"The supreme irony of life is that
hardly anyone gets out of it alive"
Robert A. Heinlein
Γνώριζα τον Ντάριο Φο από τα θεατρικά του: το κοινωνικό "Η μαριχουάνα της μαμάς είναι πιο γλυκιά" και το πολιτικό "Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω". Τώρα μαθαίνω ότι οι τέσσερις ιστορίες που αποτελούν τον μικρό τόμο με τον τίτλο "ο Έρωτας και η Ειρωνία" (μετάφραση Ανταίου Χρυσοστομίδη - Καστανιώτης, 2009) είναι το πρώτο πεζογραφικό έργο του θεατρικού συγγραφέα που τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1997.
Το πρώτο αφήγημα της συλλογής είνα η ιστορία της Ελοΐζας και του Αβελάρδου - το ζευγάρι που πέρασε στην αιωνιότητα κι έγινε μύθος, πολύ πριν τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα, με το εντελώς βάναυσο τέλος της σχέσης τους. Μόλις 15 χρονών, η Ελοΐζα είναι η πιο μορφωμένη και καλλιεργημένη νέα στο Παρίσι. Ο Πέτρος Αβελάρδος, ο πιο διαπρεπής φιλόσοφος του 12ου αι. και φημισμένος εξίσου για την εγκρατή ζωή του, γοητεύεται από τη φήμη της νέας και πλησιάζει τον θείο της, αβά Φυλμπέρ, με τον οποίο συμφωνούν να της παραδίδει μαθήματα. Η Ελοΐζα μαγεύεται από την δεινότητά του Αβελάρδου ως αφηγητή μα στη συνέχεια εξαγριώνεται όταν εκείνος την εισάγει στην διαλεκτική του αντιθέτου και των παραλόγων καθώς της ανατρέπει όλα όσα είχε μάθει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Οι δυο τους συγκρούονται μεν αλλά ερωτεύονται παράφορα κάτω από τη μύτη του αυστηρού αβά. Σύντομα η Ελοΐζα θα μείνει έγκυος και προκειμένου να γλιτώσουν από την κοινωνική κατακραυγή φεύγουν από το Παρίσι. Ο αβάς νιώθει προδομένος και ντροπιασμένος ακόμη κι όταν, μετά από αρκετό καιρό, το ζευγάρι αποφασίζει να παντρευτεί παρουσία του. Ωστόσο, τα ταμπού της εποχής και ο πληγωμένος εγωϊσμός/ανδρισμός του αβά είναι ισχυρά και δεν θα τους επιτρέψουν να ζήσουν μαζί. Ένα πρωί, ο Αβελάρδος θα βρεθεί ευνουχισμένος και στις παρυφές του θανάτου. Το ζευγάρι θα χωρίσει έχοντας ήδη ένα παιδί - ο Αβελάρδος θα κλειστεί σε μονή ενώ η Ελοΐζα θα υποκύψει στην εγωιστική θέλησή του να μονάσει. Έγκλειστη πια και ηγουμένη σε γυναικείο μοναστήρι, η Ελοΐζα μη μπορώντας να αποφύγει τις ερωτικές φαντασιώσεις της, θα στέλνει στον αγαπημένο της Αβελάρδο επιστολές μέχρι το τέλος της ζωής τους. Μία από αυτές τις επιστολές είναι και η ιστορία που διαβάζουμε την οποία όμως απευθύνει στον αναγνώστη και του διηγείται, με την -κατά Ντάριο Φο- φωνή της τον έρωτά της με τον Πέτρο Αβελάρδο.
Το δεύτερο αφήγημα είναι η ιστορία της "Μαϊνφρέντα, αιρετικής από το Μιλάνο" που προσπαθεί να κρατήσει ζωντανή την κληρονομιά της "αγίας" Γκουλιελμίνα της Βοημίας η οποία υποστήριζε την χειραφέτηση της γυναίκας πίσω, στα τέλη του 14ου αι.(!) Όπως όμως είναι γνωστό, οτιδήποτε παρεκκλίνει από τις αρχές και οδηγίες της επίσημης θρησκείας (εδώ του καθολικισμού) θεωρείται αίρεση και καταδικάζεται. Έτσι, η Μαϊνφρέντα καίγεται στην πυρά.
Μία θηριοδαμάστρια είναι η πρωταγωνίστρια του τρίτου, ομότιτλου, αφηγήματος της συλλογής. Ένας δημοσιογράφος εισβάλλει στο τσίρκο θέλοντας να παρακολουθήσει την πρόβα της και η θηριοδαμάστρια αντιδρά. Ενώ στην αρχή αρνείται να μιλήσει, κατόπιν αναλύεται σ' έναν μονόλογο/ξέσπασμα - χρησιμοποιώντας τα λιοντάρια και τα άλλα σαρκοβόρα "αντικείμενα" της δουλειάς της ως αλληγορία, η θηριοδαμάστρια περιγράφει τα παρασκήνια του τσίρκου και ξεσκεπάζει τις κοινωνικές δομές, τις πραγματικές επαγγελματικές συνθήκες, ακόμη και τις ερωτικές και συζυγικές της σχέσεις και απογοητεύσεις - κυρίως δε αυτές τις τελευταίες.
Στην τελευταία ιστορία ένας Κινέζος αγύρτης και τυχοδιώκτης κάνει διάφορα αστεία και τραγελαφικά για να αποσπάσει τρόφιμα, ρούχα και χρήματα προκειμένου να βιοποριστεί δίχως να εργαστεί. Όταν το επιχειρεί για μια ακόμη φορά στην διάρκεια μιας παραδοσιακής γιορτής Θιβετιανών μοναχών, καταλήγει να συλληφθεί και να καταδικαστεί σε θάνατο ως αρχηγός και υποκινητής μιας ομάδας κομμουνιστών που παρήσφρεισαν στην γιορτή και επιτέθηκαν στους τοπικούς άρχοντες.
Η ευκολία του Φο να παίρνει μύθους και να τους αλλάζει τα φώτα -όπως καυστικά σχολιάζει ο ίδιος-, είναι χαρακτηριστική. Μου αρέσει η απροκάλυπτη γλώσσα του "Μεγάλου Μπουφόνου" που ακούγεται τόσο άμεση όταν μιλά η Ελοΐζα και θεωρώ ότι ο ρεαλιστικά δοσμένος έρωτας του πρώτου και του τρίτου αφηγήματος δικαιολογεί τον Έρωτα του τίτλου. Ο θάνατος του Κινέζου Κου, στο τέταρτο αφήγημα, τη στιγμή που ανακαλύπτει την ουτοπία και μάχεται γι' αυτήν είναι τραγική ειρωνία, ωστόσο, έχω μια δυσκολία στο να εντοπίσω την ειρωνία στα δύο μεσαία αφηγήματα που τα βρήκα αδύναμα και -κατά την γνώμη μου- δεν εντάσσονται πλήρως κάτω από τον συγκεκριμένο τίτλο του βιβλίου. Ίσως το Παράλογο να έδενε καλύτερα δίπλα στον έρωτα. Διότι είναι παράλογο να αγαπάς με ένταση κι ελευθερία, όπως είναι παράλογο το να υπερασπίζεσαι την ισοτιμία της γυναίκας σε μια εποχή που κυριαρχεί το δίκαιο της Εκκλησίας και του προσανάμματος. Ίσως, επίσης, διότι τίποτε δεν προσδιορίζει καλύτερα τους ανθρώπους από την θέλησή τους να κάνουν παράλογα πράγματα κυνηγώντας το φαινομενικά απίθανο. Και τούτο δεν έχει καμμία σχέση με την εποχή, ούτε και με το οποιοδήποτε κόστος.
Σημείωση: το σχέδιο είναι του Ντάριο Φο από το εξώφυλλο του βιβλίου και έχει τίτλο "con te mi sento un corpo solo" .
hardly anyone gets out of it alive"
Robert A. Heinlein
Γνώριζα τον Ντάριο Φο από τα θεατρικά του: το κοινωνικό "Η μαριχουάνα της μαμάς είναι πιο γλυκιά" και το πολιτικό "Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω". Τώρα μαθαίνω ότι οι τέσσερις ιστορίες που αποτελούν τον μικρό τόμο με τον τίτλο "ο Έρωτας και η Ειρωνία" (μετάφραση Ανταίου Χρυσοστομίδη - Καστανιώτης, 2009) είναι το πρώτο πεζογραφικό έργο του θεατρικού συγγραφέα που τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1997.
Το πρώτο αφήγημα της συλλογής είνα η ιστορία της Ελοΐζας και του Αβελάρδου - το ζευγάρι που πέρασε στην αιωνιότητα κι έγινε μύθος, πολύ πριν τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα, με το εντελώς βάναυσο τέλος της σχέσης τους. Μόλις 15 χρονών, η Ελοΐζα είναι η πιο μορφωμένη και καλλιεργημένη νέα στο Παρίσι. Ο Πέτρος Αβελάρδος, ο πιο διαπρεπής φιλόσοφος του 12ου αι. και φημισμένος εξίσου για την εγκρατή ζωή του, γοητεύεται από τη φήμη της νέας και πλησιάζει τον θείο της, αβά Φυλμπέρ, με τον οποίο συμφωνούν να της παραδίδει μαθήματα. Η Ελοΐζα μαγεύεται από την δεινότητά του Αβελάρδου ως αφηγητή μα στη συνέχεια εξαγριώνεται όταν εκείνος την εισάγει στην διαλεκτική του αντιθέτου και των παραλόγων καθώς της ανατρέπει όλα όσα είχε μάθει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Οι δυο τους συγκρούονται μεν αλλά ερωτεύονται παράφορα κάτω από τη μύτη του αυστηρού αβά. Σύντομα η Ελοΐζα θα μείνει έγκυος και προκειμένου να γλιτώσουν από την κοινωνική κατακραυγή φεύγουν από το Παρίσι. Ο αβάς νιώθει προδομένος και ντροπιασμένος ακόμη κι όταν, μετά από αρκετό καιρό, το ζευγάρι αποφασίζει να παντρευτεί παρουσία του. Ωστόσο, τα ταμπού της εποχής και ο πληγωμένος εγωϊσμός/ανδρισμός του αβά είναι ισχυρά και δεν θα τους επιτρέψουν να ζήσουν μαζί. Ένα πρωί, ο Αβελάρδος θα βρεθεί ευνουχισμένος και στις παρυφές του θανάτου. Το ζευγάρι θα χωρίσει έχοντας ήδη ένα παιδί - ο Αβελάρδος θα κλειστεί σε μονή ενώ η Ελοΐζα θα υποκύψει στην εγωιστική θέλησή του να μονάσει. Έγκλειστη πια και ηγουμένη σε γυναικείο μοναστήρι, η Ελοΐζα μη μπορώντας να αποφύγει τις ερωτικές φαντασιώσεις της, θα στέλνει στον αγαπημένο της Αβελάρδο επιστολές μέχρι το τέλος της ζωής τους. Μία από αυτές τις επιστολές είναι και η ιστορία που διαβάζουμε την οποία όμως απευθύνει στον αναγνώστη και του διηγείται, με την -κατά Ντάριο Φο- φωνή της τον έρωτά της με τον Πέτρο Αβελάρδο.
Το δεύτερο αφήγημα είναι η ιστορία της "Μαϊνφρέντα, αιρετικής από το Μιλάνο" που προσπαθεί να κρατήσει ζωντανή την κληρονομιά της "αγίας" Γκουλιελμίνα της Βοημίας η οποία υποστήριζε την χειραφέτηση της γυναίκας πίσω, στα τέλη του 14ου αι.(!) Όπως όμως είναι γνωστό, οτιδήποτε παρεκκλίνει από τις αρχές και οδηγίες της επίσημης θρησκείας (εδώ του καθολικισμού) θεωρείται αίρεση και καταδικάζεται. Έτσι, η Μαϊνφρέντα καίγεται στην πυρά.
Μία θηριοδαμάστρια είναι η πρωταγωνίστρια του τρίτου, ομότιτλου, αφηγήματος της συλλογής. Ένας δημοσιογράφος εισβάλλει στο τσίρκο θέλοντας να παρακολουθήσει την πρόβα της και η θηριοδαμάστρια αντιδρά. Ενώ στην αρχή αρνείται να μιλήσει, κατόπιν αναλύεται σ' έναν μονόλογο/ξέσπασμα - χρησιμοποιώντας τα λιοντάρια και τα άλλα σαρκοβόρα "αντικείμενα" της δουλειάς της ως αλληγορία, η θηριοδαμάστρια περιγράφει τα παρασκήνια του τσίρκου και ξεσκεπάζει τις κοινωνικές δομές, τις πραγματικές επαγγελματικές συνθήκες, ακόμη και τις ερωτικές και συζυγικές της σχέσεις και απογοητεύσεις - κυρίως δε αυτές τις τελευταίες.
Στην τελευταία ιστορία ένας Κινέζος αγύρτης και τυχοδιώκτης κάνει διάφορα αστεία και τραγελαφικά για να αποσπάσει τρόφιμα, ρούχα και χρήματα προκειμένου να βιοποριστεί δίχως να εργαστεί. Όταν το επιχειρεί για μια ακόμη φορά στην διάρκεια μιας παραδοσιακής γιορτής Θιβετιανών μοναχών, καταλήγει να συλληφθεί και να καταδικαστεί σε θάνατο ως αρχηγός και υποκινητής μιας ομάδας κομμουνιστών που παρήσφρεισαν στην γιορτή και επιτέθηκαν στους τοπικούς άρχοντες.
Η ευκολία του Φο να παίρνει μύθους και να τους αλλάζει τα φώτα -όπως καυστικά σχολιάζει ο ίδιος-, είναι χαρακτηριστική. Μου αρέσει η απροκάλυπτη γλώσσα του "Μεγάλου Μπουφόνου" που ακούγεται τόσο άμεση όταν μιλά η Ελοΐζα και θεωρώ ότι ο ρεαλιστικά δοσμένος έρωτας του πρώτου και του τρίτου αφηγήματος δικαιολογεί τον Έρωτα του τίτλου. Ο θάνατος του Κινέζου Κου, στο τέταρτο αφήγημα, τη στιγμή που ανακαλύπτει την ουτοπία και μάχεται γι' αυτήν είναι τραγική ειρωνία, ωστόσο, έχω μια δυσκολία στο να εντοπίσω την ειρωνία στα δύο μεσαία αφηγήματα που τα βρήκα αδύναμα και -κατά την γνώμη μου- δεν εντάσσονται πλήρως κάτω από τον συγκεκριμένο τίτλο του βιβλίου. Ίσως το Παράλογο να έδενε καλύτερα δίπλα στον έρωτα. Διότι είναι παράλογο να αγαπάς με ένταση κι ελευθερία, όπως είναι παράλογο το να υπερασπίζεσαι την ισοτιμία της γυναίκας σε μια εποχή που κυριαρχεί το δίκαιο της Εκκλησίας και του προσανάμματος. Ίσως, επίσης, διότι τίποτε δεν προσδιορίζει καλύτερα τους ανθρώπους από την θέλησή τους να κάνουν παράλογα πράγματα κυνηγώντας το φαινομενικά απίθανο. Και τούτο δεν έχει καμμία σχέση με την εποχή, ούτε και με το οποιοδήποτε κόστος.
Σημείωση: το σχέδιο είναι του Ντάριο Φο από το εξώφυλλο του βιβλίου και έχει τίτλο "con te mi sento un corpo solo" .