Παρασκευή 9 Ιουνίου 2017









Un'ombra di






Mε ένα ιδιότυπο, και μύχιο, μυθιστόρημα μας συστήνεται ως πεζογράφος, o ποιητής και μεταφραστής Χάρης Βλαβιανός. "Το Αίμα νερό" (Πατάκης, 2016 – 4η έκδοση)  αποτελείται από 45 μικρά, ή πολύ μικρά, κεφάλαια – "πράξεις" αναγράφονται στον υπότιτλο του βιβλίου και ο συγγραφέας τα προσδιορίζει ως μικρά μονόπρακτα ενός έργου που αφορά στην δική του ζωή.

Και τι ζωή!  Με τέχνη, καλλιτέχνες, ντόλτσε βίτα και ταξίδια. Στην Ιταλία όπου γεννήθηκε, πηγαίνει σε ένα από τα καλύτερα σχολεία της Ρώμης και μένει στην ίδια πολυκατοικία με την διάσημη Βίρνα Λίζι. Γνωρίζει, μεταξύ άλλων, έναν πρωταγωνιστή της Τσινετιτά ο οποίος του αφήνει το σπαθί που είχε χρησιμοποιήσει για κάποιον ρόλο του. Στην Ελλάδα, ντύνεται με ρούχα διαφορετικά από τα άλλα παιδιά και πηγαίνει στην Σχολή Αναβρύτων ενώ πηγαινοέρχεται με την παλιά πράσινη Τζάγκουαρ που οδηγεί η μητέρα του – "τα ωραιότερα πόδια που περπάτησαν ποτέ στο γρασίδι των Αναβρύτων" σύμφωνα με τους συμμαθητές του. Τα καλοκαίρια δε, διακοπές στις Σπέτσες όπου είχε σπίτι η μητέρα, στην Ύδρα και στην Μύκονο  με τον πατέρα τον οποίο συναντά και στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας. Αργότερα, θα πάει στο Μπρίστολ και την Οξφόρδη για σπουδές ενώ τα ταξίδια θα συνεχιστούν.

Πίσω, όμως, από τα φαινόμενα, η πραγματικότητα είναι εκ διαμέτρου διαφορετική. Οι γονείς χωρίζουν με βίαιο τρόπο και ο πατέρας δημιουργεί καινούργια οικογένεια στην άλλη πλευρά της υδρογείου, στην Βραζιλία. Όταν επισκέπτεται την Ελλάδα, τις λίγες μέρες ή και ώρες που περνά με τον γιο του είναι ουσιαστικά απών – αφήνει το παιδί, επιδεικτικά, μόνο του είτε για να μελετήσει (ο πατέρας) σκάκι είτε για να δει τηλεόραση ή να βγει με τους φίλους του. Εκείνο που ωστόσο κάνει καλά είναι να εξαργυρώνει την μη-παρουσία του με οικονομικές παροχές. Όπως τα δίδακτρα, για παράδειγμα. Μόνο που το σχολείο του συγγραφέα είναι ταυτόχρονα και σπίτι του καθώς ζει εσώκλειστος και βλέπει την μητέρα του μόνο τα σαββατοκύριακα. Ευεργετικό αυτό, σε βάθος χρόνου, καθώς η μητέρα του, από την άλλη, άγεται και φέρεται στην κυριολεξία από την επιθυμία της για μια πλούσια ζωή και την ανικανότητά της να διαχειριστεί αυτά που ήδη έχει – εναλλάσσει τόπους διαμονής σύμφωνα με τις επιταγές της μόδας, ερωτεύεται ή ερωτοτροπεί με τα πιο λάθος άτομα, παντρεύεται τέσσερις φορές –αν δεν κάνω λάθος– και εγκαταλείπει εκείνους που θα μπορούσαν να της προσφέρουν συναισθηματική ισορροπία. Είναι μονίμως βουτηγμένη στα χρέη, πουλά αντικείμενα αξίας για ελάχιστα και χάνει σε τοκογλύφους τρία διαμερίσματα. Αργότερα βρίσκεται, από αμέλεια, να εκτύει πολύμηνη ποινή στις γαλλικές φυλακές. Και χρησιμοποιεί τα δύο παιδιά της σαν κυματοθραύστες. Το κορίτσι θα καταφύγει στα ναρκωτικά. Το αγόρι –το μέσο για να αποκομίζει όλο και περισσότερα μετρητά από τον πρώην σύζυγο– θα αντέξει το ψυχικό τραύμα και την μελαγχολία και θα ισορροπήσει τελικά σε μια αυτόνομη, υγιή ζωή. 





Εκτός από τα πολλά ευζωικά συμπεράσματα και τις ψυχαναλυτικές προεκτάσεις που προκύπτουν από τα διηγήματα του βιβλίου, η πρώτη πεζογραφική απόπειρα του Χάρη Βλαβιανού είναι ένα κείμενο έντονης λογοτεχνικής θερμοκρασίας. Αφενός γιατί κινείται μεταξύ ποίησης και θεατρικού λόγου – η γραφή του διατηρεί την πυκνή συναρμογή της ποίησης ενώ όπως και στους θεατρικούς μονολόγους, ο συγγραφέας αρθρώνει τις εσωτερικές σκέψεις του με τόσο απόλυτη αμεσότητα που είναι αδύνατον να μην παρασυρθείς.

Κι αφετέρου,  η αφήγηση μοιάζει να καταλύει τα όρια μεταξύ λογοτεχνίας και ζωής – ο Βλαβιανός έχει δηλώσει πως το βιβλίο ετούτο είναι το προσωπικό του βίωμα. Όπως σε κάθε αυτοβιογραφία, αυτά που αφηγείται έχουν γίνει στους συγκεκριμένους χώρους με τα συγκεκριμένα άτομα. Ωστόσο, δεν πρόκειται για μια απλή εξιστόρηση. Χωρίς καν την μυθιστορηματική συνθήκη ενός alter ego, ο Βλαβιανός ως αφηγητής –δεικτικός, ευθύς και αποκαλυπτικός, με υποδόρια ευαισθησία και κατανόηση– απευθύνεται με δεύτερο ενικό στους δύο σημαντικότερους πρωταγωνιστές της ζωής του: τον πατέρα του και τον νεαρό εαυτό του. Θα μπορούσα να σκεφτώ πολλούς λόγους για τους οποίους έρχεται ενώπιος ενωπίω με τους ψυχοβόρους σκελετούς του, η αναζήτηση κάποιου είδους εκδίκησης ή συγχώρεσης, όμως, δεν είναι ανάμεσά τους.

"I am not interested in myself per se. I'm interested in myself as theme carrier, as host" λέει ο David Shields και ως ξενιστής, ο Χάρης Βλαβιανός μεταδίδει στον αναγνώστη την σκιά εκείνης της λαμπερής ντόλτσε βίτα – τις τραγικές οικογενειακές σχέσεις και τον τρόπο που οι πράξεις των γονιών –η δική μου ερμηνεία της λέξης– διαμορφώνουν την συναισθηματική νοημοσύνη των παιδιών. Και το κάνει δίχως να υποκύπτει  σε ευφρόσυνους λυρισμούς ή μελοδραματισμό – υπάρχει πάντοτε μια αιχμηρή ή και φλεγματική διαπίστωση στο τέλος του κάθε διηγήματος που διατηρεί τις αποστάσεις από τον εύκολο συναισθηματισμό, κάτι που εντείνει αντί να αφαιρεί την θεατρικότητα του λόγου του.

Η πρώιμη ενηλικίωση, το βάρος της σιωπής και το τραύμα της συναισθηματικής απομόνωσης υπήρξαν το πρωτογενές υλικό στην ποίηση και τώρα στην μυθιστορηματική (κυριολεκτικά και μεταφορικά) ζωή του Χάρη Βλαβιανού. "Το αίμα νερό", ωστόσο, μοιάζει να βάζει μια άνω τελεία στην επίμονη ανάκληση της συγκεκριμένης μνήμης και την επίπονη αναμέτρηση με το παρελθόν. Όχι δίχως στοχασμό, και με εύκολη απαλοιφή των όσων συνέβησαν. Αλλά με την επίγνωση, που έχει ένας ώριμος πλέον δημιουργός, των εμποδίων που χρειάστηκε να υπερβεί για να συμφιλιωθεί με την εικόνα όλων.  Την εικόνα των τραυμάτων, των γονιών και του έγκριτου εαυτού.
 

Περισσότερο μύχιο, εντέλει, από ιδιότυπο, το “Αίμα νερό” είναι από εκείνα τα βιβλία που θα τα φυλάξεις.










Σημείωση: Το εικαστικό είναι η μινιμαλιστική "Νεκρή Φύση με Σπαράγγια" (1697) του Ολλανδού Adriaen Coorte.

Κυριακή 4 Ιουνίου 2017









Α different story?







Η σημερινή ανάρτηση  προέκυψε όταν, πριν λίγες ημέρες, βγήκα στη λαϊκή και παραλίγο να σκοντάψω – μία νεαρή τσιγγάνα είχε "παρκάρει" τον μικρό της πάγκο με τα σκόρδα κάθετα στον δρόμο, και μπροστά από έναν άλλο κανονικό πάγκο, αφήνοντας έτσι ελάχιστο χώρο για να περάσουν οι πεζοί. Ήμουν έτοιμη να πω κάτι ανάλογο της περίστασης  αλλά το πρόσωπό της με σταμάτησε. Θα το έλεγα ανέκφραστο εάν δεν έβλεπα στα μάτια της  το συναίσθημα εκείνο που σε κάνει να μαζεύεις τους ώμους φοβισμένα και να μην ξέρεις που να σταθείς. Η κοπέλα, που πρέπει να ήταν γύρω στα 15, προσπάθησε με φανερή αμηχανία, έως συστολή, να μετακινήσει τον τροχήλατο πάγκο της για να μην με εμποδίζει αλλά την πρόλαβα: προσποιήθηκα ότι με δυσκόλευαν οι σακούλες που κρατούσα και της έδειξα με τρόπο πως μπορούσε να βάλει τον πάγκο της ώστε να μην εμποδίζει κανέναν. Μετά απομακρύνθηκα σκεπτόμενη την Ελπίδα. 

Η μικρή πρωταγωνίστρια του "Ο κόσμος βαριέται να διαβάζει θλιβερές ιστορίες" (Κέδρος, 2014) είναι ένα πιτσιρίκι που ζει σε έναν καταυλισμό των Ρομά στα Τρίκαλα –για την ακρίβεια, στα περίχωρα της πόλης– κάπου στην δεκαετία του '80 και με όλη την αφέλεια και την φούρια των παιδικών της χρόνων εξιστορεί την ζωή εκεί – τους γάμους, τα πανηγύρια, την  καθημερινή γύρα για λεφτά και ψωμί, την επικοινωνία και την συμβίωση με τους μπαλαμό –όπως λέγονται στην γλώσσα των Ρομά οι λευκοί– καθώς και την ένθερμη προσπάθεια των τσιγγάνων να μορφωθούν όταν το κράτος  ιδρύει στον καταυλισμό  ένα σχολείο για τα μικρά παιδιά.  Παρόλη την αισιοδοξία, τίποτα  δεν είναι τόσο εύκολο για την Ελπίδα όσο το παρουσιάζει γιατί, όπως όλα τα παιδιά, έχει την ενστικτώδη οξύνεια να αντιλαμβάνεται την διαφορετικότητα της φυλής της και όσα αυτό επιφέρει, δηλαδή ρατσισμό και περιθωριοποίηση. Δεν μπορεί όμως να το εξηγήσει με την λογική της ηλικίας της, ούτε και να το δεχτεί. Γι' αυτό βρίσκει καταφύγιο στις διάφορες ιστορίες που σκαρφίζεται για να ανατρέψει τις δυσάρεστες καταστάσεις που βιώνει - η δύναμη της παιδικής φαντασίας είναι αρκετά δυνατή σ' αυτό.

Το μυθιστόρημα ετούτο πρωτοεκδόθηκε το 1986 και, όπως και τότε, αποτελείται από δύο μέρη. Το πρώτο είναι οι ιστορίες της Ελπίδας - ένας μονόλογος  που ζωντανεύει τις σκέψεις, τις συμπεριφορές και τα όνειρα  της μικρής και της οικογένειάς της. Το δεύτερο, ένα χρονικό της συγγραφής του βιβλίου – η
Μαρούλα Κλιάφα καταθέτει ένα δημοσιογραφικό ρεπορτάζ με φωτογραφίες και σχόλια για την αφορμή  να ασχοληθεί με τους Ρομά,  την διαδικασία συλλογής του υλικού της καθώς επίσης και τα διάφορα κείμενα και άρθρα στα οποία βασίστηκε για να γράψει το συγκεκριμένο βιβλίο.  Η συγγραφέας χρησιμοποιεί μια ιδιωματική γλώσσα χωρίς να  αλλοιώνει τον απλό αφηγηματικό ιστό του βιβλίου –το οποίο σημειωτέον απευθύνεται τόσο σε αναγνώστες νεαρής ηλικίας όσο και σε ενήλικες– και αναπαριστά με ρεαλιστική πιστότητα το κλειστό περιβάλλον του καταυλισμού καθώς και την αφοπλιστική αφέλεια και τις προσδοκίες του μικρού κοριτσιού. 

Καταφέρνει, επίσης, δύο ακόμη πολύ σημαντικά πράγματα – να υπερασπιστεί, δίχως συναισθηματισμούς κι εξιδανικεύσεις, το δικαίωμα των Ρομά στην μόρφωση και την εργασία.  Και να καταστήσει προφανή τις δυσκολίες ένταξης των τσιγγάνων και τους αναποτελεσματικούς χειρισμούς με τους οποίους αντιμετωπίζουμε το ζήτημά τους. Ενδεικτικές είναι οι επίσημες πληροφορίες για τους καταυλισμούς των Ρομά στην Ελλάδα που δίνονται στο παράρτημα των τελευταίων σελίδων που έχει προστεθεί στην τωρινή επανέκδοση του βιβλίου, και οι οποίες βασίζονται σε στοιχεία μελετών κι ερευνών που δημοσιεύτηκαν στο Τύπο (Καθημερινή, φύλλο της 23.10.2013).

Με τις γενικές συνθήκες διαβίωσης να φθίνουν και τις διάφορες μειονότητες (με ή χωρίς εισαγωγικά) να υφίστανται επανηλειμμένα προκατελειμένες έως βίαιες συμπεριφορές, η θλιβερή ιστορία της Μαρούλας Κλιάφα  εγείρει εύλογα ερωτήματα για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την επιβίωση σήμερα.  Μια λογοτεχνία που αφυπνίζει. 





Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στον έγκυρο περιοδικό για το βιβλίο και τις Τέχνες  Ο αναγνώστης στις 8 Μαΐου 2017.


  


Σημείωση: Η φωτογραφία ανήκει στον Josef Koudelka, τον διάσημο Τσεχοσλοβάκο φωτογράφο ο οποίος από το 1962 έως το 1971 μελέτησε με τον φακό του τους Τσιγγάνους στη τότε Τσεχοσλοβακία, την Ρουμανία, την Ουγγαρία, την Γαλλία και την Ισπανία.