Un'ombra di
Mε ένα ιδιότυπο, και μύχιο, μυθιστόρημα μας συστήνεται ως πεζογράφος, o ποιητής και μεταφραστής Χάρης Βλαβιανός. "Το Αίμα νερό" (Πατάκης, 2016 – 4η έκδοση) αποτελείται από 45 μικρά, ή πολύ μικρά, κεφάλαια – "πράξεις" αναγράφονται στον υπότιτλο του βιβλίου και ο συγγραφέας τα προσδιορίζει ως μικρά μονόπρακτα ενός έργου που αφορά στην δική του ζωή.
Και τι ζωή! Με τέχνη, καλλιτέχνες, ντόλτσε βίτα και ταξίδια. Στην Ιταλία όπου γεννήθηκε, πηγαίνει σε ένα από τα καλύτερα σχολεία της Ρώμης και μένει στην ίδια πολυκατοικία με την διάσημη Βίρνα Λίζι. Γνωρίζει, μεταξύ άλλων, έναν πρωταγωνιστή της Τσινετιτά ο οποίος του αφήνει το σπαθί που είχε χρησιμοποιήσει για κάποιον ρόλο του. Στην Ελλάδα, ντύνεται με ρούχα διαφορετικά από τα άλλα παιδιά και πηγαίνει στην Σχολή Αναβρύτων ενώ πηγαινοέρχεται με την παλιά πράσινη Τζάγκουαρ που οδηγεί η μητέρα του – "τα ωραιότερα πόδια που περπάτησαν ποτέ στο γρασίδι των Αναβρύτων" σύμφωνα με τους συμμαθητές του. Τα καλοκαίρια δε, διακοπές στις Σπέτσες όπου είχε σπίτι η μητέρα, στην Ύδρα και στην Μύκονο με τον πατέρα τον οποίο συναντά και στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας. Αργότερα, θα πάει στο Μπρίστολ και την Οξφόρδη για σπουδές ενώ τα ταξίδια θα συνεχιστούν.
Πίσω, όμως, από τα φαινόμενα, η πραγματικότητα είναι εκ διαμέτρου διαφορετική. Οι γονείς χωρίζουν με βίαιο τρόπο και ο πατέρας δημιουργεί καινούργια οικογένεια στην άλλη πλευρά της υδρογείου, στην Βραζιλία. Όταν επισκέπτεται την Ελλάδα, τις λίγες μέρες ή και ώρες που περνά με τον γιο του είναι ουσιαστικά απών – αφήνει το παιδί, επιδεικτικά, μόνο του είτε για να μελετήσει (ο πατέρας) σκάκι είτε για να δει τηλεόραση ή να βγει με τους φίλους του. Εκείνο που ωστόσο κάνει καλά είναι να εξαργυρώνει την μη-παρουσία του με οικονομικές παροχές. Όπως τα δίδακτρα, για παράδειγμα. Μόνο που το σχολείο του συγγραφέα είναι ταυτόχρονα και σπίτι του καθώς ζει εσώκλειστος και βλέπει την μητέρα του μόνο τα σαββατοκύριακα. Ευεργετικό αυτό, σε βάθος χρόνου, καθώς η μητέρα του, από την άλλη, άγεται και φέρεται στην κυριολεξία από την επιθυμία της για μια πλούσια ζωή και την ανικανότητά της να διαχειριστεί αυτά που ήδη έχει – εναλλάσσει τόπους διαμονής σύμφωνα με τις επιταγές της μόδας, ερωτεύεται ή ερωτοτροπεί με τα πιο λάθος άτομα, παντρεύεται τέσσερις φορές –αν δεν κάνω λάθος– και εγκαταλείπει εκείνους που θα μπορούσαν να της προσφέρουν συναισθηματική ισορροπία. Είναι μονίμως βουτηγμένη στα χρέη, πουλά αντικείμενα αξίας για ελάχιστα και χάνει σε τοκογλύφους τρία διαμερίσματα. Αργότερα βρίσκεται, από αμέλεια, να εκτύει πολύμηνη ποινή στις γαλλικές φυλακές. Και χρησιμοποιεί τα δύο παιδιά της σαν κυματοθραύστες. Το κορίτσι θα καταφύγει στα ναρκωτικά. Το αγόρι –το μέσο για να αποκομίζει όλο και περισσότερα μετρητά από τον πρώην σύζυγο– θα αντέξει το ψυχικό τραύμα και την μελαγχολία και θα ισορροπήσει τελικά σε μια αυτόνομη, υγιή ζωή.
Εκτός από τα πολλά ευζωικά συμπεράσματα και τις ψυχαναλυτικές προεκτάσεις που προκύπτουν από τα διηγήματα του βιβλίου, η πρώτη πεζογραφική απόπειρα του Χάρη Βλαβιανού είναι ένα κείμενο έντονης λογοτεχνικής θερμοκρασίας. Αφενός γιατί κινείται μεταξύ ποίησης και θεατρικού λόγου – η γραφή του διατηρεί την πυκνή συναρμογή της ποίησης ενώ όπως και στους θεατρικούς μονολόγους, ο συγγραφέας αρθρώνει τις εσωτερικές σκέψεις του με τόσο απόλυτη αμεσότητα που είναι αδύνατον να μην παρασυρθείς.
Κι αφετέρου, η αφήγηση μοιάζει να καταλύει τα όρια μεταξύ λογοτεχνίας και ζωής – ο Βλαβιανός έχει δηλώσει πως το βιβλίο ετούτο είναι το προσωπικό του βίωμα. Όπως σε κάθε αυτοβιογραφία, αυτά που αφηγείται έχουν γίνει στους συγκεκριμένους χώρους με τα συγκεκριμένα άτομα. Ωστόσο, δεν πρόκειται για μια απλή εξιστόρηση. Χωρίς καν την μυθιστορηματική συνθήκη ενός alter ego, ο Βλαβιανός ως αφηγητής –δεικτικός, ευθύς και αποκαλυπτικός, με υποδόρια ευαισθησία και κατανόηση– απευθύνεται με δεύτερο ενικό στους δύο σημαντικότερους πρωταγωνιστές της ζωής του: τον πατέρα του και τον νεαρό εαυτό του. Θα μπορούσα να σκεφτώ πολλούς λόγους για τους οποίους έρχεται ενώπιος ενωπίω με τους ψυχοβόρους σκελετούς του, η αναζήτηση κάποιου είδους εκδίκησης ή συγχώρεσης, όμως, δεν είναι ανάμεσά τους.
"I am not interested in myself per se. I'm interested in myself as theme carrier, as host" λέει ο David Shields και ως ξενιστής, ο Χάρης Βλαβιανός μεταδίδει στον αναγνώστη την σκιά εκείνης της λαμπερής ντόλτσε βίτα – τις τραγικές οικογενειακές σχέσεις και τον τρόπο που οι πράξεις των γονιών –η δική μου ερμηνεία της λέξης– διαμορφώνουν την συναισθηματική νοημοσύνη των παιδιών. Και το κάνει δίχως να υποκύπτει σε ευφρόσυνους λυρισμούς ή μελοδραματισμό – υπάρχει πάντοτε μια αιχμηρή ή και φλεγματική διαπίστωση στο τέλος του κάθε διηγήματος που διατηρεί τις αποστάσεις από τον εύκολο συναισθηματισμό, κάτι που εντείνει αντί να αφαιρεί την θεατρικότητα του λόγου του.
Η πρώιμη ενηλικίωση, το βάρος της σιωπής και το τραύμα της συναισθηματικής απομόνωσης υπήρξαν το πρωτογενές υλικό στην ποίηση και τώρα στην μυθιστορηματική (κυριολεκτικά και μεταφορικά) ζωή του Χάρη Βλαβιανού. "Το αίμα νερό", ωστόσο, μοιάζει να βάζει μια άνω τελεία στην επίμονη ανάκληση της συγκεκριμένης μνήμης και την επίπονη αναμέτρηση με το παρελθόν. Όχι δίχως στοχασμό, και με εύκολη απαλοιφή των όσων συνέβησαν. Αλλά με την επίγνωση, που έχει ένας ώριμος πλέον δημιουργός, των εμποδίων που χρειάστηκε να υπερβεί για να συμφιλιωθεί με την εικόνα όλων. Την εικόνα των τραυμάτων, των γονιών και του έγκριτου εαυτού.
Κι αφετέρου, η αφήγηση μοιάζει να καταλύει τα όρια μεταξύ λογοτεχνίας και ζωής – ο Βλαβιανός έχει δηλώσει πως το βιβλίο ετούτο είναι το προσωπικό του βίωμα. Όπως σε κάθε αυτοβιογραφία, αυτά που αφηγείται έχουν γίνει στους συγκεκριμένους χώρους με τα συγκεκριμένα άτομα. Ωστόσο, δεν πρόκειται για μια απλή εξιστόρηση. Χωρίς καν την μυθιστορηματική συνθήκη ενός alter ego, ο Βλαβιανός ως αφηγητής –δεικτικός, ευθύς και αποκαλυπτικός, με υποδόρια ευαισθησία και κατανόηση– απευθύνεται με δεύτερο ενικό στους δύο σημαντικότερους πρωταγωνιστές της ζωής του: τον πατέρα του και τον νεαρό εαυτό του. Θα μπορούσα να σκεφτώ πολλούς λόγους για τους οποίους έρχεται ενώπιος ενωπίω με τους ψυχοβόρους σκελετούς του, η αναζήτηση κάποιου είδους εκδίκησης ή συγχώρεσης, όμως, δεν είναι ανάμεσά τους.
"I am not interested in myself per se. I'm interested in myself as theme carrier, as host" λέει ο David Shields και ως ξενιστής, ο Χάρης Βλαβιανός μεταδίδει στον αναγνώστη την σκιά εκείνης της λαμπερής ντόλτσε βίτα – τις τραγικές οικογενειακές σχέσεις και τον τρόπο που οι πράξεις των γονιών –η δική μου ερμηνεία της λέξης– διαμορφώνουν την συναισθηματική νοημοσύνη των παιδιών. Και το κάνει δίχως να υποκύπτει σε ευφρόσυνους λυρισμούς ή μελοδραματισμό – υπάρχει πάντοτε μια αιχμηρή ή και φλεγματική διαπίστωση στο τέλος του κάθε διηγήματος που διατηρεί τις αποστάσεις από τον εύκολο συναισθηματισμό, κάτι που εντείνει αντί να αφαιρεί την θεατρικότητα του λόγου του.
Η πρώιμη ενηλικίωση, το βάρος της σιωπής και το τραύμα της συναισθηματικής απομόνωσης υπήρξαν το πρωτογενές υλικό στην ποίηση και τώρα στην μυθιστορηματική (κυριολεκτικά και μεταφορικά) ζωή του Χάρη Βλαβιανού. "Το αίμα νερό", ωστόσο, μοιάζει να βάζει μια άνω τελεία στην επίμονη ανάκληση της συγκεκριμένης μνήμης και την επίπονη αναμέτρηση με το παρελθόν. Όχι δίχως στοχασμό, και με εύκολη απαλοιφή των όσων συνέβησαν. Αλλά με την επίγνωση, που έχει ένας ώριμος πλέον δημιουργός, των εμποδίων που χρειάστηκε να υπερβεί για να συμφιλιωθεί με την εικόνα όλων. Την εικόνα των τραυμάτων, των γονιών και του έγκριτου εαυτού.
Περισσότερο
μύχιο, εντέλει, από ιδιότυπο, το “Αίμα νερό” είναι από εκείνα τα βιβλία που θα τα φυλάξεις.
Σημείωση: Το εικαστικό είναι η μινιμαλιστική "Νεκρή Φύση με Σπαράγγια" (1697) του Ολλανδού Adriaen Coorte.