Ο απαραίτητος κλασικός αυτού του καλοκαιριού ήταν ένας "παραγνωρισμένος" συγγραφέας κι αυτό διότι είναι ήδη στο πάνθεον των κλασικών για ένα φιλοσοφικό παραμύθι. Το έργο, ωστόσο, του Antoine de Saint-Exupéry αν και φαινομενικά σχεδόν μονοθεματικό, είναι πολυπεπίπεδο και ιδιαίτερα αξιόλογο ενώ υπήρξε αρκετά δημοφιλές στην εποχή του. Το "Γη των ανθρώπων" (μτφρ. Δημήτρης Ζορμπαλάς – Ψυχογιός, 2015 είναι μία, καταρχάς, αυτοβιογραφική περιπέτεια. Ουσιαστικά όμως πρόκειται για ένα στοχαστικό μυθιστόρημα που διακρίνεται για την συναισθηματική οξυδέρκεια με την οποία ο γάλλος συγγραφέας συνηθίζει να ερευνά την ανθρώπινη συνθήκη.
Το βιβλίο ξεκινά με μία αφιέρωση στον Ανρί Γκιγιωμέ, πρωτοπόρο πιλότο και συνάδελφο του Σαιντ-Εξυπερί στην εταιρία αερο-ταχυδρομείου που εργάστηκε ως πιλότος ο συγγραφέας. Η ιστορία του αποτελεί ένα εκτενές μέρος της αφήγησης καθώς ο Σαιντ-Εξυπερί περιγράφει με συγκρατημένο θαυμασμό την προσπάθεια επιβίωσης του Γκιγιωμέ όταν, κατά την διάρκεια αναγνωριστικής πτήσης προς την Αργεντινή, το αεροπλάνο του έπεσε στις χιονισμένες Άλπεις. Ο Γκιγιωμέ διέσχισε περπατώντας τρία περάσματα των Άνδεων σε μία εβδομάδα ώσπου τον βρήκε, από τύχη, ένας 14χρονος Αργεντίνος.
Πριν από αυτόν, ωστόσο, ο συγγραφέας αφηγείται την ιστορία του Ζαν Μερμόζ που φαντάζει ήρωας, όπως και ο Γκιγιωμέ, στα μάτια του. Όχι άδικα – το εναέριο ταχυδρομείο αναπτύχθηκε μετά την λήξη του Α΄ΠΠ και τα μέσα που διέθετε ήταν πρωτόγονα κι αναξιόπιστα, δεν παρείχαν καμμία ασφάλεια. Έτσι, οι υπηρεσίες και η επέκτασή του οφειλόνταν κυρίως στην γενναιότητα των πρώτων πιλότων της Aéropostale (πρόδρομος της Air France), μεταξύ των οποίων και οι τρεις πιο πάνω. Ο Μερμόζ διάνοιξε πρώτος τις αεροπορικές διαδρομές στις Άνδεις και διέσχισε, επίσης πρώτος, τον Νότιο Ατλαντικό μεταφέροντας το ταχυδρομείο πρώτα στο Σαντιάγκο (Χιλή) και μετά στο Νατάλ (Βραζιλία) ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για την αερο-ταχυδρομική σύνδεση Γαλλίας, Αφρικής και Νοτίου Αμερικής.
Το βιβλίο γράφτηκε το 1939. Ταυτόχρονα μεταφράστηκε στα αγγλικά και κυκλοφόρησε στην Αμερική. Έτσι την ίδια χρονιά αποσπά το Μεγάλο Βραβείο Μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας και το National Book Award – είναι η εποχή που ακόμη επιτρέπονταν σε μη-αμερικανούς συγγραφείς να συμμετέχουν ως υποψήφιοι. Ο Σαιντ-Χ, όπως τον αποκαλούν οι φίλοι του, θα παραλάβει το βραβείο του λίγο αργότερα και θα χρησιμοποιήσει την δημοτικότητά του για να πείσει την κυβέρνηση των ΗΠΑ να μπει στον πόλεμο εναντίον των Ναζί – στους είκοσι οκτώ μήνες που θα μείνει στην Αμερική, δίχως αεροπλάνα και πτήσεις, δίνει διαλέξεις και συνεντεύξεις κατά των Ναζί και υπέρ της ειρήνης στην χώρα του. Παράλληλα συγγράφει τα τρία επόμενα βιβλία του.
Ο ίδιος ομολογεί ότι συχνά ξαναγράφει μία πρόταση 25 ή 30 φορές. Και εξηγεί: "Γιατί θα πρέπει να υποτιμήσω τον εαυτό μου και την δουλειά μου - που είναι τελικά το ίδιο πράγμα; Πιστεύω πως ένας ξυλουργός πρέπει να λειαίνει την σανίδα του σαν να ήταν αυτό απαραίτητο για την περιστροφή της γης. Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο για την γραφή." Έτσι, η πρόζα του Σαιντ-Εξυπερί είναι ακριβής και καλαίσθητη ενώ διακρίνεται για τον λιτό λυρισμό της και τον πλούτο εικόνων και συμβολισμών με τα οποία ο συγγραφέας εκθειάζει τον ηρωισμό και την ευγένεια τόσο των απλών ανθρώπων που συναντά όσο και των συναδέλφων του. Κάποιες φορές εμφανίζεται ένας ελαφρώς μεμψίμοιρος, καταγγελτικός ίσως, τόνος όταν υπερασπίζεται τους συναδέλφους του ενάντια σε ανακρίβειες ωστόσο η αυθόρμητη, όπως διαφαίνεται, ειλικρίνειά του δημιουργεί μία αίσθηση οικειότητας με τον αναγνώστη. Είναι δε αξιοσημείωτος ο τρόπος που ο συγγραφέας δεν παραμένει στην περιγραφή εικόνων αλλά τις μετουσιώνει σε ιδέες που ωριμάζουν, καθώς ξετυλίγεται η αφήγηση, σε μία εκλεκτική και θετική φιλοσοφία ζωής.
Αυταπόδεικτη ως αξία η περιπέτεια, ωστόσο, το "Γη των Ανθρώπων" δεν είναι ένα ακόμη περιπετειώδες μυθιστόρημα με διάφορες κοινωνιολογικές αναφορές. Αν και αυτοβιογραφικό, το βιβλίο ετούτο αποτελεί μαρτυρία πολλαπλών αποχρώσεων καθώς ο συγγραφέας αναστοχάζεται τις περιεπέτειές του σε αντίστοιξη με τον Ισπανικό εμφύλιο, το "ανενεργό" ανθρώπινο τοπίο της Τουλούζης, την ζωή των Μαυριτανών, τις οάσεις, το σκοτάδι της νύχτας, τα στοιχεία της φύσης και την έρημο. Είναι ένα μάθημα Γεωγραφίας καθώς ο συγγραφέας καταγράφει το πώς οι πιλότοι εξερευνούν χώρες της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής ώστε να διανοίξουν αεροπορικές διαδρομές για το γαλλικό εναέριο ταχυδρομείο. Με αυτό το σκεπτικό είναι παράλληλα το χρονικό της δημιουργίας της σημερινής Air France. Αποτελεί, επίσης, μία σημαντική καταγραφή της εθιμικής ζωής Μαυριτανών και Αράβων –η κοινωνική διαστρωμάτωση, οι πολεμικές διενέξεις μεταξύ εθνοτήτων, η αντιμετώπιση των ξένων– από κάποιον που ήξερε να συνομιλεί μαζί τους: ανάμεσα στα καθήκοντά του Σαιντ-Εξυπερί ως διοικητή του σταθμού ανεφοδιασμού στο Μαρόκο ήταν να διαπραγματεύεται την ασφαλή απελευθέρωση των πιλότων που έπεφταν στην έρημο και τους οποίους οι σαχάριες φυλές αιχμαλώτιζαν.
Δεν είναι επίσης ένα μυθιστόρημα ειδικού ενδιαφέροντος – μόνο για πιλότους ή λάτρεις της αεροπλοΐας. Παραμένει ένα σημαντικό πεζογράφημα για την φιλία, το καθήκον, την συναδελφική αλληλεγγύη και την υπέρβαση των ορίων – του χώρου και, ιδίως αυτό, του εαυτού. Κάθε πτήση τότε ήταν μία επικίνδυνη δοκιμασία, πολλές φορές θανάσιμη και ο συγγραφέας, στην διάρκεια της πτητικής του καριέρας, είχε υποστεί πολλές δυνητικά θανάσιμες πτώσεις. Μία από αυτές θα σταθεί αιτία να αναστοχαστεί την ανάγκη του για μοναχικότητα και με απόγνωση να παραδεχθεί την εξάρτησή του από τους άλλους: στα μισά στην διαδρομής Μπενγκάζι - Κάιρο το αεροπλάνο του θα πέσει στην Λιβυκή Έρημο και μαζί με τον μηχανικό και πλοηγό του, Αντρέ Πρεβό, θα μείνουν τρεις μέρες χωρίς τροφή και νερό κάτω από τον καυτό ήλιο της ερήμου. Θα τους βρει, κατά τύχη, ένας Βεδουίνος και θα τους περισώσει αφυδατωμένους και παραπαίοντας μεταξύ πραγματικότητας και παραισθήσεων – οι οφθαλμαπάτες μίας όασης, μίας αλεπούς ή ενός καραβανιού ήταν συχνές. Η μικρή αλεπού όμως ήταν πραγματική και, λογικά σκεπτόμενος τον τρόπο που ένα ζώο μπορεί κι επιβιώνει σε μιαν έρημο, αυτό θα του δώσει ελπίδα. Αργότερα, θα την κάνει σύντροφο του Μικρού Πρίγκηπα.
Η παρούσα έκδοση είναι επανέκδοση του τίτλου, σε νέα επιμέλεια, και χάρηκα ιδιαίτερα γι' αυτό διότι διαβάζοντας τα βιβλία του Σαιντ-Εξυπερί διαβάζεις ουσιαστικά το μακρινό παρελθόν και μία νοοτροπία που εκλείπει. Πρωτίστως όμως διαβάζεις μία μοναδική οπτική – ως πιλότος είχε μία πανοραμική θέα του πλανήτη και την "μεγάλη εικόνα" της ανθρώπινης ύπαρξης.
"Η ζωή μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο προς τα πίσω. Πρέπει όμως να βιωθεί προς τα εμπρός" είπε ο Søren Kierkegaard και, διαβάζοντας τη "Γη...", δεν μπορείς να μην αντιληφθείς αυτή την σχεδόν κατεπείγουσα ροή της ζωής του γάλλου συγγραφέα κι εκείνη ακριβώς την ζέση που την διέπει. Σαν τα "λίγα λόγια" της Άνν Κάρσον για την απογείωση ενός αεροπλάνου: "Λοιπόν αναρωτιέμαι, θα μπορούσε να είναι ο έρωτας που τρέχει προς τη ζωή μου με τα χέρια υψωμένα κραυγάζοντας ας το πάρουμε τι φοβερή ευκαιρία!"
Πράγματι. Λογοτεχνία που σε ανυψώνει.
Ο ίδιος ομολογεί ότι συχνά ξαναγράφει μία πρόταση 25 ή 30 φορές. Και εξηγεί: "Γιατί θα πρέπει να υποτιμήσω τον εαυτό μου και την δουλειά μου - που είναι τελικά το ίδιο πράγμα; Πιστεύω πως ένας ξυλουργός πρέπει να λειαίνει την σανίδα του σαν να ήταν αυτό απαραίτητο για την περιστροφή της γης. Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο για την γραφή." Έτσι, η πρόζα του Σαιντ-Εξυπερί είναι ακριβής και καλαίσθητη ενώ διακρίνεται για τον λιτό λυρισμό της και τον πλούτο εικόνων και συμβολισμών με τα οποία ο συγγραφέας εκθειάζει τον ηρωισμό και την ευγένεια τόσο των απλών ανθρώπων που συναντά όσο και των συναδέλφων του. Κάποιες φορές εμφανίζεται ένας ελαφρώς μεμψίμοιρος, καταγγελτικός ίσως, τόνος όταν υπερασπίζεται τους συναδέλφους του ενάντια σε ανακρίβειες ωστόσο η αυθόρμητη, όπως διαφαίνεται, ειλικρίνειά του δημιουργεί μία αίσθηση οικειότητας με τον αναγνώστη. Είναι δε αξιοσημείωτος ο τρόπος που ο συγγραφέας δεν παραμένει στην περιγραφή εικόνων αλλά τις μετουσιώνει σε ιδέες που ωριμάζουν, καθώς ξετυλίγεται η αφήγηση, σε μία εκλεκτική και θετική φιλοσοφία ζωής.
Αυταπόδεικτη ως αξία η περιπέτεια, ωστόσο, το "Γη των Ανθρώπων" δεν είναι ένα ακόμη περιπετειώδες μυθιστόρημα με διάφορες κοινωνιολογικές αναφορές. Αν και αυτοβιογραφικό, το βιβλίο ετούτο αποτελεί μαρτυρία πολλαπλών αποχρώσεων καθώς ο συγγραφέας αναστοχάζεται τις περιεπέτειές του σε αντίστοιξη με τον Ισπανικό εμφύλιο, το "ανενεργό" ανθρώπινο τοπίο της Τουλούζης, την ζωή των Μαυριτανών, τις οάσεις, το σκοτάδι της νύχτας, τα στοιχεία της φύσης και την έρημο. Είναι ένα μάθημα Γεωγραφίας καθώς ο συγγραφέας καταγράφει το πώς οι πιλότοι εξερευνούν χώρες της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής ώστε να διανοίξουν αεροπορικές διαδρομές για το γαλλικό εναέριο ταχυδρομείο. Με αυτό το σκεπτικό είναι παράλληλα το χρονικό της δημιουργίας της σημερινής Air France. Αποτελεί, επίσης, μία σημαντική καταγραφή της εθιμικής ζωής Μαυριτανών και Αράβων –η κοινωνική διαστρωμάτωση, οι πολεμικές διενέξεις μεταξύ εθνοτήτων, η αντιμετώπιση των ξένων– από κάποιον που ήξερε να συνομιλεί μαζί τους: ανάμεσα στα καθήκοντά του Σαιντ-Εξυπερί ως διοικητή του σταθμού ανεφοδιασμού στο Μαρόκο ήταν να διαπραγματεύεται την ασφαλή απελευθέρωση των πιλότων που έπεφταν στην έρημο και τους οποίους οι σαχάριες φυλές αιχμαλώτιζαν.
Δεν είναι επίσης ένα μυθιστόρημα ειδικού ενδιαφέροντος – μόνο για πιλότους ή λάτρεις της αεροπλοΐας. Παραμένει ένα σημαντικό πεζογράφημα για την φιλία, το καθήκον, την συναδελφική αλληλεγγύη και την υπέρβαση των ορίων – του χώρου και, ιδίως αυτό, του εαυτού. Κάθε πτήση τότε ήταν μία επικίνδυνη δοκιμασία, πολλές φορές θανάσιμη και ο συγγραφέας, στην διάρκεια της πτητικής του καριέρας, είχε υποστεί πολλές δυνητικά θανάσιμες πτώσεις. Μία από αυτές θα σταθεί αιτία να αναστοχαστεί την ανάγκη του για μοναχικότητα και με απόγνωση να παραδεχθεί την εξάρτησή του από τους άλλους: στα μισά στην διαδρομής Μπενγκάζι - Κάιρο το αεροπλάνο του θα πέσει στην Λιβυκή Έρημο και μαζί με τον μηχανικό και πλοηγό του, Αντρέ Πρεβό, θα μείνουν τρεις μέρες χωρίς τροφή και νερό κάτω από τον καυτό ήλιο της ερήμου. Θα τους βρει, κατά τύχη, ένας Βεδουίνος και θα τους περισώσει αφυδατωμένους και παραπαίοντας μεταξύ πραγματικότητας και παραισθήσεων – οι οφθαλμαπάτες μίας όασης, μίας αλεπούς ή ενός καραβανιού ήταν συχνές. Η μικρή αλεπού όμως ήταν πραγματική και, λογικά σκεπτόμενος τον τρόπο που ένα ζώο μπορεί κι επιβιώνει σε μιαν έρημο, αυτό θα του δώσει ελπίδα. Αργότερα, θα την κάνει σύντροφο του Μικρού Πρίγκηπα.
Η παρούσα έκδοση είναι επανέκδοση του τίτλου, σε νέα επιμέλεια, και χάρηκα ιδιαίτερα γι' αυτό διότι διαβάζοντας τα βιβλία του Σαιντ-Εξυπερί διαβάζεις ουσιαστικά το μακρινό παρελθόν και μία νοοτροπία που εκλείπει. Πρωτίστως όμως διαβάζεις μία μοναδική οπτική – ως πιλότος είχε μία πανοραμική θέα του πλανήτη και την "μεγάλη εικόνα" της ανθρώπινης ύπαρξης.
"Η ζωή μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο προς τα πίσω. Πρέπει όμως να βιωθεί προς τα εμπρός" είπε ο Søren Kierkegaard και, διαβάζοντας τη "Γη...", δεν μπορείς να μην αντιληφθείς αυτή την σχεδόν κατεπείγουσα ροή της ζωής του γάλλου συγγραφέα κι εκείνη ακριβώς την ζέση που την διέπει. Σαν τα "λίγα λόγια" της Άνν Κάρσον για την απογείωση ενός αεροπλάνου: "Λοιπόν αναρωτιέμαι, θα μπορούσε να είναι ο έρωτας που τρέχει προς τη ζωή μου με τα χέρια υψωμένα κραυγάζοντας ας το πάρουμε τι φοβερή ευκαιρία!"
Πράγματι. Λογοτεχνία που σε ανυψώνει.
Σημειώσεις: Η δημοφιλία του βιβλίου ήταν τέτοια που, μεταξύ άλλων, ο αρχικός τίτλος του βιβλίου (στην αγγλική απόδοσή του) Man and His World έγινε το όνομα μίας διεθνούς φιλανθρωπικής οργάνωσης με μεγάλο έργο ενώ χρησιμοποιήθηκε επίσης για να δημιουργηθεί το κεντρικό θέμα της πιο επιτυχημένης Διεθνούς Έκθεσης του 20ου αι. -της Expo 67- στο Μόντρεαλ του Καναδά. / Το βιβλίο ενέπνευσε, επίσης, τον Jean-Jacques Annaud να μεταφέρει, με πρωτοποριακά για την εποχή τρισδιάστατα εφέ, την ιστορία του Ανρί Γκιγιομέ στην κιν/κή οθόνη. // Η πρώτη φωτογραφία είναι του γερμανού ηθοποιού Ronald Zehrfeld από το οδικό ταξίδι του, για φιλανθρωπικό σκοπό, στην Γκάμπια. Η δεύτερη δείχνει τους συναδέλφους του Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερί που θα διαβάσετε στο βιβλίο: (από αριστερά) Βικτόρ Ετιέν, Ζαν Μερμόζ και Ανρί Γκιγιωμέ στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Στο τέλος, ένας "πίνακας-ποίηση" του Joan Miró.