Σάββατο 29 Ιουνίου 2019








Then again, 

the pen would rather





Υπάρχει κάτι συναρπαστικό όταν ανακαλύπτεις τις πολλές όψεις της έκφρασης ενός λογοτέχνη, πολύ περισσότερο εάν είναι κλασικός που παρέμενε, μέχρι χθες, άγνωστος. Όπως ο Wilhelm Busch. Ποιητής, ζωγράφος κι ευθυμογράφος στην Γερμανία του 19ου αι. θεωρείται πρωτοπόρος των κόμικς με την σύγχρονη μορφή τους. Ωστόσο, θέλοντας να εμφανιστεί με πιο σοβαρά θέματα στους αναγνώστες του, ασχολήθηκε και με τον πεζό λόγο. "Το όνειρο του Εδουάρδου" (μτφρ. Γιάννη Κοιλή – Γαβριηλίδης, 2019είναι ένα από τα ελάχιστα πεζογράφηματά του και το πρώτο βιβλίο από το έργο του που εκδίδεται στα ελληνικά. 

Ο Εδουάρδος είναι ένας ήσυχος οικογενειάρχης. Ένα βράδυ, μετά τα μεσάνυχτα, προσπαθεί να κοιμηθεί αλλά δεν είναι εύκολο. Όταν το καταφέρνει, βρίσκει τον εαυτό του να μεταμορφώνεται σε ένα σημείο, μία κουκίδα αν θέλετε, χωρίς διαστάσεις αλλά με ανθρώπινα χαρακτηριστικά και "δίχως να λογαριάσω γυναίκα και παιδί, αποφάσισα να αρχίσω τα ταξίδια." Και  "...βρέθηκα ευθύς σε μέρος φιλικό, στην επικράτεια των αριθμών, όπου συνάντησα μιαν όμορφη αριθμητική κωμόπολη."   Αυτό δεν το περίμενα και με πτόησε – οι αριθμοί δεν είναι καθόλου στις προτιμήσεις μου, περισσότερο δε στις αναγνωστικές. Συνέχισα, ωστόσο, λίγο να διαβάζω από κεκτημένη συνήθεια και για καλή μου τύχη το κείμενο πήρε μια απροσδόκητη τροπή: "Υπήρχαν όμορφοι κήποι αναψυχής σε αυτήν την πόλη και οπωροφόρα γεμάτα μικρά χρυσά τοις εκατό. Σε σκάλες χάρτινες ανεβοκατέβαιναν οι διαιρετέοι· ορισμένοι έπεφταν χάμω, έτριβαν τα πλευρά των απωλειών και κούτσα κούτσα γύριζαν λυπημένοι σπίτι. 
   Πίκρα και δυστυχία υπήρχε και αλλού στην πόλη. Σε όλες τις γωνίες των δρόμων στρογγυλοκάθονταν οι κλασματικοί αριθμοί· φτωχοί, πρησμένοι παρονομαστές που, κοιτώντας με γεμάτοι παράπονο, κουβαλούσαν στην καμπούρα τους μικρούς ξερακιανούς, αριθμητούληδες. Παρέμεινα ψυχρός."  

Με την ίδια ψυχραιμία, και ερευνητική διάθεση, ο Εδουάρδος συνεχίζει να πετά από το ένα μέρος στο άλλο, από την γη στο διάστημα και μετά στο κενό και πάλι πίσω με την ευκολία της  Αλίκης. Από την αριθμητική πόλη, θα βρεθεί σε ένα μαθηματικό πεδίο, από εκεί σε μια πολιτεία γεμάτη ανθρώπινα άκρα, και μετά σε ένα φιλικό χωριουδάκι που δέσποζε στη μέση πολλών αγρών χωρισμένων σε ομοιόμορφα τετραγωνάκια. Τέλος, σε ένα όμορφο αγρόκτημα και στα τριγύρω σπίτια. Σε όλα αυτά τα μέρη, ο Εδουάρδος θα συναντήσει πολλές περίεργες καταστάσεις, πολλών τύπων ανθρώπους και θα μπει σε διάφορες περιπέτειες από τις οποίες φεύγει αμέσως, πετώντας. 



Ο Βίλχελμ  Μπους εγκατέλειψε τις σπουδές μηχανολογίας το 1851, λίγο πριν το πτυχίο, και ακολούθησε την κλίση του με σπουδές στην Ακαδημία Τέχνης  του  Ντύσσελντορφ, κατόπιν στην Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών της Antwerp και πολύ αργότερα στο Μόναχο. Όταν, μία δεκαετία αργότερα, θα ασχοληθεί εντατικά με την ζωγραφική, ήταν ήδη δημοφιλής από τα κόμικς που δημιούργησε το 1865 για βιοπορισμό – το Max und Moritz, με μόνο επτά επεισόδια, έγινε αμέσως επιτυχία και αποτελεί μέχρι και σήμερα κλασικό παιδικό ανάγνωσμα στην Γερμανία αλλά και διεθνώς. Εκτός από τους ανατρεπτικούς στίχους, που έγραψε ο ίδιος, και την βίαιη παιδικότητα που απεικονίζει, το κόμικ αυτό θεωρείται πρωτοπόρο και για έναν άλλο λόγο: σε αντίθεση με  τα εξαιρετικά απλά σχέδιά του και την τάση που επικρατούσε εκείνη την εποχή ("παγωμένοι" χαρακτήρες σε μία κίνηση), ο B. Μπους μπορούσε να μεταδώσει τις πιο περίπλοκες εκφράσεις και τις πιο εφήμερες κινήσεις με ελάχιστες διάσπαρτες γραμμές.

Την ίδια κίνηση και ζωντάνια έχει και "Το Όνειρο του Εδουάρδου". Μετά την σύντομη ψυχρολουσία της αριθμητικής και των μαθηματικών, όσο περισσότερο διάβαζα τη νουβέλα, τόσο περισσότερο διαπίστωνα το πόσο ασυνήθιστα πρωτότυπο και εμπνευσμένο είναι –  ο γερμανός συγγραφέας παίζει ανελέητα με τις παραδοσιακές φόρμες, δομές, εικόνες, μυθοπλαστικά θέματα και αφηγηματικό ύφος. Χρησιμοποιεί καρικατούρες ανθρώπων και ρυθμό σλάπστικ για να σχολιάσει το παράλογο και την αγριότητα της ανθρώπινης επιβίωσης. Και στον μικρό χώρο ελευθερίας που δημιουργεί το όνειρο εκφράζει όλα εκείνα που τον ενοχλούν ή τον προσβάλουν - οι χωρικοί που απεικονίζει με τις λέξεις του δεν έχουν καμία ευαισθησία και η ζωή στην ύπαιθρο χαρακτηρίζεται από την έλλειψη κάθε συναισθήματος. Η δημιουργική γραφή στο απώγειό της. 



Χωρίς αμφιβολία, ο χρόνος είναι ο καλύτερος κριτής ενός έργου. Ωστόσο, δεν μπορώ να μην σκεφτώ πως δεν είναι και τόσο εύκολο, εντέλει, να διακρίνει κανείς την πηγαία, αυθεντική δημιουργικότητα στον καιρό της – όταν πρωτοδημοσιεύτηκε η νουβέλα, το 1891, οι κριτικοί την επέκριναν για το συγκεκριμένο ύφος. 

Υπήρξαν όμως κι εκείνοι που την θεώρησαν  το αποκορύφωμα της καριέρας του Β. Μπους – ένας εκδότης της εποχής, για παράδειγμα, σχολίασε πως το αφηγηματικό ύφος του Β. Μπους δεν έχει όμοιό του στην (μέχρι τότε) σύγχρονη λογοτεχνία. Πράγματι. Αντί για γραμμική αφήγηση, η νουβέλα αποτελείται από μικρά επεισόδια που συνθέτουν ένα μεγαλύτερο το οποίο συνδέεται με το επόμενο καi ούτω καθ' εξής – η διαδοχική τέχνη στην πεζογραφία. Υπάρχουν, επίσης, δύο αφηγητές και  ο Β. Μπους εναλλάσσει σβέλτα τις φωνές τους ενώ συνδέει τον ενύπνιο χρόνο του Εδουάρδου με την πραγματικότητά του με ένα απλό ροχαλητό!  Κι επιπλέον, ενσωματώνει το σπάσιμο του τέταρτου τοίχου και συνομιλεί με τον αναγνώστη  – μεταμυθοπλασία πριν την Βιρτζίνια Γούλφ και τον Κερτ Βόννεγκατ. 

O Β. Μπους γράφει λιτά αν και η γλώσσα του είναι πλούσια και σφιχτά αρμολογημένη – κάτι που η μετάφραση αφήνει να αναδυθεί με μεστό κι αβίαστο τρόπο. Δίνει έτσι μια λεπτομερή και σαφή εικόνα της πόλης, του χωριού και των ανθρώπων τους: ποικιλόμορφοι τύποι οικείων ή εξωτικών ανθρώπων κι εννοιών, φιλόσοφοι και πολιτικοί, καλλιτέχνες και κριτικοί, διάβολοι και άγγελοι, λυτρωτές και τιμωροί. Και φυσικά, με τις αντίστοιχες συμπεριφορές τους. "Ένας κόσμος που μοιάζει χυλός" και ο οποίος μου έδωσε την εντύπωση μιας πιο ρεαλιστικής κι εξανθρωπισμένης, καθημερινής εκδοχής του "Κήπου των Επίγειων Απολαύσεων" του Ιερώνυμου Μπος



Το βιβλίο είναι μία εξαιρετικά φροντισμένη έκδοση  που χωρίζεται σε τέσσερα μέρη τα οποία αλληλοσυμπληρώνονται. Εκτός από την ομότιτλη νουβέλα, υπάρχει και το "Όσο για μένα", ένα δεύτερο πεζό του γερμανού συγγραφέα όπου αυτοβιογραφείται με μία απολαυστική διήγηση. Ακολουθεί η ενότητα με τα Σχόλια του μεταφραστή και της Μαρίας Τσατήρα – ονομάζονται Άτακτα και είναι ακριβώς αυτό: διάφορα σχόλια, χωρίς άμεση παραπομπή, που διαφωτίζουν το βασικό αφήγημα του βιβλίου και τη ζωή του συγγραφέα. Τέλος, το επίμετρο του Νικήτα Σινιόσογλου εμβαθύνει στην λεγόμενη μοχθηρία του Μπους και προσδίδει επιπλέον ρεαλιστικές διαστάσεις στη νουβέλα και την ζωή του συγγραφέα που εκτείνονται μέχρι το δικό μας σήμερα. 

"Το Όνειρο του Εδουάρδου" είναι ένα πεζογράφημα αστείο και ακίνδυνο μόνο επιφανειακά. Δηκτικό κι επώδυνο στην πραγματικότητα, όπως πρέπει σε μία μελέτη του ανθρώπου, ιδίως εκείνης της εποχής. Και στις δύο περιπτώσεις, παραμένει ένα παιγνιώδες κι οξυδερκές κείμενο με συναισθηματικό βάθος που απηχεί και τις δύο όψεις μας – την ενήλικη και την παιδική με εξίσου ίδια ωριμότητα. 









Σημειώσεις: Ο τίτλος της ανάρτησης είναι στίχος από το "Helen Who Couldn't Help It", ένα σατιρικό ποίημα του Β. Μπους, πολλές λεπτομέρειες του οποίου επικρίνουν κομψά τον τρόπο ζωής της Johanna Kessler - προσωπικότητα της καλλιτεχνικής ζωής της Φρανκφούρτης και πάτρονας του Β. Μπους στα χρόνια που εκείνος ασχολήθηκε εντατικά με την ζωγραφική. // Το πρώτο εικαστικό είναι το δεύτερο μέρος της Τριλογίας Μπλε (1938) του Paul Klee και το δεύτερο, λεπτομέρεια του Pierrot Lunaire (1924) του ίδιου. Ακολουθεί μία σπουδή του συγγραφέα και στο τέλος, μία φωτογραφία του.  

Δεν υπάρχουν σχόλια: