Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2021

 



Ars longa.

Vita brevis?


 





Είναι από τις πρώτες ελληνίδες συγγραφείς και φέτος, διακόσια είκοσι χρόνια από την γέννησή της, η Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου βρίσκεται στο προσκήνιο με τη νέα έκδοση της Αυτοβιογραφίας της (με Εισαγωγή της Κατερίνας Σχινά – Μεταίχμιο, 2Ο21). Πρόκειται για το τελευταίο βιβλίο που έγραψε κι ένα από τα ελάχιστα δείγματα του έργου της που υπάρχουν σήμερα. 

Γεννημένη στη Ζάκυνθο στην αρχή του 19ου αι., η συγγραφέας μεγάλωσε σε μεγαλοαστικό  περιβάλλον από γονείς που κατάγονταν από παλαιές αριστοκρατικές οικογένειες του νησιού.  Σε αντίθεση με αυτό που θα περίμενε κανείς, η ανατροφή της ήταν πολύ αυστηρή, ασφυκτικά περιορισμένη και απολύτως σύμφωνη με τα πατριαρχικά ήθη της εποχής. "Η μάμμη μου είχε την επιστασίαν εκείνων των πραγμάτων οπού περικλείει ο οίκος, ο θείος μου είχε και έχει την επιστασίαν και την εξουσίαν των ακινήτων υπαρχόντων, ο πατέρας μου εφρόντιζε διά τας πολιτικάς υποθέσεις και διά τας οικιακάς δεν είε καμμίαν έγνοιαν, όθεν η μητέρα μου είχε την επιστασίαν της ανατροφής των παιδιών, αλλά τα μέσα έλειπον." Τα οποία παιδιά έπρεπε να υπακούουν στις βουλές όλων, ιδίως τα κορίτσια.

Η εκπαίδευσή της δεν ξέφυγε από αυτό το πλαίσιο – σε ηλικία οκτώ χρονών η Ελισάβετ  δεν ήξερε καν την αλφάβητο, κάτι που ήταν σύνηθες για τα περισσότερα κορίτσια τότε. Η συγκυρία, ωστόσο, συντέλεσε να έχει κατά καιρούς οικοδιδασκάλους – τρεις κληρικούς που της ενέπνευσαν "μεγάλον ζήλον δια τα γράμματα" και ενθάρρυναν τον διακαή πόθο της να μάθει ελληνικά και να ασχοληθεί με την συγγραφή.

Ο δρόμος γίνεται βαδίζοντας, λέει στον "Διαβάτη" η Μάτση Χατζηλαζάρου και με το ίδιο σκεπτικό ο συγγραφέας γίνεται γράφοντας. Έτσι, η Ελισάβετ με ένα ασίγαστο πάθος, ή μανία όπως αναφέρει ο Β. Αθανασόπουλος, γράφει συνεχώς. Σε αντίθεση με την Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου που αναγνωρίζεται ως η πρώτη ελληνίδα πεζογράφος και ασχολήθηκε εκτενώς με το διήγημα και τη νουβέλα, η Ε. Μουτζάν-Μαρτινέγκου είναι η πρώτη ελληνίδα πεζογράφος που γράφει θεατρικά έργα, ποίηση και πραγματείες. Μεταφράζει επίσης από τα ιταλικά και τα γαλλικά. Ένας σεβαστός όγκος έργου που για χρόνια παρέμενε άγνωστος. Μέχρι που το 1881 ο γιος της, Ελισαβέτιος Μαρτινέγκοςδημοσιεύει την Αυτοβιογραφία της, λογοκριμένη από τον ίδιο στην μορφή που έχει σήμερα,  μαζί με ποιήματα δικά του. Μετά από αυτό, και πάλι λήθη ώσπου το 1947 ο εκδότης του περιοδικού "Επτανησιακά Φύλλα" ανακοινώνει πως έχει στα χέρια του ένα μεγάλο μέρος από το ανέκδοτο και άγνωστο έργο της Μουτζάν το οποίο και θα δημοσίευε. Τον πρόλαβαν όμως οι ολέθριοι σεισμοί του 1953 και η πυρκαγιά που ακολούθησε τα οποία κατέστρεψαν τα χειρόγραφα της Μουτζάν. Διασώθηκαν ελάχιστα.  

Ακόμη κι έτσι, μπορεί κανείς να δει πως το ύφος της είναι ξεχωριστό – η γλώσσα της μία μείξη των προφορικών ελληνικών της εποχής με τους κανόνες και το εξελληνισμένο λεξιλόγιο των ιταλικών και των γαλλικών που επίσης μελετούσε η Μουτζάν με το ίδιο πάθος όπως τα ελληνικά. Μου θύμισε το ιδίωμα του Παπαδιαμάντη, σε άγουρο στάδιο όμως, πολύ πιο λιτό και με έναν ακατάβλητο ορθολογισμό – η Ελισάβετ χρησιμοποιεί λογικά επιχειρήματα αλλά και ορμητικό συναίσθημα, που γίνεται αισθητό στους αναγνώστες, συνθέτοντας έτσι έναν λόγο στοχαστικό και ευθύ ως αντίδραση και βολή στις παράλογες κοινωνικές επιταγές της εποχής για το φύλο της.




Το κείμενο δεν διεκδικεί λογοτεχνικές δάφνες, κάτι που και η ίδια η συγγραφέας αναγνωρίζει. Ωστόσο, η Ελισάβετ Μουτζάν θέτει ένα πρότυπο για την γυναικεία γραφή με την πρωτοπρόσωπη εξομολογητική αφήγηση και το ανεπιτήδευτο συγγραφικό ύφος της. Και παρ' όλο που ήταν έγκλειστη στο σπίτι, απομονωμένη από την δημόσια σφαίρα και δίχως γνώση των επίκαιρων της εποχής, οι ιδέες της απηχούν με θαυμάσια ευστοχία τον φεμινισμό που τότε βρίσκονταν στις αρχές του. Στην εμβριθή και πολύ ενδιαφέρουσα Εισαγωγή  της η Κατερίνα Σχινάαφού κάνει μία συνοπτική αποτίμηση της Αυτοβιογραφίας, την εντάσσει στο ευρύτερο ιστορικό και λογοτεχνικό πλαίσιο και, μεταξύ άλλων αναφορών, την συνδέει με τις φεμινίστριες κριτικούς Shari Benstock και Susan Friedman αλλά και την Mary Wollstonecraft, την αγγλίδα πρωτοφεμινίστρια και φιλόσοφο, και τα όσα γράφει στο δοκίμιό της "Η αναγνώριση των δικαιωμάτων της γυναίκας". Διαπιστώνει επίσης την επίδραση του γαλλικού Διαφωτισμού, μέσω του φιλελεύθερου, μέλους της Φιλικής Εταιρείας, διδασκάλου της Θεοδόσιου Δημάδη, στις πεποιθήσεις της – την πίστη στον ορθό λόγο, την αξία της παιδείας και της ατομικής ελευθερίας. 
 
Διαβάζεται ως ηθογραφικό χρονικό ή ημερολόγιο μιας σπαρακτικής ζωής – από τις πρώτες προσπάθειες αποστήθισης μιας προσευχής και την σύνταξη μιας μικρής επιστολής προς τον πατέρα της έως την ολοκλήρωση ενός θεατρικού έργου, την συνειδητοποίηση της σκλαβιάς της και τον επερχόμενο γάμο της, η ζωή της Ελισάβετ Μουτζάν
-Μαρτινέγκου είναι μια συνεχής λαχτάρα για γνώση, ένας αγώνας για να καλλιεργήσει την σκέψη της, να διαμορφώσει την ταυτότητά της, να αυτονομηθεί και να ασχοληθεί με τα γράμματα και την συγγραφή. Nα αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο του εαυτού της – πνεύμα, ψυχή και σώμα.  Ωστόσο η Αυτοβιογραφία της δεν είναι απλώς το ψυχογράφημα μιας αριστοκράτισας, μία ακατάπαυστη προβολή των επιθυμιών της και μόνον. Η Μουτζάν θέτει το δικό της προσωπικό αδιέξοδο στο ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο της εποχής σκιαγραφώντας έτσι την βαθιά υποτιμητική θέση της γυναίκας στον 19ο αιώνα – σχεδόν απόλυτος περιορισμός των γυναικών στο σπίτι και τις οικιακές εργασίες, η ζωή τους στον απόλυτο έλεγχο του πατέρα ή συζύγου. "Οι Ζακύνθιοι μόνον μίαν φοράν τον μήνα επιτρέπουν εις τας συζύγους  των να πηγαίνουν εις την εκκλησίαν, εις τας αδελφάς των και θυγατέρας των μίαν φοράν τον χρόνον, το μεσονύκτιον και με μπαούτα..."(μαύρη βελούδινη προσωπίδα - απαραίτητο εξάρτημα της επτανησιακής γυναικείας ενδυμασίας τότε). Και αργότερα, προμελετημένος γάμος με προσφορά προίκας και ιδιαίτερα σκληρός βίος στις οικογένειές τους: "...μία εξαδέλφη μου πρώτη και μία δεύτερη, κοράσια με φρονιμάδα, με ευμορφίαν, με ευγένειαν, και με καλόν προικιόν υπανδρεύτηκαν και απερνούσαν την πλέον χειρότερην ζωήν, οπού ημπορεί να περάσει γυναίκα εις τον κόσμον." 

Εντύπωση μου προκάλεσε το πόσο ισχυρό ήταν το πατριαρχικό μοντέλο (ως βιωμένη επίδραση και ως άσκηση) ακόμη και σε εκείνους που αρχικά συμφώνησαν για την εκπαίδευση της Μπέτας, όπως αποκαλούσαν την Ελισάβετ μικρή. Όχι μόνον ο πατέρας της που προσέλαβε τους οικοδιδασκάλους  ενώ  κάποια στιγμή προσφέρθηκε ο ίδιος να διδάξει την κόρη του. Αλλά και η γιαγιά της οικογένειας, η οποία ξεκίνησε την άτυπη εκπαίδευση της εγγονής της· και η μητέρα, που δεν ήθελε να μείνει η κόρη της αγράμματη, ούσα από μια οικογένεια που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πνευματική ζωή του νησιού.  Όλοι το θεωρούσαν παιδικό καπρίτσιο που έπρεπε να τελειώσει κάποτε και  δεν ενθάρρυναν καθόλου την κλίση της πέρα από την εφηβική ηλικία. Το δε πολιτικό και κοινωνικό συμφέρον του πατέρα, που επιτάσσει τον γάμο της Ελισάβετ με ευγενή, συνθλίβει κάθε ελπίδα της για περαιτέρω μόρφωση, πόσο μάλλον δε καλλιέργεια της γραφής και αναγνώρισή της ως λογοτέχνη.

 


Γράφοντας την ανάρτηση αναρωτιόμουν  πόσο κατά βάθος έχουμε προχωρήσει από τότε ως κοινωνία τη στιγμή που  η πατριαρχία επιβιώνει σθεναρά – από τα θύματα της ενδοοικογενειακής βίας στον δυτικό κόσμο μέχρι τις γυναίκες στο Αφγανιστάν που υποχρεώνονται σε ένα βίαιο πισωγύρισμα σε εκείνες τις συνθήκες που η Ελισάβετ Μουτζάν προσπαθούσε να ξεφύγει οι αριθμοί και οι ποικίλες περιστάσεις κι εκφάνσεις που δημοσιεύονται το αποδεικνύουν. Αυτό βέβαια είναι ένα μεγάλο ζήτημα. Αν μη τι άλλο, όμως, ετούτη η Αυτοβιογραφία υποδεικνύει το πόσο ευέλικτο μέσα στον χωροχρόνο είναι ένα κείμενο και πως η οικειότητα μιας αφήγησης αφυπνίζει την κρίση μας για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία. Και δικαιώνει, έστω και τόσο ετεροχρονισμένα, την  ζακυνθινή συγγραφέα που  η τέχνη της έφτασε έως τις μέρες μας – 189 χρόνια μετά τον θάνατό της η Αυτοβιογραφία αναγνωρίζεται πλέον ως αναπόσπαστο μέρος των νεοελληνικών γραμμάτων.  Και ο βίος της πράγματι βραχύς, όπως λέει ο γνωστός αφορισμός, εφόσον πέθανε τριάντα ενός χρονών, δύο εβδομάδες μετά την γέννηση του γιου της από επιπλοκές του τοκετού. Ήταν, όμως, εσωτερικά δραστήριος και μαχητικός και γι' αυτό –ιδίως γι' αυτό το τελευταίο– γενναίος.









 
Σημειώσεις: Η μία από τις δύο σύγχρονες εκδόσεις της "Αυτοβιογραφίας' που προηγήθηκαν και στις  οποίες βασίζεται η παρούσα είναι από την Ωκεανίδα (1997) με εισαγωγή και επιμέλεια του καθηγητή και συγγραφέα Βαγγέλη Αθανασόπουλου που αναφέρω στο κείμενο. // Η προσωπογραφία της Ελ. Μ.-Μ, από την οποία και οι δύο πιο πάνω λεπτομέρειες, είναι η μοναδική καταγραφή του προσώπου της και ανήκει στον ιερέα, Φιλικό, αυτοδίδακτο ζωγράφο και σημαντικό εκπρόσωπο της Επτανησιακής Σχολής Νικόλαο Καντούνη (1833) Η αιωρούμενη εγκατάσταση στην αρχή είναι της αμερικανίδας Sarah Sze και βρίσκεται στο αεροδρόμιο LaGuardia της Νέας Υόρκης. Ο τίτλος της, "Shorter than the Day" (2O2O), είναι στίχος της Έμιλυ Ντίκινσον. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: