Είναι ένα από τα πιο εντυπωσιακά, αγαπημένα, βραβευμένα και ευπώλητα παιδικά βιβλία όλων των εποχών. Κι όμως, χρειάστηκε να περάσουν 59 χρόνια από την έκδοση του κλασικού πλέον "Η χώρα των τεράτων" (απόδοση Γιάννης Παλαβός – Παπαδόπουλος, 2Ο22) για να εκδωθεί για πρώτη φορά στα ελληνικά.
Η ιστορία που έγραψε ο Maurice Sendak αφορά μία τυπική αντίδραση των παιδιών – ο μικρός Μαξ παίζει στο σπίτι του και η μητέρα του, αγανακτισμένη από την αναστάτωση τον αποκαλεί "Τέρας!". Ο Μαξ της απαντά αμέσως: "Θα σε φάω!" Αυτό δεν της αρέσει καθόλου και τον στέλνει τιμωρία στο δωμάτιό του, χωρίς φαγητό. Εκεί, με κάποιον ανεξήγητο μα εντελώς φυσικό στα μάτια του παιδιού τρόπο, ο χώρος μεταβάλλεται σε μία ζούγκλα και ο Μαξ βρίσκεται να ταξιδεύει με μία βάρκα προς το άγνωστο. Κάποια στιγμή φτάνει σε ένα νησί που το κατοικούν τέρατα. Ασυνήθιστα στην μορφή, αλλά πραγματικά τέρατα. Ο Μαξ, όμως, όχι μόνον δεν πτοείται αλλά τα τιθασεύει και γίνεται ο βασιλιάς τους και μαζί κάνουν "τον κακό χαμό!". Κι όταν θέλει, τα στέλνει για ύπνο χωρίς το φαγητό τους. Τότε όμως, ο Μαξ νοιώθει μόνος και θέλει να γυρίσει πίσω. Παρ' όλο που τα άγρια πλάσματα δεν θέλουν να τον αποχωριστούν, ο Μαξ τα αγνοεί και γυρίζει στο δωμάτιό του όπου τον περιμένει ένα πιάτο φαγητό, ζεστό.
Όταν πρωτοεκδόθηκε, το 1963, η επικρατούσα αντίληψη για το παιδί ήταν πως είναι αθώο, άβουλο κι ανόητο. Ο τρόπος που σκέφτεται, το πως αισθάνεται και συμπεριφέρεται αφορούσε μόνο σε απλοϊκές φορμαλιστικές εικόνες – πειθήνιο κι ευγενικό κοκκινομάγουλο κουκλάκι που παίζει με κουνελάκια κάτω από καταγάλανους ουρανούς με άσπιλα λευκά σύννεφα. Ο Μώρις Σέντακ κατέρριψε όλες αυτές τις αυταπάτες των μεγάλων με μόλις 1Ο προτάσεις που αποτυπώνουν με ειλικρίνεια το αδάμαστο κρυφό μέρος της παιδικής ηλικίας –τον κίνδυνο, την ανία, την απογοήτευση, τον θυμό– και το πώς τα παιδιά καταφέρουν να συμβιβαστούν με την πραγματικότητα της ζωής τους. Φυσικό επόμενο ήταν να συναντήσει αντιδράσεις – ο τρόπος του δεν ήταν εκείνος ο ιδανικός που, ακόμη και σήμερα με διάφορες παραλλαγές, μας αρέσει να φανταζόμαστε τα παιδιά. Ένας επιφανής ψυχολόγος κατέκρινε, τότε, το βιβλίο λέγοντας πως θα προκαλούσε φόβο εγκατάλειψης στα παιδιά και ότι αποθεώνει μία συμπεριφορά που δεν είναι αποδεκτή – τον Μαξ να κάνει σκανταλιές και ζημιές, να ξεσπά με θυμό, να αντιμιλά στη μαμά του. Αρκετοί γονείς δε σχολίασαν έντονα πως τα τέρατα της ιστορίας είναι πολύ τρομακτικά για τα παιδιά.
Η ιστορία που έγραψε ο Maurice Sendak αφορά μία τυπική αντίδραση των παιδιών – ο μικρός Μαξ παίζει στο σπίτι του και η μητέρα του, αγανακτισμένη από την αναστάτωση τον αποκαλεί "Τέρας!". Ο Μαξ της απαντά αμέσως: "Θα σε φάω!" Αυτό δεν της αρέσει καθόλου και τον στέλνει τιμωρία στο δωμάτιό του, χωρίς φαγητό. Εκεί, με κάποιον ανεξήγητο μα εντελώς φυσικό στα μάτια του παιδιού τρόπο, ο χώρος μεταβάλλεται σε μία ζούγκλα και ο Μαξ βρίσκεται να ταξιδεύει με μία βάρκα προς το άγνωστο. Κάποια στιγμή φτάνει σε ένα νησί που το κατοικούν τέρατα. Ασυνήθιστα στην μορφή, αλλά πραγματικά τέρατα. Ο Μαξ, όμως, όχι μόνον δεν πτοείται αλλά τα τιθασεύει και γίνεται ο βασιλιάς τους και μαζί κάνουν "τον κακό χαμό!". Κι όταν θέλει, τα στέλνει για ύπνο χωρίς το φαγητό τους. Τότε όμως, ο Μαξ νοιώθει μόνος και θέλει να γυρίσει πίσω. Παρ' όλο που τα άγρια πλάσματα δεν θέλουν να τον αποχωριστούν, ο Μαξ τα αγνοεί και γυρίζει στο δωμάτιό του όπου τον περιμένει ένα πιάτο φαγητό, ζεστό.
Η περιστασιακή βία, το άσχημο, το επικίνδυνο, το τρομακτικό προσελκύουν τα παιδιά. Ως αντιδραστική κατάσταση είναι μέρος του ψυχισμού τους, αν και όχι στον ίδιο βαθμό για το καθένα, καθώς με αυτά δοκιμάζουν τα όρια τα δικά τους και της πραγματικότητας γύρω τoυς ώστε να βγάλουν νόημα και να αντιμετωπίσουν όσο καλύτερα μπορούν το άγνωστο, τον φόβο και το άγχος που βιώνουν καθημερινά, για πολλά θέματα – μια διεργασία που, σύμφωνα με τον Alfred Adler, είναι θεμελιώδους σημασίας για την μελλοντική ζωή του παιδιού και σχετίζεται με την καλή ψυχική υγεία και την συναισθηματική ευελιξία του ενήλικα. Τα άγρια γκροτέσκα πλάσματα που φέρνει στο μυαλό του ο Μαξ τον βοηθούν να εκτονωθεί και να γίνει ήρωας στα δικά του μάτια, όπως πιθανότατα έκανε και ο ίδιος ο Σέντακ όταν ήταν μικρός – θείοι και θείες του, επιζώντες του Ολοκαυτώματος, μαζεύονταν κάθε Κυριακή στο σπίτι του και τον τρομοκρατούσαν με την συνεχή προσοχή τους. "Είσαι τόσο καλός, θα μπορούσαμε να σε φάμε!" του έλεγαν. Είμαι σίγουρη πως στη συνέχεια του τσιμπούσαν το μάγουλο με δύναμη. Εξ ού και τα τέρατα του βιβλίου βασίζονται στα χαρακτηριστικά αυτών των συγγενών του: «Ήταν απεριποίητοι, τα δόντια τους ήταν τρομακτικά. Τρίχες ξεπετάγονταν από τις μύτες τους!», είχε πει σε συνέντευξή του ο αμερικανός συγγραφέας. Έχουν δε και τα ονόματά τους: Τζίππυ, Μωής, Άαρον, Εμίλ, Μπέρναρντ. Όχι, όμως, στο βιβλίο αλλά στην διασκευή του σε όπερα και αργότερα στην κινηματογραφική μεταφορά του.
Ο Μώρις Σέντακ ξεκίνησε την επαγγελματική του καριέρα πρώτα ως εικονογράφος. Το αποφάσισε όταν, σε ηλικία 12 χρονών, παρακολούθησε την "Φαντασία" του Ντίσνεϋ. Ωστόσο, όταν ξεκίνησε να γράφει και να εικονογραφεί τα δικά του βιβλία για παιδιά ορκίστηκε πως δεν θα έγραφε ιστορίες με ήλιους και ουράνια τόξα διότι, όπως έλεγε, αυτά δεν είναι η πραγματική ζωή. Και όντως, η εικονογράφηση της "Χώρας των Τεράτων" είναι "αντηλιακή" – έχει μια ανεπαίσθητη μελαγχολία στις αποχρώσεις των χρωμάτων, που συμβαδίζει εν πολλοίς και με το κείμενο όπως το απέδωσε ο Γιάννης Παλαβός. Έχει, επίσης, μία ιδιαίτερη εικαστική υφή – μπορεί να διακρίνει κανείς έντονες επιρροές από ευρωπαίους ζωγράφους, αν και η κατά τόπους επιμελής σκιαγράφηση μου θύμισε το τσίκι-τσίκι του Ακριθάκη, σε γεωμετρική μονοχρωματική απόδοση.
Ίσως τώρα, με το συνονθύλευμμα από εικόνες και διαδραστικά ερεθισμάτα που δέχονται τα παιδιά, το βιβλίο να φαντάζει τετριμμένο. Ωστόσο, η παρούσα έκδοση είνα χάρμα αφής – το χαρτί, από την κουβερτούρα του βιβλίου έως και την τελευταία σελίδα του, είναι εξαιρετικής ποιότητας. Χάρμα, επίσης, οφθαλμών – η εικονογράφησή του είναι για πρώτη φορά τόσο πιστή αναπαραγωγή των αρχικών σχεδίων του αμερικανού συγγραφέα ο οποίος την είχε εγκρίνει ένθερμα. Το πιο σημαντικό: ο κάθε αναγνώστης θα ευχαριστηθεί το ταξίδι του Μαξ γιατί, εκτός από την ανυποχώρητη αναγνώριση της πραγματικής φύσης των παιδιών, ο Σεντάκ έδωσε μορφή στην δύναμη που η φαντασία και τα όνειρα ενσταλάζουν στα παιδιά, εν μέρει και στους μεγάλους: την αίσθηση της αυτονομίας, την ευχέρεια να αλλάζουν την διάθεσή τους όποτε θέλουν, την ισχύ να δαμάζουν τους φόβους τους κοιτώντας τους κατευθείαν στα μάτια· και την αδιαπραγμάτευτη απαίτηση για φροντίδα, προστασία, κατανόηση και τρυφερότητα από τους γονείς τους.
Ειλικρίνεια στη ζωή – την φανταστική και την πραγματική – είναι η βάση όλης της υψηλής τέχνης, είπε ο Μώρις Σέντακ παραλαμβάνοντας το πιο σημαντικό από τα βραβεία του, το Caldecott. Είναι το στοιχείο που αναγνωρίζουν, έστω κι ασυναίσθητα, τα παιδιά γι' αυτό έχουν αγαπήσει ετούτο το βιβλίο. Όπως και αρκετοί μεγάλοι που δεν απάλειψαν το παιδί μέσα τους.
Σημειώσεις: Η πρώτη εικόνα είναι από την εικονογράφηση του βιβλίου. Το σκίτσο είναι μία μελέτη του Μ. Σέντακ για την σαιξπηρική "Χειμωνιάτικη Ιστορία". Ακολουθεί το Πορτραίτο της Κυρίας ΒΙ (1931) από τον Paul Klee. Στο τέλος, ο συγγραφέας, ένας ήρωας κι αυτός όπως και όλα τα παιδιά που επιβιώνουν της παιδικής ηλικίας, ανάμεσα στους ήρωες του βιβλίου του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου