταινία είναι ισορροπημένη αν και χωρίς έντονες κλιμακώσεις - η γραμμική του αφήγηση δεν επιφυλάσσει καμμία έκπληξη. Η ενστικτώδης ερμηνεία του Κιμ Ρόσσι Στούαρτ ωστόσο σε αποζημιώνει. Ο πρωταγωνιστής ήταν υποψήφιος για το βραβείο καλύτερου ηθοποιού το 2008 στα βραβεία Νταβιντ ντι Ντονατέλλο (το ιταλικό αντίστοιχο των Όσκαρ) - μία από τις πέντε συνολικά υποψηφιότητες της ταινίας εκείνη τη χρονιά. Καθόλου άσχημα, τελικά, για ένα φιλμ τόσο χαμηλών τόνων.

Όσο για μένα, χάρηκα πραγματικά γι' αυτήν την "γνωριμία" με τον signore Flores...



Σημείωση: Ο πίνακας λέγεται "piano with high heel" κι ανήκει στην σύγχρονη καλλιτέχνιδα Anita Burgermeister.

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2009






Σήμερα είναι μια άλλη μέρα...


Εδώ και μέρες προσπαθούσα να βρω κάτι να γράψω αλλά μου ήταν δύσκολο. Βουνό. Η γη γυρνούσε, πράγματα συνέβαιναν κι εγώ δεν μπορούσα να σκεφτώ κάτι, οτιδήποτε, για να γράψω στο μπλογκ. Εκείνο που με πείραξε όμως περισσότερο είναι το ότι δεν μπόρεσα να διαβάσω ούτε μία γραμμή ενώ είχα άπλετο χρόνο στην διαθέσή μου και θα μπορούσα κάλλιστα να διαβάσω όχι μόνο ένα αλλά και περισσότερα βιβλία. Είχα κατά νου, βλέπετε, τον Όσκαρ Ουάιλντ που είπε ότι "Εάν κάποιος δεν μπορεί να απολαύσει την ανάγνωση ενός βιβλίου, δεν υπάρχει λόγος να το αρχίσει καν" και με βόλεψε να κάνω τις σχετικές αναγωγές και να το επεκτείνω και στην υπόλοιπη ζωή μου...

Μα κάτι ο ήλιος της Δευτέρας, κάτι ο ευγενικός τεχνικός του υπολογιστή που με εξυπηρέτησε γρήγορα, κάτι τα τόσο αισιόδοξα μπλογκς των διαδικτυακών φίλων που διάβασα αμέσως μετά, ήταν και η "απαίτηση" της Αγάπης να βγούμε το βράδυ κι έτσι, δεν χρειάστηκε πολύ για να αλλάξει η διάθεσή μου. Η μέρα κύλησε χωρίς καλά καλά να το καταλάβω. Αυτή τη στιγμή, μόλις επέστρεψα από μια βραδιά με καλούς φίλους και κόκκινο κρασί κι όπως βλέπετε (και διαβάζετε ελπίζω) κάτι "χτύπησα" στο πληκτρολόγιο. Πράγματι, σήμερα είναι μια άλλη μέρα...



Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2009





Η επανάσταση


πρέπει να είναι η ανατροπή του παρελθόντος κι όχι
η επανάληψή του με άλλη μορφή.



Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2009





Το άψυχο παίρνει ζωή όταν το νοιαστείς...



Έχω πολύ καιρό να δω κάποιο παιδί να διαβάζει βιβλίο γενικώς, και λογοτεχνίας ειδικώς, πόσο μάλλον να το αποκτά μόνο του. Περνώντας κάποιον χρόνο σε βιβλιοπωλεία, σπάνια συναντώ κάποιο παιδί να περιδιαβάζει στα ράφια, να ξεφυλλίζει, να επιλέγει μόνο του κι απορώ γιατί η σοδειά της βιβλιοπαραγωγής για ετούτη την συγκεκριμένη κατηγορία αναγνωστών έχει να παρουσιάσει πολλά και αξιόλογα δείγματα βιβλίων, ικανά να εγείρουν την περιέργεια και την προσοχή των παιδιών (και των μεγάλων, εδώ που τα λέμε) με πολύ ενδιαφέρουσες ιστορίες και χωρίς να είναι εξώφθαλμα έντονα ή κραυγαλέα. Ένα τέτοιο βιβλίο είναι και "το μεγάλο ταξίδι της κινέζικης πάπιας" του Βασίλη Παπαθεοδώρου (Καστανιώτης, 2008).

Τα περισσότερα σχόλια που διάβασα για ετούτο το βιβλίο τονίζουν την περιέργεια, το μυστήριο, την αγωνία και κυρίως τις οικολογικές ανησυχίες που κεντρίζονται από την πένα του συγγραφέα. Και δεν έχουν άδικο. Ο Β.Παπαθεοδώρου θίγει με χιούμορ αλλά και σοβαρότητα απολύτως σύγχρονα θέματα και ο γρήγορος ρυθμός της γραφής σε συνδυασμό με τα πρόσωπα και τις καταστάσεις κάνουν το βιβλίο ένα κανονικό μίνι αστυνομικό μυθιστόρημα. Η όμορφη γλώσσα του κειμένου προσθέτει στο ενδιαφέρον της ανάγνωσης αν και μια-δυο λέξεις, φαντάζομαι, θα δυσκολέψουν τους μικρούς αναγνώστες. Ωστόσο, εγώ θα σταθώ σε δύο σημεία που με εντυπωσίασαν και δεν έχουν να κάνουν με κάτι από τα πιο πάνω.

Το πρώτο, που ήταν και η αφορμή για να αγοράσω το βιβλίο μιας και δεν γνώριζα τον συγγραφέα από προηγούμενες δουλειές του, είναι η εικονογράφηση. Πρωτότυπη, εικαστική, αφαιρετική, η ζωγραφική άποψη του Πέτρου Μπουλούμπαση μακράν απέχει από τους καθιερωμένους παιδικούς χρωματισμούς και τις πολύχρωμες περικοκλάδες που συναντάμε σε αρκετές εκδόσεις.

Η αυτοθυσία ως ζεστό συναίσθημα και ως πράξη είναι το δεύτερο στοιχείο που ξεχώρισα και αυτό γιατί -διορθώστε με αν κάνω λάθος- είναι έννοια ξεπερασμένη στις μέρες μας. Στο βιβλίο όμως είναι σε πρώτο πλάνο. Μερικά παραδείγματα:
η πραγματική πάπια ταξιδεύει στην απέραντη θάλασσα ελπίζοντας να βρει κάποια ξηρά για να βγεί ενώ την ίδια στιγμή, αφήνει ευκαιρίες για να σωθεί η ίδια πότε για να σώσει μια πληγωμένη φάλαινα και πότε έναν τραυματισμένο ψαρά που κινδυνεύει να του επιτεθεί καρχαρίας. Έχει ήδη χάσει στην θύελλα τα παπάκια της καθυστερώντας για να σώσει το νεαρό Γιαν, τον άνθρωπο-φίλο της, ο οποίος προηγουμένως είχε διακινδυνεύσει κι εκείνος για να την σώσει από πνιγμό. Υιοθέτησε όμως, τα πλαστικά παπάκια ως δικά της "παιδιά" κι εκείνα με την σειρά τους την προστατεύουν σαν αληθινά γιατί "το άψυχο παίρνει ζωή όταν το νοιαστείς".


Συμφωνώ με την στροφή που έχει πάρει η θεματολογία της σύγχρονης ελληνικής παιδικής/εφηβικής λογοτεχνίας:
σήμερα είναι απολύτως αναγκαία η ενημέρωση, η ευαισθητοποίηση και η άμεση δραστηριοποίηση του καθενός μας για όλα τα θέματα που αφορούν στο περιβάλλον και την προστασία του αλλά αναρωτιέμαι - πως να πείσεις κάποιον που δεν έχει μάθει να προσφέρει την έγνοια του και την προσοχή του στον συνάνθρωπο του, να το κάνει για τα ζώα και πολύ περισσότερο για την φύση; Πως να τον πείσεις, όταν δεν ξέρει να θυσιάζει το προσωπικό του συμφέρον και τη βολή του για έναν συλλογικό σκοπό, για ένα παγκόσμιο καλό;



Σημείωση: Ο πρώτος πίνακας είναι της σύγχρονης Αμερικανίδας ζωγράφου Ελίζαμπεθ Πέυτον από την ενότητα "Live Forever". Η δεύτερη εικόνα είναι από την εικονογράφηση του βιβλίου.
Update: Σε δημοσίευμα εφημερίδας αναφέρεται ότι από το συγκεκριμένο περιστατικό της "απελευθέρωσης" των πλαστικών παιχνιδιών στον Ειρηνικό, κάποια από αυτά ξεβράστηκαν στις ακτές της Αλάσκας
τον Ιούλιο του 2004. Αρκετά όμως συνεχίζουν να περιπλανούνται στις θάλασσες.

Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2009





Άτιτλο



"Ένα μυθιστόρημα είναι η ισορροπία ανάμεσα σε
μερικές αληθινές εντυπώσεις και στο πλήθος των ψεύτικων που
συγκροτούν αυτό που αποκαλούμε ζωή."



Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2009





Αδύναμη...



Την Τρίτη το πρωί, πέρασα από την Ερμού. Μπροστά σ' ένα στενό καθόταν ένας μελαμψός άντρας με τον γιο του. Ζητιάνοι. Δεν έδωσα σημασία και προσπέρασα γρήγορα. Είχα αργήσει στο ραντεβού με τον οδοντίατρο. Ξεμακραίνοντας όμως, συνέχιζα να "βλέπω" την εικόνα αυτού του ανθρώπου που είχε "παγώσει" στο νου μου. Είχε μαλακή όψη στο πρόσωπο και τα κατάμαυρα μάτια του δεν ζητιάνευαν. Απλώς υπέμεναν. Και δεν είχε απλώς απλωμένο ένα άδειο χέρι. Πουλούσε χαρτομάντηλα. Γύρισα πίσω και καθώς τον πλησίαζα, είχα τον χρόνο να παρατηρήσω καλύτερα τον μικρό δίπλα του. Ήταν γύρω στα 6 με 7 και καθόταν μέσα σ' ένα καρότσι για μωρά. Σκυφτός και με προσήλωση ζωγράφιζε με δύναμη στο μπλοκ που είχε στα γόνατά του. Κάτι λέγανε μεταξύ τους - ο μικρός ήταν λιγόλογος και συνέχιζε να ζωγραφίζει χωρίς να σηκώνει κεφάλι. Η χροιά της φωνής του - καθαρή, ζεστή, σταθερή, άφοβη, αυθόρμητη, όχι σαν τα γνωστά ζητιανάκια που ξέρουν "τα κατατόπια της δουλειάς". Ρώτησα τον πατέρα πόσο πουλάει το πακετάκι με τα χαρτομάντηλα. "Δέκα λεπτά" μου απάντησε. Πήρα και τα δύο πακετάκια που κρατούσε στο χέρι και του έδωσα όσο πληρώνω στο σούπερ μάρκετ για την οικονομική συσκευασία. Ο μικρός είχε ήδη σταματήσει την ζωγραφιά του -μάλλον τη στιγμή που με άκουσε να μιλώ- και με κοιτούσε με το ένα του μάτι γεμάτο έκπληξη. Το άλλο, ήταν καλυμμένο με αυτό που χαϊδευτικά αποκαλώ pirate's badge - το ειδικό αυτοκόλλητο που χρησιμοποιούν οι οφθαλμίατροι για να διορθώσουν την όραση των παιδιών. Είμαι σίγουρη ότι από κάτω, με κοιτούσε κι αυτό το ίδιο διαπεραστικά. Έφυγα γρήγορα. Είχα αργήσει.

Χθες το μεσημεράκι, γυρνώντας σπίτι, τους ξαναείδα. Ο πατέρας, που προφανώς ήταν και ρακοσυλλέκτης, έσπρωχνε το καροτσάκι που ήταν κατάφορτο με διάφορα πράγματα. Μόλις με αναγνώρισε χαμογέλασε και τα μάτια του γέμισαν επιφύλαξη. Μου φάνηκε πως μαζεύτηκε κάπως. Ο δε μικρός, που καθόταν μέσα στο καρότσι, μόλις με αναγνώρισε κι εκείνος, σταμάτησε το καρότσι με τα πόδια του, κατέβηκε και αφού με κοίταξε συνέχισε το δρόμο του περπατώντας. Χωρίς να σταθώ, συνέχισα κι εγώ τον δικό μου δρόμο.

Σήμερα, προσπαθώ ακόμη να καταλάβω την κίνηση αυτή του μικρού. Όπως επίσης και το γιατί νοιώθω τόσο αδύναμη...




Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2009









the love that dare not speak its name*

 
but do write its dare...



"Πρέπει να ήταν κατά τη δεύτερη ή τρίτη μου επίσκεψη στο τέμενος όταν προκλήθηκε ο σπινθήρας και, τόσο εκείνος όσο και ο σύντροφός του, ο Τζωρτζ Μέριλ, είχαν συμμαχήσει στο να μου προξενήσουν βαθιά εντύπωση και να μου αγγίξουν κάποια δημιουργική φλέβα. Ο Τζωρτζ Μέριλ μου άγγιξε επίσης την πλάτη - απαλά και ακριβώς πάνω από τους γλουτούς. Πιστεύω ότι άγγιζε των περισσότερων ανθρώπων. Η αίσθηση ήταν ασυνήθιστη και τη θυμάμαι ακόμα (...) Επέστρεψα κατόπιν στο Χάρογκέιτ (...) και αμέσως άρχισα να γράφω τον Μώρις" εξομολογείται ο Ε.Μ.Φόρστερ για το πως δημιούργησε το "Μώρις" (Καστανιώτης, 1988).

Ο συγγραφέας παρακολουθεί τον ήρωά του από την εφηβεία έως και τα τριάντα+ χρόνια του. Το μυθιστόρημα ξεκινά με τον Μώρις (κι όχι Μωρίς όπως λανθασμένα αποδίδεται στο κείμενο) 13χρονο μαθητή - μία μετριότητα όπως περιγράφεται που προκειμένου να γίνει δεκτός από τους υπόλοιπους συμμαθητές του υιοθετεί την συμπεριφορά τους ενώ την απεχθάνεται. Στην πραγματικότητα, αδιαφορεί και πιέζεται τόσο στο σχολείο όσο και στο σπίτι διότι τα ενδιαφέροντα κι όλες οι συζητήσεις των οικείων του περιστρέφονται γύρω από τους καθωσπρεπισμούς της εποχής και την κοινωνική αποκατάσταση.

Ο Μώρις συνεχίζει τις σπουδές του στο Κέιμπριτζ όπου δεν σταματά να νιώθει διαφορετικός από τους υπόλοιπους κι αποξενωμένος. Μέχρι που γνωρίζει τον Κλάιβ Ντάραμ, έναν τριτοετή συμφοιτητή του που στην πορεία γίνεται μέντοράς του. Ο Κλάιβ τον μυεί στην αρχαία ελληνική γραμματεία και στα κείμενα περί ομοφυλοφιλίας. Γίνεται η αφορμή για να "ανοίξει" το μυαλό του Μώρις και να απαλλαγεί από τις βαθιά ριζωμένες πεποιθήσεις του για την θρησκεία και τις κοινωνικές συμβατικότητες. Να βρει, να κατανοήσει και να αποδεχθεί την σεξουαλική του ταυτότητα. Ουσιαστικά, ο Κλάιβ απελευθερώνει τον Μώρις και για όσο διαρκεί η σχολή, οι δυο τους έχουν μια υπέροχη -πλατωνική όμως- σχέση παρόλο που ο Μώρις προσδοκά κάτι περισσότερο.

Εξαιτίας ενός εγωϊσμού, ο Μώρις εγκαταλείπει τις σπουδές του και εργάζεται ως χρηματιστής ενώ αντίθετα, ο Κλάιβ τις ολοκληρώνει. Μετά το τέλος των σπουδών του κι ενώ βρίσκεται σε ταξίδι στην Ελλάδα με άλλη παρέα, ο Κλάιβ βιώνει μία εσωτερική μεταστροφή σχετικά με τις σεξουαλικές προτιμήσεις του και η ιδιαίτερη, τρυφερή, φιλία που ένιωθε για τον Μώρις δίνει την θέση της στην έλξη για το γυναικείο φύλο που είναι τόσο ένθερμη ώστε αποφασίζει να παντρευτεί. Από το κείμενο γίνεται φανερό ότι ο Κλάιβ ενδιαφέρεται πολύ περισσότερο για την κοινή γνώμη και την κοινωνική του θέση απ' ότι διατεινόταν ως φοιτητής. Φυσικό επακόλουθο λοιπόν να επιλέξει έναν συμβατικό, "στεγνό", γάμο και να αποκηρύξει την ομοφυλοφιλία του θεωρώντας την μία εμμονή, ένα καπρίτσιο της ηλικίας. Η συμπεριφορά του προς τον Μώρις γίνεται συγκαταβατική, τυπική. Καθαρά βρετανική. Ο Μώρις, ωστόσο, αντιμετωπίζει το απροσδόκητο αυτό τέλος όσο καλύτερα μπορεί δίχως να απαρνηθεί λεπτό την πραγματική του ταυτότητα. Καθώς διάβαζα τον "Μώρις" σκεφτόμουν ότι αν στη θέση των δύο αντρών έβαζα τα ονόματα ενός ετερόφυλου ζευγαριού, δεν θα υπήρχε καμμία διαφορά στις αντιδράσεις των ηρώων. Έτσι, μπόρεσα να προβλέψω τη συνέχεια - όπως γίνεται συνήθως σε όλες τις σχέσεις αγάπης κι έρωτα που τελειώνουν άδοξα, τον πόνο της απόρριψης και της ήττας, το βάσανο της απώλειας τα γιατρεύει ο χρόνος κι ένας καινούργιος έρωτας.



 Ο Μώρις ερωτεύεται τον Άλεκ Σκάντερ, τον θυροφύλακα του Κλάιβ. Βρίσκει, επιτέλους, την ανταπόκριση και την αμοιβαιότητα που ποθούσε και παρόλες τις διαφορές -κοινωνικές και πνευματικές- που υπάρχουν, οι δυο εραστές μένουν μαζί ως το βάθος της ηλικίας τους. Μάλιστα, ο Ε.Μ.Φόρστερ, στο αρχικό χειρόγραφό του είχε γράψει έναν διαφορετικό επίλογο που ναι μεν δημοσιεύτηκε αλλά κατόπιν τον απέσυρε γιατί θεώρησε ότι δεν θα ήταν δημοφιλής. Σ' εκείνον τον επίλογο, λίγα χρόνια μετά το τέλος της νουβέλας -νουβέλα ονομάζει ο ίδιος ο Ε.Μ.Φ. το "Μώρις"- γίνεται μια συνάντηση του Μώρις με την μικρότερη αδελφή του, Κίττυ, η οποία τελικά υποψιάζεται τον πραγματικό λόγο που ο αδελφός της είχε εγκαταλείψει το πατρικό τους και του δείχνει πόσο πολύ τον απεχθάνεται γι' αυτό. Η τελευταία σκηνή περιέγραφε τον Μώρις και τον Άλεκ να συζητούν,
ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, και να αποφασίζουν να μετακομίσουν για να αποφύγουν μία τυχόν μελλοντική συνάντηση μαζί της.

 
Ο Ε.Μ.Φόρστερ δεν χρειάστηκε πολύ χρόνο για να ολοκληρώσει την συγγραφή αυτού του μυθιστορήματος αλλά δεν θα επιτρέψει να δημοσιευθεί παρά μόνον μετά θάνατον. Ομοφυλόφιλος ο ίδιος, γνωρίζει από πρώτο χέρι τους κομφορμισμούς της εποχής και τις ποινικές διώξεις και κυρώσεις που επιφέρει η ομοφυλοφιλία στην εποχή του κι αυτό τον κάνει αρκετά αρνητικό για την έκδοση του "προκλητικού" Μώρις. Άλλωστε, η απήχηση και η "μεθεόρτια" εντύπωση της δίκης του Όσκαρ Ουάιλντ που σκανδάλισε τα τότε χρηστά ήθη της Μεγάλης Βρετανίας, διαρκούσαν ακόμη στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, το 1913, όταν ο Ε.Μ. Φόρστερ έγραφε τον "Μώρις" (υπάρχει σχετική αναφορά και στην πλοκή του βιβλίου). Είναι επίσης επιφυλακτικός κι αβέβαιος για την λογοτεχνική αξία του βιβλίου μολονότι το έργο του μέχρι εκείνη τη στιγμή (πέντε μυθιστορήματα και μία συλλογή διηγημάτων) είναι ήδη αναγνωρισμένο. Ο ίδιος σημειώνει: "Δημοσιεύσιμο - αλλά το αξίζει;" Ο "Μώρις" θα χρειαστεί να περιμένει πενήντα οκτώ χρόνια πριν βρεθεί στις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Το 1971, ο Ε.Μ.Φόρστερ έχει πεθάνει και τόσο οι αντιλήψεις όσο και η αντιμετώπιση της ομοφυλοφιλίας έχουν αλλάξει κατά πολύ.

Ξεκίνησα να διαβάζω τον "Μώρις" επηρρεασμένη από την πολύ καλή κινηματογραφική μεταφορά του από τον Τζέιμς Άιβορυ που φαίνεται ότι είναι ο αποκλειστικός σκηνοθέτης των βιβλίων του Ε.Μ.Φόρστερ. Μιλώντας για την ταινία, δεν θυμάμαι τι στ' αλήθεια ήταν αυτό που μου είχε κάνει περισσότερο εντύπωση: η σχέση δύο ανθρώπων από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις ή ο άγνωστος και γοητευτικός νεαρός -τότε- ηθοποιός Ρούπερτ Γκρέιβς που υποδυόταν τον Άλεκ Σκάντερ. Η ομοφυλοφιλία, πάντως, δεν ήταν. Ανέκαθεν, δεν με προκαλούσαν οι όποιες ιδιαιτερότητες του σώματος. Μάλλον με θυμώνουν όταν τους δίνεται περισσότερη προσοχή απ' ότι είναι απαραίτητο και κυρίως όταν χρησιμοποιούνται για να βάλλουν κάποιον. Πιο πολύ με έλκυουν οι αδυναμίες της ψυχής και η δύναμη της θέλησης - "You can do anything. Once you know what it is", λέει ο Μώρις. Ο Φόρστερ χειρίζεται πολύ καλά την περίπτωση του - ο Μώρις καλύπτει όλη την παλέτα των συναισθημάτων ενός αληθινά ερωτευμένου ανθρώπου. Ωστόσο, το βιβλίο δεν διεκδικεί λογοτεχνικές δάφνες, ιδίως τη στιγμή που η ελληνική μετάφρασή του το αδικεί σε αρκετά σημεία. Δίνει όμως με απλό τρόπο, χωρίς στόμφο και δραματικές υπερβολές, την αυθεντικότητα των συναισθημάτων ενός άντρα που έρχεται αντιμέτωπος με τον εαυτό του. Στο τέλος δε, ο Μώρις εμφανίζεται τόσο ολοκληρωμένος, και γι' αυτό ισχυρός, που φέρνει σε τραγική αμηχανία τον πάντα ετοιμόλογο Κλάιβ.

Γυρνώντας την τελευταία του σελίδα ένιωσα ότι διάβαζα όχι απλώς μία περιγραφή γεγονότων αλλά κάτι βαθύτερο - τα πράγματα στην σωστή τους βάση. Κι αυτό έκανε τη μέρα μου καλύτερη.





__
* Πρόκειται για φράση από το ποίημα "Δύο Αγάπες" του λόρδου Άλφρεντ Ντάγκλας, εραστή του Όσκαρ Ουάιλντ. Χρησιμοποιήθηκε από τον δημόσιο κατήγορο για να φέρει σε δύσκολη θέση τον Όσκαρ Ουάιλντ αλλά και από τον ίδιο τον συγγραφέα για την υπεράσπισή του στην πολύκροτη δίκη του που έγινε τον Απρίλιο του1895.



Σημειώσεις: Η πρώτη φωτογραφία είναι από το εξώφυλλο του βιβλίου ενώ η δεύτερη από την κινηματογραφική μεταφορά του "Μώρις" - ο (ξανθός) Τζειμς Γουΐλμπυ ήταν ο Μώρις και ο Ρούπερτ Γκρέιβς ο Άλεκ. Η τρίτη φωτογραφία είναι από χειρόγραφο του Ε.Μ.Φόρστερ για το "Πέρασμα στην Ινδία"