Η δυσκολία που είχα, τελικά, με το "Κουρδιστό πουλί" του Χαρούκι Μουρακάμι (Ωκεανίδα, 2005, μτφρ. από τα αγγλικά Λεωνίδας Καρατζάς) δεν ήταν η ανάγνωση των 862 σελίδων του αλλά το πως θα μπορούσα να σχολιάσω το περιεχόμενο του βιβλίου χωρίς να επιδοθώ σε διθυράμβους αλλά και δίχως, από την άλλη, να το αδικήσω.
Το πρώτο που σκέφτομαι όταν ακούω να γίνεται λόγος για την Ιαπωνία είναι το τσάι και το σούσι, η μίνιμαλ ιαπωνική αισθητική, οι hi-tech ουρανοξύστες και τα στελέχη πολυεθνικών εταιριών που τρέχουν αγχωμένα να προλάβουν το επόμενο meeting. Κάτι ανάλογο είχα κατά νου και για το "Κουρδιστό πουλί" μιας και το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται στην σύγχρονη Ιαπωνία.
Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, ωστόσο, με διέψευσε. Ο Τόρου Οκάντα έχει χάσει την δουλειά του ως ασκούμενος, δλδ άνθρωπος για όλες τις δουλειές, σε μια νομική εταιρία και ασχολείται με τα οικιακά όσο περιμένει τη γυναίκα του να επιστρέψει από τη δουλειά. Η Κουμίκο, άτομο αυτόνομο και δραστήριο, εργάζεται ως αρχισυντάκτης σε περιοδικό και μολονότι είναι ένας σύγχρονος άνθρωπος διαθέτει κάποιες παγιωμένες αντιλήψεις πνευματιστικού είδους - όταν η γάτα τους εξαφανίζεται, η Κουμίκο εμπιστεύεται δύο μέντιουμ για να την ανακαλύψουν. Ο Τόρου όμως, αναλαμβάνει ο ίδιος να τη βρει διότι η γάτα έχει συμβολική αξία για την Κουμίκο και τον γάμο τους. Σ' αυτήν την περιπλάνησή του θα συναντήσει διάφορους ιδιόρρυθμους χαρακτήρες.
Οι αδερφές Κάνο, η Μάλτα και η Κρέτα, είναι τα δύο μέντιουμ που με εντολή της Κουμίκο και υπερβολικό ενδιαφέρον προθυμοποιούνται να βοηθήσουν τον Τόρου να βρει τη γάτα του χρησιμοποιώντας τις μεταφυσικές δυνάμεις που κατέχουν.
Η Τζίντζερ Ακασάκα και ο γιός της Κάρυ, ένας αυτάρεσκος μα ήπιων τόνων νεαρός που έχει να μιλήσει από την ηλικία των 6 -με δική του απόφαση κι όχι εξαιτίας κάποιας βλάβης στην ομιλία του- προσφέρουν στον Τόρου οικονομική ανεξαρτησία με αντάλλαγμα τις μεταφυσικές δυνάμεις που με κάποιον παράδοξο τρόπο έχει, στο μεταξύ, αποκτήσει.
Η Μαγιού Κασαχάρα είναι μία δεκαεξάχρονη που ο Τόρου γνωρίζει σε μία από τις περιπλανήσεις του στο αδιέξοδο δρομάκι στο πίσω μέρος του σπιτιού του. Παρ' όλο το νεαρό της ηλικίας της, η Μαγιού έχει πλήρη συναίσθηση της ενήλικης πραγματικότητας, δεν πάει στο σχολείο από δική της επιλογή και μοιράζεται τις υπαρξιακές ανησυχίες της με τον Τόρου. Οι δυο τους θα μπορούσαν να είναι καλοί φίλοι εάν η Μαγιού δεν μετατόπιζε την διάθεσή της από την καλή στην κακή της πλευρά και τούμπαλιν.
Ο υπολοχαγός Μαμίγια, μπαίνει στην ζωή του Τόρου για να του παραδώσει ένα πακέτο που του κληροδότησε με τον θάνατό του ο κοινός γνωστός τους, ο κύριος Χόντα. Ο υπολοχαγός Μαμίγια διηγείται -και στην διάρκεια της μακράς επίσκεψής του και αργότερα, μέσω επιστολών- την ιστορία όλης του της ζωής η οποία ουσιαστικά είναι η περίοδος που έζησε ως στρατιωτικός στον πόλεμο της Ιαπωνίας με την Ρωσία, το '30. Η αφήγηση εκείνης της περιόδου -ιδίως των πολεμικών επεισοδίων στη Μαντσουκουό όπου έλαβε μέρος- είναι τόσο εκτενής και περιγραφική που θα μπορούσε να σταθεί από μόνη της ως ξεχωριστό διήγημα.
Ο Νομπόρου Γουατάγια είναι ο μεγαλύτερος αδερφός της Κουμίκο. Μεγαλωμένος για να εκπληρώσει τις προσδοκίες των γονιών του και να σταδιοδρομήσει στον ανώτερο δημόσιο τομέα μετατρέπεται -με αφορμή την βουλευτική έδρα που "κληρονομεί" από τον θείο του- σ' έναν αριβίστα ολκής, ένα γυαλιστερό πρόσωπο των μίντια με μεγάλο έρεισμα στο τηλεοπτικό κοινό. Θεωρεί τον Τόρου το απόλυτο μηδενικό και του φέρεται απαξιωτικά. Ο Τόρου τρέφει ιδίας έντασης συναισθήματα για τον Νομπόρου. Όταν η Κουμίκο τον εγκαταλείπει και ο Νομπόρου Γουατάγια επικοινωνεί μαζί του για να του μεταφέρει την επιθυμία της να χωρίσουν άμεσα, ο Τόρου αρνείται κατηγορηματικά να τον πιστέψει και να κάνει ό,τι του υποδεικνύει εάν δεν ακούσει την ίδια να του το ζητά.
Στο βιβλίο, βέβαια, υπάρχουν και οι "μικροί ρόλοι". Ανάμεσά τους και ένας ιδιοκτήτης στεγνοκαθαριστηρίου που ακούει μονίμως τζαζ στο μαγνητόφωνό του. Γνωστός λάτρης της τζαζ -υπήρξε ιδιοκτήτης τζαζ μπαρ στο Τόκιο- ο Μουρακάμι βάζει την προτίμησή του αυτή να "παίζει" στο μυθιστόρημα. Ωστόσο, ο ρυθμός της "Κλέφτρας Κίσσας" του Ροσσίνι είναι εκείνος που πρωταγωνιστεί - τον σφυρίζει ο Τόρου καθώς μαγειρεύει, τον ακούει στο ραδιόφωνο, τον "βλέπει" στον βηματισμό του γκρουμ ενός ξενοδοχείου.
Εκτός από τα πρόσωπα, στο μυθιστόρημα πρωταγωνιστούν και ορισμένα αντικείμενα. Καταρχήν, ένα στεγνό πηγάδι - είναι ο τόπος όπου ο Τόρου απομονώνεται και καταδύεται στον εσώτερο εαυτό του. Ένα ρόπαλο του μπέηζμπωλ παίζει, επίσης, σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη - σαν μια σκυτάλη που περνά από την μια διάσταση στην άλλη μεταδίδοντας μηνύματα και μνήμες του παρελθόντος. Και φυσικά, ένα πουλί.
Πότε ως αγαλματάκι στον κήπο ενός εγκαταλειμμένου σπιτιού κι άλλοτε πάλι ως ζωντανό πουλί το "κουρδιστό πουλί" του τίτλου σηματοδοτεί κρίσιμες φάσεις στην ζωή του Τόρου και των υπολοίπων χαρακτήρων του βιβλίου είτε αυτές αναφέρονται στο παρελθόν είτε στο παρόν. Το πουλί τούτο -που ποτέ δεν γίνεται ορατό- βρίσκεται σε συγκεκριμένο μέρος την συγκεκριμένη ώρα και με το τιτίβισμά του, ένα κρρρρρραααακ που ακούγεται μεταλλικό -σαν κάποιος να το κουρδίζει- ρυθμίζει την καθημερινότητα του Τόρου ο οποίος είναι πολύ άβουλος και αναποφάσιστος για να κάνει το οτιδήποτε - άγεται συνεχώς απο τις επιθυμίες των άλλων. Ωστόσο, όταν στο τέλος θα εξαφανιστεί, ο Τόρου θα αναλάβει, πια, να "κουρδίσει" την ζωή του μόνος του.
Το "Κουρδιστό πουλί" θα μπορούσε να τοποθετηθεί δίπλα στην "Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων" στο ράφι των new age μυθιστορημάτων - μυστικισμός, συμβολισμός, έκτη άισθηση, μετεωρισμός, zen. Ωστόσο, η συνύπαρξη του Χαρούκι με τον Πάολο Κοέλιο (που κι αυτός έχει χαρακτηριστεί new age) είναι ανατριχιαστική και μόνο ως σκέψη - αν μη τι άλλο, ο Μουρακάμι δεν είναι καθόλου παρηγορητικός.
Το "Κουρδιστό πουλί" θα ήταν ένα καλό δείγμα μεταμοντέρνου μυθιστορήματος μιας και το λεξιλόγιο του Μουρακάμι είναι εκπληκτικά απλό και η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο τόσο άμεση και φυσική που οτιδήποτε κι αν διαβάσεις, όσο παράλογο και να φαντάζει, το θεωρείς εξίσου φυσιολογικό. Ωστόσο, δεν υπάρχει καμμίας μορφής αμφισβήτηση καθώς ο Τόρου δεν φέρει ουδεμία αντίρρηση σε ότι του συμβαίνει ούτε και αναλαμβάνει κάποια πρωτοβουλία για οτιδήποτε. Ακόμη και η περιγραφή του παραδοσιακού τρόπου ζωής των Ιαπώνων δεν περιέχει κάτι δηκτικό. Νέες ιστορίες προσώπων ανοίγουν διαρκώς και παρεμβάλλονται στην βασική αφήγηση αποπροσανατολίζοντας τον Τόρου όπως και κάθε αναγνώστη, εξάλλου, που αφήνεται σε μια νωχελική ανάγνωση. Είναι αλήθεια ότι ενώ κάποιες ιστορίες έχουν ένα σημείο σύνδεσης με τον κεντρικό άξονα της πλοκής, κάποιες άλλες είναι εντελώς ασύνδετες και δεν προσφέρουν στην τελική έκβαση. Ίσως σ' αυτό να οφείλεται το ότι η αγγλική έκδοση του βιβλίου είναι αρκετά διαφοροποιημένη από την αρχική γιαπωνέζικη - δεν υπάρχει μία ενιαία συλλογιστική που να συνδέει όλες ετούτες τις ιστορίες και καθώς διάβαζα, αναρωτιόμουν συνεχώς για τον λόγο ύπαρξης της κάθε επιμέρους ιστορίας που ξεπηδούσε στην ζωή του Τόρου
Αστικό μυθιστόρημα, τότε; Στο κάτω κάτω πρόκειται για μια περιπλάνηση στους δρόμους ενός προαστίου μιας σύγχρονης πόλης και μέσα από την παρατηρητικότητα του Τόρου διαφαίνονται οι βασικές συντεταγμένες της ζωής μας σήμερα: ταχύτητα και αποξένωση.
Η απάντηση, δυστυχώς, δεν είναι εύκολη, ούτε μονολεκτική - το καταλάβατε, άλλωστε, για να φτάσετε να διαβάζετε την ανάρτηση μέχρι εδώ. Μπορώ, ωστόσο, άνετα να πω ότι ο Μουρακάμι αποτελεί μία ξεχωριστή κατηγορία από μόνος του. Στο "Κουρδιστό πουλί" (υποθέτω και στα υπόλοιπα βιβλία του μα δεν τα έχω διαβάσει ακόμη για να το γνωρίζω) δημιουργεί ένα ολοκληρωτικά προσωπικό σύμπαν, ένα εξαιρετικό δείγμα του πως συνδυάζεται η ρεαλιστική αφήγηση με τον μαγικό ρεαλισμό και την μεταφυσική - το ανεξήγητο, το άλογο, το ασύνδετο είναι κυρίαρχα στην αφήγηση. Θυμίζει πολύ έντονα Ντέιβιντ Λιντς ωστόσο, αντίθετα με τον σκηνοθέτη που σε αφήνει να χαθείς στις παραισθήσεις του ασυνειδήτου, ο Μουρακάμι σε οδηγεί σε ένα συμπέρασμα που είναι απολύτως σαφές και ορθολογιστικό: τα εμπόδια που νόμιζες ότι υπήρχαν και τα όρια που ένιωσες ότι δεν έπρεπε να ξεπεραστούν, δεν υπάρχουν.
Σημειώσεις: Η πρώτη υδατογραφία είναι του Ιάπωνα καλλιτέχνη Takeuchi Seiho. Το δεύτερο έργο είναι άτιτλο και έχει φιλοτεχνηθεί με μελάνι - το είδα σαν μια απεικόνιση κινέζων στρατιωτών. Στην πραγματικότητα όμως, πρόκειται για την αρχαία πόλη Anghor Thom στην Καμπότζη. Το σκίτσο ανήκει στον επίσης Ιάπωνα-Αμερικανό εικαστικό Ισάμου Νογκούτσι, το έργο του οποίου θα εκτεθεί στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Άνδρου φέτος το καλοκαίρι. Η τρίτη φωτογραφία απεικονίζει τον μηχανισμό ενός κουρδιστού πουλιού.