Μονόλογος μιας
ανυπεράσπιστης
σιωπής
ανυπεράσπιστης
σιωπής
Από μικρή είχα πάντοτε δυσκολία να αποδεχθώ κανόνες, θέσφατα και παραμύθια που με τοποθετούσαν σε μειονεκτική θέση και μου επέβαλαν πρότυπα λόγω και μόνο του φύλου μου και των φυσιολογικών λειτουργιών του, κάτι που συνέβαινε συχνά λόγω της παράδοσης που προσπαθούσαν να μου μεταλαμπαδεύσουν. Αντίθετα, πίστευα πραγματικά στις δημιουργικά φανταστικές ιστορίες που σου δημιουργούσαν ή σου ενέτειναν την αίσθηση της ελευθερίας όπως κι εκείνες που είχαν κάποια σύνδεση με όσα πραγματικά έβλεπα ή ήθελα να συμβαίνουν γύρω μου. Τις αποζητούσα όσο τίποτα άλλο.
Γι' αυτό είχα διαβάσει με προσήλωση το θαυμάσιο
"Κάιν" του Ζοζέ Σαραμάγκου όπου ο αγαπημένος παππούς της λογοτεχνίας
απομυθοποιεί τον Θεό τοποθετώντας τον απέναντι από το πρώτο κακοποιό
στοιχείο της ανθρωπότητας, τον Κάιν, και συνομιλούν. Εκεί που οι άλλοι έβλεπαν κάτι το αιρετικό, εγώ έβλεπα κάτι ανατρεπτικότατο μεν αλλά απόλυτα ανθρώπινο και φυσιολογικό.
Σκεφτείτε, λοιπόν τώρα, τον ενθουσιασμό μου που ένας τους πιο σπουδαίους συγγραφείς της Ιρλανδικής λογοτεχνίας, ο Colm Tóibín, ασχολείται κι αυτός με τον εξανθρωπισμό ενός ακόμη ανώτατου θρησκευτικού προσώπου. Στο πρόσφατο "The Testament of Mary" (Penguin, 2013) που είναι ήδη στην μικρή λίστα των υποψηφίων για το φετινό Man-Booker Prize, δίνει φωνή στην Μαρία, την μητέρα του Χριστού, και καταγράφει την δική της μαρτυρία για την ζωή του γιου της από την μικρή του ηλικία μέχρι και λίγο μετά την Σταύρωση.
Σκεφτείτε, λοιπόν τώρα, τον ενθουσιασμό μου που ένας τους πιο σπουδαίους συγγραφείς της Ιρλανδικής λογοτεχνίας, ο Colm Tóibín, ασχολείται κι αυτός με τον εξανθρωπισμό ενός ακόμη ανώτατου θρησκευτικού προσώπου. Στο πρόσφατο "The Testament of Mary" (Penguin, 2013) που είναι ήδη στην μικρή λίστα των υποψηφίων για το φετινό Man-Booker Prize, δίνει φωνή στην Μαρία, την μητέρα του Χριστού, και καταγράφει την δική της μαρτυρία για την ζωή του γιου της από την μικρή του ηλικία μέχρι και λίγο μετά την Σταύρωση.
Δύο από τους μαθητές του γιου της την επισκέπτονται σε τακτική βάση για να αποτυπώσουν στο χαρτί την μαρτυρία της - από τις περιγραφές, μπόρεσα να ξεχωρίσω τον έναν που πρέπει να είναι ο Ιωάννης που συγγράφει το ευαγγέλιό του. Οι δύο απόστολοι ενδιαφέρονται περισσότερο για τα γεγονότα παρά για το τί αληθινά συνέβη - της ζητούν συγκεκριμένες απαντήσεις στις ερωτήσεις που της απευθύνουν με σκοπό να στηρίξουν τους ισχυρισμούς και τα κηρύγματα του δασκάλου τους. Η Μαρία, ωστόσο, θα επιμείνει στην αλήθεια - των γεγονότων και τη δική της - ακόμη κι αν αυτό κάνει τους δυο αποστόλους να δυσανασχετούν. "...they think I do not see the point of their questions and do not notice the cruel shadow of exasperation that comes hooded in their faces or hidden in their voices when I say something vague or foolish, something which leads us nowhere. When I seem not to remember what they think I must remember. They are too locked into their vast and insatiable needs and too dulled by the remnants of a terror we all felt then to have noticed that I remember everything. Memory feels my body as much as blood and bones.
I like it that they feed me and pay for my clothes and protect me. And in return I will do for them what I can, but no more than that. Just as I cannot breathe the breath of another or help the heart of someone else to beat or their bonew not to weaken or their flesh not to shrieve, I cannot say more than I can say. And I know how deeply this disturbs them..."
Πεζογράφος, δοκιμιογράφος, θεατρικός συγγραφέας, δημοσιογράφος, κριτικός και ποιητής, ο Ιρλανδός λογοτέχνης καταφέρνει να αναπαραστήσει μια ολόκληρη εποχή, κυρίως όμως έναν σύνθετο και πολυδιάστατο γυναικείο χαρακτήρα με τρόπο εντυπωσιακό. Η Μαρία που μας δίνει ο συγγραφέας είναι μία μητέρα που πενθεί αλλά το ύφος της δεν είναι καθόλου μοιρολατρικό. Είναι πικρό, όταν συνειδητοποιεί πως ο γιος της μεγάλωσε και αποκόπηκε από αυτήν. Γεμάτο ανησυχία και απορία για εκείνους που συναναστρέφεται το παιδί της - αποκαλεί τους μαθητές του "απροσάρμοστους", "ανόητους", "δύστροπους". Με παράπονο ίσως καθώς διαπιστώνει πως ο γιος της έχει πια μεγαλώσει κι αναλάβει την ευθύνη της ζωής του. Με πόνο και φροντίδα που δεν μπορεί να σταματήσει να νιώθει για το παιδί της όταν το βλέπει να βασανίζεται. Ακόμη και οργισμένη γίνεται η φωνή της. Και υπάρχουν στιγμές που η ίδια γίνεται επιθετική για να προστατεύσει την μνήμη και τα ενθύμια της - όταν ένας από τους αποστόλους πάει να καθήσει στην καρέκλα που η Μαρία κρατά αχρησιμοποίητη με την ελπίδα πως εκείνος θα επιστρέψει, δεν διστάσει να τραβήξει μαχαίρι.
Εκτός από την παρατηρητικότητα της Μαρίας, που φανερώνει ανύπωτες πτυχές της Ιστορίας – πόσο μα πόσο σύγχρονο μου φάνηκε το σχόλιό της για τον πλούτο και την επίδειξη των γαμήλιων δώρων στον γάμο της Κανά! – ο Τόιμπιν δίνει στην αφηγήτριά του μια επίμονα κριτική σκέψη. Όταν δεν μπορεί να εξηγήσει αυτό που συμβαίνει, η Μαρία, που πράγματι αντιλαμβάνεται τις διαστάσεις του υπερφυσικού, εμμένει στην λογική. Για παράδειγμα, όταν σκέφτεται για τότε που ο γιος της περπάτησε πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας - "he was doing what no one else could do. There must have been other stories, and perhaps this one I heard only in part, perhaps something else happened, or perhaps there was no wind, or he calmed the wind. I do not know." Σε όλο τον μονόλογό της η Μαρία διατηρεί έναν ορθολογικό τρόπο για να βλέπει τα πράγματα και να αμφισβητεί εκείνο που προσπαθούν να της επιβάλλουν. Ακόμη κι όταν, στην πιο συνταρακτική στιγμή του βιβλίου, τη Σταύρωση, συνειδητοποιεί πως η ίδια δεν είναι εκείνος παρά ένας άλλος, διαφορετικός άνθρωπος που αφήνει στο τέλος να τη νικήσει το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. "...despite all of this, the pain was his and not mine. (...) I would leave him to die alone if I had to. And that is what I did."
Είναι η πρώτη φορά που διαβάζω κάτι του Κολμ Τόιμπιν και μάλιστα στο πρωτότυπο και ομολογώ πως το ύφος του είναι υπέροχο, η γλώσσα του γοητευτική - τόσο λιτή, βαθιά, λυρική... Και να σκεφτεί κανείς πως τούτη η νουβέλα ήταν αρχικά ένας αποτυχημένος εισπρακτικά θεατρικός μονόλογος. Μετά από πρόταση του εκδότη του, ο Τόιμπιν ξεκινά την προσαρμογή του σε μυθιστόρημα. Αντί όμως να προσθέσει κείμενο και επεξηγηματικές περιγραφές, όπως συνήθως γίνεται, ο Τόιμπιν αποφασίζει να το "κλαδέψει" ανελέητα. Εξ ού και οι μόλις 101 σελίδες του (τόσες είναι μόνο το αμιγές κείμενο στην αγγλική έκδοση), γεγονός που συζητείται πολύ μιας και πρόκειται για το πιο ολιγοσέλιδο υποψήφιο βιβλίο ever στον θεσμό των βραβείων Booker.“Είναι συμπαγές, αλλά είναι επίσης πυκνό και εκτεταμένο. Είναι ένα μικρό μυθιστόρημα, ένα μυθιστόρημα, όμως, που αισθανθήκαμε πως αγγίζει μακροπρόθεσμα την μνήμη.” είπε ένας από τους κριτές.
Νουβέλα ή μυθιστόρημα, πρωτότυπο, αιρετικό ή απλώς η απάντηση του συγγραφέα στον αυστηρό Καθολικισμό που βίωσε στην παιδική του ηλικία, το βιβλίο παραμένει επιβλητικό. Απίστευτα τρυφερό και γήινο. Συγκινητικό, όσο και σκληρό. Ζοφερό, αποτρόπαιο όσο και έξυπνο, κομψό, διεισδυτικό. Μια ιστορία για τους αφανείς κι αδύναμους που τελικά έχουν φωνή. "And I am whispering the words, knowing that words matter, and smiling as I say to them to the shadows of the gods of this place who linger in the air to watch me and hear me."
Σημειώσεις: Ακούστε εδώ τον συγγραφέα να διαβάζει ένα απόσπασμα του βιβλίου και να συζητά με τα μέλη της λέσχης ανάγνωσης της Guardian. Η πρώτη φωτογραφία είναι από την αφίσα του θεατρικού έργου με πρωταγωνίστρια, στο δεύτερο ανέβασμά του στο Μπρόντγουέι, την Fiona Shaw (ξέρετε, των "Ευτυχισμένων ημερών" και του Χάρρυ Πότερ). Το εικαστικό είναι το "Σπουδή μιας Πενθούσας Γυναίκας" του Michelangelo, σχέδιο που ανακαλύφθηκε μόλις το 2001.