I keep walking...
Μόλις συνειδητοποίησα πως πέρασαν δεκαεπτά μέρες δίχως να πιάσω στα χέρια μου λογοτεχνία. Δίχως να διαβάσω κάτι που να με κινητοποιήσει κάπως, να με προκαλέσει να νιώσω λύπη, θυμό, απορία, μελαγχολία, συμπάθεια, να μου ερεθίσει την φαντασία, να μου εξάψει την περιέργεια, να με προβληματίσει, να με κάνει να κλάψω, να γελάσω, να ονειρευτώ, να με ταξιδέψει. Τόσες μέρες δίχως να έχω καν διάθεση, πόσω μάλλον διάθεση ανοιχτή στο κάθε απρόοπτο της φαντασίας ενός συγγραφέα. Ο λόγος ήταν πως οι απαιτήσεις της δουλειάς με "υποχρέωσαν" να ασχοληθώ και να "ξεσκονίσω" την θεωρία και την πρακτική της διδακτικής με αποτέλεσμα να απορροφηθώ εντελώς από την μελέτη της απτής κι αντικειμενικής, επαγγελματικής, δικής μου, πραγματικότητας.
Ε, όχι ακριβώς εντελώς... Υπήρξαν και μερικά διαλείμματα στο ενδιάμεσο. Για παράδειγμα, όταν σταματούσα το "άλλο" διάβασμα κι έβγαινα για μια βόλτα, για να πάρω αέρα κι εγώ και το μυαλό μου. Και καθόλου περίεργα, ο δρόμος με έβγαζε πάντοτε σε βιβλιοπωλεία όπου στεκόμουν μπροστά στις βιτρίνες και χάζευα - όχι με τις ώρες όμως. Η τήρηση μιας απόφασης και ενός συγκεκριμένου προγράμματος μελέτης απαιτεί θυσίες. Βέβαια, σε μία από αυτές τις βόλτες και με το πρόσχημα ενός φλιτζανιού αχνιστού καφέ (για να αναπληρώσω τις δυνάμεις μου) το οποίο θα συνόδευα απαραιτήτως με ένα κομμάτι υπέροχης υπόγλυκης και αρκετά ξινούτσικης τάρτας λεμονιού (το οποίο κομμάτι με τον συνδυασμό τού γλυκού-ξινού θα "ξυπνούσε" το κουρασμένο μου μυαλό για να μπορέσω, βεβαίως, να συνεχίσω το διάβασμα) κατέληξα στο καφέ ενός βιβλιοπωλείου όπου ξεφύλλισα αρμένικα, δλδ παρατεταμένα, ένα δυο βιβλιαράκια.
Το δεύτερο ευχάριστο διάλειμμα που είχα σε αυτό το διάστημα ήταν ένα σύντομο ταξίδι που έκανα προς το νότο για να συναντήσω έναν αγαπημένο συγγενή που έχω δει μόνο μια φορά στη ζωή μου κι αυτό όταν ήμουν περίπου δέκα χρονών. Για λόγους που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν η συνάντηση αναβλήθηκε ωστόσο, εγώ κατέληξα στο δωμάτιο Προσωπικού του ξενοδοχείου που έμεινα να περιεργάζομαι κάτι μικρές στοίβες βιβλίων που βρίσκονταν εκεί, αραδιασμένες σ' έναν πάγκο - έτσι όπως η πόρτα του δωματίου ήταν ορθάνοιχτη μου τράβηξαν το βλέμμα καθώς έβγαινα από το ασανσέρ κι αντί να κατευθυνθώ προς τον ημιόροφο όπου δίνονταν το πρωινό, λοξοδρόμησα.
Αν και με διαλείμματα, τούτες οι δεκαεπτά μέρες off blogging μου φάνηκαν μήνας. Βλέποντας τον μετρητή του blog διαπιστώνω πως με επισκέπτεστε που σημαίνει πως κι εσείς με σκέφτεστε -ο Τσαλαπετεινός, μάλιστα, μου αφιέρωσε ένα υπέροχα ατμοσφαιρικό μουσικό κομμάτι - thank you, dear bird- κι όλο αυτό με κάνει να νιώθω ιδιαίτερα. Γι' αυτό θα πάω ακόμη μια βόλτα - ξέρετε, έξω φυσά λίγο εκείνος ο γλυκός, μελαγχολικός, με μια δόση ευχάριστης ψύχρας κι εντελώς φθινοπωρινός αέρας που συνήθως με κάνει να ελαφροπατώ. Σήμερα, όμως, έχω την εντύπωση πως το βήμα θα είναι ακόμη πιο ανάλαφρο...
Σημείωση: Το σκίτσο απεικονίζει την παραλία της πόλης μου -στο βάθος η εκκλησία των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης- και είναι της Βολιώτισσας ψηφιδογράφου Μαριγώς Βλάικου, εγγονής του Αριστομένη Αγγελόπουλου.