Δευτέρα 28 Μαρτίου 2016











Up




Όσες φορές προσπάθησα να γράψω για το "Οι κεραίες της εποχής μου" (τόμοι 1 & 2 - Καστανιώτης, 2013) κατέληγα να διαβάζω πάλι από την αρχή τις συνεντεύξεις που παραχώρησαν στον δημοσιογράφο Ανταίο Χρυσοστομίδη μερικές, αν όχι οι περισσότερες, από τις πιο αναγνωρισμένες λογοτεχνικές προσωπικότητες στον κόσμο. Κι αυτό διότι δεν πρόκειται για  τυπικούς και μονοδιάστατους διαλόγους όπως εκείνους που διαβάζουμε στα περιοδικά αλλά για συζητήσεις που καλύπτουν σε βάθος, και με την ιδιαίτερη προσωπική ματιά του εκάστοτε συγγραφέα, πολλά θέματα εκτός από την λογοτεχνία - πολιτική, κοινωνία, επιστήμη, διαπροσωπικές σχέσεις κ.λπ. Εξού και οι δύο τόμοι της σειράς μπορούν κάλλιστα να χαρακτηριστούν ως μια συλλογή ανεπίσημων βιογραφικών ή ακόμη και δοκιμίων για τον άνθρωπο, τον σύγχρονο κόσμο και την ιστορία. Μπορούν, επίσης, να θεωρηθούν το προσωπικό ημερολόγιο του Ανταίου Χρυσοστομίδη κατά την διάρκεια των ταξιδιών και των γυρισμάτων για την ομότιτλη εκπομπή που παρουσίαζε μαζί με την Μικέλα Χαρτουλάρη στη παλαιά ΕΤ1.

Γράφοντας, επιτέλους, ετούτο το κείμενο διαπίστωσα πως τα δύο βιβλία διαφοροποιούνται αρκετά από άλλα ομοειδή στο ότι ο Ανταίος Χρυσοστομίδης καταφέρνει να πιάσει και να καταγράψει το twist της στιγμής - εκείνη την μικρή off the record λεπτομέρεια που δίνει χροιά στα λεγόμενα των συνεντευξιαζομενων και η οποία δεν φαίνεται στις οθόνες της τηλεόρασης. Για παράδειγμα, το στυφό, αφ' υψηλού ύφος του Τζον Μπάνβιλ που αποδείχθηκε, τελικά, πως έκρυβε ένα γκρινιάρικο χιούμορ  κι έναν φιλόξενο οικοδεσπότη - όπως γράφει ο Χρυσοστομίδης στον πρόλογο του πρώτου τόμου των Κεραιών, όταν το τηλεοπτικό συνεργείο τον επισκέφτηκε στο σπίτι του για γυρίσματα, ο Μπάνβιλ "έφτιαξε για χατίρι μας την πιο άτεχνη αλλά και την πιο συγκινητική μακαρονάδα που έχω φάει στην ζωή μου." Εκτός από το περιστατικό με την Ναντίν Γκόρντιμερ,  μου αρέσει να διαβάζω κι εκείνο της Χέρτα Μίλλερ και το πώς η έμφυτη ευγένεια και η επιμονή του έγκριτου μεταφραστή και πλέον συγγραφέα κατάφερε να κάμψει την αντίστασή της για συνεντεύξεις και να εμφανιστεί στις κάμερες της εκπομπής. 

Και οι δύο τόμοι αναδεικνύουν την ανθρώπινη, εγκόσμια διάσταση των διακεκριμένων συγγραφέων αλλά και του Ανταίου Χρυσοστομίδη, του ανθρώπου πίσω από τις λεπταίσθητες μεταφράσεις του Αντόνιο Ταμπούκι (όλα τα έργα του που κυκλοφορούν στα ελληνικά), του Ίταλο Καλβίνο, του Κούρτσιο Μαλαπάρτε, του Αλμπέρτο Μοράβια, του Ντάριο Φο και άλλων σπουδαίων Ιταλών συγγραφέων. Tου ανθρώπου που μας σύστησε τους κορυφαίους συγγραφείς της παγκόσμιας λογοτεχνίας μέσα από την ομώνυμη σειρά των εκδόσεων Καστανιώτη. Και ο οποίος, ως συγγραφέας, με την αμεσότητα της αφτιασίδωτης γραφής του, πείθει όχι μόνο την επιμελήτρια των τόμων αλλά και τον κάθε επίμονο αναγνώστη πως "... η λέξη τασάκι είναι το ίδιο αξιοπρεπής με τη λέξη σταχτοδοχείο."

Κι αυτό είναι που, εντέλει, μένει - το έργο και το πάθος του για τη λογοτεχνία. Κρατώ, επίσης, τη δυνατή, ζεστή χειραψία του και την αφιέρωσή του στην δεύτερη σελίδα του πρώτου τόμου των Κεραιών όπου δεν έχει έχει βάλει τελεία.


Σαν να το ήξερε· ή μάλλον ένας άνθρωπος της λογοτεχνίας το γνωρίζει καλά - there's no real ending in this. No fullstop.







Σημείωση: Στην αφιέρωση έχουν σβηστεί ονόματα προσώπων & τόπων. 

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2016








After

the masquerade




Γύρεψα να ντυθω όπως κι εσείς, αλλά δεν βρήκα τον τρόπο.

Ένα παιδί ντύθηκε απόγευμα Τετάρτης πριν το ωδείο γιατί ο πατέρας του / είχε ντυθεί τρακτέρ
Ένας εργάτης ντύθηκε Νοέμβριος προτού η γυναίκα του χαθεί στη στροφή / του δρόμου ντυμένη λεωφορείο
Ένας ταξιτζής ντύθηκε τον καπνό απ' το τσιγάρο του εργάτη πριν
αναληφθεί
Ένα κορίτσι ντύθηκε κουδουνίζοντας χριστουγεννιάτικο δέντρο αλλά 
κανείς δεν το πρόσεξε
Ένα δέντρο ντύθηκε πέντε κρεμασμένους και μια ΑΝτιγόνη με φτυάρι
Μια γυναίκα ντύθηκε γδύθηκε κι ύστερα ομολόγησε πως δεν τη 
λένε Μαρία
Ο τρελός απ' το άσυλο πήρε το τσεκούρι και ντύθηκε αγγελτήριο
θανάτου
Ένας σκύλος πέρασε από μπροστά μας ολόγυμνος
Ένας άνθρωπος χωρίς σκύλο ντύθηκε άδειο δωμάτιο κι εγώ
Δεν μπορώ να σε ντυθώ όταν γυρίζω στο σπίτι.
Δεν έχει μείνει τίποτα πια να δοξάσεις. 







Σημειώσεις: Ο τίτλος της ανάρτησης είναι του ομότιτλου εικαστικού έργου του Thomas Couture που συνοδεύει το πιο πάνω ποίημα. Πρόκειται για το πέμπτο "στιγμιότυπο"  της πρόσφατης  ποιητικής συλλογής του Δημήτρη Αγγελή, "Ένα ελάφι δακρύζει πάνω στο κρεβάτι μου" (Πόλις, 2015).

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2016






 



With slouch and swing around the ring
We trod the Fools' Parade!
We did not care: we knew we were
  



The Devils' Own Brigade:
And shaven head and feet of lead
Make a merry masquerade.


Oscar Wilde








Σημείωση: Το "Καρναβάλι στη Νίκαια" ανήκει στον Γάλλο Νεο-Ιμπρεσσιονιστή Paul Signac.

Παρασκευή 4 Μαρτίου 2016










Φραγκμέντα

animata



Ο τίτλος προοιωνίζεται κάτι ιδιαίτερο. "Οικογενειακή πορσελάνη" (Κέδρος, 2014). Πράγματι, το πρωτόλειο του Νίκου Κουφάκη, που απέσπασε το
βραβείο Ιδρύματος Κώστα & Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών το 2015, είναι μία συλλογή δεκαέξι διηγημάτων που αν μη τι άλλο προκαλούν  το ενδιαφέρον.

Στο πρώτο μέρος του βιβλίου με τον τίτλο "Τα τιμαλφή του σπιτιού" ένα μικρό αγόρι παρατηρεί το οικογενειακό σύμπαν να περιστρέφεται γύρω του ενώ εκείνο βρίσκεται κρυμμένο πότε κάτω από το τραπέζι της κουζίνας και πότε μέσα στο ντουλάπι κάτω από τον νεροχύτη - η μητέρα του είναι, τις περισσότερες φορές, απασχολημένη με τις δουλειές του σπιτιού και τον κήπο· ο πατέρας του, ένας ορκισμένος εραστής της πολυθρόνας, διαβάζει εφημερίδα και κατόπιν, στα πενήντα του, υποδύεται όλα τα πρόσωπα της οικογένειας, ανδρικά και γυναικεία. Καθώς ο μικρός αφηγητής μεγαλώνει, το σύμπαν του αρχίζει να διαρρηγνύεται - από την αποχώρηση της μεγαλύτερης αδερφής του για την Αθήνα (στο "Η τελετή"), τις μορφές των γονιών του που μεταλλάσσονται (στα "Μεταμορφώσεις" και "DMC") και απομακρύνονται (στα "Το φάντασμα" και "Οικογενειακή πορσελάνη") και πολύ αργότερα, στο διήγημα του τέταρτου μέρους, "Το γλυκό των ψυχών", από τον άγουρο έρωτα με μία καθηγήτρια που πενθεί τον θάνατο του συζύγου της.

Στα "Πορτρέτα και φωτογραφίες αγνώστων", το δεύτερο μέρος του βιβλίου, ο αφηγητής χρησιμοποιεί παλιές φωτογραφίες για να ανασύρει μνήμες μεγαλύτερης ηλικίας ενώ στο επόμενο, το "Η αγάπη για τις λέξεις", η θερμοκρασία της αφήγησης ανεβαίνει καθώς
στα διηγήματα αυτού του μέρους ο συγγραφέας περιγράφει, μεταξύ άλλων, ένα ζευγάρι κομψές γυναικείες γόβες που πατούν στο βρόμικο πάτωμα ενός ταβερνείου (στο "Τα άκρα της") και μία συμβίωση όπου εμπλέκονται ο ερωτισμός με την γεωγραφία (στο "Βενεζουέλα").

Ο Νίκος Κουφάκης ανασυστήνει  κυρίως οικογενειακές σχέσεις χωρίς να παραβλέπει εκείνες του ζευγαριού ερμηνεύοντας το
"Show, don't tell" του Τσέχωφ με τον τρόπο ενός bricoleur: φέρνει στην επιφάνεια και συνενώνει ιδιαίτερες λεπτομέρειες και παραλληλισμούς (βλ. "Βενεζουέλα", "Τα άκρα της", κ.λπ), ενώ ο ειρμός του αφηγητή του διαθλάται συνεχώς: σε μαγικό ρεαλισμό, σε σουρρεαλισμό κι από εκεί σε νέτο ρεαλισμό, και όλη αυτή η κίνηση σε παρασύρει στο παρακάτω του κάθε διηγήματος - ένα μοντέρνο, ιδιοσυγκρασιακό στοιχείο που μαζί με την μερική υπαινικτικότητα των αφηγήσεων δίνει πνοή στις σελίδες του βιβλίου.

Ωστόσο, οι λεκτικές αναπαραστάσεις των αναμνήσεων του αφηγητή καταδεικνύουν πως ο συγγραφέας ενδιαφέρεται περισσότερο για το ύφος παρά για την πλοκή η οποία παραμελείται ελαφρώς - καθόλου μεπτό αυτό καθώς λογοτεχνία είναι και οι συνδυασμοί της γλώσσας. Όμως, στην συγκεκριμένη περίπτωση τούτο έχει ως αποτέλεσμα η οξεία οπτική και η ένταση των συναισθημάτων στην οποία φαίνεται πως εστιάζει ο Νίκος Κουφάκης να αποδυναμώνονται από την τόσο επιτηδευμένη χρήση των λέξεων. Υπάρχουν, επίσης, σημεία όπου οι κινηματογραφικές και εικαστικές αναφορές έχουν έντονη επιδραστική παρουσία και καλύπτουν την συγγραφική δημιουργικότητά του. 


Το "Οικογενειακή πορσελάνη"  θα ήταν μία γοητευτική συλλογή εάν διέθετε την εσωτερική θερμότητα που θα νοηματοδοτούσε τα φραγκμέντα σε ένα υπαρξιακά εύθραστο και γι' αυτό πολύτιμο σύνολο. Σε κάθε περίπτωση όμως, και δίχως αμφιβολία, είναι ένα αξιόλογο βιβλίο που του πρέπει συνέχεια.


 




Σημείωση: Ο πίνακας ανήκει στην σουρρεαλίστρια Ekaterina Panikova η οποία χρησιμοποιεί παλιά βιβλία ως καμβά για τους πίνακες της.