Συνήθως κρίνουμε ένα βιβλίο και από το εξώφυλλό του – είναι η πρώτη εντύπωση που δίνει για το μυθιστόρημα που ακολουθεί γι'αυτό τις περισσότερες φορές αυτά τα δύο αλληλο-νοηματοδοντούνται. Όχι όμως πάντοτε. Η περίπτωση του "Καμένες Σκιές" (μτφρ. Αντώνης Καλοκύρης – Πατάκης, 2014) είναι ένα ένα τέτοιο παράδειγμα – η εικόνα του εξωφύλλου του σε προϊδεάζει για το εντελώς αντίθετο περιεχόμενο από αυτό που στην πραγματικότητα η Πακιστανο-Βρετανή Kamila Shamsie έγραψε: ένα συναρπαστικό και φιλόδοξο ιστορικό μυθιστόρημα που δίνει αρκετή τροφή για σκέψη.
Αύγουστος 1945 – ο Β΄ΠΠ μαίνεται ακάθεκτος με την Ιαπωνία στο πλευρό του Άξονα. Η είκοσι ενός χρονών Χιρόκο Τανάκα διδάσκει σε σχολείο του Ναγκασάκι ενώ παράλληλα μεταφράζει για τον Κόνραντ Βάις, αξιωματικό των Γερμανών. Σταδιακά, μεταξύ τους θα δημιουργηθεί μία σχέση. Καταδικαστέα από τους κατοίκους της πόλης γι' αυτό θα την "διορίσουν" εργάτρια στο τοπικό εργοστάσιο πυρομαχικών. Ως, επίσης, κόρη προδότη –ο πατέρας της, εικονοκλάστης καλλιτέχνης, είχε κλονιστεί πνευματικά λόγω του πολέμου και κατά διαστήματα ξεσπούσε εναντίον του αυτοκράτορα και του στρατού– θα υποστεί την κοινωνική απομόνωση χωρίς ωστόσο να διακόψει την σχέση της με τον Κόνραντ. Αυτό θα συμβεί με την πτώση της ατομικής βόμβας – το πρωί της 9ης Αυγούστου, βγαίνει στην βεράντα της για να απολαύσει τη θέα της πλαγιάς απέναντι. Ο Κόνραντ μόλις έχει φύγει. Εκείνη ονειροπολεί για την κοινή τους ζωή "...όταν προσέχει ένα κενό ανάμεσα στα σύννεφα. Από μέσα ξεχύνεται το φως του ήλιου απομακρύνοντας περισσότερο τα σύννεφα μεταξύ τους." Σε χιλιοστά του δευτερολέπτου ο κόσμος γίνεται λευκός.
Η Χιρόκο θα επιζήσει φέροντας στην πλάτη της, μόνιμο ενθύμιο, το ντεσέν του κιμονό που φορούσε – τρεις ιπτάμενους μαύρους γερανούς. Στο δεύτερο κεφάλαιο, την βρίσκουμε δύο χρόνια μετά να επισκέπτεται την ετεροθαλή αδερφή του Κόνραντ στο Νέο Δελχί. Είναι 1947 και παντού ξεσπούν ταραχές λόγω της επικείμενης ανεξαρτησίας της Ινδίας από την βρετανική κυριαρχία. Ωστόσο, στο σπίτι της Ελίζαμπεθ/Ίλζε και του Τζέιμς Μπάρτον επικρατεί η συνήθης γαλήνη της αγγλικής αριστοκρατίας. Το ζευγάρι θα την υποδεχτεί με την σχετική επιφύλαξη αλλά στην συνέχεια η Χιρόκο θα γίνει η έμπιστη φίλη της Ίλζε. Στο σπίτι τους θα γνωρίσει τον Ινδό ακόλουθο του Τζέιμς – της κάνει εντύπωση το όμορφο παρουσιαστικό του και η γνώση των αγγλικών που μιλά. Ο Σαζάντ, με τη σειρά του, θα προσφερθεί να της διδάξει ουρντού. Οι δύο ξένοι θα ερωτευθούν και μετά από λίγο θα παντρευτούν. Μαζί θα βρεθούν στην Κωνσταντινούπολη για να αποφύγουν τις βίαιες αναταραχές στο Δελχί – η Χιρόκο ως ξένη και ως μουσουλμάνα (μετά το γάμο της) θα ήταν κόκκινο πανί για τους φανατικούς ινδουιστές. Θα επιστρέψουν αναγκαστικά στο νέο κράτος του Πακιστάν. Στο Καράτσι η Χιρόκο θα ενσωματωθεί άψογα στην τοπική κοινωνία ως δασκάλα και ο Σαζάντ (που νοσταλγεί διαρκώς το Παλαιό Δελχί) θα εργαστεί ως διευθυντής σε σαπωνοποιία. Εκεί, θα γεννηθεί ο γιος τους. Αν και άριστος μαθητής και υποψήφιος φοιτητής της Νομικής, ο Ράζα δεν θα τα καταφέρει στις εξετάσεις, λόγω άγχους, και η ζωή του θα πάρει μια επικίνδυνη τροπή όταν θα προσπαθήσει να αγοράσει ένα μοντέρνο ραδιόφωνο για τον πατέρα του και καταλήγει σε στρατόπεδο εκπαίδευσης Μουτζαχεντίν στο Αφγανιστάν ακολουθώντας τον Αμπντουλάχ, ένα Αφγανόπουλο που γίνεται αδελφικός του φίλος. Το τρίτο κεφάλαιο τελειώνει με τον Σαζάντ να ψάχνει επίμονα τον εξαφανισμένο Ράζα στην ψαραγορά – το τελευταίο μέρος που είχαν πάει με τον Χάρι Μπάρτον, τον γιο της Ίλζε και του Τζέημς, ανιψιό του Κόνραντ.
Στο τελευταίο κεφάλαιο, ο Ράζα είναι σχεδόν τριάντα επτά χρόνων και βρίσκεται σε αποστολή στο Αφγανιστάν ως διερμηνέας του Χάρι που εργάζεται μυστικά για την CIA. H Χιρόκο, από τον φόβο των πυρηνικών δοκιμών μεταξύ των ανταγωνιστών Πακιστάν και Ινδίας, φεύγει μόνη της για την Νέα Υόρκη. Ο πρώτος άνθρωπος που θα συναντήσει εκεί είναι ο Αμπντουλάχ – ο ταξιτζής που θα την μεταφέρει στο διαμέρισμα της Ίλζε όπου οι δύο φίλες θα συγκατοικήσουν μαζί με την εγγονή της δεύτερης, Κιμ. Είναι 2001, η περίοδος αμέσως μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στους Δίδυμους Πύργους, και οι συνθήκες για τους Μουσουλμάνους της Αμερικής είναι άκρως επικίνδυνες. Όπως ακριβώς και για τους Αμερικανούς στην άλλη μεριά της υδρογείου όπου η υποστήριξη των Μουτζαχεντίν από την CIA έχει γυρίσει μπούμερανγκ μετά την απόσυρση των ρωσικών στρατευμάτων.
Στο τελευταίο κεφάλαιο, ο Ράζα είναι σχεδόν τριάντα επτά χρόνων και βρίσκεται σε αποστολή στο Αφγανιστάν ως διερμηνέας του Χάρι που εργάζεται μυστικά για την CIA. H Χιρόκο, από τον φόβο των πυρηνικών δοκιμών μεταξύ των ανταγωνιστών Πακιστάν και Ινδίας, φεύγει μόνη της για την Νέα Υόρκη. Ο πρώτος άνθρωπος που θα συναντήσει εκεί είναι ο Αμπντουλάχ – ο ταξιτζής που θα την μεταφέρει στο διαμέρισμα της Ίλζε όπου οι δύο φίλες θα συγκατοικήσουν μαζί με την εγγονή της δεύτερης, Κιμ. Είναι 2001, η περίοδος αμέσως μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στους Δίδυμους Πύργους, και οι συνθήκες για τους Μουσουλμάνους της Αμερικής είναι άκρως επικίνδυνες. Όπως ακριβώς και για τους Αμερικανούς στην άλλη μεριά της υδρογείου όπου η υποστήριξη των Μουτζαχεντίν από την CIA έχει γυρίσει μπούμερανγκ μετά την απόσυρση των ρωσικών στρατευμάτων.
Γεννημένη το 1973 στο Καράτσι, η Κάμιλα Σάμσι έγραψε το πρώτο της μυθιστόρημα όσο ακόμη ήταν φοιτήτρια και με αυτό απέσπασε σημαντικές διακρίσεις στο Πακιστάν. Το "Καμένες Σκιές" είναι το πέμπτο κι εκτός από τις θερμές κριτικές που απέσπασε στην Βρετανία, όπου η συγγραφέας ήδη ζει, έφτασε μέχρι την βραχεία λίστα του έγκριτου Orange Prize for Fiction (το οποίο εντέλει απέσπασε το 2018 με το επόμενο βιβλίο της). Όπως σε όλα της τα βιβλία έτσι κι εδώ, ασχολείται με την επιρροή της θρησκείας και της πολιτικής στην καθημερινότητα αλλά και την προσωπική ζωή των ανθρώπων εστιάζοντας περισσότερο στις γκρίζες ζώνες τους: τις καταστάσεις όπου αυτά συγκρούνται.
Λόγω καταγωγής και θεματολογίας η Σάμσι κατατάσσεται μαζί με τους σύγχρονούς της Nadeem Aslam και Mohsin Hamid στο νέο κύμα πακιστανών συγγραφέων. Εκείνο που την διαφοροποιεί, ωστόσο, είναι η ευρύτητα της οπτικής της και η ευελιξία στην εναλλαγή τόπων, χρόνου και χαρακτήρων – το "Καμένες Σκιές" διαδραματίζεται σε πέντε κράτη και σε τρεις διαφορετικές χρονικές περιόδους. Όπως και το ότι συνομιλεί άνετα με αρκετούς προγενέστερους συγγραφείς – οι σκηνές στο στρατόπεδο των Μουτζαχεντίν, όπως κι εκείνες με την κινητικότητα των αμερικανών πρακτόρων στο Αφγανιστάν-Πακιστάν, μου θύμησαν τις αντίστοιχες του Τζον λε Καρρέ στο "Μικρή Τυμπανίστρια"· οι περιγραφές ειδυλλιακών σκηνικών μοιάζουν βγαλμένες από το Χάουαρντς Έντ του Ε.Μ. Φόστερ ενώ οι πνευματώδεις διάλογοι μου έφεραν στο νου εκείνους της Τζέιν Ώστεν. Υπάρχει επίσης διάχυτη μία αίσθηση λεπτότητας και πνεύματος του Κίπλινγκ, και σκιές τρυφερότητας με το ύφος του Michael Ondaatje – ένας από τους αγαπημένους συγγραφείς της Σάμσι. Γι'αυτό, υποθέτω σαν φόρο τιμής, η συγγραφέας ονόμασε το τέταρτο κεφάλαιο με μία πρόταση δανεική από τον Άγγλο Ασθενή: "Η απαιτούμενη ταχύτητα για την αντικατάσταση της απώλειας".
Εκτός από περιπέτεια και πολιτικο-θρησκευτικό μυθιστόρημα με κοινωνικές προεκτάσεις, το "Καμένες Σκιές" είναι και μία ιστορία αφοσίωσης και προδοσίας, ενοχής κι εξιλέωσης· ένα χρονικό απώλειας και της ιδιότητας τού να είσαι ο ξένος. Σε ένα τόσο πολυδιάστατο μυθιστόρημα, συνεπώς, δεν λείπουν και οι ατέλειες. Σε ορισμένα σημεία υπάρχουν ασυμφωνίες στην πλοκή που σε κάνουν να αναρωτιέσαι για το πού, πχ, βρίσκονται τώρα οι ήρωες ή πώς εισάγεται το Αφγανιστάν στην αφήγηση. Υπάρχουν επίσης κάποιες, ίσως, υπερβολές ενώ στις πρώτες σελίδες του βιβλίου ο ρυθμός είναι ελαφρώς ασταθής και η γραφή σεναριακή. Θα ήθελα να ήταν περισσότερο στοχαστικό με την σαγηνευτική λυρικότητα του Άγγλου Ασθενή, κάτι τέτοιο όμως θα αναιρούσε την ψυχοσύνθεση της Χιρόκο. Άλλωστε, η Σάμσι έχει ήδη το δικό της χαρακτηριστικό ύφος - το βιβλίο είναι προσεκτικά δουλεμένο και προβάλλει μια δυναμική ομορφιά, υπάρχει σφιχτή συνοχή της γλώσσας και ισορροπημένη αλληλουχία των γεγονότων ενώ η αφήγηση ξετυλίγεται με σταθερό ρυθμό που εντείνει την αγωνία. Την περιέργεια, στην δική μου περίπτωση, για το παρακάτω καθώς οι ανατροπές είναι αρκετές και διαλύουν κάθε βεβαιότητα για την εξέλιξη της πλοκής.
Χωρίς αμφιβολία, η Σάμσι γράφει με σαφήνεια και ευγλωττία για καυτά θέματα – τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, τον εθνικισμό, τις περίπλοκες σχέσεις Ανατολής και Δύσης. Μας συστήνει εκ νέου την αποικιοκρατία και αποκαλύπτει αθέατες λεπτομέρειές της με οξυδέρκεια – τις γλωσσικές, πολιτιστικές, πολιτικές και κοινωνικές επιδράσεις που ασκήθηκαν στις αποικισμένες κοινωνίες και οι οποίες εξακολουθούν να επηρεάζουν το παρόν των ανθρώπων τόσες δεκαετίες μετά· δείχνει τον ορισμό του Ισλάμ και φωτίζει με ευαισθησία τις διαπολιτισμικές σχέσεις και τις μικρές, μα σημαντικές, ανθρώπινες εξαιρέσεις του μαζικού θρησκευτικού ρατσισμού. Επισημαίνει (πιστεύω εσκεμμένα) ακόμη και την έλλειψη πολιτικής ταυτότητας των μιλλένιαλς, και την απαράδεκτα αποστασιοποιημένη συμπεριφορά τους – η Κιμ στρέφεται εναντίον της οικογένειας της Χιρόκο με ιδιοτέλεια, φυλετικά κριτήρια και ενστικτώδη ανοησία. Είναι η τελευταία πράξη του μυθιστορήματος και μ' αυτή η συγγραφέας μάς γυρνά στο αρχικό ερώτημα του προλόγου, όταν ένας αγνώστου ταυτότητας άνδρας βρίσκεται σε κελί του Γκουαντάναμο κι ετοιμάζεται να φορέσει την πορτοκαλί φόρμα. Στην θέα της ψυχρής λάμψης ενός ατσάλινου πάγκου παραδίπλα ο άνδρας ανατριχιάζει κι αναρωτιέται: "Πώς κατέληξαν έτσι τα πράγματα;"
Η Χιρόκο είναι μία εμβληματική φιγούρα της σύγχρονης πεζογραφίας – σε όλο το μυθιστόρημα μαθαίνει να προσαρμόζεται στις αλλαγές ώστε να ενσωματώνεται ομαλά, κάθε φορά, στο ξένο μέρος όπου οι καταστάσεις την υποχρεώνουν να ζήσει χωρίς ποτέ να απολέσει την αίσθηση του εαυτού και την αυτοκυριαρχία της. Ωστόσο, το μυθιστόρημα είναι ουσιαστικά η ιστορία δύο οικογενειών –των Τανάκα-Ασράφ και Βάις-Μπάρτον– και του πώς οι ζωές τους εμπλέκονται με την σύγχρονη Ιστορία στις πιο καθοριστικές στιγμές της: τη ρίψη της ατομικής βόμβας στο Ναγκασάκι, τον Διχασμό της Ινδίας, τις πυρηνικές δομικές στο Πακιστάν, την σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν, την τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου. Ενώνοντας αριστοτεχνικά αυτά τα σημεία, η Σάμσι ερμηνεύει το δυσεπίλυτο παρόν.
Λόγω καταγωγής και θεματολογίας η Σάμσι κατατάσσεται μαζί με τους σύγχρονούς της Nadeem Aslam και Mohsin Hamid στο νέο κύμα πακιστανών συγγραφέων. Εκείνο που την διαφοροποιεί, ωστόσο, είναι η ευρύτητα της οπτικής της και η ευελιξία στην εναλλαγή τόπων, χρόνου και χαρακτήρων – το "Καμένες Σκιές" διαδραματίζεται σε πέντε κράτη και σε τρεις διαφορετικές χρονικές περιόδους. Όπως και το ότι συνομιλεί άνετα με αρκετούς προγενέστερους συγγραφείς – οι σκηνές στο στρατόπεδο των Μουτζαχεντίν, όπως κι εκείνες με την κινητικότητα των αμερικανών πρακτόρων στο Αφγανιστάν-Πακιστάν, μου θύμησαν τις αντίστοιχες του Τζον λε Καρρέ στο "Μικρή Τυμπανίστρια"· οι περιγραφές ειδυλλιακών σκηνικών μοιάζουν βγαλμένες από το Χάουαρντς Έντ του Ε.Μ. Φόστερ ενώ οι πνευματώδεις διάλογοι μου έφεραν στο νου εκείνους της Τζέιν Ώστεν. Υπάρχει επίσης διάχυτη μία αίσθηση λεπτότητας και πνεύματος του Κίπλινγκ, και σκιές τρυφερότητας με το ύφος του Michael Ondaatje – ένας από τους αγαπημένους συγγραφείς της Σάμσι. Γι'αυτό, υποθέτω σαν φόρο τιμής, η συγγραφέας ονόμασε το τέταρτο κεφάλαιο με μία πρόταση δανεική από τον Άγγλο Ασθενή: "Η απαιτούμενη ταχύτητα για την αντικατάσταση της απώλειας".
Χωρίς αμφιβολία, η Σάμσι γράφει με σαφήνεια και ευγλωττία για καυτά θέματα – τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, τον εθνικισμό, τις περίπλοκες σχέσεις Ανατολής και Δύσης. Μας συστήνει εκ νέου την αποικιοκρατία και αποκαλύπτει αθέατες λεπτομέρειές της με οξυδέρκεια – τις γλωσσικές, πολιτιστικές, πολιτικές και κοινωνικές επιδράσεις που ασκήθηκαν στις αποικισμένες κοινωνίες και οι οποίες εξακολουθούν να επηρεάζουν το παρόν των ανθρώπων τόσες δεκαετίες μετά· δείχνει τον ορισμό του Ισλάμ και φωτίζει με ευαισθησία τις διαπολιτισμικές σχέσεις και τις μικρές, μα σημαντικές, ανθρώπινες εξαιρέσεις του μαζικού θρησκευτικού ρατσισμού. Επισημαίνει (πιστεύω εσκεμμένα) ακόμη και την έλλειψη πολιτικής ταυτότητας των μιλλένιαλς, και την απαράδεκτα αποστασιοποιημένη συμπεριφορά τους – η Κιμ στρέφεται εναντίον της οικογένειας της Χιρόκο με ιδιοτέλεια, φυλετικά κριτήρια και ενστικτώδη ανοησία. Είναι η τελευταία πράξη του μυθιστορήματος και μ' αυτή η συγγραφέας μάς γυρνά στο αρχικό ερώτημα του προλόγου, όταν ένας αγνώστου ταυτότητας άνδρας βρίσκεται σε κελί του Γκουαντάναμο κι ετοιμάζεται να φορέσει την πορτοκαλί φόρμα. Στην θέα της ψυχρής λάμψης ενός ατσάλινου πάγκου παραδίπλα ο άνδρας ανατριχιάζει κι αναρωτιέται: "Πώς κατέληξαν έτσι τα πράγματα;"
Η Χιρόκο είναι μία εμβληματική φιγούρα της σύγχρονης πεζογραφίας – σε όλο το μυθιστόρημα μαθαίνει να προσαρμόζεται στις αλλαγές ώστε να ενσωματώνεται ομαλά, κάθε φορά, στο ξένο μέρος όπου οι καταστάσεις την υποχρεώνουν να ζήσει χωρίς ποτέ να απολέσει την αίσθηση του εαυτού και την αυτοκυριαρχία της. Ωστόσο, το μυθιστόρημα είναι ουσιαστικά η ιστορία δύο οικογενειών –των Τανάκα-Ασράφ και Βάις-Μπάρτον– και του πώς οι ζωές τους εμπλέκονται με την σύγχρονη Ιστορία στις πιο καθοριστικές στιγμές της: τη ρίψη της ατομικής βόμβας στο Ναγκασάκι, τον Διχασμό της Ινδίας, τις πυρηνικές δομικές στο Πακιστάν, την σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν, την τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου. Ενώνοντας αριστοτεχνικά αυτά τα σημεία, η Σάμσι ερμηνεύει το δυσεπίλυτο παρόν.
Σημειώσεις: Η πρώτη φωτογραφία είναι το Δάπεδο Cosmati - ένα πρώιμο μεσαιωνικό μωσαϊκό στο πάτωμα της Αγίας Τράπεζας στο Αββαείο του Ουέστμίνστερ που χρονολογείται από το 1268. Το πρώτο εικαστικό ανήκει στην πακιστανή ζωγράφο, ακαδημαϊκό και ακτιβίστρια Salima Hashmi ενώ το Flying Rug (2009) είναι μία εγκατάσταση του, επίσης πακιστανού, σύγχρονου εικαστικού Adbullah Syed. Η επόμενη στη σειρά φωτογραφία είναι ενός πραγματικού θύματος της ατομικής βόμβας που επιβίωσε με μερικά μόνο εγκαύματα. Χιλιάδες άλλα θύματα υπέφεραν από βαθιά εγκαύματα ενώ άλλοι "απλώς" εξαερώθηκαν στο λεπτό. Στο τέλος, η φωτογραφία της συγγραφέως αντλήθηκε από τον Guardian.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου