Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2016










Spatial Dimensions




Τρία διηγήματα είναι αρκετά για να σε εισάγουν στον ιδιότυπο κόσμο μίας από τις πιο αναγνωρίσιμες συγγραφικές μορφές της σύγχρονης Ιαπωνίας. Η συλλογή "Η πισίνα των καταδύσεων / Ο κοιτώνας / Ημερολόγιο εγκυμοσύνης" (σε μετάφραση από τα Ιαπωνικά του Παναγιώτη Ευαγγελίδη - Άγρα, 2002) είναι το πρώτο βιβλίο της Yōko Ogawa  που διαβάζω και η ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που δημιουργεί δεν θα μπορούσε να με αφήσει αδιάφορη.  

Στο πρώτο διήγημα της συλλογής, η έφηβη Αγιάκο είναι κρυφά ερωτευμένη με τον συνομίληκό της Τζουν. Και οι δύο μένουν στο Ίδρυμα Χικόρι που ανήκει στους θρησκευόμενους γονείς της Αγιάκο. Αν και το μόνο μη-ορφανό παιδί στο ορφανοτροφείο, η Αγιάκο ζει κάτω από τις ίδιες συνθήκες με τα υπόλοιπα παιδιά κι αυτό είναι κάτι που την ενοχλεί ενδόμυχα. Έτσι, βρίσκει διαφυγή στον Τζουν τον οποίο παρατηρεί ηδονοβλεπτικά με τις ώρες να ασκείται στους βατήρες. Η δεύτερη διαφυγή της είναι η Ρίε, το μικρότερο ηλικιακά νήπιο του ιδρύματος που η Αγιάκο φροντίζει περιστασιακά και με το οποίο πειραματίζεται βασανίζοντάς το.

"Ο κοιτώνας" αναφέρεται στην φοιτητική εστία όπου έμενε ως φοιτήτρια η ανώνυμη ηρωίδα του δεύτερου διηγήματος και τον οποίο συστήνει στον εξάδερφό της όταν ο ίδιος ξεκινά τις σπουδές του στο Τόκιο. Με την εγκατάσταση του νεαρού εκεί, η ηρωίδα θα θελήσει να τον επισκεφθεί αλλά όσες φορές το επιχειρεί, ο νεαρός λείπει, πότε σε μάθημα και πότε σε εκπαιδευτική εκδρομή. Και η ηρωίδα, κάθε φορά, καταλήγει να συντροφεύει στο απογευματινό τσάι του τον κύριο καθηγητή – τον τριπλά ακρωτηριασμένο (έχει μόνο ένα πόδι) ιδιοκτήτη και επιστάτη του κοιτώνα που έχει εμμονή με τους άψογα αρτιμελείς νέους και την λειτουργία των σωμάτων τους. Σε μία από τις επισκέψεις της ο κύριος καθηγητής θα της πει για το μυστήριο της εξαφάνισης ενός παλαιότερου ενοίκου της  εστίας και θα την ξεναγήσει στο δωμάτιό του. Παρόλη την ανησυχία που της δημιουργείται, η ηρωίδα θα συνεχίσει τις επισκέψεις κανονικά, με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή ο εξάδερφος θα εμφανιστεί, η κατάσταση του κυρίου καθηγητή όλο και θα χειροτερεύει μέχρι που, κλινήρης, θα βυθιστεί σε μακάριο ύπνο και ο εξάδερφος θα παραμείνει άφαντος.


Το "Ημερολόγιο Εγκυμοσύνης"  είναι ένα από τα πρώτα διηγήματα της Ογκάουα κι εκείνο που της χάρισε το 1990 το περίφημο βραβείο Akutagawa. Η αφηγήτριά του κρατά ημερολόγιο όπου καταγράφει την σταδιακή μεταφόρφωση του σώματος, της συμπεριφοράς και του ψυχισμού της μεγαλύτερης αδερφής της από την αρχή της εγκυμοσύνης της μέχρι την γέννηση του μωρού. Εκτός από τις ναυτίες, η μεγάλη όρεξη της εγκυμονούσας τής κάνει μεγάλη εντύπωση και φροντίζει να την τροφοδοτεί  καταλλήλως, φτιάχνοντας συνεχώς μαρμελάδα από γκρέιπφρουτ τα οποία ενδέχεται να είναι ποτισμένα με τρία είδη τοξικών συντηρητικών, εξαιρετικά καρκινογόνων σύμφωμα με ένα ενημερωτικό φυλλάδιο.




Κοινό χαρακτηριστικό των τριών διηγημάτων είναι οι ολιγόλογες έως σιωπηλές γυναίκες, που συνήθως πρωταγωνιστούν στο έργο της Ογκάουα. Οι κινήσεις και οι σκέψεις τους φανερώνουν όψεις της γιαπωνέζικης κοινωνίας και την θέση της γυναίκας σ' αυτή που και στις τρεις περιπτώσεις εδώ βρίσκεται απομονωμένη από το ευρύτερο περιβάλλον τηςη Αγιάκο από τα άλλα παιδιά του ιδρύματος, η αφηγήτρια του δεύτερου διηγήματος από τον σύζυγό της (δουλεύει στην Σουηδία) αλλά και από κάθε άλλη κοινωνική δραστηριότητα, όπως και η μικρότερη αδερφή του "Ημερολογίου" η οποία, αν και σπουδάζει και δουλεύει παράλληλα, μένει με την αδερφή της και τον γαμπρό της δίχως να έχει κάποιο άλλο ενδιαφέρον παρά μόνο να υπηρετεί την έγκυο.

Η γραφή της Ογκάουα είναι στυλπνή, διάφανη, σφιχτοδεμένη, σχεδόν υπνωτιστική. Η αφήγηση προχωρά με σταθερό ρυθμό φωτίζοντας αρκετές λεπτομέρειες στην πορεία της. Οι ανατροπές της καθημερινότητας και οι ψυχολογικές προεκτάσεις που σκιαγραφεί η συγγραφέας, σε συνδυασμό με την ανθρώπινη σκοτεινότητα που λίγο απέχει από την πραγματικότητα δημιουργούν, αναπόφευκτα, ένα συναίσθημα αβεβαιότητας και ανησυχίας – μοιάζει με το ίδιο μετέωρο πεδίο που χαρακτηρίζει και το ύφος του Χαρούκι Μουρακάμι, μία από τις λογοτεχνικές επιρροές της συγγραφέως. Η Ογκάουα, ωστόσο, ξεφεύγει από την zen αίσθηση που αποπνέει ο Μουρακάμι και επεκτείνει τα όρια του χωροχρόνου προσδιορίζοντας με ακρίβεια και την άλλη πλευρά του προφανούς - την εμμονή, την παρέκκλιση, την φαντασίωση της σκληρότητας που βρίσκει εφαρμογή.

Σε τούτη την ελαφρώς γκροτέσκα, κλειστοφοβική ατμόσφαιρα των διηγημάτων της, η Ογκάουα προτάσσει λίγη ανθρωπιά ως αντιστάθμισμα στην ψυχική αστάθεια των πρωταγωνιστριών της – εκείνο το συναίσθημα που οδηγεί την αφηγήτρια του δεύτερου διηγήματος να φροντίσει τον ανάπηρο κύριο καθηγητή.  Δεν είναι όμως αρκετή για να καλύψει την έντονη θλίψη των τριών χαρακτήρων για το ανικανοποίητό τους. Ούτε την αίσθηση της αγωνίας που αιωρείται μετά το τέλος της ανάγνωσης – σε κάνει να αναρωτιέσαι για το τί μπορεί να αποπειραθεί κάποιος και σε ποιό σημείο μπορεί να φτάσει για λίγη οικειότητα. 






Σημειώσεις: Η εγκατάσταση στην πρώτη φωτογραφία είναι το "Cell (The Last Climb)" της Louise Bourgeois. Η δεύτερη φωτογραφία είναι από την ενότητα "The Tribune" της Σλοβένας φωτογράφου Mária Švarbová.

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2016





XIV 
(First Reading)
 To Vittoria Colonna

THE MODEL AND THE STATUE



 
When divine Art conceives a form and face,
          She bids the craftsman for his first essay
          To shape a simple model in mere clay:
          This is the earliest birth fo Art's embrace.
From the live marbel in the second place
          His mallet brings into the light of day
          A thing so beautiful that who can say
         When time shall conquer that immortal grace?
Thus my own model I was born to be–
         The model of that nobler self, whereto
         Schooled by your pity, lady, I shall grow.
Each overplus and each deficiency
         You will make good. What penance then is due
         For my fierce heat, chastened and taught by you?

 

     *

Da che concetto ha l' art intera e diva
        La forma e gli atti d' alcun, poi di quello
        D' umil materia un semplice modello
       'E 'l primo parto che da quel deriva.

Ma nel secondo poi di pietra viva
        S' adempion le promesse del martello;
        E si rinasce tal concetto e bello,
        Che ma' non e chi suo eterno prescriva.

Simil, di me model, nacqu' io da prima;
        Di me model, per cosa piu perfetta
        Da voi rinascer poi, donna alta e degna.

Se 'l poco accresce, e 'l mio superchio lima
        Vostra pieta; qual penitenzia aspetta
        Mio fiero ardor, se mi gastiga e insegna?







Σημείωση: Παρόλο που έγινε γνωστός για την ζωγραφική του στην Καπέλα Σιστίνα και το άγαλμα του Δαυίδ, ο Μικελάντζελο  υπήρξε και πολυγραφότατος ποιητής. Το πιο πάνω σοννέτο είναι ένα από τα τριακόσια που άφησε ο αναγεννησιακός Ιταλός. Η μετάφρασή του στα αγγλικά έγινε το 1878 από τον John Addington Symonds ο οποίος διατήρησε την ρίμα του πρωτοτύπου και αποκατέστησε ορισμένες άλλες λεπτομέρειες που είχαν παραποιηθεί σε προηγούμενη έκδοση των σοννέτων το 1623 από απόγονο του καλλιτέχνη. Αντλήθηκε από το "The Sonnets of Micheal Αngelo Buonarroti"  (London, Smith, Elder, & Co - 1904).

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2016













Controversial?


http://www.nobelprize.org/nobel_prizes/literature/laureates/2016/aa_minislide.jpg



"Για την δημιουργία νέων τρόπων ποιητικής έκφρασης στο πλαίσιο της μεγάλης αγγλόφωνης παράδοσης στην ποίηση" αναφέρει το σκεπτικό της Σουηδικής Ακαδημίας για την απονομή του φετινού (2016) Βραβείου Νόμπελ για την Λογοτεχνία στον αμερικανό τροβαδούρο Bob Dylan. "Ενσαρκώνει την παράδοση και επανεφευρίσκει τον εαυτό του συνέχεια εδώ και πενήντα τέσσερα, πενήντα πέντε χρόνια" σχολιάζει η Sara Danius. Η Μόνιμη Γραμματέας της Ακαδημίας, και η πρώτη γυναίκα στην θέση αυτή, παραλήλλισε την ποίηση του Ντύλαν με εκείνη του Ομήρου και της Σαπφώς ως προς την ακουστικότητα των στίχων του – μπορούν, με άλλα λόγια, να διαβαστούν χωρίς τη συνοδεία μουσικής όπως και η ποίηση των δύο αρχαίων Ελλήνων που την διαβάζουμε σήμερα χωρίς την αρχική μελοποίησή τους. Προτείνει δε το άλμπουμ Blonde on Blonde "για τις ιδιοφυείς ρίμες, τον τρόπο που σχηματίζει ρεφρέν και την εικονιστική σκέψη του" – ενδεικτικά στοιχεία της ποίησής του. Της στιχουργικής του, αν θέλετε.

Αρκετά ριζοσπαστική επιλογή αλλά όχι αμφιλεγόμενη καθώς ο Μπομπ Ντύλαν έχει ήδη μια μακρά πορεία στο είδος (δλδ, την ποίηση) για το οποίο έχει ήδη βραβευτεί στο παρελθόν. Μπορείτε να διαβάσετε σχετικές (και άλλες) λεπτομέρειες σε ετούτη την παλαιότερη ανάρτηση του ιστολογίου.


Καλές ακροάσεις!








Σημείωση: Μπορείτε να δείτε την ανακοίνωση του Βραβείου και την συνέντευξη της Σάρα Ντάνιους που ακολουθεί, εδώ.

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2016









Art, 
Truth &
Politics





"In 1958 I wrote the following:

'There are no hard distinctions between what is real and what is unreal, nor between what is true and what is false. A thing is not necessarily either true or false; it can be both true and false.'

I believe that these assertions still make sense and do still apply to the exploration of reality through art. So as a writer I stand by them but as a citizen I cannot. As a citizen I must ask: What is true? What is false?

Truth in drama is forever elusive. You never quite find it but the search for it is compulsive. The search is clearly what drives the endeavour. The search is your task."
 






Σημείωση: Μικρό απόσπασμα από την ομιλία που εκφώνησε ο Βρετανός θεατρικός συγγραφέας Harold Pinter με την αποδοχή του Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2005. Δεν μπόρεσε να παρευρεθεί ο ίδιος στην τελετή απονομής καθώς είχε διαγνωστεί με μια σοβαρή μόλυνση κι έπρεπε να παραμείνει για νοσηλεία στο νοσοκομείο. Παρ' όλα αυτά, πήγε στα στούντιο του BBC4 και μαγνητοσκόπησε την ομιλία του. Μπορείτε να τη δείτε εδώ. Μπορείτε, επίσης, να διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο -μια χειμαρρώδης καταγγελία, ουσιαστικά, για την αμερικανική επεκτατική πολιτική και τα θύματά της- στα αγγλικά εδώ και στα ελληνικά εδώ.

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2016









Dancing Queen




Δεν είναι από τα καλύτερα έργα της  Irène Némirovsky ωστόσο, στο "Ο χορός" (μτφρ. Έφη Κορομηλά - Εξάντας, 1987) μπορεί κάποιος εύκολα να διακρίνει το ιδιαίτερο, οξυδερκές ύφος της και ένα από τα αγαπημένα θέματά της - την αποδόμηση της αστικής συμπεριφοράς.  

Αφηγήτρια είναι η δεκατετράχρονη Αντουανέτ που ανυπομονεί να συμμετάσχει στην χοροεσπερίδα που διοργανώνει η μητέρα της και να γνωρίσει τους καλεσμένους – περίπου διακόσια άτομα αριβίστικης και ετερόκλητης ηθικής υπόστασης που θεωρούνται, ωστόσο, απαραίτητοι για την κοινωνική αποδοχή της νεόπλουτης Ρωσο-εβραϊκής οικογένειας Καμπφ από την γαλλική υψηλή κοινωνία. Η Ροζίν Καμπφ, όμως, μια γυναίκα επηρμένη από τον απότομο πλουτισμό, παθιασμένη με την απόκτηση υλικών αγαθών και μονίμως δηκτική και δύστροπη, της το απαγορεύει. Λόγω ηλικίας, όπως ισχυρίζεται, και γι' αυτό στη συνέχεια υποχρεώνει την νεαρή κοπέλα να κοιμηθεί στο δωματιάκι του πλυντηρίου γιατί το παιδικό δωμάτιο θα χρησιμοποιηθεί ως μπουντουάρ των καλεσμένων.

Οι προετοιμασίες συνεχίζονται πυρετωδώς για μέρες, η απόφαση παραμένει αμετάκλητη και η πίκα της Αντουανέτ σταθερή. Κάποια στιγμή, η κυρία Καμπφ στέλνει την Μις Μπέττυ, την αγγλίδα γκουβερνάντα, να ταχυδρομήσει τις προσκλήσεις. Η Μις Μπέτυ όμως, για δική της ευκολία, στέλνει την Αντουανέτ να το κάνει και τα πράγματα θα πάρουν μια εντελώς καταστρεπτική τροπή για τα σχέδια της οικοδέσποινας.


Η αμεσότητα της γραφής της Νεμιρόφσκι είναι χαρισματική – η συγκεκριμένη νουβέλα δημοσιεύτηκε όταν η Νεμιρόφσκι ήταν 27 χρονών και παρ' όλα αυτά καταφέρνει να διεισδύσει στον ψυχισμό και της έφηβης και της ώριμης γυναίκας με αιχμηρή συναίσθηση. Η συγγραφέας, χρησιμοποιεί τα κοινωνικά στερεότυπα για να δώσει ακριβή ψυχογραφήματα στους χαρακτήρες της που από τον πιο ασήμαντο υπηρέτη μέχρι την Μις Μπέττυ, και τον κύριο Καμπφ– δεν είναι, σε καμμία περίπτωση, μονοδιάστατοι ή επιτηδευμένοι. Ιδίως οι σκέψεις, οι προθέσεις και τα κίνητρα της κυρίας Καμπφ είναι τόσο αληθοφανή που θα μπορούσε να είναι και η αποτύπωση της πραγματικής σχέσης της Νεμιρόφσκι με την μητέρα της, την οποία η συγγραφέας αντιπαθούσε. Ενδεικτική η εναρκτήρια παράγραφος: "Η κυρία Καμπφ μπήκε στην αίθουσα μελέτης κλείνοντας την πόρτα πίσω της τόσο απότομα, που τα κρύσταλλα του πολυελαίου κουδούνισαν δυνατά έτσι όπως ταλαντεύτηκαν από το ρεύμα που σχηματίστηκε. Η Αντουανέτ όμως, σκυμμένη πάνω από το θρανίο της, με τα μαλλιά της να αγγίζουν το βιβλίο, δεν σήκωσε τα μάτια της. Η μητέρα της την κοίταξε για λίγο χωρίς να μιλά. Έπειτα, την πλησίασε και στάθηκε μπροστά της, σταυρώνοντας τα χέρια της.
       – Θα μπορούσες, φώναξε, να σηκωθείς όταν βέπεις τη μητέρα σου. Μήπως κόλλησαν τα πισινά σου στην καρέκλα; Μπράβο ευγένεια."

Σε τούτη τη μικρή νουβέλα διακρίνει κανείς τον αβέβαιο ρυθμό της νεοεμφανιζόμενης, τότε, Νεμιρόφσκι που τον προηγούμενο χρόνο είχε κάνει εντυπωσιακή επιτυχία με το πρώτο της μυθιστόρημα, το "David Golder". Στο "Χορό" διακρίνεται επίσης μία τάση προς την πεπατημένη του γυναικείου μυθιστορήματος (βλ. έντονος κοινωνικός σχολιασμός, περιγραφές λούσων, εφηβικό πείσμα και αντίδρασεις, κακεντρέχειες, κ.λπ). Ωστόσο, εκείνο που τη διαφοροποιεί από το συγκεκριμένο είδος είναι  η αδυσώπητη έλλειψη οποιουδήποτε συναισθηματισμού. Η αυθόρμητη εκδίκηση της Αντουανέτ, ο σνομπισμός της κυρίας Καμπφ, η εμμονή της σε μια αστικότητα που δεν της ανήκει, οι υπερβολικές αντιδράσεις της όταν συνειδητοποιεί την πραγματική τους θέση στην γαλλική κοινωνία – όλα αποδίδονται με παγερή ψυχραιμία. Κι αυτό, μαζί με ένα ίχνος αμφισημίας στο τέλος, απομακρύνουν ολοκληρωτικά την νουβέλα από το συμβατικό μελόδραμα. 


Θα έλεγα πως Χορός" είναι ένα ιδιότυπο, αντισυμβατικό διήγημα αφύπνισης και, σίγουρα, δεν θα έπρεπε να συγκαταλέγεται στα παιδικά ή εφηβικά αναγνώσματα. Γι' αυτό με προβλημάτισε η επιλογή του εξώφυλλου της πιο πρόσφατης έκδοσης του βιβλίου, το οποίο, κατά την γνώμη μου, είναι παιδιάστικο και αδικεί το περιεχόμενο - πιθανότατα θα έχει αποτρέψει πολλούς ενηλίκους από την αγορά του. Όσοι, ωστόσο, γνωρίζουν το όνομα της Ουκρανής συγγραφέως από την "Γαλλική Σουίτα", τον "Κύριο των Ψυχών" ή την "Έξαψη" της θα το ακολουθήσουν αμέσως. Τα φαινόμενα που απατούν, προσπερνούνται.  Η καλή λογοτεχνία, όχι.







Σημειώσεις: Στην πρώτη φωτογραφία, στιγμιότυπο της Danielle Darrieux που ερμήνευσε τον ρόλο της Αντουανέτ στην κινηματογραφική μεταφορά της νουβέλας το 1931 από τον Wilhelm Thiele. Στην δεύτερη, η συγγραφέας με την μητέρα της  "Funny" (Fanny).