Τρίτη 19 Απριλίου 2011






Μια μπλουτζίν Πασχαλιά




"1988. Μεγάλη Εβδομάδα. Η άνοιξη σε όλο της το μεγαλείο: νερά που από χιόνι γίνονται τρεχούμενα, καινούργιες μυρωδιές της γης, φρέσκα χρώματα, βελάσματα ζώων που η μοίρα τους το 'χει να καταλήξουν στο αίμα. 
     Βαδίζουν σ' έναν δρόμο γεμάτο λάσπες. Ο άντρας με σηκωμένα τα μανίκια,  ξερακιανός, μια στυφή πίκρα στο μάτι, το μπόι του ένα κεφάλι κάτω απ' τον ήλιο. Στον ώμο έχει το αρνί - αυτός το έσφαξε, με τα ίδια του τα χέρια. Δίπλα ένα αδύνατο αγόρι. Αμίλητο κι αυτό, αγωνίζεται να τον φτάσει στο δρασκέλισμα και στο ύψος. Στα χέρια κρατάει μια νάιλον σακούλα με τη συκωταριά και τα εντόσθια. Προxωράει, μα ο νους του είναι αλλού: δεν βλέπει την ώρα να συναντηθεί με τους φίλους του, να βγουν στο λόγκο για να κόψουν ξύλα, που τα θέλουν να κάψουν τον "Ιούδα" το απόγευμα της Λαμπρής. Φαντάζεται τη σκηνή και χαμογελάει. Σκέφτεται τη φωτιά που θα μπουμπουνίσει τον προδότη και δεν νοιώθει ούτε κούραση ούτε βάρος στα χέρια. 
    Έχουν φτάσει στα πρώτα σπίτια  του χωριού. Ασβεστωμένα όλα, οι κήποι φίσκα στο λουλούδι. Μονάχα ένα δίπατο ξεχωρίζει. Απεριποίητο, η αυλή χορταριασμένη, τα παραθυρόφυλλα κλειστά, ξεραμένος κι ο ασβέστης στους τοίχους.Ο άντρας κόβει λίγο το βήμα και λοξοκοιτάει. Το παιδί σκύβει κι άλλο το κεφάλι. Προχωρούν ένα δυο βήματα και ύστερα κοντοστέκονται. Το βλέμμα του παιδιού συνεχίζει να μένει καρφωμένο στο χώμα. Στ' αυτιά του έχει το πείραγμα από τ΄άλλα παιδιά στο σχολείο: "Ρε σύ, να το μούλικο η αδερφή σου!" Και με κακία του δείχνουν ένα κορίτσι με μεγάλα και πράσινα μάτια. Μεγάλα και πράσινα σαν του...
    Του πατέρα του. Μόνο τα μάτια του πατέρα του έχουν το σχήμα και το χρώμα του άγουρου αμύγδαλου. Απ' αυτόν τα κληρονόμησε η Αγγελικούλα, δικά του είναι. Του πατέρα, που, όταν πριν από χρόνια εγκαταστάθηκε στο χωριό του η "ξένη" , βρήκε απάγκιο στα σκέλη της. Όταν γεννήθηκε η μικρή, τότε ήταν που το χωριό ήρθε και βούιξε. Η μάνα του πήρε να μαραζώνει, και η μία και η άλλη η γιαγιά ως και μάγια έριξαν στην ποίξα και στη δείξα. Το αγόρι άκουγε τα κλάματα, τις κατάρες, τους ολονύχτιους καβγάδες. Έτσι μεγάλωσε και με τέτοια σκοτεινιά στην καρδιά ανηφόρισε τα έντεκα χρόνια της ζωής του.

    (...)

    Το περασμένο καλοκαίρι χτύπησε την πόρτα τους μια γειτόνισσα. "Το και το" τους είπε. Και ύστερα σιγανά μα χαιρέκακα: "Όλα εδώ πληρώνονται!" Ποιά; Βρήκαν οι γιατροί στο αίμα της "ξένης" κάτι κακό και δεν της έμενε ακόμα πολύς καιρός. Το ίδιο βράδυ, την ώρα του φαγητού, όλοι κρυφοκοίταζαν τον πατέρα να δουν πως θα αντιδράσει:με χαρά, όπως λίγο πολύ και οι υπόλοιποι άντρες του χωριού, ή μήπως με οργή και ταραχή;
    Τίποτα. (...) ... και τώρα, στα ξαφνικά, να ο πειρασμός και η κακιά στιγμή: οι δυό τους έξω από το διαολεμένο σπίτι.
    Ο πατέρας πήρε σιγά σιγά ν' απομακρύνεται, δεν ήταν καιρός για πισωγυρίσματα. Κάποια στιγμή γύρισε το κεφάλι να δει που είναι και τι κάνει το παιδί. Ο μικρός είχε καρφωμένα τα μάτια στο σπίτι και δεν έλεγε να κουνηθεί από τη θέση του. Μα τι στο καλό συνέβαινε;
    Τις επόμενες κινήσεις του γιου του ο άντρας τις είδε και τις έζησε όπως σε μεγάλο πυρετό. Δίχως άλλη κουβέντα, χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει ή να ζητήσει τη γνώμη του, το αγόρι άνοιξε το βήμα, μπήκε στην ξένη αυλή, προχώρησε ανάμεσα στα αφρόντιστα παρτέρια και πήρε να ανεβαίνει βιαστικά τη σκάλα. Σταμάτησε έξω από την πόρτα. Σήκωσε το χέρι και χτύπησε. Πέρασε ένα λεπτό, δύο, ένας ολόκληρος αιώνας. Ακούστηκε η σκουριασμένη πόρτα να τρίζει και εμφανίστηκε ένα κοριτσίστικο πρόσωπο με μάτι τσάγαλο. Έμειναν βουβά τα δυο παιδιά, το ένα να κοιτάζει το άλλο. Ύστερα κάτι είπε το αγόρι και έκανε μια κίνηση σκύβοντας.  Κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες, πήγε και στάθηκε δίπλα του λαχανιασμένο. Ο άντρας δεν γύρισε να το κοιτάξει. Συνέχισαν το δρόμο αμίλητοι. 

    (...)

   Την  τρίτη μέρα του Πάσχα κατέβηκαν με το αγροτικό στην πόλη. Ξάνοιγε ο καιρός και θα 'πρεπε να προμηθευτούν υλικά για το φράχτη, σπόρους για τον μπαξέ, κλωστές και νήματα η μάνα. 
    Λίγο πριν από μεσημέρι βρήκε την ευκαιρία και τον τράβηξε μέσα σ' ένα μαγαζί με ρούχα αντρικά. 
    Ο Αντρέας ήταν το πρώτο αγόρι στο Γλυφονέρι που φόρεσε Levi's 501, πεντάτσεπο, εφαρμοστό, με ραφές στο πλάι. (...)
    Άντρας πια, τόσα χρόνια μετά και το 'χει φυλαγμένο. Κειμήλιο πολύτιμο.



Σημείωση: Το απόσπασμα είναι από το ομότιτλο διήγημα του Κώστα Ακρίβου από την συλλογή διηγημάτων του "Τελετές ενηλικίωσης" (Μεταίχμιο, 2009)

2 σχόλια:

Unknown είπε...

τίτλος υπέροχος.

Sue G. είπε...

...παραπλανητικός και τρυφερός, επίσης, -! :-)