Τρίτη 21 Απριλίου 2015

  







Γόνιμο βίωμα




Βραζιλιάνος κλασικός που εκδίδεται για πρώτη φορά στα ελληνικά, ο Graciliamo Ramos έζησε μια πολυτάραχη ζωή με στερήσεις και πολιτική, εμπειρίες τις οποίες αξιοποίησε με τον πιο μοντέρνο λογοτεχνικά τρόπο - το "Άγονες ζωές" [μτφρ. Γιώργος Ρούβαλης, κοινωνία των (δε)κάτων, 2012] είναι ένα θαυμάσιο δείγμα γραπτού νεορεαλισμού, ένα δυνατό ψυχογράφημα που εστιάζει στην ανάλυση της στατικότητας των ηρώων του και στα αίτιά της παρά στην πλοκή. 

Βρισκόμαστε στο σερτάο, την ενδοχώρα της Βραζιλίας που είναι σε παρατεταμένη ξηρασία τη στιγμή που μια οικογένεια ρακένδυτων κι αμόρφωτων κολίγων ψάχνει να βρει το επόμενο αγρόκτημα που θα τους προσφέρει δουλειά. Με στοιχειώδη επικοινωνία μεταξύ τους, γεμάτοι φόβους και δυσειδαιμονίες οι γονείς, τα δύο παιδιά και τα κατοικίδιά τους βαδίζουν επί μέρες κάτω από τον δυνατό ήλιο της ενδοχώρας. Τα τρόφιμα και το νερό θα τελειώσουν, ο παπαγάλος θα γίνει τροφή για τα παιδιά, λίγο πριν βρουν ένα εγκατελειμένο αγρόκτημα. Θα εγκατασταθούν εκεί νοικιάζοντάς το από τον γαιοκτήμονα με επαχθείς όρους. Θα συμμαζέψουν το χώμα που έχει εισχωρήσει παντού από τις θύελλες και θα προσπαθήσουν για ακόμη μία φορά να επιβιώσουν με το μόνο "εργαλείο" που διαθέτουν - το ένστικτό τους. Ο πατέρας Φαμπιάνο, ο καλύτερος γελαδάρης κάποτε, παλεύει τώρα με την άγονη γη και τον φόβο για οποιονδήποτε θεωρεί ανώτερό του - όλοι του φέρονται περιφρονητικά, μερικοί τον κλέβουν στις πληρωμές επειδή δεν ξέρει να υπολογίζει τους αριθμούς και θα πέσει θύμα ενός "ξύπνιου" αστυνομικού στην γειτονική πόλη, ο οποίος θα τον κλείσει άδικα στην φυλακή. Η κυρα-Βιτόρια, στο σπίτι, αναμετριέται καθημερινά με τις ανθρώπινες αντοχές και αυτοσχεδιάζει με διάφορους σπόρους και ήχους για να ταΐσει την οικογένεια και να ξεγελάσει τις απορίες των δύο παιδιών τους. Το πέμπτο μέλος της οικογένειας είναι η Φάλαινα, μια πανέξυπνη γερασμένη σκύλα που τους ακολουθεί στωικά. 

Xωρίς επίθετο οι γονείς, χωρίς όνομα τα παιδιά, χωρίς γλώσσα για να μπορούν να μιλήσουν μεταξύ τους, οι πρωταγωνιστές του Ράμος παραπέμπουν στο αρχέτυπο των ανθρώπων της εποχής που δεν διαθέτουν τίποτα παραπάνω από τα στοιχειώδη. Οι υπαρξιακές ανησυχίες και οι επιθυμίες τους, υπερβολικά απλές και χρηστικές όσο ένα κανονικό, άνετο κρεβάτι, σιγάζονται βίαια από την αμάθεια και την αθλιότητα που επιβάλλει η φτώχεια. Θα αντιμετωπίσουν έτσι καταρρακτώδεις βροχές και απειλητικές πλημμύρες. Όταν ο Φαμπιάνο και η κυρα-Βιτόρια συνειδητοποιήσουν ότι δεν υπάρχει πια κανένας λόγος για να παραμείνουν στο αγρόκτημα, η περιπλάνηση θα αρχίσει ξανά τον κύκλο της. Αυτή τη φορά χωρίς την Φάλαινα.



Πριν από λογοτέχνης ο Γκρασιλιάνο Ράμος υπήρξε πολιτικός. Δημοσίευσε αρκετά άρθρα στον Τύπο και ως δήμαρχος του χωριού όπου γεννήθηκε συνέταξε δύο εκθέσεις όπου διαπιστώνει κανείς το ιδιαίτερο ύφος της γραφής του - πιο προφορικό απ' ότι συνηθίζεται σε πολιτικά έγγραφα και πιο αυστηρό απ' ότι συναντούμε στην πεζογραφία. Είναι το ίδιο ύφος που συναντάμε και στο λογοτεχνικό έργο του. Στο εκτενές βιογραφικό του συγγραφέα που περιλαμβάνεται στο βιβλίο, εκτός των άλλων, αναφέρεται πως προσπαθούσε να χρησιμοποιεί σωστή ορθογραφία και γραμματική ψάχνοντας κάθε φορά την ενδεδειγμένη λέξη και σύνταξη. Γι' αυτό οι Άγονες Ζωές δεν έχουν κανέναν εξεζητημένο νεολογισμό, γλωσσική ακροβασία ή ευφάνταστη πολυλογία. Είναι, θα έλεγα, μία αποστεγνωμένη εκδοχή της γλώσσας του Σαραμάγκου με έναν πιο σκληρό κι απαισιόδοξο τόνο ο οποίος, σε αντίθεση με τα προηγούμενα έργα του Ράμος, εδώ υποχωρεί. Οι Άγονες Ζωές τελειώνουν με μια μικρή αχτίδα αισιοδοξίας - οι συνθήκες επιβίωσης της οικογένειας παραμένουν μεν πρωτόγονες, ο Φαμπιάνο και η κυρα-Βιτόρια όμως ακολουθούν την προοπτική μιας καλύτερης ζωής για τα παιδιά τους.   

"Είχε ξεχάσει το ντουφέκι, τον σάκο, τα χαλίκια που έμπαιναν στα σανδάλια, την αποφορά από ψοφίμι που γέμιζε τον δρόμο. Τα λόγια της κυρα-Βιτόριας τον ενθουσίαζαν. Θα περπατούσαν ολόισια, θα έφταναν σε μιαν άγνωστη χώρα. Ο Φαμπιάνο ήταν ευχαριστημένος και πίστευε σ' αυτή τη γη, γιατί δεν ήξερε πώς ήταν ούτε που βρισκόταν. Επαναλάμβανε  πιστά τις λέξεις της κυρα-Βιτόριας, τα λόγια που η κυρα-Βιτόρια μουρμούριζε γιατί είχε εμπιστοσύνη σ' αυτόν. Και περπατούσαν προς τον νότο, τυλιγμένοι σε εκείνο το όνειρο. Μια μεγάλη πόλη, γεμάτη δυνατούς ανθρώπους. Τα παιδιά στα σχολεία τους, να μαθαίνουν δύσκολα κι απαραίτητα πράγματα. Κι εκείνοι οι δυο, γεροντάκια, να γέρναγαν σαν τα σκυλιά, άχρηστα, να γερνάνε σαν την Φάλαινα. Τι να έκαναν; Είχαν χάσει της ζωής τους τα χρόνια, πάντα μέσα στον φόβο. Θα έφταναν σε μιαν άγνωστη και πολιτισμένη γη κι εκεί θα έμεναν φυλακισμένοι. Και το σερτάο θα συνέχιζε να στέλνει ανθρώπους εκεί πέρα. Το σερτάο θα έστελνε στην πόλη γερούς άντρες χοντροκομμένους σαν τον Φαμπιάνο, την κυρα-Βιτόρια και τα δυο παιδιά."

Οι Άγονες ζωές είναι μια ηθογραφία από εκείνες που θα ήθελε να είχε γράψει ο Βιτόριο ντε Σίκα - οι λέξεις αποκαλύπτουν τον φαύλο κύκλο της εξάρτησης από τους γαιοκτήμονες, της ένδειας, της αμάθειας και της θλίψης με την απροκάλυπτη ευθύτητα μιας κάμερας. Οι φωτογραφίες που παρεμβάλλονται μεταξύ των κεφαλαίων, στην παρούσα έκδοση, δίνουν ένα μικρό δείγμα της αίσθησης που δημιουργεί ο λόγος του Γκρασιλιάνο Ράμος. Μια σημαντική κατάθεση στον ορισμό  της λογοτεχνίας, της μόρφωσης, του ανθρώπου.



Σημείωση: Το βιβλίο, που διδάσκεται στα σχολεία της Βραζιλίας, εκδόθηκε το 1938 και το 1963 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο με αρκετή επιτυχία. Την ίδια χρονιά ήταν η εναρκτήρια ταινία σε πρόγραμμα που διοργάνωσε ο New Yorker για την προώθηση του Cinema Novo. // Το ζωγραφικό έργο είναι του γλύπτη Χρήστου Καπράλου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: