"Παραμένουν σκλάβοι επειδή δεν μπορούν να δουν
την ομορφιά του κόσμου"
Aravind Adiga
Λευκός Τίγρης Μετάφραση: Ρένα Χατχούτ
2008, Μοντέρνοι Καιροί
Το βιβλίο που κέρδισε το βρετανικό βραβείο Booker για το 2008 ανήκει στον Ινδό συγγραφέα Aravind Adiga. O "Λευκός Τίγρης" που είναι το πρώτο του μυθιστόρημα, είναι η εξιστόρηση της ζωής ενός αγοριού, του Μπαλράμ Χαλβάι που γεννήθηκε στο Σκοτάδι - έτσι αποκαλούν το μέρος οι ντόπιοι. Κι όπως ο λευκός τίγρης, που είναι ο σπανιότερος στο είδος του, έτσι και το αγόρι είναι ξεχωριστό: άριστος μαθητής (για τον λίγο καιρό που πηγαίνει σχολείο), εργάζεται και ονειρεύεται να ξεφύγει από τον ζόφο και "την λάσπη του Γάγγη που πνίγει οτιδήποτε στις όχθες του". Σπα τους δεσμούς, την καταπίεση και τις παραδόσεις που τον κυνηγούν και ζει την ελευθερία που θέλει. Βέβαια, είναι τραγικός ο τρόπος που το καταφέρνει ωστόσο, το έγκλημα που διαπράττει, είναι γι' αυτόν το μόνο κλειδί που μπορεί να χρησιμοποιήσει για να ανοίξει την πόρτα που θα τον οδηγήσει μακρυά από μια κοινωνία-κόλαση.
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί το εύρημα της επιστολής προς τον Κινέζο πρωθυπουργό που επισκέπτεται επίσημα την χώρα του για να αφηγηθεί τη ζωή του αγοριού. Μέσα από την αφήγηση αυτή, ξεδιπλώνονται όλες οι πτυχές της Ινδίας - μιας χώρας που φαντάζει στα μάτια μας εξωτική με τις πικάντικες συνταγές μαγειρικής, τα καφτερά μείγματα μπαχαρικών, τα αέρινα σάρι, τις μυσταγωγικές μουσικές και τις ατμοσφαιρικές αναζητήσεις εσωτερικότητας, το Ταζ Μαχάλ (το αιώνιο σύμβολο του έρωτα και της αφοσίωσης) και τις λοιπές τουριστικές ατραξιόν.
Μην περιμένετε τίποτα απ' όλα αυτά. Το μυθιστόρημα του Adiga δεν εξωραΐζει την χώρα, δεν είναι ένας λογοτεχνικός τουριστικός οδηγός. Είναι μεν πολύχρωμο ωστόσο, περιέχει όλες τις αποχρώσεις της ανθρώπινης εξαθλίωσης και όλους τους τόνους της συναισθηματικής καταβύθισης σ'αυτήν. Ο συγγραφέας δείχνει με το δάκτυλο την γυμνή Ινδία: σήψη και διαφθορά, μιζέρια, ένδεια και καταπίεση. Διάβασα κάποια σχόλια που ανέφεραν ότι το μυθιστόρημα έχει dark χιούμορ - δεν βρήκα κάτι που να με κάνει να γελάσω. Κι αν το έκανα και δεν το θυμάμαι, σίγουρα θα ήταν μειδίασμα. και σίγουρα θα ήταν πικρό. Μα με τι να γελάσεις άλλωστε; με την αδικία; την εκμετάλλευση; την βρομιά; την αθλιότητα; την παραίτηση; το νόμο του χρήματος που είναι συνθλιπτικός; Είμαι βέβαιη ότι τον κυνισμό εννοούν.
Ο τρόπος που γράφει ο Aravind Adiga είναι απλός και κατανοητός -μικρές προτάσεις και καθόλου βαρύ λεξιλόγιο- μια ιστορία που κυλά αβίαστα. Διέκρινα μια δύναμη στο λόγο του που, πιστεύω, απορρέει από αυτήν την απλότητα. Ωστόσο, βρήκα αμήχανη την επιμονή του να αναφέρει τους τέσσερις μουσουλμάνους ποιητές που μοιάζουν να μην έχουν λόγο ύπαρξης στο κείμενο - αντίθετα με ότι κάνει, για παράδειγμα, ο σύγχρονός του Dinaw Mengestu στο "Όλες οι χάρες του ουρανού" (2008, Πόλις) που ενσωματώνει στο βιβλίο του την ποίηση, την λογοτεχνία και άλλες μορφές τέχνης με πολύ ομαλό κι εύστοχο τρόπο που εξυπηρετεί την πλοκή. Επίσης, το τέλος της επιστολής, που είναι και το τέλος του βιβλίου, είναι πιο σύντομο και πιο βιαστικό από τον ρυθμό που υπαγορεύει το όλο κείμενο.
Ο μικρούλης της φωτογραφίας είναι ο Ayush Mahesh Khedekar στο ρόλο του Τζαμάλ Μαλίκ, του ήρωα της ταινίας Slumdog Millionaire. Θα μπορούσε να είναι ο Μπαλράμ Χαλβάι του "Λευκού Τίγρη" μιας και οι δυο τους έχουν κοινό "βιογραφικό": γεννήθηκαν στην πίσω πλευρά του ήλιου, δούλεψαν και οι δυο σε τσαγερία, έζησαν στις ίδιες άθλιες συνθήκες κι ένιωσαν την ίδια απελπισία και την ίδια απόγνωση. Και οι δυο τους τόλμησαν να κοιτάξουν ψηλά, πάνω κι έξω από την ζοφερή πραγματικότητα και μπόρεσαν, τελικά, να φτάσουν στο επιθυμητό επίπεδο ελευθερίας τους: ο ένας στο κοινωνικο-οικονομικό και ο άλλος στο συναισθηματικό (δεν ήταν επιδίωξη του Τζαμάλ να γίνει πλούσιος). Κι αυτό κάνει τη μεγάλη διαφορά.
Το να συγκρίνεις όμως ένα βιβλίο (απόσπασμα
εδώ) με τη κινηματογραφική μεταφορά του ή, όπως ανορθόδοξα κάνω εγώ, με μιαν ανεξάρτητη με το κείμενο-βάση ταινία που έχει ωστόσο τις ίδιες χρονικές και θεματικές παραμέτρους, είναι άνισο.
Το βιβλίο του Aravind Adiga είναι the real thing - ο συγγραφέας όντας μόνιμος κάτοικος της Ινδίας, κατέγραψε σε δύο χρόνια (τόσο χρειάστηκε για να ολοκληρώσει το μυθιστόρημα) ό,τι έζησε σε όλη του τη ζωή. Δεν υπάρχει τίποτα ωραιοποιημένο ή έστω με αβλείες γωνίες. Ούτε καν μια ζεστή, ερωτική ή φιλική, ανθρώπινη επαφή. Ο "λευκός τίγρης" του, στοχαστικός και ύπουλος, ωθείται στη δράση από την κοινωνική ανισότητα, την βαναυσότητα, την συνεχή απόρριψη και ταπείνωση που υφίσταται. Η ματιά του, η γεμάτη ευαισθησία, τον εγκαταλείπει την στιγμή που ιδιοποιείται τα μέσα τα οποία ο ίδιος κατέκρινε για να φτάσει στον στόχο του. Σε όλο το βιβλίο, ο ήρωας περνά από την μία ηλικία στην άλλη με διαρκή αγωνία, απορία κι ένταση για το αύριο που ξημερώνει.
Στο Slumdog Millionaire, από την άλλη, υπάρχουν αρκετά στοιχεία που το κατατάσσουν στην κατηγορία των παραμυθιών Bollywood αισθητικής. Επιγραμματικά θα αναφέρω πρώτα απ' όλα, το γνωστό love story των δύο ερωτευμένων που περνούν δια πυρός και σιδήρου μέχρι να συναντηθούν και πάλι. Έπειτα, το γεγονός ότι ένας αμόρφωτος κατάφερε να απαντήσει όλες τις ερωτήσεις σε ένα τηλεπαιχνίδι και να γίνει εκατομμυριούχος. Ακόμη και οι χορογραφίες του τέλους που, προσωπικά, μου θύμισαν μια αντίστοιχη χορευτική σκηνή από ταινία του Αλμοδοβαρ(!!!)
Ωστόσο, και το βιβλίο και η ταινία αποτελούν τις δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Πολύ καλοδουλεμένα, προσεγμένα στην λεπτομέρεια και τα δύο, θα εγείρουν στον κάθε ευαισθητοποιημένο αναγνώστη και θεατή αντίστοιχα, τα ίδια ερωτήματα σχετικά με την φτώχεια και την φθήνια, την παιδική εκμετάλλευση, την αγριότητα του καταναλωτισμού. Η ταινία όμως του σκωτζέζου σκηνοθέτη Danny Boyle, που πολλοί θεωρούσαν ξεγραμμένο, κερδίζει στα σημεία: μας δείχνει ότι ακόμη και η πιο επώδυνη εμπειρία γίνεται γνώση, μας λέει ότι ακόμη και στις πιο ασύλλυπτες δοκιμασίες υπάρχει πάντα περιθώριο για επιλογή, μας δίνει μια δόση αισιοδοξίας και ονείρου. Αν και έχω περάσει την ηλικία της αθωότητας, μου αρέσει που ο Τζαμάλ διατηρεί με πείσμα το βλέμμα του, αυτό το βλέμμα που του επιτρέπει "να βλέπει την ομορφιά του κόσμου", σύμφωνα με τον Adiga. Θέλω η αθωότητα να δικαιώνεται έναντι της αγριότητας, το πείσμα και η επιμονή να ακυρώνουν τις απάνθρωπες καταστάσεις. Θέλω ο έρωτας να είναι η κινητήριος δύναμη. Πιστεύω ότι και πολλοί ακόμη θέλουν το ίδιο. Κι αν όλοι εμείς αφουγκραστούμε το μέσα μας θα ακούσουμε το πόσο χρειάζεται να πιστέψει στο ανέφικτο.
"Πιστεύοντας με πάθος κάτι που δεν υπάρχει, το δημιουργούμε.
Το μη υπαρκτό, είναι ό,τι δεν έχουμε επιθυμήσει αρκετά."Ν. Καζαντζάκης