Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015









New Year's Eve



“Hope
  Smiles from the threshold
  of the year to come,
Whispering 'it will be happier'...”




Alfred Lord Tennyson








Σημείωση: Τα όχι και τόσο αθώα χερουβίμ είναι του Agostino Carracci.

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015








Merry 




Christmas! 








Σημειώση: Η ζωγραφιά, που αντλήθηκε τυχαία από το διαδίκτυο, είναι παιδική χειροτεχνία με πολύχρωμες δακτυλομπογιές. Στην αφιέρωση αναφέρει: "Ας είναι οι μέρες σας ευτυχισμένες και φωτεινές.  Καλές Γιορτές!" 

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2015








The Journey

Of The Magi




  'A cold coming we had of it,
Just the worst time of the year
For a journey, and such a long journey:
The ways deep and the weather sharp,
The very dead of winter.'
And the camels galled, sorefooted, refractory,
Lying down in the melting snow.
There were times we regretted
The summer palaces on slopes, the terraces,
And the silken girls bringing sherbet.
Then the camel men cursing and grumbling
and running away, and wanting their liquor and women,
And the night-fires going out, and the lack of shelters,
And the cities hostile and the towns unfriendly
And the villages dirty and charging high prices:
A hard time we had of it.
At the end we preferred to travel all night,
Sleeping in snatches,
With the voices singing in our ears, saying
That this was all folly.

Then at dawn we came down to a temperate valley,
Wet, below the snow line, smelling of vegetation;
With a running stream and a water-mill beating the darkness,
And three trees on the low sky,
And an old white horse galloped away in the meadow.
Then we came to a tavern with vine-leaves over the lintel,
Six hands at an open door dicing for pieces of silver,
And feet kiking the empty wine-skins.
But there was no information, and so we continued
And arriving at evening, not a moment too soon
Finding the place; it was (you might say) satisfactory.

All this was a long time ago, I remember,
And I would do it again, but set down
This set down
This: were we led all that way for
Birth or Death? There was a Birth, certainly
We had evidence and no doubt. I had seen birth and death,
But had thought they were different; this Birth was
Hard and bitter agony for us, like Death, our death.
We returned to our places, these Kingdoms,
But no longer at ease here, in the old dispensation,
With an alien people clutching their gods.
I should be glad of another death.



*

Το Ταξίδι
Των Μάγων

«Μας έκανε φοβερή παγωνιά,
Ακριβώς η χειρότερη εποχή του έτους
Για ταξίδι, και μάλιστα ένα τέτοιο μεγάλο ταξίδι:
Τα μονοπάτια βαθιά και ο καιρός δριμύς
Μέσα στην καρδιά του χειμώνα».
Κι οι καμήλες γδαρμένες, με πόδια πληγιασμένα, πεισματάρες
Πλαγιάζοντας πάνω στο χιόνι που έλειωνε.
Έρχονταν στιγμές που μετανοούσαμε
Για τα θερινά παλάτια στις πλαγιές, τις ταράτσες,
Και τις γλυκές κοπέλες που έφερναν σερμπέτια.
Κ’ ύστερα οι καμηλιέρηδες βρίζοντας και γκρινιάζοντας
Και τρέχοντας μακριά, και ζητώντας το γλυκό πιοτό τους και γυναίκες
Κ' οι φωτιές της νύχτας που έσβηναν, κι ούτε ένα αποκούμπι,
Κ' οι πολιτείες εχθρικές κι οι πολίχνες αφιλόξενες
Και τα χωριά βρωμερά ζητώντας ακριβές τιμές:
Μας βρήκαν δυσκολίες πολλές.
Στο τέλος προτιμήσαμε να ταξιδεύουμε όλη νύχτα,
Παίρνοντας στα κλεφτά έναν ύπνο,
Με τις φωνές που τραγουδούσαν στ’ αυτιά μας λέγοντας
Πως όλα αυτά ήταν μια τρέλα.

Κι ύστερα την αυγή φτάσαμε σε μια εύκρατη κοιλάδα,
Υγρή, κάτω απ’ τη χιονογραμμή, που μύριζε βλάστηση·
Με τρεχούμενα νερά κι ένα νερόμυλο χτυπώντας το σκοτάδι
Και τρία δέντρα πάνω στο χαμηλό ουρανό
Κι ένα άσπρο γέρικο άλογο κάλπαζε μακριά στο λιβάδι·
Κ' ύστερα φτάσαμε σ’ ένα καπηλειό μ’ αμπελόφυλλα πάνω απ’ τ’ ανώφλι,
Έξι χέρια σε μια πόρτα ανοιχτή παίζοντας ζάρια μ’ ασημένια νομίσματα,
Και πόδια κλωτσώντας τους άδειους ασκούς του κρασιού.
Όμως δεν υπήρχε καμμιά είδηση, κι έτσι συνεχίσαμε
Και φτάσαμε κατά το δειλινό, ούτε στιγμή νωρίτερα
Βρίσκοντας το μέρος· ήταν (θα ’ λεγες) ικανοποιητικό.

Όλα ετούτα έγιναν πριν από πολύν καιρό, θυμάμαι.
Και πάλι θε να τ’ αποφάσιζα, όμως σημείωσε
Αυτό σημείωσε 
Αυτό: κάναμε τόσο δρόμο για Γέννηση ή για Θάνατο; Ασφαλώς, υπήρξε μια γέννηση,
Είχαμε αποδείξεις, δεν χωρούσε αμφιβολία. Είχα δει γεννήσεις και θανάτους
Είχα νομίσει όμως πώς ήσαν διαφορετικοί· η Γέννηση αυτή
Ήταν σκληρή και πικρή αγωνία για μας, όπως ο Θάνατος, ο δικός μας θάνατος.
Ξαναγυρίσαμε στον τόπο μας, σ’ αυτά τα Βασίλεια,
Όμως δε νιώθουμε άνετα πια εδώ, με τις παλιές εντολές,
Μ’ έναν ξένο λαό που κρατάει γερά τους θεούς του.
Θα ήμουν ευχαριστημένος μ’ έναν αλλιώτικο θάνατο.










Σημείωση: Λέγεται πως τούτος ο δραματικός μονόλογος εκφράζει ουσιαστικά την δύσκολη πορεία του ποιητή προς τον χριστιανισμό και τον προσηλυτισμό του, εντέλει, στην αγγλικανική εκκλησία. Η πιο πάνω μετάφραση ανήκει στον Κλείτο Κύρου. Διαβάστε εδώ την μετάφραση του Βασίλη Πολύζου. Και ακούστε εδώ τον Δημήτρη Χορν να απαγγέλει μία τρίτη, διαφορετική, απόδοση του ποιήματος, αγνώστου μεταφραστή.

Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2015











You cannot...




...have Liberté, Égalité, Fraternité without Sécurité. It's time to be more angry than sad. Thoughts and prayers won't stop the next attack. This war against civilization must be fought or lost. The free world has overwhelming economic and military advantages and must use them to take the fight to the terrorists and all who support them. Resist all attempts to blame anyone other than these murderers and their horrific ideology. Vive la France."

 







Σημείωση: Η φωτογραφία είναι από την περίφημη "Έβδομη Σφραγίδα" του Ingmar Bergman.

Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2015








Το παλιόπαιδο





Την δεκαετία 1970 ένας ένας οικονομολόγος και μουσικός ονειρεύεται να κάνει κάτι για τα χιλιάδες φτωχά παιδιά της χώρας του, μία από τις πιο βίαιες χώρες του κόσμου. Το 1975 αποφασίζει να βασιστεί σε μια ομάδα μόλις έντεκα παιδιών και δημιουργεί το Ίδρυμα για το Εθνικό Σύστημα Παιδικών και Νεανικών Ορχηστρών της Βενεζουέλας, γνωστό ως El Sistema. Τέσσερα χρόνια αργότερα ο José Antonio Abreu θα βραβευτεί από την Βασιλική Σουηδική Ακαδημία Μουσικής με το Polar Music Award για το εγχείρημα ετούτο - μέσω της μουσικής παιδείας κατάφερε, και συνεχίζει να το κάνει, να απομακρύνει δεκάδες χιλιάδες παιδιά από την πνευματική φτώχεια και την εγκληματικότητα και να μεταμορφώσει στην κυριολεξία τις ζωές τους μεταδίδοντάς τους τις αξίες του σεβασμού, της αλληλεγγύης, της συνεργασίας, της αρμονίας, του ανθρωπισμού.

Το πρόσφατο βιβλίο της 
Αγγελικής Δαρλάση, "Το Παλιόπαιδο" (Πατάκης, 2014) εκκινεί από αυτό ακριβώς το γεγονός και ο Φέλιξ, ο πρωταγωνιστής του, είναι ένα από αυτά τα χιλιάδες φτωχά παιδιά της Βενεζουέλας. Είναι το παλιόπαιδο - το παιδί που οι υπόλοιποι περιθωριοποιούν με μεγάλη ευκολία. “Επειδή μια φορά που πεινούσε πολύ είχε κλέψει ένα καρβέλι από τον φούρνο και μια άλλη φορά που κρύωνε πολύ ένα ζευγάρι κάλτσες που στέγνωναν στα σκοινιά κάποιας μπουγάδας. Επειδή καμιά φορά εξαντλημένο το  έπαιρνε ο ύπνος στα σκαλοπάτια των σπιτιών. Επειδή πολλές φορές έπαιζε με τα παρατημένα παιχνίδα των άλλων παιδιών κι εκείνα νόμιζαν πως τους τα είχε κλέψει. Επειδή στο σχολείο είχε όλο κι όλο ένα τετράδιο κι ένα μολύβι.”  

Ο Φέλιξ νιώθει παρείσακτος ώσπου μία μέρα τον πλησιάζει ένα μεγαλύτερο αγόρι και τον προσκαλεί στην συμμορία του. Δέχεται χωρίς ιδιαίτερη σκέψη και συμμετέχει στις εξορμήσεις των “φίλων” του -  κρατά τσίλιες και ειδοποιεί με το σφύριγμά του εάν κάτι πάει στραβά. Σε λίγο, έρχεται και η πρώτη αποστολή - μια δοκιμασία που αν την φέρει με επιτυχία εις πέρας θα γίνει και επίσημα μέλος της συμμορίας. Το “κυνήγι”.  Του δίνουν ένα όπλο και ο Φέλιξ πρέπει να το χρησιμοποιήσει για να ληστέψει κάποιον. Το θύμα του είναι ένας νεαρός μικροκαμωμένος κι αδύνατος άντρας που ναι μεν του παραδίδει το πορτοφόλι του αλλά του ζητά κι αυτός κάτι – το όνομά του. Ο Φέλιξ, που μέχρι εκείνη την στιγμή κανένας δεν τον ήξερε με το όνομά του, τού το λέει και φεύγει τρέχοντας. Την δεύτερη φορά που βγαίνει για “κυνήγι”, ο Φέλιξ ξανασυναντά τυχαία το θύμα του μα τούτη τη φορά ο νεαρός άντρας αντεπιτίθεται με το δικό του όπλο - ένα βιολί. “Έλα σ' αυτή τη διεύθυνση. Φέρε μου το όπλο. Κι εγώ θα σου δώσω το βιολί. Και θα σε μάθω να παίζεις.”  Η περιέργεια και η επιθυμία θα αποδειχτούν ισχυρότερα όπλα από το περίστροφο που κρατά στην τσέπη του ο Φέλιξ, κι έτσι μόλις βραδυάσει θα βρεθεί σε ένα γκαράζ  να μαθαίνει μουσική μαζί με άλλα παιδιά. 
 

Ο Φέλιξ, όπως και τα χιλιάδες κοινωνικώς αποκλεισμένα παιδιά παντού στον κόσμο, καταδεικνύει την ευκολία με την οποία μπαίνουν οι ταμπέλες, πόσο αναπόφευκτο είναι να  αποδεχτείς το περιθώριο και πόσο, επιπλέον, αποδοτικό (για τους άλλους) είναι να παραμείνεις εκεί.  H ιστορία του δείχνει, επίσης, πως η επιθυμία και το όραμα της ευτυχίας είναι ικανά να κάνουν ένα παιδί να αντιδράσει στις κακές επιρροές. Η συγγραφέας, για να αποδώσει την προσπάθεια τους να προστατευτούν και να αντισταθούν, χρησιμοποιεί τον εσωτερικό μηχανισμό των παιδιών να δημιουργούν φανταστικούς φίλους και να προσωποποιούν άψυχα αντικείμενα, όπως είναι τα αστέρια. Το τέχνασμα αυτό μεταδίδει εν μέρει την αίσθηση αυτοπεποίθησης που αναζητά ο Φέλιξ ωστόσο περίμενα κάτι πιο ρεαλιστικό, λιγότερο μελοδραματικό. “Μόνο όταν θα μου μιλήσουν τα άστρα... Τότε ναι! Τότε θα σημαίνει πως μπορώ να είμαι κι εγώ ευτυχισμένος, σκεφτόταν το παιδί κι ήταν οι σκέψεις εκείνες το μυστικό κι η προσευχή του."   

Περίμενα, επίσης, μία ευρυματική αφήγηση καθώς η συγγραφέας στο παρελθόν έχει δημιουργήσει ενδιαφέρουσες ιστορίες με απλά υλικά. Στο “Παλιόπαιδο” όμως αφήνει ανεπεξέργαστα σημαντικά θέματα για ένα παιδί όπως είναι ο σκοπός στη ζωή, η καλοσύνη και ιδίως το αίσθημα του ανήκειν.  Το ύφος και η γλώσσα της κινούνται σε ένα ευθύγραμμο, απλοϊκό επίπεδο με αρκετές κοινοτυπίες όπως για παράδειγμα οι γείτονες που κρυφακούν συγκινημένοι τον Φέλιξ να παίζει, και καμαρώνουν και “...τον αισθάνονταν σαν ευλογία μεταδοτική...”. Αυτό είναι το μόνο που στοιχείο που δίνεται για τον καίριο αντίκτυπο που έχει η εκμάθηση ενός μουσικού οργάνου μέσω του El Sistema στον κοινωνικό περίγυρο και στην ευρύτερη κοινωνία. Αναρωτιέμαι, πως γίνεται η έμπνευση μιας συγγραφέως να εξαντλείται μόνο σε μερικές γνωστές και φανερές λεπτομέρειες από ένα δεδομένο γεγονός;  Στο διήγημα υπάρχει, επιπλέον, μία παράγραφος (σελ. 10, η 2η) που δεν προσθέτει κάτι στην συνεκτικότητα της αφήγησης. Αντίθετα, είναι τόσο ασαφής νοηματικά που κατάφερε να πτοήσει την ανάγνωση. Συνέχισα, ωστόσο, να διαβάζω γιατί η σύγχρονη, αφαιρετική εικονογράφηση της Ίριδας Σαμαρτζή σε προτρέπει για το παρακάτω - τα ασπρόμαυρα σκίτσα της κινούνται δραστήρια στις σελίδες και αποδίδουν με τις εύγλωττες φωτοσκιάσεις και τις δεικτικές κόκκινες λεπτομέρειές τους την σκληρή πραγματικότητα της φτώχειας και της εγκληματικότητας αλλά και την έντονη επίδραση της μουσικής.  

Το βιβλίο απευθύνεται σε νεαρούς αναγνώστες χωρίς ωστόσο να διευκρινίζεται η ηλικιακή ομάδα, κάτι που είναι ιδιαίτερα χρήσιμο σε γονείς που δεν μπορούν να εκτιμήσουν με ευκολία την καταλληλότητα ενός βιβλίου για το παιδί τους. Οι περισσότεροι από εμάς, ωστόσο, γνωρίζουμε ότι ορισμένα λογοτεχνικά βιβλία απευθύνονται σε όλους και το “Παλιόπαιδο”, παρόλη την ανισότητά του, είναι μία ιδιαίτερα προσεγμένη έκδοση που ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Βραβεύτηκε από τον Κύκλο Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου (Ελληνικό Τμήμα ΙΒΒΥ) και αναγράφηκε στον Διεθνή Τιμητικό Πίνακα της ΙΒΒΥ, κάτι που αναδεικνύει, έστω και σ' έναν μικρό βαθμό, την αξία που έχει κάθε παιδί και τη δύναμη που έχει  ένα όραμα. Και τις αφορμές που δίνει ένα βιβλίο για συζήτηση.


Και το ότι η Τέχνη δεν είναι μόνο για την Τέχνη. Εκτός από πνευματική και ψυχική καλλιέργεια, είναι ένας βασικός κώδικας επικοινωνίας με πρακτική,  πολλές φορές σωτήρια, επίδραση στις ζωές των ανθρώπων. Πολύ περισσότερο δε του κάθε "παλιόπαιδου".



Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην στήλη των κριτικών παιδικών βιβλίων του ηλεκτρονικού περιοδικού Ο Αναγνώστης στις 29 Οκτωβρίου.




Σημειώση: Το σκίτσο είναι από την εικονογράφηση του βιβλίου και η φωτογραφία από την επέτειο των 40 χρόνων του  El Sistema σε μία από τις πολλές ορχήστρες του δικτύου - δεν νομίζω όμως ότι είναι η Συμφωνική Ορχήστρα Νέων Simón Bolívar. Το εικαστικό είναι το "Σονάτα" του ανατρεπτικού Γάλλου Marcel Duchamp.

Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2015





 





 Word of Mouth






Το "ΜεταΠοίηση", η πρώτη συλλογή διηγημάτων του ήταν ένα αναγνωστικό σοκ. Πιο εξοικιωμένη μετά απ' αυτό αλλά κάπως επιφυλακτική με το ύφος του Δημοσθένη Παπαμάρκου ξεκίνησα το "Γκιακ" (Αντίποδες, 2015), τη δεύτερη και πρόσφατη συλλογή του, για να διαπιστώσω στη συνέχεια με έκπληξη πως εκείνο που θεωρούσα ενδιαφέρον, ή έστω περιέργεια για το παρακάτω, ήταν ανυπομονησία.

Τα εννέα διηγήματα της συλλογής έχουν τον ίδιο τύπο αφηγητή  που συναντούμε και στην "ΜεταΠοίηση" - γέροντες βετεράνους της Μικρασιατικής Εκστρατείας οι οποίοι διηγούνται ιστορίες όχι μόνο του πολέμου αλλά και των μαχών που έδωσαν με την πραγματικότητα όταν επέστρεψαν στον τόπο τους. Κι ενώ η θεματολογία είναι παρόμοια στα δύο βιβλία, το "Γκιακ" διαφέρει αρκετά στο ότι το σκηνικό  του πολέμου, όχι λιγότερο βίαιο ή αιμοβόρο, λειτουργεί ως φόντο, ή αφορμή αν θέλετε, για να αναδυθεί το πιο προσωπικό στοιχείο των αφηγητών - το θερμό συναίσθημα, η αδυναμία, η συνείδηση. Κυρίως όμως η εντιμότητα και το κόστος της - το γκιακ, που τα συνδέει. Γκιακ (αρσ. εν. με οριστ. άρθρο γκιάκου) στην αρβανίτη διάλεκτο σημαίνει:
  • αίμα
  • (νομ.) δεσμός συγγένειας που προκύπτει από κοινή καταγωγή, συγγένεια εξ αίματος, συγγενής εξ αίματος (αντιθ. εξ αγχιστείας)
  • Φόνος που γίνεται για λόγους εκδίκησης, εκδίκηση, αντεκδίκηση
  • Φυλή
Το γκιακ οδηγεί τον αφηγητή του πρώτου διηγήματος να εντοπίσει και να σκοτώσει με αγριότητα τον φονιά της μεγαλύτερης αδελφής του. Στο "Ο αρραβώνας" ο αφηγητής, αντί του φόνου, βρίσκει έναν  ηθικά  σκληρό τρόπο για το γκιακ στο όνομα του νεκρού φίλου του και του ανάπηρου πατέρα του. Στο "Ήρθε καιρός να φύγουμε" ο αφηγητής μιλά για τον φίλο του που όταν υπηρετούσε στη Σμύρνη, ερωτεύτηκε μια εύπορη κοπέλα κι έδωσε τον λόγο του ότι θα την παντρευτεί. Ο πόλεμος, όμως, τους χώρισε. Όταν κάποια στιγμή επέστρεψε στο χωριό του, οι δικοί του κουκούλωσαν το μαράζι του παντρεύοντάς τον με μια συγχωριανή. Λίγο καιρό αργότερα, ο Κυριάκος αναγνωρίζει την Σμυρνιά αγαπημένη ανάμεσα στους πολλούς Μικρασιάτες πρόσφυγες που είχαν οι υπόλοιποι χωριανοί περικυκλώσει στην πλατεία του χωριού και ταλαιπωρούσαν βάναυσα.



Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος διαθέτει ισχυρό βίωμα. Μέχρι τα 18 του έζησε στην Μαλεσσίνα Λοκρίδας, στη Φθιώτιδα, και μιλά ο ίδιος (κατ' επιλογή, βέβαια) τα αρβανίτικα - γι' αυτό η αρβανίτικη διάλεκτος στην μεταγραφή της απηχεί (παρά τις όποιες αστοχίες) με τόση πιστότητα την ευθύβολη, τραχειά κι αφτιασίδωτη γλώσσα των ανθρώπων της γης. Έχει, επίσης, ερευνήσει εκτεταμένα για το υλικό του ως υποψήφιος διδάκτορας Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης  (στην πραγματικότητα, αυτή η έρευνα στάθηκε η αφορμή για την συγγραφή των διηγημάτων) κι έτσι, αυτό το λογοτεχνικό κράμα ιστορίας, παράδοσης και μυθοπλασίας προκαλεί θαυμασμό για την αληθοφάνειά του. Ο ιδιόρρυθμος δε τρόπος που ο Παπαμάρκος αποδίδει την προφορική αφήγηση στα κείμενά του προκαλεί, επίσης, ξάφνιασμα - διαβάζεις κι έχεις την αίσθηση πως ακούς.

Η γλώσσα και ο ρυθμός της παραμένουν εξαιρετικά και, αναπόφευκτα, η πρόσμειξη τούτη -της αρβανίτικης διαλέκτου με την ελληνική γλώσσα-  φέρνει στο νου τα αντίστοιχα πεζογραφικά ιδιώματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και του Γεώργιου Βιζυηνού. Ωστόσο, η γραφή του Παπαμάρκου δεν είναι τόσο στοχαστική ή εκλεπτυσμένη όσο του Παπαδιαμάντη (ίσως και λόγω θέματος) ούτε διέπεται από την λυρική διάθεση και την αβρή μελαγχολία του Βιζυηνού.  Μοιάζει περισσότερο με τον αφαιρετικό ρεαλισμό του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, την αγροτική ηθογραφία και την αποστασιοποιημένη οπτική του. Είναι όμως δωρική και  πιο ορμητική από τα ιδιώματα που αναφέρω πιο πάνω, κι αυτό σε συνδυασμό με την απενοχοποιημένη στάση του απέναντι στη συγγραφή
-όπως ο ίδιος έχει πει στο παρελθόν-, τον οδηγεί στο να εξελίξει τους πρωταγωνιστές του - το κοινωνικό προσωπείο του κάθε βετεράνου διαρρηγνύεται και αναβλύζει η πραγματική, αποκαλυπτική μοναξιά τους. Στο "Γυάλινο μάτι" ο αφηγητής εκμυστηρεύεται τον έρωτά του με έναν συμπολεμιστή και συγχωριανό του από τον οποίο μένει τελικά μόνος με τις μνήμες, το παραμορφωμένο πρόσωπο και τον οίκτο του. Ο μονήρης και σιωπηλός Αργύρης, ο νόκερ στο τελευταίο διήγημα του βιβλίου, εξιστορεί μεμιάς όλο το τραύμα της ζωής του στον νεαρό μετανάστη που βοηθά να εγκατασταθεί στην Αμερική. 

Ταυτόχρονα με τους ήρωες του βιβλίου, εξελίσσεται υφολογικά και ο ίδιος ο συγγραφέας - συνθέτει  μία μεγαλύτερης έκτασης (και πιο απαιτητική αφηγηματικά) Παραλογή από εκείνη που βρίσκεται στις τελευταίες σελίδες της "ΜεταΠοίσης", και "τολμά" να βάλει μία γυναίκα να πρωταγωνιστεί - κόντρα στις κοινωνικές συμβάσεις της εποχής, μια "κόρη νιούτσικη" εκδικείται τον χαμό του άντρα της υποχρεώνοντάς τον Χάρο να υποχωρήσει.

 

Ωμή βία, αρχέγονα ένστικτα· κοινωνική υποταγή, άγραφοι νόμοι, ηθικό χρέος· φιλία, έρωτας, θάνατος.  Κι ανάμεσα σε όλο τον νατουραλισμό των καταστάσεων, το κωμικό στοιχείο και η ειρωνία της τύχης -που παραδόξως ενσωματώνονται ομαλά στην αφήγηση- προκαλούν αμηχανία. Στο "Μπουκουμπάρδια" ένας στρατιώτης στη Μικρά Ασία αστειεύεται για τον λοχαγό του ο οποίος αφήνει το στρατόπεδο για να επισκευθεί ένα αρχαίο θέατρο, ενώ στο "Ταραραρούρα" ο αφηγητής που στα νειάτα του βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με έναν βρυκόλακα, πιστεύει τα λόγια του ότι θα πεθάνει στον πόλεμο. Έτσι, όταν αργότερα υπηρετούσε στην Μικρά Ασία "Είπα, να φυλαχτώ δεν μπορώ, άμα είναι να πεθάνω στα πόδια μ'. Κι έτσι ήμανε παντού ο πρώτος και μ' είχανε για παλικάρι."   

Θα μπορούσα να σχολιάσω, επίσης, τις ανισότητες στην αφηγηματική έκφραση του συγγραφέα ωστόσο, οφείλω να ομολογήσω πως, πέρα από τις συγκρίσεις και τις διάφορες επισημάνσεις που μου έρχονται στο νου, το "Γκιακ" είναι ένα σπουδαίο βιβλίο, συναρπαστικό όσο και συγκινητικό. Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος αποδεικνύεται μ' αυτό ένας χαρισματικός συγγραφέας που νοηματοδοτεί εκ νέου τη δύναμη του συγγραφικού λόγου και της προφορικότητάς του.









Σημειώσεις: Το βιβλίο απέσπασε το Α' Βραβείο Διηγήματος (2015) του ηλεκτρονικού περιοδικού Ο Αναγνώστης. // Η λεπτομέρεια της πρώτης φωτογραφίας είναι από πορτραίτο του συγγραφέα που αντλήθηκε τυχαία από το διαδίκτυο. "Η νύφη της Αβύδου" είναι του Eugene Delacroix. Στην  τελευταία φωτογραφία είναι η Ελεωνόρα Σταθοπούλου σε σκηνή από το "1922" του Νίκου Κούνδουρου. Ακούστε εδώ το παραδοσιακό αρβανίτικο τραγούδι στο οποίο αναφέρεται το ομότιτλο πρώτο διήγημα του βιβλίου "Ντο τ' α πρες κοτσσίδετε" και το οποίο ο συγγραφέας μετέγραψε στο βιβλίο με την βοήθεια του πατέρα του. 

Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2015









Η αβάσταχτη ελαφρότητα

της ανυπαρξίας



Ένα εντυπωσιακά λιτό μυθιστόρημα είναι το πρώτο έργο της Γερμανίδας, ουγγρικής καταγωγής, Zsuzsa Bánk. Το "Ο κολυμβητής" (σε πολύ καλή μετάφραση Λένας Σακαλή - Μελάνι, 2007) θα μπορούσε να είναι μία απλή ιστορία για την εγκατάλειψη, την περιπλάνηση και την καταβύθιση στην ανυπαρξία  αλλά είναι κάτι παραπάνω απ' αυτό. 

Το μυθιστόρημα ακολουθεί τα βήματα του Κάλμαν Βελεντσέι και των δύο παιδιών του, της Κάτα και του μικρότερου Ίστι, από την στιγμή που τους εγκαταλείπει ξαφνικά και δίχως κάποια προειδοποίηση η μητέρα τους. Ο Κάλμαν πέφτει σε κατάθλιψη που δεν θα τον εγκαταλείψει, τουλάχιστον μέχρι το τέλος του βιβλίου, κι εκδηλώνεται με στιγμές αφασικής ύπνωσης. “Ο πατέρας μου δεν άφηνε από τα χέρια του αυτή τη φωτογραφία (σ.: έδειχνε την Κάταλιν). Ξάπλωνε στο ντιβάνι της κουζίνας κρατώντας την, κάρφωνε το βλέμμα του στο ταβάνι και κάπνιζε. Κάτι τέτοιες στιγμές δεν άκουγε ούτε καν το σκύλο που στηνόταν μπροστά του και γάβγιζε δυνατά. Τον αδερφό μου τον Ίστι κι εμένα μας κοίταζε λες και ήμασταν ξένοι. Αυτή την κατάσταση τη λέγαμε βουτιά. Ο πατέρας κάνει βουτιά. Ο πατέρας πήγε για βουτιές. Βγήκε ο πατέρας από τη βουτιά του; ρωτούσαμε ο ένας τον άλλο.” 

Η άλλη αντίδραση του Κάλμαν στην φυγή της Κάταλιν είναι να πάρει τα παιδιά και να φύγει με τον ίδιο τρόπο που το έκανε κι εκείνη - χωρίς αιτιολογίες, χωρίς φωνές ή φανερό θυμό. Χωρίς, επιπλέον, κάποιον συγκεκριμένο σκοπό ή προορισμό. "Τότε δεν ήξερα αν η ζωή του κυλούσε δίπλα του, προσπερνώντας τον χωρίς να τον αγγίξει ή αν ο ίδιος τη διέσχιζε χωρίς καμμία δυσκολία" λέει η μικρή Κάτα, η αφηγήτρια καθώς ξετυλίγει το νήμα της περιπλάνησής τους στην ενδοχώρα. Πρώτα κατευθύνονται προς τα ανατολικά όπου μένει η μητέρα του Κάλμαν, στην συνέχεια στην Βουδαπέστη, κατόπιν ακόμη πιο ανατολικά της χώρας στην ξαδέρφη του Ζόφι και μετά από εκεί στον αδερφό της Ζόλταν και την οικογένειά του. 

Το βιβλίο αποτελείται από 17 κεφάλαια, το καθένα από τα οποία σκιαγραφεί τα άτομα-σταθμούς στην περιπλάνηση των τριών νομάδων. Η Εύα, η ερωτική περιπέτεια του Κάλμαν που διηγούνταν ιστορίες που συνέπερναν την Κάτα· ο Κάρτσι, ο σύζυγός της, που θα αναγκάσει τον Κάλμαν να εγκαταλείψει την Πέστη. Ο Ζόλταν, η Άγκι και η κόρη τους, Βίραγκ, που θα τους φιλοξενήσουν τον περισσότερο καιρό. Στο σπίτι τους η Κάτα θα μπει στην εφηβεία,  και στη λίμνη που βρίσκεται δίπλα στο αμπέλι της οικογένειας ο Κάλμαν θα τους μάθει κολύμπι - την πρώτη από τις δύο φορές όλες κι όλες φορές που θα ασχοληθεί μαζί τους. Η δεύτερη θα είναι έναν χειμώνα, όταν ο μικρός Ίστι θα παρασυρθεί από το ποτάμι και θα ξεβραστεί αρκετά μέτρα έξω από το χωριό. Στο σπίτι του Ζόλταν τα παιδιά θα γνωρίσουν τον Μίχαϊ και τον Τάμας, δύο αδέρφια που σπουδάζουν στην Βουδαπέστη αλλά επιστρέφουν συχνά στο χωριό και δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Βίραγκ και την Ιρέν, την φουρνάρισσα. Στιβαρή φιγούρα η Άννα, η γιαγιά των παιδιών και μητέρα του Κάλμαν η οποία, ωστόσο, όσο τούς φιλοξενεί δεν μπορεί να σπάσει την σιωπή του γιου της, ούτε να προσφέρει κάτι παραπάνω στα εγγόνια της από ένα παγωτό και μια σκεπή για το λίγο διάστημα που μεσολαβεί μέχρι ο Κάλμαν να αποφασίσει την επόμενη φυγή του.  



Κεντρικό θέμα εμφανίζεται η οικογένεια και οι συνέπειες της διάλυσής της. Ο ιδιόρρυθμος κι εσωστρεφής Κάλμαν και η ανεξάρτητη Κάταλιν ερωτεύονται, παντρεύονται και μετά την γέννηση των δύο παιδιών τους αναζητούν τις ισορροπίες που, εκ των πραγμάτων, δεν υπάρχουν. "Οι επιθυμίες του πατέρα μου ήταν νόμος απαράβατος. Η μητέρα μου δεν του έφερνε ποτέ αντιρρήσεις. Απλά, κάποτε τον εγκατέλειψε." Μετά την φυγή της, τα παιδιά δυστυχούν χωρίς να μπορούν καν να το αρθρώσουν - με το άκουσμα της λέξης 'σχολείο', ο Κάλμαν φεύγει από την Βουδαπέστη (όπου βρισκόταν την περίοδο που έπρεπε η Κάτα και ο Ίστι να ξεκινήσουν το σχολείο) κι έτσι, τα παιδιά, δίχως ουσιαστική φροντίδα, τακτικά γεύματα, κανόνες και μάθηση αρχίζουν να παραπαίουν στον χρόνο και στην παραφροσύνη. Η στωική, μελαγχολική Κάτα δεν έχει αίσθηση του χρόνου (μετρά τον χρόνο με τις αλλαγές των εποχών) και παρατηρεί τους πάντες και τα πάντα γύρω της προσπαθώντας να καταλάβει την πραγματικότητα. Η προσοχή της όμως είναι στον Ίστι - ο μικρός λέει πως ακούει φωνές από άψυχα αντικείμενα και διηγείται παράλογα περιστατικά που του συμβαίνουν ενώ αναπτύσσει, επίσης, και μία -σχεδόν- εμμονή με το κολύμπι στην λίμνη.

Οι συνθήκες ένδειας στις οποίες ζουν οι τρεις τους αλλά και οι συγγενείς που τους φιλοξενούν προδίδουν όχι μόνο το βάθος της παραίτησης του Κάλμαν αλλά και την πρωτόγονη κατάσταση που επικρατούσε στην Ουγγαρία του ρωσικού κομμουνιστικού απολυταρχισμού και αυτό αποτελεί το υπόβαθρο του μυθιστορήματος που ο αναγνώστης θα πρέπει να ανιχνεύσει ανάμεσα από τις γραμμές και τα λόγια που τα πρόσωπα του βιβλίου δεν λένε - στις 313 σελίδες του λίγες είναι εκείνες που αναφέρουν με το όνομά τους τις επιβολές του κομμουνιστικού καθεστώτος στην χώρα, την συνταρακτική Εξέγερση του 1956, τους Ούγγρους που κατάφεραν να δραπετεύσουν πρόσφυγες στην Αυστρία και την Γερμανία (η Κάταλιν και η φίλη της Βάλι είναι δύο από αυτούς) και την συμμετοχή των σοβιετικών στρατευμάτων που μετακινούνται από την Ουγγαρία για να καταστείλουν την Άνοιξη της Πράγας το 1968. 


"Ο κολυμβητής" διακρίθηκε με πέντε λογοτεχνικά βραβεία*  και υποθέτω πως αυτό οφείλεται, εκτός από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που αναφέρω πιο πάνω, και στο χαμηλόφωνο ύφος της Ζούζα Μπανκ με το οποίο τονίζει τις αφανείς λεπτομέρειες - την ανερμάτιστη περιπλάνηση, την απραξία και την ματαίωση του εαυτού, την καταστολή κάθε σκέψης και δράσης από την πραγματικότητα, την αντίδραση. Την βαθιά επιθυμία για ελευθερία πάση θυσία. Και την επιτακτική νοσταλγία των παιδιών για την μητέρα τους που είναι διάχυτη σε όλο το μυθιστόρημα αν και η ίδια η Κάταλιν εμφανίζεται σε ένα μόνο κεφάλαιο του βιβλίου κι αυτό μέσω της διήγησης της γιαγιάς (της μητέρας της Κάταλιν, όχι της Άννας) στα παιδιά για το γράμμα που της έστειλε - ένα ακόμη  επίτευγμα της συγγραφέως που δίχως καλλίεπειες (εντόπισα μόλις τρία επίθετα σε όλο το μυθιστόρημα), και μέσα από την θλιβερή ατμόσφαιρα της εποχής που ανασυστήνει, καταφέρνει να απορροφήσει τους αναγνώστες και να τους μεταδώσει πραγματικό ενδιαφέρον και συμπάθεια για ετούτους τους τόσο  ταπεινούς ανθρώπους.  







Σημειώσεις: Τα βραβεία είναι τα εξής: aspekte-Literaturpreis, Deutschen Bücherpreis, Jürgen-Ponto-Preis, Mara Cassens Preis sowie, Adelbert-von-Chamisso-Preis ausgezeichnet. //  Το πρώτο εικαστικό είναι "Ο κολυμβητής" του Pablo Picasso και η επόμενη φωτογραφία της  Regine Petersen είναι λεπτομέρεια από το εξώφυλλο του βιβλίου. Η φωτογραφία της συγγραφέως αντλήθηκε από εδώ κι  εδώ μπορείτε να δείτε το μπλογκ της.

Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2015








Η πόλη




"...συγκρατεί μέσα της τον αχό ενός ωκεανού, όπως ένα κοχύλι, όπως ένα αυτί: αν συγκεντρωθείς και ακούσεις τα κύματά της, δεν θα ξέρεις πια τι είναι παλάτι, τι είναι πόλη, αυτί, κοχύλι."









Σημείωση: Το μικρό απόσπασμα αντλήθηκε από το "Κάτω από τον ιαγουάρο ήλιο" (μτφρ. Ανταίου Χρυσοστομίδη - Άγρα, 1994)

Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2015







Μία φυγή




        
    "Η Βάλι είχε τις αμφιβολίες της για το κατά πόσο τελικά θα εμφανιζόταν όπως είχαν συμφωνήσει, μια και είχε πάρει ήδη τα λεφτά, αλλά το βράδυ τον βρήκαν στο τέλος του χωριού να τις περιμένει μ' ένα τσιγάρο στο δεξί του χέρι. Στο σκοτάδι μπορούσαν να δουν την κάφτρα και τον καπνό που φυσούσε, λες και ήθελε να τους κάνει κάποιο νόημα, παρόλο που δεν είχαν συμφωνήσει προηγουμένως για κάτι τέτοιο. Πίσω από τα τελευταία σπίτια εξαφανίστηκε μαζί τους στα χωράφια , όπου το έδαφος ήταν σκληρό από τον πρώτο παγετό. Η μητέρα μου φορούσε τα καλά της ψηλοτάκουνα παπούτσι από ανοικτό καστόρι, τα είχε αγοράσει σ' ένα μικρό μαγαζί στο Πάπα που το φθινόπωρο είχε δύο μοντέλα, και με αυτά τα παπούτσια περπατούσε τώρα μέσα στα χωράφια με το καλαμπόκι, τα τελευταία χωράφια της χώρας μας, μέσα σε απομεινάρια από τα καλάμια του καλαμποκιού που, αν και ήταν περασμένη η εποχή τους, ξεφύτρωναν ακόμα από το έδαφος. Εκεί σκάλωναν οι κάλτσες της και σκιζόντουσαν, τα παγωμένα πόδια της έμπλεκαν και της έβγαιναν τα παπούτσια κι αναγκαζόταν να γονατίσει για να τα βρει ψαχουλεύοντας  με τα χέρια. Δεν έκανε το παραμικρό παράπονο όταν μπλεκόταν στα σπαρτά που είχαν απομείνει  στα χωράφια. Αλλά από μέσα της ευχόταν να μην είχαν ανέβει ποτέ σ' αυτό το τρένο, ποτέ να μην είχε ακουλουθήσει αυτό τον ξένο, και προσευχόταν μ' όλη της την ψυχή κάθε φορά που έπρεπε να πέσει στο χώμα, επειδή το φως κάποιου προβολέα περνούσε ξυστά πάνω από το κεφάλι της. 
     Μόνο το αχνό φως ενός μισοφέγγαρου ξάνοιγε λίγο το απόλυτο σκοτάδι, και η μητέρα μου γλιστρούσε συνεχώς, σκόνταφτε, έπεφτε και χτυπούσε τα χέρια της, τα γόνατά της, το πρόσωπό της. Η Βάλι την σήκωνε από τη ζώνη του παλτού της κι έβριζε, και ο χωρικός γύριζε το κεφάλι του κι ακουμπούσε το δάχτυλό του στα χείλη, κάνοντάς της νόημα να σωπάσει. Σε τίποτα σχεδόν δεν έδινε προσοχή η μητέρα μου εκείνη τη νύχτα. Ούτε τον ουρανό που μετά από πολλές εβδομάδες συννεφιά ήταν πεντακάθαρος, γεμάτος αστέρια, ούτε στο κρύο, ούτε στους ξένους μπροστά  και πίσω της που προχωρούσαν συγκεντρωμένοι ο ένας πλάι στον άλλο. Κοίταζε  μόνο τα πόδια της, προσέχοντας να τα βάζει το ένα μπροστά στο άλλο για να μην της βγαίνουν τα παπούτσια. Από τη νύχτα εκείνη στη μνήμη της έμειναν μόνο οι σκισμένες της κάλτσες. 
     Όταν πια είχαν αφήσει πίσω τους το τελευταίο χωράφι και προχωρούσαν κάτω από λίγα δέντρα, σ' ένα κομμάτι γης που φαινόταν να μην ανήκει σε κανέναν, αναγκάστηκαν να πέσουν γαι άλλη μια φορά στο χώμα. Μια φωτεινή δέσμη ξύρισε τα χωράφια, στην αρχή γρήγορα και μετά πιο αργά, και σταμάτησε μπροστά τους, τους βύθισε όλους σ' ένα μουντό  κίτρινο φως. Η μητέρα μου μπορούσε να δει την κάθε τρίχα  στο παλτό της Βάλι. Έμειναν όλοι ξαπλωμένοι στο έδαφος σαν δεμάτια που είχαν ξεμείνει μετά το θερισμό. Ένα κορίτσι άρχισε να ψιθυρίζει κάτι που ακουγόταν σαν στίχος από ποίημα. Η μητέρα μου άπλωσε το χέρι της  και το κορίτσι το έπιασε σφιχτά, αργότερα η Βάλι έλεγε πως το φεγγάρι φαινόταν εκείνη τη στιγμή σαν να το είχαν καρφιτσώσει  στον ουρανό, σαν να κινδύνευε να πέσει από στιγμή σε στιγμή. (...) Ο χωρικός τούς έδειξε σε ποιά κατεύθυνση έπρεπε να προχωρήσουν κι εξαφανίστηκε γρήγορα πίσω από μια συστάδα  δέντρων. Η μητέρα μου και η Βάλι άρχισαν να τρέχουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, λίγο από φόβο, λίγο από χαρά, και η μητέρα μου γύρισε ακόμα μια φορά το κεφάλι της πίσω, γιατί δεν μπορούσε να πιστέψει πως κάποιος τους είχε οδηγήσει  εκεί, κάποιος που δεν ήταν παρά ένας ξένος και τώρα είχε στα χέρια του το δαχτυλίδι της. 



     Πίσω από τα σύνορα, σε μια νέα χώρα, μοιράζανε σε μια σκηνή κουβέρτες. Έδωσαν και στη μητέρα μου και στη Βάλι. Κάποιος είπε στη γλώσσα μας, παρακαλώ πάρτε, και τους έβαλε από μια κανάτα σε κάτι ποτήρια τσάι. Η μητέρα μου, τυλιγμένη σε μια κουβέρτα, βγήκε έξω από τη σκηνή, κοίταξε πρώτα τα βρόμικα παπούτσια της και μετά τον ουρανό που τώρα φαινόταν μικρός, επίπεδος, κοντινός, και όχι πια απέραντος. 
     Κάποιος μιλούσε γερμανικά, συστήθηκε στη μητέρα μου μόνος του ως Μάτε Παλ, μια και δεν υπήρχε εκεί κανείς που να μπορεί να τον συστήσει, και προσφέρθηκε να τη βοηθήσει μεταφράζοντας. Τη ρώτησε, σε ποιά χώρα θέλεις να πας; Της μητέρας μου της ήταν αδιάφορο, ίσως στην Αγγλία, ή στην Αμερική, απάντησε, ανασήκωσε τους ώμους της και κοίταξε τη Βάλι. Η Βάλι πρότεινε τη Γερμανία. Η Γερμανία είναι καλή επιλογή, είπε ο Μάτε Παλ, ήθελε κι εκείνος να πάει στη Γερμανία. Τους είπε ότι έπρεπε να σταθούν σε εκείνη τη σειρά, να γραφτούν στη λίστα, όνομα και ημερομηνία γέννησης, και η μητέρα μου με τη Βάλι μπήκαν  σ' εκείνη τη σειρά και γράψανε τα ονόματά τους με ένα μολύβι που έβγαλε ο Παλ από το σακάκι του. Στεκόταν δίπλα στη μητέρα μου, κοίταζε τα γράμματά που έγραφε το ένα πίσω από το άλλο πάνω στη λίστα και πήρε από μόνος του το ελεύθερο να τη φωνάζει με το μικρό της, Κάταλιν της είπε, απλά Κάταλιν."








Σημείωση: Το απόσπασμα θα μπορούσε να είναι η εξιστόριση μίας από τις τόσες γυναίκες πρόσφυγες για την περιπέτεια της φυγής της από την Συρία. Είναι, ωστόσο, η αφήγηση μιας γυναίκας που εγκαταλείπει την οικογένειά της και το εξίσου ασφυκτικό καθεστώς της Ουγγαρίας το 1956 για να ζήσει στην απέναντι πλευρά των συνόρων, στην ελεύθερη και πολιτισμένη Δύση. Η Κάταλιν είναι η ηρωίδα του "Ο κολυμβητής" (μτφρ. Λένα Σακαλή - Μελάνι, 2007) που διαβάζω τώρα. // Το πρώτο εικαστικό, "Campfire" από την ενότητα "Helga" (1982) και το δεύτερο, "Winter" (1946), ανήκουν  στον Αμερικανό Andrew Wyeth.

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2015








Η Αλίκη, η πόλη

και το μπαλόνι  





Όλοι για πάρτη τους; Όλα για τα λεφτά; Γιατί δεν μπορώ να κάνω αυτό που θέλω; Μερικά από τα ερωτήματα που βαραίνουν την πρωταγωνίστρια του "Η Αλίκη στην πόλη"  (Πατάκης, 2014). Το πρώτο βιβλίο εφηβικής/νεανικής λογοτεχνίας που γράφει η  Αργυρώ Πιπίνη είναι ένα σύγχρονο μίνι-bildungsroman (μυθιστόρημα μαθητείας), περισσότερο πικρό κι αγχώδες παρά γλυκό και κατευναστικό, στο οποίο η συγγραφέας δίνει την ευκαιρία στην πρωταγωνίστριά της να αποδράσει από την καταπιεστική πραγματικότητα και να ανακαλύψει τις απαντήσεις της μέσα από την περιπλάνηση  στην νυχτερινή Αθήνα. 

Μαθήτρια Λυκείου, η Αλίκη είναι θυμωμένη με την κατάσταση που βιώνει: από την μια, το πρόγραμμα σπίτι-σχολείο-φροντιστήριο-ιδιαίτερα είναι δεδομένο και ασφυκτικό· κι από την άλλη, ο πατέρας, αν και την καταλαβαίνει, λείπει συνεχώς για δουλειές ενώ η μητέρα αδιαφορεί πλήρως για τις καλλιτεχνικές της ανησυχίες και συνεχώς μοιάζει να πολεμά - τον μπαμπά της Αλίκης, την Αλίκη, την ζωή. Η πίεση για καλύτερους βαθμούς είναι επίσης δεδομένη και ασφυκτική και δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για οποιοδήποτε άλλο ενδιαφέρον. "Τέρμα οι βόλτες και η τέχνη" της ανακοινώνει η μητέρα. Μία Πέμπτη απόγευμα μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων και μετά από έναν ακόμη καβγά για τους βαθμούς και τα χρήματα, η Αλίκη το σκάει. Θα πάει μέχρι το Σύνταγμα, θα πάρει το λεωφορείο για Πειραιά και όταν φτάσει εκεί, θα επιστρέψει με το ίδιο δρομολόγιο στο κέντρο. Θα κατέβει κάπου στην Πλάκα γύρω στις τρεις μετά τα μεσάνυχτα κι εκεί, στο κατώφλι μιας εκκλησίας,  θα κοιμηθεί το βράδυ. Το επόμενο πρωί θα συνεχίσει την περιπλάνησή της.


Στις εικοσιτέσσερις περίπου ώρες που διαρκεί η απόδραση, η Αλίκη θα έρθει αντιμέτωπη με τις αναμνήσεις και τις επιθυμίες της αλλά και την πραγματικότητα και την βία που αυτή περικλείει. Θα θυμηθεί την αγαπημένη της γιαγιά και το καλοκαίρι που πέρασε, τον πρώτο έρωτα με τον Μάκη, το σοκ που υπέστη από το θάνατό του, τις συνεδρίες με τον ψυχολόγο, την μητέρα που δεν χάρηκε με το ποίημά της που πήρε τον μεγαλύτερο βαθμό στην τάξη, την  επιτακτική λαχτάρα της να μεγαλώσει, να ταξιδέψει, να ζωγραφίσει, να ερωτευτεί, να ζήσει αληθινά.  Ωστόσο, τώρα που είναι ελεύθερη να κάνει αυτό που θέλει, η Αλίκη θα ζήσει σαν άστεγη, ανάμεσα σε περιθωριακούς και σε ανέστιους μετανάστες, θα νιώσει την απειλή από τις σεξουαλικές ορέξεις νυχτόβιων, και θα καταφύγει στις κρυφές και κρύες γωνιές της πόλης για να προστατευτεί από το σκοτάδι. Την επόμενη μέρα θα συναντήσει τον Σταύρο, έναν γνωστό της που εκδηλώνει τρυφερότητα για εκείνη, και θα περπατήσουν μαζί μέχρι το Μοναστηράκι όπου θα αναμειχθούν σε μια διαδήλωση και θα παρακολουθήσουν τις διάφορες επιδείξεις υπαίθριων καλλιτεχνών.




Στην συγγραφή, το πέρασμα από την λογοτεχνία για τις μικρές ηλικίες σε εκείνη που απευθύνεται σε μεγαλύτερες κρύβει κακοτοπιές - η έκταση του κειμένου, η επιλογή των λέξεων,  η εστίαση του συγγραφέα και, κυρίως, ο χειρισμός των μυθιστορηματικών καταστάσεων έχουν δυσδιάκριτα όρια κι ευμετάβλητες ισορροπίες. Η αφήγηση πρέπει να υπερκεράσει και να αναμορφώσει ευαισθησίες  και ευερεθιστότητες με τρόπο ελκυστικό έως συνενοχικό για τους εφήβους, ένα κοινό που δύσκολα ελκύεται από τον γραπτό λόγο δίχως οπτικά ερεθίσματα και σοσιαλμηντιακή ή άλλη τεχνολογική διάδραση, δύσκολα αφιερώνει στατικό χρόνο (όπως απαιτεί η ανάγνωση της λογοτεχνίας) χωρίς μετρήσιμο αποτέλεσμα (βλ. εξετάσεις), δύσκολα επιστρέφει σε αυτόν.

Η συγγραφέας αποφεύγει τις κακοτοπιές και το "Η Αλίκη στην πόλη" θα μπορούσε να είναι διήγημα για ενηλίκους λόγω ύφους και δομής του κειμένου. Λόγω θέματος, ωστόσο, απευθύνεται στους έφηβους αναγνώστες  διότι αφορά αποκλειστικά τον θεμελιώδη για τον νεανικό ψυχισμό προβληματισμό για την ταυτότητα του ατόμου, τα θέλω και την απαγόρευσή τους. Η άσχημη πλευρά της πόλης, αν και προσφέρεται για πολλά κοινωνιολογικά σχόλια, λειτουργεί εδώ πρωτίστως ως το πιο κατάλληλο πεδίο αναμέτρησης με τον εαυτό καθώς η περιπλάνησή της Αλίκης δεν είναι τίποτα άλλο παρά η ασύνειδη εξερεύνηση της ελευθερίας και η διερεύνηση των προσωπικών ορίων - οι σκληρές σκηνές παραιτημένων ανθρώπων που δείχνουν στην Αλίκη καλοσύνη όπως κι εκείνες των ανερμάτιστων βίαιων ανθρώπων που της επιτίθενται, δεν είναι θεωρητικές ασκήσεις επί χάρτου στον προστατευμένο χώρο της οικογένειας ή του σχολείου. Σε αυτό το στοιχείο της επικινδυνότητας και στην θύελλα των συναισθημάτων που νιώθει η Αλίκη αποσκοπούν ο γοργός ρυθμός της αφήγησης, οι σφιχτοδεμένες κοφτές προτάσεις και τα γρήγορα περάσματα από την μία σκηνή στην επόμενη. Οι μουσικές, συγγραφικές και κινηματογραφικές αναφορές άλλων καλλιτεχνών που η συγγραφέας ενσωματώνει στην πλοκή είναι πολύ ενδιαφέρουσες ωστόσο με κούρασαν τόσο με τον μεγάλο αριθμό τους όσο και με τους ταχύτατους ρυθμούς που προβάλλονται - Πωλ Ελυάρ, Έμιλυ Ντίκινσον, Έιμυ Γουάινχάουζ, Τζόναθαν Σάφραν Φόερ, Γιάννης Ρίτσος, Joy Division, Μισέλ Φάις, Green Day, Άκης Πάνου, Βιμ Βέντερς. Εάν ήμουν έφηβη πιθανόν να αποθαρρυνόμουν να συνεχίσω την ανάγνωση αν έπρεπε να γκουγκλίσω παραπάνω από ένα-δύο ονόματα για να λύσω τις απορίες μου. Ως ενήλικη, ωστόσο, το θεωρώ μια πολύ έξυπνη και ρεαλιστική απόδοση της  αίσθησης της μη-ταυτότητας της Αλίκης.

Ευαίσθητη, ιδιότυπα σιωπηλή και δυνητικά εκρηκτική, όπως ακριβώς ένα μπαλόνι, η εφηβεία είναι μία σκληρή δοκιμασία. Το μόλις 59 σελίδων αφήγημα της Αργυρώς Πιπίνη ακολουθεί τον ιδιοσυγκρασιακό ψυχισμό της ηλικίας και με γλώσσα σύγχρονη και άμεση -που γίνεται όμως μελοδραματική σε ορισμένα σημεία- μιλά με ευθύτητα τόσο για τις σκοτεινές σκέψεις των εφήβων  όσο και  για τις φωτεινές που είναι βέβαια μικρότερης έκτασης. Το κιαροσκούρο τούτο αποδεικνύεται ιδιαίτερα αποτελεσματικό για την οριοθέτηση της ατομικότητας της έφηβης Αλίκης και την ικανότητά της να πάρει αποφάσεις.


"...για να μην είναι ανόητος, ο αισιόδοξος πρέπει να γνωρίζει πόσο θλιβερό μέρος μπορεί να γίνει ο κόσμος" είπε ο Πίτερ Ουστίνωφ και η Αλίκη κατακτά, στο τέλος, ένα μικρό κομμάτι αυτής της γνώσης. Οι έφηβοι αναγνώστες θα αποκτήσουν κι εκείνοι το αντίστοιχο μερίδιό τους διαβάζοντας το αφήγημα ετούτο και μάλλον θα εμπιστευτούν περισσότερο τον κόσμο της λογοτεχνίας. Κι έτσι, η επιστροφή σ' αυτήν γίνεται εύκολη.




Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στον Αναγνώστη, το ηλεκτρονικό περιοδικό για το βιβλίο και τις Τέχνες, στις 31 Αυγούστου 2015.





Σημειώσεις: "Η Αλίκη στην πόλη" συμπεριλήφθηκε στην βραχεία λίστα των Λογοτεχνικών Βιβλίων για παιδιά κι εφήβους των φετινών Bραβείων του Αναγνώστη ενώ το πιο πρόσφατο βιβλίο της συγγραφέως, το "Το δικό τους ταξίδι" (σε εικονογράφηση της Μ. Μελισσηνού - Καλειδοσκόπιο, 2014) απέσπασε τελικά  το Βραβείο του Αναγνώστη στην κατηγορία Εικονογραφημένου Βιβλίου για παιδιά. // Η εγκατάσταση  της πρώτης φωτογραφίας είναι των Anna Burns και Michael Bodiam  ενώ οι δύο επόμενες εικόνες είναι από το εξώφυλλο του βιβλίου που σχεδιάστηκε από την Ελένη Θεοφυλάκτου.