Σημειώσεις Ενός
Καλοκαιριού
"Η χρονιά του 1961 θ' αρχίσει με τη βαρυσήμαντη δήλωση της Απογευματινής: 'Παταγώδης αποτυχία των αστρολόγων το 1969', για να πάρει τη σκυτάλη ο Μαρής και ο Μπέκας: 'Ίλιγγος – ΄Ολα εμφανίζονται ανεξήγητα και μεταφυσικά' συνδυάζοντας στην εφημερίδα απολαυστικά για την εποχή του το ελαφρό ανάγνωσμα με το αστυνομικό αφήγημα."
Έτσι τελειώνει ο Πρόλογος του Ίλιγγος (Άγρα, 2013) και θα συμφωνήσω με την εκτίμηση του υπογράφοντος Ανδρέα Αποστολίδη για το βιβλίο του Γιάννη Μαρή – είναι πράγματι ένα απολαυστικό ανάγνωσμα. Έχει, όμως, πολλές περισσότερες αποχρώσεις από μία ιστορία μυστηρίου ή ένα απλό whodunnit.
Η υπόθεση έχει ως εξής: Ο Γεραλέξης, λογιστής σε υπερωκυάνιο, ξυπνά στο μπάνιο μιας έπαυλης και συνειδητοποιεί πως είναι κλεισμένος σε ένα άγνωστο μέρος. Κι επιπλέον, βρίσκεται στο ίδιο δωμάτιο με έναν νεκρό, επίσης εντελώς άγνωστο. Παρά τη ζάλη και τον πανικό που τον κυριεύει, καταφέρνει να δραπετεύσει και να γυρίσει στο δωμάτιο του αθηναϊκού ξενοδοχείου που διαμένει – είναι σε άδεια και σκοπεύει να επιστρέψει στο νησί του. Το επεισόδιο όμως ετούτο θα ματαιώσει τα σχέδια.
Στην προσπάθειά του να βρει απαντήσεις στα ερωτήματα που τον βαραίνουν (ποιός ήταν ο νεκρός δίπλα του; ποιος τον νάρκωσε; γιατί βρέθηκε κλεισμένος στην έπαυλη της Εκάλης;) ο Γεραλέξης θα απευθυνθεί στην αστυνομία. Την υπόθεσή του θα αναλάβει, ανόρεχτα είναι η αλήθεια, ο Αστυνόμος Μπέκας η φυσιογνωμία του οποίου φέρνει στο νου τον γάλλο συνάδελφό του Ζυλ Μαιγκρέ. Ανάμεσα στις επιρροές του συγγραφέα, όπως αναφέρει ο Κ. Καλφόπουλος στο επίμετρο της έκδοσης, είναι πράγματι και ο Ζωρζ Σιμενόν. Παρά τον μπρίσκο αέρα που του προσδίδει ο Μίμης Πλέσσας, o Αστυνόμος Μπέκας, όπως και ο Μαιγκρέ, είναι χαμηλών τόνων, εσωστρεφής κι απότομος αλλά επίμονος για την λύση της κάθε υπόθεσης που αναλαμβάνει. Ωστόσο, ο έλληνας αστυνομικός έχει ένα ελαφρώς δύσθυμο δημοσιοϋπαλληλικό ύφος που τον διαφοροποιεί –στην διάθεση, όχι στην εμφάνιση ή στην γενικότερη στάση του– από τον γάλλο συνάδελφό του αλλά και από την περσόνα του Σταύρου Ξενίδη που τον υποδύθηκε στις τηλεοπτικές μεταφορές των μυθιστορημάτων του Μαρή.
Ο Μπέκας και ο Γεραλέξης θα περιηγηθούν στην Ομόνοια, με τα ξενοδοχεία και τα λαϊκά καμπαρέ, σε συνεργεία αυτοκινήτων στην Αχαρνών, σε χαμόσπιτα στο Δρογούτι αλλά και στο αστικό προάστιο του Διονύσου, στην ερημιά της Βούλας (όπου βρέθηκε στην συνέχεια πεταμένος ο νεκρός), στην αρχαία Επίδαυρο. Μαζί τους, ο αναγνώστης συναντά διάφορους χαρακτηριστικούς τύπους της κάθε περιοχής. Γνωρίζει, επίσης, τον Γραικό (δεύτερος μηχανικός στο ίδιο πλοίο με τον Γεραλέξη και φίλος του), τον επαγγελματία παλαιστή Γιώργο Λογοθέτη, μία "πριγκίπισσα" – την τροτέζα Άννα, και τον Καταπάνο – έναν βασιλιά του αθηναϊκού υποκόσμου. Ο μεγάλος κακός της ιστορίας, ένας τυχοδιώκτης ακαθόριστης εθνικότητας αλλά διεθνούς εμβέλειας ονόματι Ισαάκ Γιοβέλ ή Αράντο Κάστρο, εμφανίζεται μόνον δια του έργου του – έχει γεμίσει το Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας με αντίγραφα των μυκηναϊκών εκθεμάτων του, προωθώντας τα πρωτότυπα στο εξωτερικό. Είναι η πρώτη φορά, από τις δύο, που ο Γιάννης Τσιριμώκος, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, ασχολείται λογοτεχνικά με το ζήτημα της Αρχαιοκαπηλίας και γίνεται, κατά κάποιον τρόπο, μάντης πραγματικών κακών – λίγους μήνες αργότερα από την δημοσίευση των κεφαλαίων του μυθιστορήματος, τα πρωτοσέλιδα του Τύπου της εποχής θα απασχολήσει μία παρόμοια υπόθεση.
Η αγωνιώδης αναζήτηση της χαμένης μνήμης και η δίνη του αγνώστου είναι το κεντρικό θέμα της πλοκής που ο Γιάννης Μαρής εμπνεύστηκε από τον κινηματογραφικό "Δεσμώτη του Ιλίγγγου" του Ά. Χίτσκοκ. Ωστόσο, διαφοροποιείται αρκετά προσδίδοντας στην αφήγηση επιπλέον αποχρώσεις μελοδράματος, ταξιδιωτικού πεζογραφήματος και χρονογραφήματος καθώς ενσωματώνει στην πλοκή λεπτομέρειες που αντανακλούν κοινωνικές αναφορές και ανθρωπογεωγραφικές παρατηρήσεις που σκιαγραφούν εύγλωττα το ζωντανό μωσαϊκό της Αθήνας, της Ελλάδας καλύτερα, του '60, κάτι που εντέλει καθιστά το συγκεκριμένο έργο του λιγότερο ελαφρύ απ' ότι θα περίμενε κανείς. Τα συστατικά που τόσο συχνά χρησιμοποιεί ο συγγραφέας με πρόδηλο τρόπο –κοινωνικές αντιθέσεις, ίντριγκες και πάθη, πλαστοπροσωπίες κι ένοχα μυστικά, κλισέ, εξιδανικεύσεις, στερεότυπα, κ.ά.– δεν παρουσιάζονται εδώ. Αντ' αυτών, υπάρχουν ψήγματα χιούμορ που στηλιτεύουν το τότε σύγχρονο παρόν: "Οι αστυνομικοί παρακολουθούσαν το κότερο του Νικολαΐδη με ένα τρεχαντήρι..."
Το μυθιστόρημα εκδόθηκε σε ογδόντα εννέα συνέχειες στον ημερήσιο Τύπο και δεν κυκλοφόρησε ποτέ σε μορφή βιβλίου παρά μόνον το 2013 όταν και εκδόθηκε η παρούσα πρώτη έκδοσή του κι αυτός είναι ένας λόγος για να το διαβάσει κανείς – δεδομένης της αποσπασματικότητάς του, και της μη επιμέλειάς του από τον συγγραφέα (κάτι που συνήθιζε όταν εκδιδόταν ένα βιβλίο του) το μυθιστόρημα έχει εξαιρετικά συνεκτική δομή και ο ρυθμός της αφήγησης παραμένει σταθερός κι ελεγχόμενος σε όλη την εξέλιξη της πλοκής. Οι δε χαρακτήρες της ιστορίας δεν είναι επίπεδοι ή στεγνοί παρ' όλο το λιτό, ανεπιτήδευτο, ύφος της γραφής του. Ο σημαντικότερος όμως λόγος για να διαβαστεί το βιβλίο είναι η δεξιότητα του Γιάννη Μαρή να επικοινωνεί άμεσα και με οικείο, πειστικό κι ενδιαφέρον έως αγωνιώδες τρόπο την ιστορία του ενώ παράλληλα ψυχαγωγεί τον κάθε αναγνώστη δίχως να ευτελίζει την γλώσσα, την νοημοσύνη ή τον ψυχισμό του. Αυτός δεν είναι, άλλωστε, στόχος της λογοτεχνίας;
Σημειώσεις: Το εικαστικό της ανάρτησης είναι λεπτομέρεια του ομότιτλου με την ανάρτηση έργου του Γιώργου Χατζημιχάλη. Το ασπρόμαυρο σκίτσο είναι από την εικονογράφηση του βιβλίου από τον Φ. Δελλή – ακόμη ένας λόγος για να διαβάσετε το βιβλίο. Η φωτογραφία της κόμμωσης της Tippi Hedren είναι από τον Δεσμώτη του Ιλίγγου. Στο τέλος, το πορτραίτο του συγγραφέα από τον Μ. Γαλλία κι έχει αντληθεί από το αυτί του βιβλίου.