Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013









Περί αποστήθισης



   Ένα μικρό αγόρι κοιμάται στο δεξί του πλευρό, το δεξί του χέρι κρέμεται από το κρεβάτι. Από ένα στρογγυλό μεγάφωνο ακούγεται μια μαλακιά φωνή.
     "Ο Νείλος είναι το μεγαλύτερο ποτάμι της Αφρικής και το δεύτερο στον κόσμο. Αν και δεν έχει το μήκος του Μισσισσιπή, διασχίζει μεγαλύτερη απόσταση..."
     Στο πρωινό γεύμα κάποιος το ρωτάει: "Τόμυ, ποιο είναι το μεγαλύτερο ποτάμι της Αφρικής;" Ο Τόμυ κουνάει ανήξερο το κεφάλι του. "Δεν θυμάσαι κάτι που ξεκινάει: Ο Νείλος είναι..."
     "Ο-Νείλος-είναι-το-μεγαλύτερο-ποτάμι-της-Αφρικής-το-δεύτερο-μεγαλύτερο-σε-μήκος-ποτάμι-του-κόσμου..." Οι λέξεις τού ερχόντουσαν στο μυαλό αυτόματα.
     "Λοιπόν, ποιο είναι το μεγαλύτερο ποτάμι της Αφρικής;"
     Βλέμμα κενό. "Δεν ξέρω."
     "Μα ο Νείλος, Τόμυ".
     "Ο-Νείλος-είναι-το-μεγαλύτερο-ποτάμι κ.λπ.".
     "Λοιπόν, Τόμυ, άρα ποιο είναι το μεγαλύτερο ποτάμι;"
     Ο Τόμυ έβαλε τα κλάματα. "Δεν ξέρω", ούρλιαξε.




 



Σημειώσεις: Απόσπασμα από το "Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος" του Aldous Huxley, ένα πραγματικά θαυμάσιο, ένα τρομακτικά θαυμάσιο μυθιστόρημα (για το οποίο θα αξολουθήσει κάποια στιγμή ανάρτηση). Η εικονογράφιση ανήκει στον σημαντικό Ισπανό σχεδιαστή και εικονογράφο Manuel Estrada  ο οποίος είναι υπεύθυνος για την εικονογράφιση των ισπανικών εκδόσεων των βιβλίων του Ζοζέ Σαραμάγκου. Στα ελληνικά κυκλοφορεί το όμορφο αυτοβιογραφικό αφήγημα του Πορτογάλου νομπελίστα για παιδιά "Η σιωπή του νερού" (μετάφραση Αθηνάς Ψυλλιά - Καστανιώτης, 2012) με  δική του εικονογράφιση, απ' όπου και η πιο πάνω λεπτομέρεια.

Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013








Για τον Σέιμους




ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΓΙΑ ΛΙΓΟ

Τέρμινα δέκα τη δεκάτη, δέκα οι δέκα, δέκα οι εκατό και να, στη δύση της μεγάλης χιλιετίας, ελεύθερος για λίγο, κατά τις προφητείες και τις γραφές, μόνο που δεν ήξερες πως θα σου έπεφτε ο κλήρος να ξεσκεπάσεις το λάκο και να λευτερώσεις το θεριό. Ως εδώ ήταν λοιπόν, ως εδώ κι ούτε λεπτό ακόμα, αφού το θεριό πια θέριεψε και ο λάκος στένεψε κι είναι τόση η μπόχα της σαπίλας και της αποφοράς, που ένα σπίρτο μονάχα ν' ανάψεις, ο αέρας θα λαμπαδιάσει και ο λάκος θα εκραγεί, την ώρα ακριβώς που θα σημάνει μεσάνυχτα η καμπάνα – αν ποτέ σημαίνει τις ώρες μετά τις πέντε μ.μ. – τα μάτια του θεριού φλογισμένα στο αντίκρισμά σου, στο αντίκρισμα του φωτός, κι εσύ με κρύα καρδιά ξανασκέφτεσαι αυτό που έχεις να κάνεις, αν το καλοσκεφτείς, αν δεν το σκεφτείς μονάχος, πως τούτη η ώρα δεν είναι απ' τον πλανήτη που ψύχεται αλλά από μια εντελώς διαφορετική πηγή, ας πούμε μια χαλκευμένη διάθεση-αίσθηση-συναίσθηση-εμπειρία, γιατί καθώς συναρμολογούσαν τα συντρίμμια του ανεπανάληπτου μακελειού και της φλογοθύελλας του 2000, κατόπιν εορτής, το ρολόι ψηλά στο καμπαναριό σήμανε δώδεκα στ' αλήθεια, μόνο που δεν καταγράφηκε.

 
                                                                   Στρατής Χαβιαράς





Σημείωση: Το πορταίτο του Seamus Heany είναι του Ross Wilson και βρίσκεται στη National Portrait Gallery του Λονδίνου.






Διαβάζοντας

εικόνες



Μετά από την δύσκολη επιλογή της προηγούμενης ανάρτησης, είπα να αναστρέψω λίγο το κλίμα. Και τι καλύτερο από ένα βιβλίο που συνδυάζει τη λογοτεχνία και τη ζωγραφική - συνδυασμός που είναι από μόνος του ικανή συνθήκη για να λατρέψω αυτό που κρατώ στα χέρια μου. Βέβαια, εικονογραφημένα μυθιστορήματα για ενηλίκους είναι σπάνια σήμερα μιας κι όσα υπάρχουν απευθύνονται στις μικρές ηλικίες αλλά αυτό είναι μια μικρή λεπτομέρεια καθώς γνωρίζεται ήδη πως διαβάζω κάθε "μικρό" ή "μεγάλο" βιβλίο χωρίς προκατάληψη κι ενδοιασμούς.

Στην κατηγορία των εικονογραφημένων βιβλίων, λοιπόν, ανήκουν και τα Βουβά/Σιωπηλά Βιβλία (Silent Books) που, όμως, δεν είναι αμιγώς λογοτεχνία - ναι μεν διηγούνται μια ιστορία αλλά το κάνουν χωρίς λέξεις, μόνο μέσω των εικόνων. Βαρετές βρεφικές καταστάσεις θα σκεφτείτε κι έχετε δίκιο - η πληθώρα αυτών των βιβλίων απευθύνεται σε βρέφη και πολύ μικρά παιδιά. Ωστόσο, το "Ζουμ" (Ωκεανίδα, 2000) του Ούγγρου εικονογράφου Istvan Banyai είναι μια εκπληκτική εξαίρεση - οι ενήλικες φαίνεται πως το απολαμβάνουν περισσότερο αν και δεν έχει καθόλου λέξεις, ούτε καν μία συγκεκριμένη μυθιστορηματική πλοκή, έστω και απλοϊκή, με ήρωες, δυσκολίες, δράση, αρχή,  μέση και τέλος. Για την ακρίβεια, δεν έχει καθόλου στόρυ. Μόνο εικόνες. Και πολλές σκέψεις.

Στην πρώτη σελίδα βλέπουμε μια ζωγραφιά με τέσσερα κόκκινα τριγωνικά σχήματα ενωμένα μεταξύ τους, σε άσπρο φόντο με γαλάζιες πιτσιλιές - μοιάζει με τέσσερις απότομες κορυφογραμμές σε μεταμοντέρνα απόδοση. Είναι όμως αυτό; Γυρνώντας την σελίδα ανακαλύπτεις ότι πρόκειται για το κατακόκκινο λειρί ενός απλού, καρτουνίστικου πετεινού. Στην επόμενη εικόνα ανακαλύπτουμε ότι ο πετεινός είναι αυτό που κοιτούν δυο μικρά παιδιά μέσα από ένα παράθυρο. Στην μεθεπόμενη, βλέπουμε ότι τα παιδιά βρίσκονται στο σπίτι τους, σε μια φάρμα, η οποία ως εικόνα είναι το εξώφυλλο ενός περιοδικού, το οποίο κρατά ένα αγόρι, το οποίο βρίσκεται πάνω σε ένα πλοίο, το οποίο είναι ένα μεγάλο κρουαζιερόπλοιο και το οποίο είναι η εικονογράφιση μιας αφίσας, η οποία είναι τοποθετημένη στο πλαϊνό μέρος ενός λεωφορείου, το οποίο κινείται σε μια μεγαλούπολη, η οποία αποτελεί την τηλεοπτική εικόνα που βλέπει ένας Ινδιάνος θεατής, ο οποίος βρίσκεται...
 


Το βιβλίο τούτο βραβεύτηκε από τους New York Times και το Publishers Weekly ως το πιο εντυπωσιακό από τα δέκα καλύτερα βιβλία της χρονιάς (1995) και είναι το πρωτόλειο του Ιστβάν Μπανιάι, του ουγγρικής καταγωγής εικονογράφου και κομίστα που καταξιώθηκε διεθνώς ως  ταλαντούχος καλλιτέχνης  χάρη στο μοναδικό ύφος των ζωγραφιών του: έναν συνδυασμό φιλοσοφίας και εικονοκλαστικής αντίληψης του κόσμου.  Εδώ, χρησιμοποιεί την φωτογραφική τεχνική του ζουμ-άουτ και μ' αυτόν τον πρωτότυπο τρόπο μας μεταφέρει σε πολλούς και διαφορετικούς τόπους, μας συστήσει πολλούς ανθρώπους και διαφορετικούς πολιτισμούς και μ' ένα ειρωνικό, σιωπηλό, χιούμορ σχολιάζει τους δείκτες και τα σύμβολά τους. Ταυτόχρονα μας εξοικειώνει με την σχετικότητα της αλήθειας και τις πολλές όψεις της - στην τέχνη και στην λογοτεχνία, άλλωστε, δεν υπάρχει μία αλήθεια. Όπως και στη ζωή, τα πάντα εξαρτώνται από την θέση από την οποία βλέπουμε ένα γεγονός κι αυτό αποτυπώνεται με θαυμάσιο τρόπο εδώ - γυρνώντας τις σελίδες  η προοπτική  μετατοπίζεται και η αληθινή εικόνα αλλάζει: η φάρμα που βλέπουμε είναι μία πραγματικότητα,  η εικόνα της φάρμας ως εξώφυλλο ενός περιοδικού, όμως, είναι μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα.  Η θεωρία του Μαγκρίτ εικονογραφημένη για παιδιά, λοιπόν;

Το "Ζουμ" είναι ένα οπτικό βιβλίο που, σύμφωνα με τους εκδότες του, απευθύνεται σε παιδιά 5-8 ετών. Ωστόσο, προκαλεί κι εκγυμνάζει το βλέμμα των αναγνωστών κάθε ηλικίας και  αμφισβητεί με την ίδια ένταση τις βεβαιότητες όλων. Οι μικρότερης ηλικίας, ωστόσο, θα ωφεληθούν λίγο περισσότερο - ασκούνται στην παρατήρηση και την δημιουργική αφήγηση καθώς η αλλαγή προοπτικής σε κάθε εικόνα είναι αρκετή για να πυροδοτήσει κάθε είδους εικασίες, φαντασίες και συλλογισμούς. Μαθαίνουν την αλληλουχία των καταστάσεων και την αντιστοιχία τους με την κοινωνική πραγματικότητα και καθώς γίνονται οι ίδιοι αφηγητές, μπορούν να κατασκευάσουν και να διαμορφώσουν ελεύθερα τους αθέατους συνδέσμους πίσω από τις εικόνες - κριτική και συνδυαστική σκέψη σε πλήρη λειτουργία.




Δεν θα αποκαλύψω τις εικόνες που μεσολαβούν μέχρι τις τελευταίες σελίδες γιατί είναι από τις φορές εκείνες που αξίζει να ανακαλύψει κανείς μόνος του το πως  ένα κόκκινο λειρί μας οδηγεί στην Αυστραλία κι από εκεί στο Διάστημα. Ιδίως εμάς τους μεγαλύτερους μας οδηγεί ακόμη παραπέρα - στο να συνειδητοποιήσουμε πως, αν μη τι άλλο, δεν είμαστε το κέντρο του κόσμου αλλά μια λεπτομέρεια πάνω στη Γη η οποία, με τη σειρά της, δεν είναι παρά μια κουκίδα στο  χάος του σύμπαντος.
  
Εκτός βέβαια αν προτιμάτε να διαβάσετε το βιβλίο αντίστροφα, με ζοομ-ιν.

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013








Saving the best


Mε μεγάλη περιέργεια ξεκίνησα να διαβάζω το πρωτόλειο του Αλεσσάντρο Πιπέρνο, ένα μυθιστόρημα που αποθεώθηκε από κοινό και κριτικούς στην Ιταλία αποσπώντας στη συνέχεια το βραβείο Premio Campiello ενώ την ίδια στιγμή οι εκτός Ιταλίας κριτικές δεν το αντιμετώπιζαν με τον ίδιο ενθουσιασμό. Το ακριβώς αντίθετο θα έλεγα.

Στο "Με τις χειρότερες προθέσεις" (σε πολύ καλή μετάφραση της Άννας Παπασταύρου - Πατάκης, 2007) ο αφηγητής, Ντάνιελ Σονίνο,  ιστορεί με καθηλωτικό, ομολογώ, ύφος την διαδρομή της οικογένειάς του σε βάθος τριών γενεών - παρελθόν στο οποίο  κυριαρχεί η μορφή του παππού Μπέπι Σονίνο, ενός ματαιόδοξου κι επιπόλαιου μπονβιβέρ κλωστοϋφαντουργού.  Κάτω από την επιβλητική σκιά του Μπέπι, αναπτύσσονται οι ιστορίες και των υπόλοιπων ηρώων του μυθιστορήματος - της γιαγιάς Άντα, και της πρώην ερωμένης του Τζώρτζια ντι Πόρτο. Του ενός γιου του Μπέπι, Τέο που θα μεταναστεύσει στο Ισραήλ για να πολεμήσει τους Παλαιστίνιους παίρνοντας μαζί του τη σύζυγό του, την αισθησιακή θεία Μικαέλα,  και το γιο του, ο οποίος θα εμφανιστεί κάποια στιγμή στο οικογενειακό τραπέζι με γυναικεία αμφίεση για να τους ανακοινώσει πως είναι γκέϋ. Ο καρκίνος των όρχεων όμως, θα μετατρέψει την ομοφυλοφιλία του Λελε σε ακαδημαϊκό ζήτημα, κι έτσι η οικογένεια θα συμβιβαστεί με την ιδέα σχετικά εύκολα.  Ο άλλος γιος του Μπέπι και πατέρας του Ντάνιελ, ο αλμπίνο Λούκα, ενδιαφέρεται περισσότερο για την καινούργια Φερράρι του απ' ότι για το γιο του, ενώ η μητέρα του Ντάνιελ, που πήγε κόντρα στους συντηρητικούς και νεόπλουτους γονείς της για να παντρευτεί τον Λούκα, καταλήγει να μαραθεί λόγω των συνθηκών. Η αφήγηση του Ντάνιελ, που είναι η τρίτη γενιά των Σονίνο, ξεκινά από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα όταν οι Σονίνο μεσουρανούσαν στην κοινωνική και οικονομική ζωή της πόλης τους, συνεχίζει κατόπιν με την  χρεοκοπία και την τρανταχτή πτώση τους και φτάνει στο σήμερα και την όχι και τόσο ενδιαφέρουσα ζωή του 33χρονου αφηγητή μιας που είναι ερωτευμένος με την όμορφη Γκάια Τσιταντίνι, εγγονή του συνεταίρου του Μπέπι, η οποία, μάλλον από άγνοια, δεν ανταποκρίνεται.


 

Ο Αλεσσάντρο Πιπέρνο  χαρακτηρίστηκε ως ο μοντέρνος Προυστ. Ο ίδιος παραδέχεται επιρροές κι έμπνευση από τους σύγχρονους Αμερικανούς συγγραφείς και τους μεγάλους κλασικούς του 19ου αι., κάτι που είναι φυσικό επακόλουθο μιας και ο Πιπέρνο σπούδασε και διδάσκει γαλλική λογοτεχνία. Ωστόσο, παρ' όλη την στέρεα θεωρητική σκευή του συγγραφέα και την καλή πρώτη ύλη του μυθιστορήματος -εκείνη η εποχή ενδείκνυται για πολλούς ενδιαφέροντες έως και συναρπαστικούς σκελετούς σε ντουλάπες κι εδώ υπάρχουν αρκετοί- το βιβλίο δεν συγκινεί. Υπάρχουν περισταστικά που σε γοητεύουν κι άλλα που σε κάνουν να γελάς αλλά δεν μπορώ ν' απομονώσω κάποιο συγκεκριμένο γιατί τότε θα έπρεπε να το συνδέσω με την υπόλοιπη πλοκή του μυθιστορήματος κι αυτό είναι δύσκολο - το βιβλίο δεν έχει μια ουσιαστική πλοκή.

Ήθελα να καταδυθώ στην αφήγηση του Πιπέρνο διότι, αν μη τι άλλο, ο προηγούμενος αιώνας παραδίδει πολύ στιβαρά μαθήματα στο σήμερα και το συγκεκριμένο μυθιστόρημα προσφέρει αρκετό υλικό για σχολιασμό του αντι-σημιτισμού, της ταξικής διαστρωμάτωσης, των οικογενειακών σχέσεων, της σεξουαλικότητας, ακόμη και του κράτους του Ισραήλ στην μεταπολεμική εποχή.  Κάπου, όμως, χάθηκα σε όλο αυτό το κείμενο που "μιλά" με τόση δηκτικότητα και πικρία για τον ανθρώπινο παράγοντα και την προσπάθεια των Εβραίων της Ιταλίας να ενσωματωθούν στην τοπική κοινωνία και να προοδεύσουν. 


Για να συνεχίσω την ανάγνωση της ευφάνταστης αυτής γκρίνιας μετά τις πρώτες 100 σελίδες επιστράτευσα νοητούς συνδέσμους με το ύφος του Χάρολντ Τζέικομπσον που διαφαίνονται στο οξύ και μαύρο χιούμορ του Ιταλού συγγραφέα και τον εγωκεντρικό νευρωτισμό του Γούντυ Άλλεν που εντόπισα στην αυτο-αναφορικότητα του Πιπέρνο αλλά δίχως αποτέλεσμα - η περιέργειά μου είχε ήδη ατονίσει σε βαθμό ανυπαρξίας και σκέφτηκα σοβαρά να το αφήσω. Επέμενα, όμως, να γυρνώ τις σελίδες χάρη στον σπιντάτο ρυθμό της αφήγησης και την προσεκτικά μελετημένη, σπινθηροβόλα γλώσσα του συγγραφέα η οποία αν και διεισδυτική και σαφής παραμένει ανούσια μέχρι τέλους.

Το δεύτερο βιβλίο του Αλεσσάντρο Πιπέρνο έχει ήδη κυκλοφορήσει στην Ιταλία κι έχει μεταφραστεί και σε άλλες γλώσσες (και στα ελληνικά, επίσης) συλλέγοντας παρόμοιες μεταξύ τους -θετικές- κριτικές και βραβεία, κάτι που με έκανε να σκεφτώ πως ίσως τελικά να του ταιριάζει πειρσσότερο ο έτερος χαρακτηρισμός που του αποδόθηκε, ότι δλδ είναι ο νέος Φίλιπ Ροθ - το πρώτο μυθιστόρημα του Αμερικανού σε τίποτα δεν προμήνυε την αξιόλογη, αν και αμφιλεγόμενη, συνέχειά του. Για να δούμε...






 
Σημείωση: Το εικαστικό ανήκει στον Αμερικανό Oscar Vargas κι έχει τίτλο "Uniform Encounter".

Τρίτη 20 Αυγούστου 2013









Επέστρεφε... 




... συχνά και παίρνε με
Αγαπημένη αίσθησις
Επέστρεφε και παίρνε με.
Όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη
Κι επιθυμιά παλιά ξαναπερνά στο αίμα,
Όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται
Κι αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με τη νύχτα,
Όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται





Αν και δεν είμαι άνθρωπος του καλοκαιριού, υπάρχουν κάποια καλοκαίρια που επιστρέφουν έντονα στην μνήμη - οι πρώτες μου διακοπές σε νησί έναν Ιούνιο, μια περιπετειώδης εξερεύνηση πόλης στην Κρήτη κάποιον άλλον Ιούνιο, τρίμηνοι "διαγωνισμοί" κινηματογράφου (δλδ ποιός θα δει τα περισσότερα έργα στο θερινό), αναγνωστικοί μαραθώνιοι κάθε Αύγουστο, όταν όλοι είναι πλήρως απασχολημένοι με τα μπάνια και τα αντηλιακά τους και με αφήνουν απερίσπαστη να ασχοληθώ με τα βιβλία μου. 

Αν υπάρχουν, λοιπόν, ένα-δυο πραγματάκια που θα θυμίζουν το καλοκαίρι που σε λίγο τελειώνει είναι τα συχνά μελτέμια που εμφανίζονταν εκεί που δεν τα περίμενε κανείς κι έκαναν όχι απλώς υποφερτές αλλά σχεδόν ευχάριστες τις διακοπές στην πόλη. Και τα πολλά χρώματα παντού - από τον ορίζοντα θάλασσας και ουρανού, τους κήπους και τις βιτρίνες των καταστημάτων, στις αποχρώσεις του μαυρίσματος στην επιδερμίδα των φίλων που ψήνονταν στον ήλιο, τα ρούχα τους έως και τα φαγητά μας. Και τα γλυκά, βεβαίως, με κορυφαίο πρωταγωνιστή το βύσσινο. Τα παγωτά αποτελούν ξεχωριστή κατηγορία καθώς φέτος δοκίμασα ενδιαφέρουσες γεύσεις κι αποχρώσεις παγωτών που δεν υπήρχαν τις προηγούμενες χρονιές (βλ. μάνγκο με χρώμα πορτοκαλί, και κρέμα με σποράκια βανίλιας χρώματος ιβουάρ με λεπτό καφέ πουά). 

Και η λογοτεχνία ακολούθησε το ίδιο μοτίβο - φέτος τον Αύγουστο διάβασα  εντελώς διαφορετικού μεταξύ τους ύφους βιβλία και ήταν τόσο προκλητική όλη αυτή η αναγνωστική παλέτα που νομίζω πως ετούτη η αίσθηση  (αν και όχι απολύτως θετική) θα διαρκέσει αρκετά - θα τα γράψω άλλωστε στην συνέχεια. Να μην τα πολυλογώ, Κ. Καβάφης και  Ν. Χατζηκυριάκος-Γκίκας  για αρχή.  Καλή επάνοδο στο σύννεφο!






Τρίτη 16 Ιουλίου 2013








Enjoy



  
summer's heat!







Λίγο νωρίτερα απ' ότι συνήθως, το μπλογκ πάει διακοπές.  Οι αναγνώσεις όμως δεν σταματούν - πως θα μπορούσαν άλλωστε; Μέχρι την επόμενη ανάρτηση, καλό καλοκαίρι -όπως δείχνει και το πιο πάνω εικαστικό του Pablo Picasso με τίτλο "Sur la plage" (1961)- και καλές αναγνώσεις!

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013









Ντικενσοποίησις




Η πρώτη επαφή μου με το έργο του Κάρολου Ντίκενς έγινε με ο Παλαιοπωλείο" του - ήταν, θυμάμαι, μια πολυσέλιδη διασκευή για παιδιά με την στεγνή και κάπως αδέξια γλώσσα των μεταφράσεων εκείνης της εποχής  που με κούραζε και μ' έκανε να νιώθω ανόητη που δεν μου άρεσε. Η αίσθηση εκείνης της γλώσσας με ακολουθούσε για πολλά χρόνια μετά, κάθε φορά που συναντούσα εκδόσεις της κλασικής λογοτεχνίας, μέχρι τη στιγμή που διάβασα μία σύγχρονη έκδοση του  "Μεγάλες Προσδοκίες" η οποία αποκατέστησε τη σχέση μου με τον Ντίκενς. Γράφοντας, ωστόσο, τούτη την ανάρτηση συνειδητοποίησα πως η παλιά εκείνη αίσθηση καλά κρατούσε μέσα μου και ουσιαστικά, ήταν ο μόνος λόγος που όλο και ανέβαλα να ξεκινήσω το "Ο Ζοφερός Οίκος" (σε εξαιρετική μτφρ της Κλαίρης Παπαμιχαήλ, Gutenberg, 2009).  Σκεφτόμουν βέβαια και τον όγκο των δύο τόμων του (1405 πυκνογραμμένες σελίδες) και το γεγονός πως δεν ήθελα να διαβάσω κάτι τόσο ζοφερό όσο ο τίτλος του μυθιστορήματος σε προϊδεάζει αλλά αυτά ήταν απλώς δικαιολογίες. 



 
Βασικός άξονας του μυθιστορήματος είναι η εκδίκαση της υπόθεσης "Τζάρννταϊς και Τζάρννταϊς"  στο Τσάνσερι του Λονδίνου (το τμήμα του Ανώτατου Δικαστηρίου της Αγγλίας, το οποίο εκδίκαζε υποθέσεις διαθηκών και ιδιοκτησιών κι όπου η έκδοση αποφάσεων βασίζονταν όχι στο Γραπτό Δίκαιο αλλά στο Άγραφο και στο Δεδικασμένο προηγούμενων υποθέσεων). Ο Τζον Τζάρννταϊς, "από τους καλύτερους κι ευγενέστερους ανθρώπους που έχει ποτέ περιγραφεί στην λογοτεχνία"  σύμφωνα με τον Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, είναι ένας από τους διαδίκους και από τους βασικούς πρωταγωνιστές του βιβλίου. Πλούσιος, ευαίσθητος και φιλάνθρωπος -με την κυριολεκτική έννοια της λέξης- εργένης της ανώτερης τάξης, προστρέχει στις ανάγκες γνωστών και συγγενών προσπαθώντας να άρει τις αδικίες που έχει προκαλέσει στις ζωές τους η υπόθεση. Αρκεί βέβαια να μην γίνεται θόρυβος γύρω απ' το όνομά του γιατί τότε εξαφανίζεται σχεδόν τρέχοντας από την ομήγυρη. Ή, όταν βρίσκεται στο σπίτι/πύργο του -στον Ζοφερό Οίκο-, κλείνεται στο "Γκρινιαρείο" - το ειδικό δωμάτιο που έχει για να αποτραβιέται όταν η διάθεσή του δεν είναι η καλύτερη. Ο Τζον Τζάρνταϊς, λοιπόν, είναι κηδεμόνας της γλυκύτατης Έιντας Κλαιρ και του επιπόλαιου Ρίτσαρντ Κάρστοουν που επίσης εμπλέκονται στην δικαστική υπόθεση και τους οποίους θα φιλοξενήσει στον Ζοφερό Οίκο μέχρι να λήξει η εκδίκαση. Στον πύργο κατά καιρούς φιλοξενείται και ο Χάρι Σκίμπολ, ένας ποιητικίζων εστέτ που καμώνεται πως δεν καταλαβαίνει την πολυπλοκότητα των διαπροσωπικών και οικονομικών σχέσεων που αναπτύσσονται σε μια κοινωνία ενώ, κατά βάθος, κατανοεί πολύ καλά "τον κόσμο" και φροντίζει με χαριτωμένο αλλά δόλιο τρόπο να καρπώνεται τις ευγενικές προθέσεις του Τζον Τζάρνταϊς κι όχι μόνον αυτού. Ο πιο πιστός φίλος που διαθέτει ο Τζ.Τζάρννταϊς είναι ο Λώρενς Μπόυθορν με τον οποίο γνωρίζονται από τα χρόνια της σχολής. Ο Μπόυθορν είναι ένας εξτρίμ τύπος για τα δεδομένα της εποχής - βροντόφωνος, εριστικός κι ελαφρώς άξεστος, είναι επίσης καλοπροαίρετος και φροντίζει με τον δικό του τρόπο, να στηρίζει τον Τζον. 

Η Έσθερ Σάμερσον είναι η κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος, ο ένας από τους δύο κεντρικούς αφηγητές του και η μοναδική γυναίκα-αφηγήτρια σε όλα τα μυθιστορήματα του Ντίκενς. Η Έσθερ είναι αγνώστων γονέων και μεγαλώνει στο σπίτι της νονάς της, της αυταρχικής και πουριτανής δεσποινίδος Μπάρμπαρι η οποία φροντίζει να την απομονώσει από τους συνομηλίκους της στο σχολείο και της εμφυσεί την αίσθηση ότι είναι ένα ανάξιο και περιττό πλάσμα. Μετά τον θάνατο της δεσποινίδος Μπάρμπαρι, η οποία στην πραγματικότητα είναι θεία της Έσθερ και αδερφή της λαίδης Ντέντλοκ, η κηδεμονία της νεαρής κοπέλας θα ανατεθεί στον Τζον Τζάρνταϊς ο οποίος θα χρηματοδοτήσει τις σπουδές της και μόλις τελειώσει θα την καλέσει να αναλάβει την επιστασία του Ζοφερού Οίκου και να γίνει συνοδός της ανηψιάς του Έιντας. Η Έσθερ θα δεχθεί ενθουσιασμένη με την καλή της τύχη και έχοντας αυξημένη αίσθηση του καθήκοντος θα κάνει πάντα το καλύτερο για να ευχαριστεί τον κηδεμόνα της. Η τόσο καλόγνωμη και πάντα πρόθυμη  Έσθερ θα γοητεύσει, ερήμην της, τον Τζον Τζάρνταϊς ο οποίος θα της κάνει πρόταση γάμου κάπου προς το μέσον του δεύτερου τόμου. Μέχρι τότε η Έσθερ με την αφήγησή της θα μας έχει γνωρίσει όλους τους χαρακτήρες που σχετίζονται με τον Ζοφερό Οίκο και τον μέλλοντα σύζυγό της και θα μας έχει αφηγηθεί σε πρώτο πρόσωπο τις ιστορίες τους.


Ο δεύτερος αφηγητής μάς συστήνει σταδιακά στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον του Τζον Τζάρννταϊς κεντρική φιγούρα του οποίου είναι η λαίδη Ντέντλοκ για την οποία το μόνο που γνωρίζουμε στην αρχή είναι κάποιες δυσειδαιμονίες για την έπαυλη όπου μένει με τον υπέργηρο σύζυγό της, σερ Λέστερ Ντέντλοκ. Παγερή κι απόμακρη, βιώνει την απόλυτη ανία και αλλάζει τόπους διαμονής αρκετά συχνά ώστε να αποφεύγει την μονοτονία και την βλακεία της αριστοκρατίας. Ωστόσο, κάτω από τούτη την αινιγματική φυσιογνωμία κρύβεται ένα τραγικό μυστικό που την κατατρώει και επισκιάζει την υπόθεση "Τζάρννταϊς και Τζάρννταϊς" στην οποία εμπλέκεται κι αυτή. Όταν κάποια στιγμή -περίπου στο μέσον του δεύτερου τόμου- θα αποκαλυφθεί, θα επηρεάσει τους πάντες. Με αφορμή τούτο το μυστικό, φαντάζομαι πως, ο Ντίκενς δημιούργησε τον Επιθεωρητή Μπάκετ -  έναν επίμονο και ευέλικτο αστυνομικό που, χωρίς να απολέσει τους τρόπους και την ψυχραιμία του, καταφέρνει να βρει τον δολοφόνο του κ.Τάλκινγκχορν, μεγαλοδικηγόρου της εποχής που διαχειρίζεται τις περιουσίες και τα μυστικά των αριστοκρατών μεταξύ των οποίων κι αυτό της λαίδης Ντέντλοκ. Αυτή η εγκιβωτισμένη ιστορία μυστηρίου είναι η πρώτη-πρώτη του είδους και δεν θα μου έκανε καθόλου εντύπωση εάν κάποτε αποδειχθεί πως από τον Επιθεωρητή Μπάκετ άντλησε στοιχεία ο Άρθρουρ Κόνναν Ντόυλ για να συνθέσει τον θαυμάσιο και οξυδερκή Σέρλοκ Χολμς του.
 



"Ο Ζοφερός Οίκος" είναι το ένατο μυθιστόρημα του Βρετανού κλασικού το οποίο προκάλεσε αντικρουόμενες αντιδράσεις - οι αναγνώστες το λάτρεψαν αυξάνοντας τις πωλήσεις του κατά 6.000 περισσότερες από το προηγούμενο έργο του Ντίκενς, τον Ντέιβιντ Κόππερφιλντ που είχε πουλήσει 26.000. Στην βιβλιοδετημένη έκδοση του μυθιστορήματος -το βιβλίο είχε αρχικά εκδοθεί σε είκοσι μηνιαίες συνέχειες, όσα και τα κεφάλαια της παρούσας ελληνικής έκδοσης- αναγκάζοντας τον συγγραφέα να γράψει στον πρόλογό της "Πιστεύω πως δεν είχα ποτέ τόσους πολλούς αναγνώστες όσους  με αυτό το βιβλίο"Ωστόσο, οι κριτικοί της εποχής, ακόμη και οι πιο έγκριτες επιθεωρήσεις βιβλίου, το αγνόησαν αποφαινόμενοι πως ήταν "κακοδομημένο", "βεβιασμένο κι αφύσικο", "πολύ ρεαλιστικό για να αρέσει".

"Δεν θα εγκαταλείψω τα γεγονότα" έγραψε ο Ντίκενς στον ίδιο πρόλογο κάτι που εφάρμοσε σε όλο το έργο του και πιθανότατα σε αυτό οφείλεται και η μεγάλη απήχηση των γραπτών του - ακόμη και οι φτωχοί και οι αναλφάβητοι έβαζαν ρεφενέ για να αγοράσουν το μηνιαίο τεύχος και να πληρώσουν κάποιον να τους το διαβάσει, κάτι που δημιούργησε, υποθέτω, μεγάλο φυτώριο νέων αναγνωστών. Οι δηκτικές περιγραφές ενός Τσάνσερι συνώνυμου της αναποτελεσματικότητας και της κωλυσιεργίας ενέτεινε την δυσαρέσκεια του πλήθους για το σύστημα και το μυθιστόρημα "υποδαύλισε" έτσι το συνεχιζόμενο κίνημα εναντίον του, κάτι που οδήγησε  στην θέσπιση της νομικής μεταρρύθμισης των αρχών της δεκαετίας του 1870.  Οι χαρακτήρες του βιβλίου έχουν, επίσης, βασιστεί σε πραγματικούς ανθρώπους  -  η Ορτάνς (η πρώτη υπηρέτρια της λαίδης Ντέντλοκ) βασίστηκε σε γνωστή γυναίκα-δολοφόνο της εποχής, ο Λώρενς Μπόυθορν, έχει στοιχεία του συγγραφέα Walter Savage Landor, και ο Χάρολντ Σκίμπολ δανείζεται πολλά από τον
Leigh Hunt.  Η μοναδική φιγούρα  για την οποία δύσκολα μπορείς να πεις ότι βασίζεται σε κάποιο υπαρκτό πρόσωπο ειναι η Έσθερ η οποία συγκεντρώνει όλες τις θετικές και επιθυμητές ιδιότητες ενός ανθρώπου - μετριόφρων, υπεύθυνη, ταπεινή, δοτική. Προφανώς, για να εξισορροπήσει τις πολύ δυσάρεστες κοινωνικές  αλήθειες που αποκαλύπτει στον "Ζοφερό Οίκο" του, ο Ντίκενς δημιούργησε τόσο εξιδανικευμένους χαρακτήρες και καρικατούρες πραγματικών ανθρώπων  που γνώριζε -ακόμη και του ίδιου του εαυτού του και των συνηθειών του- και που έφταναν το όριο της παρωδίας.  


Η δύναμη του μυθιστορήματος έγκειται στον ρεαλισμό του - ο Ντίκενς ενσωμάτωσε στον "Ζοφερό Οίκο" την άλλη πλευρά της βικτωριανής εποχής, μιας περιόδου καταγεγραμμένης στην Ιστορία για την ισχυρή βιομηχανική ανάπτυξη, την ταχεία εξέλιξη της τεχνολογίας και της επιστήμης, την ευμάρεια και την αβροφροσύνη της. Στο αντίποδα του αγγλικού ρομαντισμού, που αναπτύχθηκε παράλληλα με τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και τις τέχνες την ίδια περίοδο, ο Ντίκενς  παρουσιάζει την  δραματική αύξηση του πληθυσμού στα αστικά κέντρα, ιδίως στο Λονδίνο, που επέβαλε άθλιες συνθήκες διαβίωσης και κατά συνέπεια εξίσου άθλιες συνθήκες εργασίας για τις χαμηλές κοινωνικές τάξεις. Τραγικά παραδείγματα η Τζένη και η Λίζυ, δύο γειτόνισσες σε μια υποβαθμισμένη γειτονιά του Λονδίνου, οι οποίες στηρίζουν η μία στην άλλη για να αντέξουν τον αλκοολισμό των συζύγων τους, και το πένθος του νεκρού μωρού της η μία, τον ξυλοδαρμό από τον άντρα της η άλλη. Σπαρακτική φιγούρα ο Τζο - ένας άστεγος οδοκαθαριστής που μεγαλώνει με τις ελεημοσύνες των περαστικών, της λαίδης Ντέντλοκ και του Επιθεωρητή Μπάκετ καθώς, στους δύο τελευταίους δίνει πληροφορίες για το νεκρό Νίμο, πατέρα της Έσθερ. Ο νεαρός Τζο αφού θα περιπλανηθεί στους δρόμους του Λονδίνου θα πεθάνει από πνευμονία - μια επιπλοκή της ευλογιάς που πέρασε λίγο πριν και την οποία μετέδωσε στην μικρή υπηρέτρια της Έσθερ, την Τσάρλυ και στην ίδια την Έσθερ η οποία παραλίγο να πεθάνει από αυτό.


Κοινωνικό έπος και σάτιρα του δικαστικού συστήματος της εποχής, μία ιστορία αγάπης, μελόδραμα και ιστορία μυστηρίου. Οικογενειακό χρονικό και το βιβλίο του Λονδίνου - ένα τόσο πολυδιάστατο και πολυδαίδαλο βιβλίο που πραγματικά με εξέπληξε με τον επιδέξιο τρόπο που τα πρόσωπα και οι καταστάσεις του μυθιστορήματος συνδέονται μεταξύ τους, και δεν αναφέρομαι μόνο στους βασικούς πρωταγωνιστές που αναφέρω πιο πάνω οι οποίοι τελικά αριθμούν ένα σύνολο είκοσι ατόμων. Υπάρχει, επίσης, ένα πλήθος δευτερευόντων χαρακτήρων με ελάχιστη παρουσία στο κείμενο αλλά νομίζεις ότι ποτέ δεν φεύγουν από το προσκήνιο της αφήγησης. Απλώς περιμένουν την κατάλληλη στιγμή για να εμπλακούν στην υπόθεση. Η αρχιτεκτονική του κειμένου και η σύνθεση των στοιχείων της πλοκής είναι τόσο γερά αρμολογημένα που ακόμη και μετά το τέλος της ανάγνωσης θυμάσαι με σαφήνεια το κάθε ένα πρόσωπο και την κάθε μία λεπτομέρεια -  η ζωντάνια των περιγραφών και η εξαιρετική γλώσσα του Ντίκενς, είναι, λες, ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας επέλεξε να αναιρέσει τις κατηγορίες που δέχθηκε για έλλειψη ψυχολογικού βάθους των ηρώων του, χαλαρό γράψιμο και μια έντονη ροπή προς τον ζαχαρώδη συναισθηματισμό. 

Θα μπορούσα να γράφω όλη μέρα για το βιβλίο και τους μυθιστορηματικούς ήρωές του - για τον τρόπο που η Έσθερ υιοθετεί ώστε να αντιπαρέλθει την μοναξιά και την ορφάνια της και να προστατευτεί σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία, για την οδύνη  και την καταπίεση που υφίσταται η λαίδη Ντέντλοκ από την υποκρισία της βικτωριανής εποχής, για τα μυστικά που κληροδοτούνται από γενιά σε γενιά, την ανισότητα, την φτώχεια, την εξαθλίωση και την εκμετάλλευση των παιδιών (βλ. Τζο) και των αδύναμων (βλ. Τζένυ και Λίζυ), για την άνοδο της μεσαίας τάξης (βλ. Ρόμπερτ Ράουνσγουελ) και τον γενικότερο συντηρητισμό εκείνου του νέου κόσμου που ξημέρωνε. Μέχρι και για την βρόμικη ομίχλη του Λονδίνου που επίσης πρωταγωνιστεί επί ίσοις όροις με τους χάρτινους ανθρώπους θα μπορούσα να μιλήσω εκτενώς - τα μυθιστορήματα του Ντίκενς προσφέρονται για πολλών ειδών αναλύσεις κι ερμηνείες καθώς αναπαριστούν χωρίς ωραιοποιήσεις, τις περισσότερες φορές, την εποχή τους. Έχω όμως ήδη γράψει αρκετά και πιθανότατα θα διαβάζετε την ανάρτηση με γρήγορες κινήσεις του δακτύλου πάνω στο πλήκτο του page down.

Ωστόσο, δύο λόγια ακόμη για την πολύ προσεγμένη μικρή σειρά «Orbis Literae» των εκδόσεων Gutenberg απ' όπου εκδόθηκε ο "Ζοφερός Οίκος" (για πρώτη φορά στα ελληνικά) και η οποία είναι από μόνη της ικανή αφορμή για την ανάγνωση του βιβλίου. Πολύ έξυπνη και ιδιαιτέρως βολική η απόφαση του εκδοτικού να χωρίσει το μυθιστόρημα σε δύο μικρών διαστάσεων καλαίσθητους τόμους και ομολογώ πως αν υπήρχε κι ένας τρίτος επιπλέον δεν θα με πείραζε καθόλου κι αυτό διότι αν και πυκνογραμμένο, το μυθιστόρημα δεν κούρασε ούτε τα χέρια ούτε το μυαλό μου - έφευγε νεράκι. Εδώ βέβαια βοήθησε κυρίως η μεταγραφή του αγγλικού κειμένου σε μια πλούσια, σύγχρονη, ελληνική γλώσσα που μετέφερε σχεδόν αυτούσιο το βικτωριανό ύφος του Άγγλου κλασικού - τον λεπτό τρόπο που χειρίζεται τους ήρωές του, και την ειρωνεία, την απίστευτα κομψή  ειρωνεία του. Τούτο μπορώ να το πω από πρώτο χέρι διότι έκανα το "ατόπημα" να διαβάσω το βιβλίο (δλδ μόνο τα δύο πρώτα μόνο κεφάλαια και κατόπιν επιλεκτικά) σε αντιπαραβολή με το πρωτότυπο.



Συνηθίζουμε να αποκαλούμε "κλασικό" εκείνο το δημιούργημα που υπερβαίνει τα σύνορα του ιστορικού χρόνου και του κοινωνικού χώρου και με κάποιο τρόπο βρίσκει έδαφος στο σήμερα.  Κοιτώντας λοιπόν πίσω, και με την απόσταση των 160 χρόνων που σου επιτρέπει την σχετική ψυχραιμία και περισυλλογή, αναρωτιέμαι αν πράγματι βαδίζουμε στον 21ο αιώνα ή αντ' αυτού εισερχόμαστε σε μία νεο-ντικενσιανή εποχή. Μην βιαστείτε να με πείτε παράλογη - μια ματιά γύρω μας, αν μη τι άλλο, μάς εξηγεί το γιατί τα κλασικά έργα μας αφορούν ακόμη.





Σημειώσεις: 1) Με λίγα λόγια, ο Ζοφερός Οίκος είναι απολαυστικός και σίγουρα θα διαβάσω και το επόμενο Ντικενσιανό έργο που ελπίζω να ετοιμάζεται. Δεν νομίζω όμως ότι θα γράψω αντίστοιχη ανάρτηση για ευνόητους λόγους.  2) Στην πρώτη φωτογραφία είναι ο Ralph Fiennes ως Ντίκενς στην ταινία "The Invisible Woman" που σκηνοθέτησε ο ίδιος και που θέμα της έχει την επί χρόνια κρυφή ερωμένη του συγγραφέα, Nelly Ternan. Το δεύτερο χαρακτικό του J.C.Stadler απεικονίζει το Τσάνσερι στις αρχές του 19ου αι. Στην τρίτη φωτογραφία θα ήταν η Anna Maxwell Martin ως Έσθερ στην βραβευμένη σειρά του BBC Bleak House (πρώτο μέρος, δεύτερο μέρος, τρίτο μέρος) αλλά δεν μπόρεσα να εντοπίσω την φωτογραφία στο αρχείο μου. Στην συγκεκριμένη σειρά  η μεγάλη έκπληξη ήταν η παρουσία της Gillian Anderson (των X-Files για όσους θυμούνται την σειρά) ως λαίδη Ντέντλοκ, ρόλο που ενσάρκωσε πολύ θαυμάσια (sic). Το σκίτσο είναι από την αυθεντική εικονογράφιση της πρώτης έκδοσης του "Ζοφερού Οίκου" σε βιβλίο από τον Phiz και εικονίζει τον σερ Λέστερ Ντέντλοκ και τη λαίδη Ντέντλοκ με τον κύριο που αποκαλείται Γκάπυ. Η επόμενη φωτογραφία που δείχνει το αποκατεστημένο αντίτυπο της πρώτης έκδοσης του "Ζοφερού Οίκου" είναι από το Μουσείο Ντίκενς στο Λονδίνο.  Ο  πρώτος πίνακας είναι του Sir Samuel Luke Fildes με τίτλο "Applicants for Admission to a Casual Ward"   και ο επόμενος, ο "The Crossing Sweeper" ανήκει στον William Powell Frith. Η τελευταία φωτογραφία είναι από την έκθεση "Το Λονδίνο του Ντίκενς" που διοργανώθηκε πέρυσι στην βρετανική πρωτεύουσα για τον εορτασμό των 200 χρόνων από την γέννηση του συγγραφέα κι αυτό είναι το μόνο σχετικό στοιχείο που έχω συγκρατήσει...