Κατόπιν εορτής
Μετά τον Πινόκιο, ο Συρανό ντε Μπερζεράκ είναι η πιο διάσημη μύτη στην παγκόσμια λογοτεχνία. Η ιστορία του γνωστή: ο Συρανό είναι ανίατα ερωτευμένος με την Ρωξάνη, την επιπόλαιη ξαδέρφη του η οποία δεν τον βλέπει παρά μόνο σαν τον πάντοτε πιστό φίλο που ικανοποιεί τις απαιτήσεις της. Ο Συρανό νιώθει ανυπέρβλητο το ελάττωμα της μεγάλης μύτης και παραιτείται από κάθε διεκδίκηση της Ρωξάνης και ελπίδα ότι θα τον ερωτευθεί. Δέχεται να βοηθήσει τον όμορφο μα εντελώς πεζό κι άχαρο Κριστιάν να την κατακτήσει γράφοντας στίχους και επιστολές που θα απευθύνονται σ΄αυτήν.
Εκείνο όμως που δεν είναι ευρέως γνωστό είναι πως ο Εντμόν Ροστάν, ο συγγραφέας του πιο πάνω θεατρικού, έγραψε το έργο το 1897 κατά παραγγελία του Κοκλέν, ενός ηθοποιού που επρόκειτο να παίξει και τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ήρωας του έργου θα ήταν ένας μάλλον άγνωστος ποιητής στην Γαλλία του 17ου αιώνα, ο Συρανό ντε Μπερζεράκ. Κάτι ο ενθουσιασμός μου για την παράσταση που θα προλάβαινα τελικά να δω, κάτι μια ηθελημένη διάθεση να αφεθώ σ' ένα κλασικό κείμενο και "όπου με βγάλει", πήγα στο Εθνικό αγνοώντας αυτές τις βασικές πραγματολογικές πληροφορίες. Όπως και κάθε άλλη γνώμη και εντύπωση για το έργο. Ήμουν δηλαδή εντελώς απροετοίμαστη.
Γιός αστού δικηγόρου, ο Σαβινιάν ντε Συρανό, όπως ήταν το αληθινό του όνομα, γεννήθηκε το 1619 στο Παρίσι και σπούδασε στο Κολέγιο του Μπωβαί όπου είχε καθηγητή τον γνωστό παιδαγωγό της εποχής Ζαν Γκρανζέ. Τελειώνοντας τις σπουδές του το 1638, περνά το χρόνο του στα καμπαρέ και τα καπηλειά του Παρισιού, παίζοντας τζόγο και πίνοντας. Μαζί με άλλους ποιητές και λιμπερτίνους συγγραφείς της εποχής, γνωρίζει από κοντά το πιο κακόφημο κομμάτι της πόλης ενώ αργότερα, μαζί με τον φίλο του Λε Μπρε, κατατάσσεται στη φρουρά, πολεμά στη μάχη της Μπουζόν και του Αρράς, και αποκτά τη φήμη δεινού ξιφομάχου. Τα τραύματα που απέκτησε στις μάχες τον έκαναν να τερματίσει τη σταδιοδρομία του στο στρατό και να ασχοληθεί με τη συγγραφή δίχως ποτέ του, όμως, να γίνει διάσημος γι' αυτή. Ωστόσο, οι τολμηρές, “αιρετικές” για την εποχή ιδέες που περιγράφει στο έργο του, γίνονται βάσεις για πολλούς συγγραφείς, σύγχρονους και επερχόμενους: ο Μολιέρος, στις "Κατεργαριές του Σκαπίνου", σχεδόν αντιγράφει μία ολόκληρη σκηνή από τον "Εξαπατημένο σχολαστικό" του και ο Φοντενέλ θα βρει στέρεο έδαφος για να βασίσει το μετέπειτα διάσημο έργο του. Δάνεια θα εντοπιστούν και στα έργα του Βολταίρου, του Τζόναθαν Σουίφτ, του Κορνέιγ και του Πό(ε). Ο Θεόφιλος Γκωτιέ, που αποκαθιστά την λογοτεχνική φήμη του Συρανό, υποστηρίζει πως ο Γάλλος συγγραφέας είχε πρώτος επινοήσει το αερόστατο στο βιβλίο του "Ταξίδι στη Σελήνη" και είχε μάλιστα περιγράψει την παράξενη αίσθηση της έλλειψης της βαρύτητας. Ο Συρανό πέθανε το 1655 χτυπημένος από ένα δοκάρι που έπεσε στο κεφάλι του. Ήταν τριάντα πέντε.
Εκείνο όμως που δεν είναι ευρέως γνωστό είναι πως ο Εντμόν Ροστάν, ο συγγραφέας του πιο πάνω θεατρικού, έγραψε το έργο το 1897 κατά παραγγελία του Κοκλέν, ενός ηθοποιού που επρόκειτο να παίξει και τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ήρωας του έργου θα ήταν ένας μάλλον άγνωστος ποιητής στην Γαλλία του 17ου αιώνα, ο Συρανό ντε Μπερζεράκ. Κάτι ο ενθουσιασμός μου για την παράσταση που θα προλάβαινα τελικά να δω, κάτι μια ηθελημένη διάθεση να αφεθώ σ' ένα κλασικό κείμενο και "όπου με βγάλει", πήγα στο Εθνικό αγνοώντας αυτές τις βασικές πραγματολογικές πληροφορίες. Όπως και κάθε άλλη γνώμη και εντύπωση για το έργο. Ήμουν δηλαδή εντελώς απροετοίμαστη.
Γιός αστού δικηγόρου, ο Σαβινιάν ντε Συρανό, όπως ήταν το αληθινό του όνομα, γεννήθηκε το 1619 στο Παρίσι και σπούδασε στο Κολέγιο του Μπωβαί όπου είχε καθηγητή τον γνωστό παιδαγωγό της εποχής Ζαν Γκρανζέ. Τελειώνοντας τις σπουδές του το 1638, περνά το χρόνο του στα καμπαρέ και τα καπηλειά του Παρισιού, παίζοντας τζόγο και πίνοντας. Μαζί με άλλους ποιητές και λιμπερτίνους συγγραφείς της εποχής, γνωρίζει από κοντά το πιο κακόφημο κομμάτι της πόλης ενώ αργότερα, μαζί με τον φίλο του Λε Μπρε, κατατάσσεται στη φρουρά, πολεμά στη μάχη της Μπουζόν και του Αρράς, και αποκτά τη φήμη δεινού ξιφομάχου. Τα τραύματα που απέκτησε στις μάχες τον έκαναν να τερματίσει τη σταδιοδρομία του στο στρατό και να ασχοληθεί με τη συγγραφή δίχως ποτέ του, όμως, να γίνει διάσημος γι' αυτή. Ωστόσο, οι τολμηρές, “αιρετικές” για την εποχή ιδέες που περιγράφει στο έργο του, γίνονται βάσεις για πολλούς συγγραφείς, σύγχρονους και επερχόμενους: ο Μολιέρος, στις "Κατεργαριές του Σκαπίνου", σχεδόν αντιγράφει μία ολόκληρη σκηνή από τον "Εξαπατημένο σχολαστικό" του και ο Φοντενέλ θα βρει στέρεο έδαφος για να βασίσει το μετέπειτα διάσημο έργο του. Δάνεια θα εντοπιστούν και στα έργα του Βολταίρου, του Τζόναθαν Σουίφτ, του Κορνέιγ και του Πό(ε). Ο Θεόφιλος Γκωτιέ, που αποκαθιστά την λογοτεχνική φήμη του Συρανό, υποστηρίζει πως ο Γάλλος συγγραφέας είχε πρώτος επινοήσει το αερόστατο στο βιβλίο του "Ταξίδι στη Σελήνη" και είχε μάλιστα περιγράψει την παράξενη αίσθηση της έλλειψης της βαρύτητας. Ο Συρανό πέθανε το 1655 χτυπημένος από ένα δοκάρι που έπεσε στο κεφάλι του. Ήταν τριάντα πέντε.
Εκ των υστέρων, λοιπόν, διαπίστωσα πως μικρά κομματάκια από τον άγνωστο βίο του Συρανό είχαν ενσωματωθεί στην παράσταση κάνοντάς την πολύ ενδιαφέρουσα. Όπως για παράδειγμα η παρουσία του Μονφλερύ, ηθοποιού και συγγραφέα, ανταγωνιστή του Συρανό. Στην έναρξη της παράστασης, ο Μονφλερύ -τον υποδύεται ο χαρισματικός Άγγελος Παπαδημητρίου- εμφανίζεται να παίζει κάποια σκηνή από ένα θεατρικό και ο Συρανό, που τον θεωρούσε κάκκιστο τόσο ως ηθοποιό όσο και ως συγγραφέα, τον κατεβάζει από τη σκηνή με το ζόρι.
Μου έκανε, επίσης, εντύπωση η συνεχής αναφορά σε λουκούλεια γεύματα και την γαλλική γαστριμαργία τη στιγμή που οι Γασκώνοι στρατιώτες λιμοκτονούσαν επί σκηνής - ανεκπλήρωτη γαστριμαργία κι ανεκπλήρωτος έρωτας... Ειδικά στη δεύτερη και την τέταρτη πράξη όπου τα πάντα μεταφράζονται με όρους τροφής, βρέθηκα να παρακολουθώ γοητευμένη ένα είδος γαστρονομικού παραμυθιού αν και ομολογώ ότι προς στιγμήν με "κατέβαλε" η προσπάθεια να καταλάβω το λόγο που ο Γάλλος ζαχαροπλάστης Ραγκενό (υπέροχος ο Κοσμάς Φουντούκης) φορούσε ένα πολύ κομψό γιαπωνέζικης επιρροής κοστούμι.
Παρ' όλο που το όλο στήσιμο της παράστασης ήταν αντισυμβατικό, νεωτερικό κατά άλλους, ένοιωσα πως δεν ήταν ξένο προς το πνεύμα του κειμένου. Τίποτα απολύτως δεν ενοχλούσε το συναίσθημα, τίποτα δεν "σκάλωνε" στο μάτι. Όταν, μετά από λίγο, έπαψα να προσέχω το σχεδόν άδειο σκηνικό με τα στρώματα στην θέση πλοίων και τις ακρυλικές φλοράλ κουβέρτες που έγιναν κοστούμια αριστοκρατών και τα οποία σου τραβούσαν εγωιστικά την προσοχή από το πρώτο λεπτό, επικεντρώθηκα στο σανίδι όπου εκτυλίσσονταν μια πραγματική γιορτή εικόνων και διαθέσεων.
Οι δέκα Γασκώνοι στρατιώτες, ένας ιδιότυπος αρχαίος χορός, όργωναν τη σκηνή - πότε χόρευαν και τραγουδούσαν, πότε έπαιζαν τους ρόλους τους και πότε τα μουσικά όργανα της ορχήστρας που συνόδευε την πλοκή. (Διαβάζω πως όλοι τους, καθώς και οι δύο άλλοι γυναικείοι χαρακτήρες του έργου έμαθαν όχι μόνο την μουσική αλλά κι από ένα μουσικό όργανο ειδικά για την παράσταση!) Η έντονη, αλέγκρα, θεατρικότητα του Άγγελου Παπαδημητρίου είχε ισχύ και στον δεύτερο ρόλο που κρατούσε στο έργο, εκείνον του κακού Ντε Γκις - που μόνο κακό δεν τον εμφάνισε. Ο Χρήστος Λούλης απέδωσε σωματικά τον αδέξιο κι άγαρμπο Κριστιάν ενώ η Ρωξάνη της Λένας Κιτσοπούλου, μακριά από την αιθέρια ύπαρξη του κειμένου, θα ήταν, νομίζω, πιο ταιριαστή με λιγότερους ακκισμούς.
Παρ' όλο που το όλο στήσιμο της παράστασης ήταν αντισυμβατικό, νεωτερικό κατά άλλους, ένοιωσα πως δεν ήταν ξένο προς το πνεύμα του κειμένου. Τίποτα απολύτως δεν ενοχλούσε το συναίσθημα, τίποτα δεν "σκάλωνε" στο μάτι. Όταν, μετά από λίγο, έπαψα να προσέχω το σχεδόν άδειο σκηνικό με τα στρώματα στην θέση πλοίων και τις ακρυλικές φλοράλ κουβέρτες που έγιναν κοστούμια αριστοκρατών και τα οποία σου τραβούσαν εγωιστικά την προσοχή από το πρώτο λεπτό, επικεντρώθηκα στο σανίδι όπου εκτυλίσσονταν μια πραγματική γιορτή εικόνων και διαθέσεων.
Οι δέκα Γασκώνοι στρατιώτες, ένας ιδιότυπος αρχαίος χορός, όργωναν τη σκηνή - πότε χόρευαν και τραγουδούσαν, πότε έπαιζαν τους ρόλους τους και πότε τα μουσικά όργανα της ορχήστρας που συνόδευε την πλοκή. (Διαβάζω πως όλοι τους, καθώς και οι δύο άλλοι γυναικείοι χαρακτήρες του έργου έμαθαν όχι μόνο την μουσική αλλά κι από ένα μουσικό όργανο ειδικά για την παράσταση!) Η έντονη, αλέγκρα, θεατρικότητα του Άγγελου Παπαδημητρίου είχε ισχύ και στον δεύτερο ρόλο που κρατούσε στο έργο, εκείνον του κακού Ντε Γκις - που μόνο κακό δεν τον εμφάνισε. Ο Χρήστος Λούλης απέδωσε σωματικά τον αδέξιο κι άγαρμπο Κριστιάν ενώ η Ρωξάνη της Λένας Κιτσοπούλου, μακριά από την αιθέρια ύπαρξη του κειμένου, θα ήταν, νομίζω, πιο ταιριαστή με λιγότερους ακκισμούς.
Ο Νίκος Καραθάνος, ως σκηνοθέτης ανέδειξε τον ρομαντισμό, την θλίψη, την μοναξιά, την απόγνωση και το μέγεθος ενός άντρα "διαφορετικού". Ενός εκκεντρικού που τολμά να ζήσει κόντρα στην κατάπτωση της κοινωνίας της εποχής του υπερασπίζοντας τις παλιές ανθρώπινες αξίες της φιλίας, του έρωτα, της αυταπάρνησης, της ψυχικής ομορφιάς, της ρώμης, του αλτρουισμού μέχρι το τέλος του. Και αυτό το έκανε με έναν θαυμάσιο τρόπο - σε όλη την διάρκεια του έργου τονίζει τον στρατιωτικό χαρακτήρα του Γάλλου λιμπερτίνου ενώ αφήνει τον ερωτευμένο ψυχισμό του ποιητή να αναδυθεί κατά στάγδην και με αυξανόμενη ροή για να κορυφωθεί στα τελευταία πέντε λεπτά της παράστασης. Εκεί, ο Συρανό του λάμπει μέσα από τον απλό κι έμμετρο λόγο της (εξαιρετικής) μετάφρασης της Λουίζας Μητσάκου σε έναν μονόλογο που δύσκολα σε αφήνει ασυγκίνητο. Στην πραγματικότητα, δεν μπορείς να πάψεις να έχεις μέσα σου αυτό το τίποτα που, τελικά, είναι το παν...
Σημείωση: Δείτε εδώ μία επτάλεπτη βερσιόν του έργου.