Δευτέρα 10 Αυγούστου 2009





"Άσε με ν' αρχίσω μ' αυτά που ξέρω στα σίγουρα."



Θα ήμουν γύρω στα επτά με οκτώ και μπορούσα ήδη από καιρό να ανοίγω τα ντουλάπια της κουζίνας χωρίς να με μαλώνουν. Αυτό δεν σήμαινε ότι μου το επέτρεπαν αλλά ότι τα άνοιγα με τον πρέπων τρόπο, δηλαδή χωρίς φασαρία και χωρίς να μετακινώ κάτι ή να κάνω ζημιές. Έτσι δεν τραβούσα την προσοχή της (σχολαστικής με την τάξη) μητέρας μου όταν ήθελα να ασχοληθώ με την παπουτσοθήκη - μέρος που μου προκαλούσε μεγάλο ενδιαφέρον τότε. Όμως, το ντουλάπι βρισκόταν δίπλα σ' εκείνο με τα χίλια μύρια γυάλινα μπουκάλια με το λάδι, το ξύδι και τα υπόλοιπα χρειαζούμενα της μαγειρικής και ήταν δύσκολο, σχεδόν ακατόρθωτο, να το προσεγγίσω με την ησυχία μου καθώς η μητέρα μου ήταν πλήρως απασχολήσεως νοικοκυρά και η κουζίνα την απορροφούσε όλες σχεδόν τις ώρες της ημέρας. Γι΄αυτό κι εγώ περίμενα να φύγει για τα καθημερινά της ψώνια για να μπορέσω να φορέσω τα αγαπημένα μου παπούτσια της: τα μαύρα, ψηλοτάκουνα peep toes. Η εμμονή μου με το μικρούλι άνοιγμα μπροστά στα δάχτυλα ήταν τέτοια που σ' όλη τη διαδρομή μέχρι την κρεβατοκάμαρη όπου βρισκόταν ο ολόσωμος καθρέπτης, μόνο αυτό κοιτούσα. Πως ισορροπούσα μέχρι εκεί και πόση ώρα έμενα όρθια μπροστά στον καθρέπτη καθώς το πόδι μου μόλις που "γέμιζε" το μισό παπούτσι, δεν το θυμάμαι. Θυμάμαι όμως καθαρά τις φορές της όταν μ' έπιανε "επί τω έργω" και τις επακόλουθες -γνωστές- συνέπειες...

Δεν μπόρεσα να μην σκεφτώ αυτήν την εικόνα από το παρελθόν όταν είδα το τρυφερό στην σκληρότητά του εξώφυλλο του μυθιστορήματος "'Ελεος " της Τόνι Μόρρισον (Νεφέλη, 2009), της συγγραφέως που είναι είναι ό,τι πλησιέστερο σε εθνικό συγγραφέα διαθέτει η Αμερική, σύμφωνα με τους New York Times. To "Έλεος" είναι η εξομολόγηση της μικρής Φλόρενς - μια δυνατή αφήγηση της αμερικανικής ιστορίας από την αρχή της σχεδόν, το τέλος του 17ου αι. όταν η Αμερική ήταν η χοάνη των "σκουπιδιών" της Ευρώπης.

"Η αρχή ξεκινά απ΄τα παπούτσια. Παιδί, δεν άντεχα να μένω ξυπόλυτη και πάντα παρακαλούσα για παπούτσια, ό,τι παπούτσια να 'ναι, ακόμη και τις πιο ζεστές μέρες. Η μάνα μου, η μίνια μάε, σμίγει τα φρύδια, θυμώνει με τις κοκεταρίες μου, όπως τις λέει. Μόνο οι κακές γυναίκες φοράνε ψηλά τακούνια. Είμαι επικίνδυνη, λέει, και ατίθαση, αλλά υποχωρεί και μ' αφήνει να φορέσω τα παπούτσια που έχουν για πέταμα στο σπίτι της Σενιόρα, μυτερά στα δάχτυλα, το ένα με σπασμένο τακούνι, το άλλο με φθαρμένο και με μια αγκράφα μπροστά. Το αποτέλεσμα, λέει η Λίνα, είνα πως τα πόδια μου έχουν καταντήσει άχρηστα, πάντα θα είναι πολύ τρυφερά και δεν θα αποκτήσουν ποτέ τις γερές πατούσες, πιο σκληρές κι από πετσί, που απαιτεί η ζωή. Η Λίνα έχει δίκιο. Φλόρενς, λέει, βρισκόμαστε στο 1690. Ποιός άλλος αυτή την εποχή έχει τα χέρια μιας σκλάβας και τα πόδια μιας Πορτογαλλίδας κυρίας;"

Η Λίνα είναι η ιθαγενής που έχει μπει στην υπηρεσία της Ρεβέκκας, της λευκής Αγγλίδας που έφυγε από την εξαθλιωμένη πατρίδα της για να παντρευτεί κάποιον άγνωστο στο Νέο Κόσμο - η μόνη εναλλακτική για να μην γίνει πόρνη ή υπηρέτρια (με σίγουρο τον βιασμό από τον αφέντη). Με τον καιρό, γίνεται το δεύτερο χέρι της Κυράς της, ένα είδος φίλης. Από την πρώτη στιγμή που έρχεται η Φλόρενς στο σπίτι, η Λίνα αναπτύσσει μια ιδιαίτερη αδυναμία γι' αυτήν - ίσως λόγω των παπουτσιών, ίσως λόγω του τρόπου που "αποκτήθηκε" (δώθηκε ως εξόφληση χρέους στον Τζέικομπ, τον άντρα της Ρεβέκκας), ίσως γιατί είδε την επίμονη δίψα της μικρής για αγάπη. Αντίθετα, και η Ρεβέκκα και η Λίνα, ανέχονται με ψυχρή αλληλεγγύη την αλλοπαρμένη νεαρή Σόρροου, την μόνη επιζήσασα ενός ναυαγίου, που προστίθεται στην υπηρεσία της Κυράς και του Αφέντη. Γι' αυτό όταν η Κυρά τους αρρωσταίνει από ευλογιά, η Φλόρενς είναι η μόνη που εμπιστεύονται και οι δύο γυναίκες για να καλέσει τον σιδερά, τον άντρα που στο παρελθόν είχε γιατρέψει τη Σόρροου από την ίδια ασθένεια.

"Κι έτσι, όταν ξεκινάω...... εκείνη και η Κυρά μού δίνουν τις μπότες του Αφέντη που ταιριάζουν σε άντρα, όχι σε κορίτσι. Τις παραγεμίζουν με σανό και λιπαρές φλούδες καλαμποκιού και μου λένε να κρύψω το γράμμα στην κάλτσα μου, όση φαγούρα και να μου φέρνει το βουλοκέρι."


Το ταξίδι προς τον σιδερά θα είναι μακρύ και καθόλου εύκολο μα η Φλόρενς, που είναι γερά οπλισμένη μ΄ έναν απελπισμένο έρωτα γι' αυτόν τον ελεύθερο μαύρο, θα καταφέρει να φέρει εις πέρας την αποστολή της. Ωστόσο, δεν θα έρθει το τέλος που ονειρεύεται και θέλει κι έτσι θα επιστρέψει στο σπίτι της Κυράς της. Δεν θα είναι όμως η ίδια. "Έχω γίνει άγρια αλλά είμαι η Φλόρενς. Ολόκληρη. Που δεν τη συγχωρούν. Που δεν συγχωρεί. Κανέναν οίκτο, αγάπη μου. Κανένα. Μ' ακούς; Σκλάβα. Ελεύθερη. Επιτέλους."

Στις σελίδες που μεσολαβούν από την αρχή του μυθιστορήματος μέχρι και την επιστροφή της Φλόρενς, θα εκτυλιχθεί η βάρβαρη ιστορία της αμερικανικής ηπείρου με πραγματικά περιστατικά - το αποδεικνύουν οι υποσημειώσεις, τα σχόλια και το επίμετρο της Κατερίνας Σχινά που είναι εξαιρετικά και σε βάζουν στο ακριβές κλίμα της εποχής. Προτείνω να διαβάσετε πρώτα το επίμετρο και μετά το μυθιστόρημα - τα πράγματα έτσι θα μπουν ευκολότερα στη σωστή τους θέση και θα χάσουν κάθε ίχνος γραφικότητας που πιθανόν να σκεφτείτε ότι υπάρχει.

Η διεισδυτική γραφή της Μόρρισον δεν υποκύπτει σε ακροβατισμούς και δεν παρασύρεται. Οι ιστορίες που αφηγούνται και οι τέσσερις αυτές γυναικές είναι ζωντανές, γεμάτες συμπόνοια αλλά και στιγμές αντιπαλότητας, γέλιου, αισθησιασμού. Επιπλέον, η συγγραφέας περιγράφει τους δύο άντρες πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος, τον Τζέικομπ και τον σιδερά με τρόπο που, προσωπικά, μου άρεσε πολύ. Αν μη τι άλλο, δίνει την απάντησή της σ' εκείνους που την έχουν κατατάξει στις φεμινίστριες συγγραφείς. Η ίδια λέει "δεν συντάσσομαι με την πατριαρχία κι ούτε πιστεύω ότι θα έπρεπε να αντικατασταθεί από τη μητριαρχία. Νομίζω ότι είναι ζήτημα μιας δίκαιης προσέγγισης, και να ανοίγεις τις πόρτες σ' όλα τα ενδεχόμενα"

Έτσι, απ' τη μια ο Τζέικομπ αποδεικνύεται πραγματικός σύντροφος: τη στιγμή που ο ξυλοδαρμός της συζύγου ήταν συνηθισμένος και είχε κανόνες (όχι μετά τις εννέα το βράδυ και μόνο αν υπάρχει εύλογη αιτία κι όχι υπό το κράτος θυμού) αυτός και η Ρεβέκκα μπορούσαν να συζητούν και να μαλώνουν για όλα αυτά που σκέφτονταν, που τους προβλημάτιζαν και που είχαν ανάγκη. Απ' την άλλη, ο σιδεράς, ένας Αφρικανός που είχε πληρώσει για την ελευθερία του, ζει με τόση αξιοπρέπεια κι εντιμότητα όση δεν διαθέτουν οι λευκοί άποικοι.
Μέσα σε εκείνο τον πρωτόγονο κι αχανή κόσμο που ήταν η Αμερική τότε, κόσμο που επικρατούσε η δύναμη του ισχυρότερου και το "me Tarzan, you Jane" οι δύο αυτοί άντρες είναι οι φωτεινές εξαιρέσεις. Εξαιρέσεις που, δυστυχώς, επιβεβαιώνουν τον απάνθρωπο κανόνα που επικρατούσε τότε για όσους τύχαινε να είναι διαφορετικοί, γυναίκες, μαύρες και σε τρυφερή ηλικία.

Το βιβλίο, εκτός από μάθημα Ιστορίας, θα μπορούσε να είναι κι ένα μάθημα για τις ανθρώπινες σχέσεις σε ανελεύθερο καθεστώς: οι σχέσεις μεταξύ "ανωτέρων" και "κατωτέρων", οι σχέσεις μεταξύ γυναικών, οι σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων. Κάτω από όλα αυτά όμως, βρίσκεται η σχέση της σκλάβας-μάνας με την σκλάβα-κόρη. Και η Τόνι Μόρρισον δίνει εδώ το βασικότερο ίσως όλων, στίγμα του βιβλίου με τα λόγια της σκλάβας-μάνας: "Δεν ήταν θαύμα σταλμένο από το Θεό. Ήταν έλεος. ...... το να σου έχει δοθεί εξουσία πάνω σ' έναν άλλο είναι σκληρό. Το να επιβάλλεις με τη βία την εξουσία σ' έναν άλλο είναι λάθος. Το να παραχωρείς την εξουσία του εαυτού σου σ΄έναν άλλο είναι συμφορά."



Σημείωση: Η πρώτη εικόνα είναι από το εξώφυλλο του βιβλίου. Ο δεύτερος πίνακας είναι "Τα παπούτσια" του Van Gogh.

4 σχόλια:

dimitris είπε...

Πολύ ωραία παρουσίαση. Ζεστός τόνος με προσωπικές μνήμες κι αναφορές. Εύστοχα σχόλια και καλή ανάλυση, εικόνες κι αποσπάσματα. Μπορώ να σε φανταστώ να κρατάς το βιβλίο μετα το τέλος της ανάγνωσης, με σεβασμό κι αγάπη για ό,τι σου έδωσε.

Sue G. είπε...

giovdim,
ευχαριστώ για το τόσο κολακευτικό σχόλιο. Κάθε βιβλίο κρύβει κι από έναν μικρό εαυτό μας και είναι ωραίο να τον μοιράζεσαι με άλλους συν-αναγνώστες.

ANAZHTHΣH είπε...

Περνούσα, είδα ότι είσαι συνάδελφος
και μπήκα...
Πολύ ενδιαφέρον το τελευταίο κομμάτι περί εξουσίας.
Καλό βράδυ.

Sue G. είπε...

ΑΝΑΖΗΤΗSΗ,
καλώς ήρθες, λοιπόν! Η εξουσία είναι όντως το θέμα ανάμεσα στις γραμμές αυτού του βιβλίου. Και η σκλάβα-μάνα είναι η μόνη που την ασκεί με κυριολεκτική συμπόνοια. Σ΄ευχαριστώ για το σχόλιο. Να περνάς συχνά.