Αν και το διάβασα πριν από μέρες, ακόμη δεν μπορώ να αποφασίσω αν η συλλογή των έξι διηγημάτων της πρωτοεμφανιζόμενης Ελεάννας Βλαστού μου άρεσε ή όχι. Το ολιγοσέλιδο "Εξαφανίσεις" (Πόλις, 2013) είναι ένα όμορφο βήμα με σύγχρονο ύφος, ιδιαίτερη οπτική εστίαση και χαμηλούς τόνους. Ωστόσο, μου δημιούργησε κάποια αμηχανία.
Στο πρώτο διήγημα, μία ηλικιωμένη, "η τελευταία ερωτευμένη χήρα πανευρωπαϊκά" όπως αυτοχαρακτηρίζεται η αφηγήτρια, συνδιαλέγεται με τον από χρόνια νεκρό σύζυγό της. Στην πραγματικότητα, είναι ένας μονόλογος από εκείνους που συνηθίζουν οι γιαγιάδες και που, στην συγκεκριμένη περίπτωση την παρασύρει και θέτει σε κίνδυνο την ζωή της - βάζει το φαγητό στο φούρνο και μέχρι να γίνει, βγαίνει για ψώνια. Αργεί όμως και η φωτιά που θα προκληθεί καταστρέφει το φαγητό, το δωμάτιο και κάθε όριο χώρου και χρόνου. Ο χρόνος καταλύεται και στον "Δότη", το δεύτερο κατά σειρά διήγημα, όπου ένας δότης σπέρματος σχολιάζει με δηκτικό τρόπο τις προσπάθειες των ζευγαριών να αποκτήσουν παιδί καθώς και το "σύστημα Τεκνοποίησης" πίσω από την βιτρίνα ενός ιατρείου. Η μοναξιά της ανούσιας ζωής του μπερδεύονται με τις παιδικές αναμνήσεις του στο κενό μιας απορίας που θα μείνει αναπάντητη - πόσα από τα παιδιά που κυκλοφορούν εκεί έξω είναι δικά του;
Στο "Ένα αγόρι", ο Α. μεγαλώνει δίχως την μητέρα του που εξαφανίστηκε όταν ήταν οκτώ χρονών. Ο πατέρας του δεν μπορεί, και ούτε καν προσπαθεί, να αναπληρώσει την απουσία της κι έτσι, ο μικρός μετατρέπεται σε έναν ενήλικα εθισμένο στο κυνήγι του ταξιδιού και της περιπέτειας και των έντονων σχέσεων, μην μπορώντας να δεσμευτεί σε μία ουσιαστική. "Ο θάνατος του πατέρα του στάθηκε η αφορμή για πένθος. Για ένα τριπλό πένθος. Κατάλαβε ξαφνικά το αυτονόητο, ότι η Ο. δεν ακολουθούσε κανένα σχέδιο, απλώς είχε φύγει από τη ζωή του, όπως ακριβώς η μητέρα και ο πατέρας του." Τακτοποιώντας το πατρικό του, θα βρει ένα σημείωμα του πατέρα του. "Εκείνο το σημείωμα, το μοναδικό τεκμήριο του ψύχραιμου πόνου, έσπασε με θόρυβο την σιωπή μέσα στην οποία είχε επιλέξει να ζει τόσα χρόνια."
Στο "Ένα αγόρι", ο Α. μεγαλώνει δίχως την μητέρα του που εξαφανίστηκε όταν ήταν οκτώ χρονών. Ο πατέρας του δεν μπορεί, και ούτε καν προσπαθεί, να αναπληρώσει την απουσία της κι έτσι, ο μικρός μετατρέπεται σε έναν ενήλικα εθισμένο στο κυνήγι του ταξιδιού και της περιπέτειας και των έντονων σχέσεων, μην μπορώντας να δεσμευτεί σε μία ουσιαστική. "Ο θάνατος του πατέρα του στάθηκε η αφορμή για πένθος. Για ένα τριπλό πένθος. Κατάλαβε ξαφνικά το αυτονόητο, ότι η Ο. δεν ακολουθούσε κανένα σχέδιο, απλώς είχε φύγει από τη ζωή του, όπως ακριβώς η μητέρα και ο πατέρας του." Τακτοποιώντας το πατρικό του, θα βρει ένα σημείωμα του πατέρα του. "Εκείνο το σημείωμα, το μοναδικό τεκμήριο του ψύχραιμου πόνου, έσπασε με θόρυβο την σιωπή μέσα στην οποία είχε επιλέξει να ζει τόσα χρόνια."
Στο κατώφλι των σαράντα, η Μαρίνα βρίσκεται σε αξιέξοδο. Στην κηδεία ενός πρωτοκλασάτου στελέχους της Εθνικής Τράπεζας αρχίζει άθελά της να ανακαλεί την σπαταλημένη ζωή της, τον ματαιόδοξο αριβισμό της και την "εξαφάνιση ενός μυαλού", του δικού της - αριστούχος πανεπιστημίου με σημαντικά όνειρα για καριέρα και τον δρόμο εξίσου ευοίωνο μπροστά της για να προχωρήσει, τα εγκαταλείπει όλα για την ευκολία και την -τότε- λάμψη του Δημοσίου. Οι συνέπειες της υπερβολικής έκθεσης σε εκείνη την λάμψη γίνονται αισθητές στο γλυκόπικρο "Για πάντα", το πιο αντιπροσωπευτικό της σημερινής κατάστασης διήγημα που βασίζεται σε αντικείμενα - έναν ζωγραφικό πίνακα, έναν ασημένιο δίσκο σερβιρίσματος, μία χρυσή πένα, τα οικογενειακά κοσμήματα. Αγαπημένα αντικείμενα που φέρνουν πάνω τους το παρελθόν των κατόχων τους σχεδόν ολοζώντανο - τα παιδικά χρόνια στην Αγγλία, η εισβολή στην Κύπρο και η προσφυγή στην Αθήνα, "ένας γάμος που ευοδώθηκε, μερικοί βαφτισμένοι χριστιανοί, μια επιθυμία ανεκπλήρωτη, το τεκμήριο ενός έρωτα." Όλα αυτά τα κομμάτια ζωής πρέπει τώρα να μπουν ενέχυρα για να διευκολυνθεί το παρόν. "Τώρα πια έμαθε ότι ούτε η ανάμνηση ούτε η αναπαράσταση αντικαθιστούν πιστά την πραγματικότητα."
"Τα χαρούμενα σπίτια" είναι μία ακόμη ανάμνηση του παρελθόντος που εισβάλλει στο παρόν. Στο τελευταίο διήγημα της συλλογής, η αφηγήτρια καλείται να διακοσμήσει ένα παιδικό δωμάτιο που της θυμίζει την δική της θλιβερή παιδική ηλικία όταν ο πατέρας της την κακοποιούσε σεξουαλικά. Η ειρωνική τούτη αναπαράσταση θα πάρει τέλος όταν η αφηγήτρια θα αρνηθεί να αναλάβει την δουλειά.
Προσπαθώντας να προσδιορίσω τι είναι αυτό που μου προκάλεσε αμηχανία όσο διάβαζα το βιβλίο, μου ήρθε στο νου ο ορισμός που δίνω στους μαθητές μου όταν τους εξηγώ το "realize". "When you understand something suddenly" - αυτό ακριβώς είναι που απαθανατίζει με την γραφή της η συγγραφέας: τη στιγμή που οι ήρωές της συνειδητοποιούν την αναπόδραστη μοναξιά τους, την αδυναμία τους, την εγκατάλειψη, την στέρηση, την ψυχική απόσταση που τους χωρίζει από τον γονιό, τον σύντροφο, την επιθυμία, την πραγματικότητα. Τα διηγήματα της Βλαστού φωτίζουν διακριτικά τα μπορχεσιανά δευτερόλεπτα που μας χαράζουν εσωτερικά κι αυτό την διαφοροποιεί από τις μέχρι τώρα πεζογραφικές αποτυπώσεις της οικονομικής κρίσης. Ευνοϊκό σημάδι τούτο για μία πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέα, που δεν επενδύει στην υπερβολή, την εκβιασμένη ανατρεπτικότητα, ή την πολυπλοκότητα μιας αφήγησης για να εντυπωσιάσει.
Η αμηχανία μου, ωστόσο, παραμένει. Αρχικά, για τον τίτλο του βιβλίου που νομίζω πως δεν αντικατοπτρίζει το πνεύμα του καθώς μόνο στα δύο από τα έξι διηγήματα εξαφανίζονται πράγματι άνθρωποι. Κι έπειτα, για την φανερή διακειμενικότητα της συγγραφέως. Η βιβλιοφιλία της είναι ευδιάκριτη στον άνετο χειρισμό της γλώσσας, στην συμπύκνωση και στη στέρεη δομή των κειμένων της, στα ενδιαφέροντα κλεισίματα των διηγημάτων. Όμως, "το να χρησιμοποιήσεις τα λόγια κάποιου μια φορά εμπλουτίζεις τον λόγο σου. Όταν το κάνεις πολλές φορές, είναι σαν να μην έχεις δική σου φωνή" μας έλεγαν κάποτε στο φροντιστήριο - ιδιαίτερα το "Ένα αγόρι", αν κι έξυπνο στην σύνθεσή του, μου φάνηκε σαν κάποιο είδος μεταγραφής των θαυμάσιων "Σανδαλιών" του Jorge Semprún.
Οι "Εξαφανίσεις" είναι έντονα μελαγχολικές. Η λιτή γραφή της Ελεάννας Βλαστού και ο δυναμικός ρυθμός των κειμένων δίνουν ένταση σε τούτα τα μικρά κείμενα/σφηνάκια μοναξιάς και ματαίωσης. Εξ ού και το χαμηλόφωνο της γραφής το οποίο σε καμμία περίπτωση δεν σηματοδοτεί κάτι άνευρο ή αδιάφορο. Ας μην ξεχνάμε πως τις πιο πολλές φορές, τα λίγα και μετρημένα λόγια κι όχι ο θορυβώδης συνωστισμός λέξεων και περιγραφών μάς πηγαίνουν παρακάτω - και ως αναγνώστες και ως ανθρώπους. Ελπίζω και ως συγγραφείς.
Η αμηχανία μου, ωστόσο, παραμένει. Αρχικά, για τον τίτλο του βιβλίου που νομίζω πως δεν αντικατοπτρίζει το πνεύμα του καθώς μόνο στα δύο από τα έξι διηγήματα εξαφανίζονται πράγματι άνθρωποι. Κι έπειτα, για την φανερή διακειμενικότητα της συγγραφέως. Η βιβλιοφιλία της είναι ευδιάκριτη στον άνετο χειρισμό της γλώσσας, στην συμπύκνωση και στη στέρεη δομή των κειμένων της, στα ενδιαφέροντα κλεισίματα των διηγημάτων. Όμως, "το να χρησιμοποιήσεις τα λόγια κάποιου μια φορά εμπλουτίζεις τον λόγο σου. Όταν το κάνεις πολλές φορές, είναι σαν να μην έχεις δική σου φωνή" μας έλεγαν κάποτε στο φροντιστήριο - ιδιαίτερα το "Ένα αγόρι", αν κι έξυπνο στην σύνθεσή του, μου φάνηκε σαν κάποιο είδος μεταγραφής των θαυμάσιων "Σανδαλιών" του Jorge Semprún.
Οι "Εξαφανίσεις" είναι έντονα μελαγχολικές. Η λιτή γραφή της Ελεάννας Βλαστού και ο δυναμικός ρυθμός των κειμένων δίνουν ένταση σε τούτα τα μικρά κείμενα/σφηνάκια μοναξιάς και ματαίωσης. Εξ ού και το χαμηλόφωνο της γραφής το οποίο σε καμμία περίπτωση δεν σηματοδοτεί κάτι άνευρο ή αδιάφορο. Ας μην ξεχνάμε πως τις πιο πολλές φορές, τα λίγα και μετρημένα λόγια κι όχι ο θορυβώδης συνωστισμός λέξεων και περιγραφών μάς πηγαίνουν παρακάτω - και ως αναγνώστες και ως ανθρώπους. Ελπίζω και ως συγγραφείς.
Σημείωση: Η φωτογραφική σύνθεση είναι από το εξώφυλλο του βιβλίου, έχει τίτλο Spaghetti (1994) και ανήκει στον Πάνο Κοκκινιά.
1 σχόλιο:
Σας παρακαλώ, Βάσω Κοντη, εάν δεν έχετε να σχολιάσετε κάτι σχετικά με την λογοτεχνία, μην αφήνετε άσχετα σχόλια - έχετε δικό σας χώρο στο διαδίκτυο για να δημοσιεύετε ό,τι θέλετε. Το σημερινό σας σχόλιο που περιείχε μία λίστα Προσωπικού διαγράφηκε διότι είναι η δεύτερη φορά που συμβαίνει. Και θα συμβεί και την επόμενη φορά που ενδεχομένως το επαναλάβετε.
Δημοσίευση σχολίου