Τρίτη 28 Ιουνίου 2011





This above all:




to thine own self be true,
And it must follow, as the night the day,
Thou canst not then be false to any man.  

Act I, sc. iii. 
(Polonius giving advice to his son Laertes, 
departing for France.)





Δευτέρα 20 Ιουνίου 2011







את המילים של המגן והחנית
(Οι λέξεις της ασπίδα και δόρυ)


Ξεκίνησα το "Στο τέλος της γης" (Καστανιώτης, 2010, σε μετάφραση από τα Εβραϊκά της Λουΐζας Μιζάν) από τις τελευταίες σελίδες του, εκεί όπου ο  Νταβίντ Γκρόσμαν σημειώνει έναν διευκρινιστικό επίλογο για την δημιουργία του βιβλίου. Μην έχοντας διαβάσει κάποιο άλλο από τα βιβλία του Ισραηλινoύ συγγραφέα και δεδομένου ότι η τραγική ιστορία του θανάτου του γιου του αποτελεί τον άτυπο πρόλογο-επωδό του βιβλίου, χρειαζόμουν κάποιου είδους διαβεβαίωση πως δεν πρόκειται για μία πένθιμη καταγραφή των όσων συνέβησαν στην οικογένειά του.

Γράφει, λοιπόν, ο συγγραφέας πως άρχισε να γράφει αυτό το βιβλίο τον Μάιο του 2003 -μισό χρόνο πριν την λήξη της στρατιωτικής θητείας του πρωτότοκου γιου του Γιόναταν, και μισό χρόνο πριν την κατάταξη του μικρότερου γιου του Ούρι, και πως όταν σκοτώθηκε ο Ούρι "στις 12 Αυγούστου 2006, τις τελευταίες ώρες του Δεύτερου Πολέμου στο Λίβανο" το μεγαλύτερο μέρος του είχε ήδη γραφτεί.

Η αφήγηση ξεκινά το 1967, όταν το Ισραήλ βρίσκεται σε κατάσταση πολέμου. Τρεις έφηβοι βρίσκονται απομονωμένοι σε μια πτέρυγα νοσοκομείου λόγω μιας λοιμώδους ασθένειας από την οποία έχουν προσβληθεί. Η Όρα και ο Άβραμ, όταν δεν βρίσκονται σε κώμα, περνούν τις ώρες τους μιλώντας για τα όνειρα και τις επιθυμίες τους. Σε μία από τις βραδυνές -κι επώδυνες για την κατάστασή του- επισκέψεις στο δωμάτιο της Όρα, ο Άβραμ, ένας ευφυής, δοτικός, larger than life έφηβος με έντονες καλλιτεχνικές τάσεις και πολύ ερωτευμένος μαζί της, σέρνει μαζί του έναν νεαρό που κοιμάται στο αναπηρικό καροτσάκι του. Ο Ίλαν, ο τρίτος έφηβος της πτέρυγας, δεν συμμερίζεται καθόλου την όρεξη των άλλων δύο για κουβέντα: όταν είναι ξύπνιος παραμένει κλεισμένος στον εαυτό του και δεν μιλά καθόλου για την ζωή του πριν ή μετά την αρρώστεια. Μόνο όταν είναι κοιμισμένος μπορεί να κουβεντιάζει ανοιχτά με τον Άβραμ και να του εκμυστηρεύεται τις σκέψεις του, κάτι που ο Άβραμ και στην συνέχεια η Όρα, του ανταποδίδουν πλέκοντας έτσι την αρχή ενός δεσμού πολύ ισχυρού και για τους τρεις.

Στο δεύτερο κεφάλαιο η Όρα, στα πενήντα τρία της τώρα, ετοιμάζεται για μια περιπατητική εκδρομή στην Γαλιλαία με τον μικρότερο γιο της, Όφερ, για να γιορτάσουν κατά κάποιον τρόπο την λήξη της θητείας του στον στρατό - μια θητεία που σημειωτέον, στα εμπόλεμα εδάφη του Ισραήλ συνεπάγεται με τρία χρόνια γεμάτα έρευνες για βομβιστές-καμικάζι, ένοπλες περιπολίες, ενέδρες, εφόδους κι άλλες παρόμοιες καταστάσεις που ενέχουν πραγματικά πυρά και το επίσης πραγματικό και πολύ πιθανό ενδεχόμενο του θανάτου. Παρά την απόλυσή του, ωστόσο, ο Όφερ επιστρέφει οικοθελώς στην μονάδα του για να πάρει μέρος σε μια έκτακτη επιχείρηση που θεωρεί πολύ σημαντική. Η χαρά και η ανακούφιση της Όρα μετατρέπονται πάλι, σε χρόνο dt, σε φόβο για την ζωή του γιου της κι αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να το χειριστεί τη δεδομένη χρονική στιγμή - με τον Ίλαν και τον μεγαλύτερο γιο τους, Άνταμ να βρίσκονται κάπου στην νότιο Αμερική σε ταξίδι αναψυχής και με την πολύ βάσιμη αγωνία ριζομένη μέσα της, η Όρα νιώθει μια ανεξέλεγκτη τάση φυγής κι αποφασίζει να κάνει το προγραμματισμένο ταξίδι χωρίς τον Όφερ. Για την ακρίβεια, χωρίς καμμία απολύτως επικοινωνία μαζί του ή με οποιονδήποτε άλλον, με το σκεπτικό πως "...αν δεν την βρουν (οι αγγελιοφόροι των κακών ειδήσεων), αν δεν είναι δυνατόν να την βρουν, (ο Όφερ) δεν θα τραυματιστεί."


 
Όταν ο φόβος σε σπρώχνει στα όρια του πανικού, το να ελέγξεις τις αντιδράσεις σου είναι κάπως δύσκολο και η Όρα δεν είναι αρκετά διατεθειμένη να το αποφύγει - πρώτα μαλώνει  με τον επί χρόνια έμπιστο φίλο της, τον Άραβα Σάμι που την οδηγεί με το ταξί του στη Γαλιλαία, και στη συνέχεια επισκέφτεται τον Άβραμ στο Τελ Αβίβ με σκοπό να τον πάρει μαζί της. Δεν θα είναι καθόλου εύκολο να τον πείσει, ωστόσο, η πεζοπορία θα ξεκινήσει τελικά, με την Όρα να μιλά δίχως σταματημό και τον Άβραμ ν'ακούει δίχως να σχολιάζει.

Με συνεχή κι άτακτα (δλδ χωρίς χρονολογική σειρά) flashbacks, η Όρα αραδιάζει το χρονικό της ζωής της που είναι παράλληλα και η ιστορία του Ισραηλινού κράτους η οποία εισβάλλει συνεχώς στην ζωή των τριών φίλων. Όταν βρίσκονται στην αρχή των σπουδών τους, θα ξεσπάσει  ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ  και ο Ίλαν με τον Άβραμ θα καταταχθούν στο στρατό. Σ' ένα σκέρτσο της τύχης, ο Ίλαν μένει στα μετόπισθεν ενώ ο Άβραμ στέλνεται στην πρώτη γραμμή. Από εκεί θα επιστρέψει βαριά τραυματισμένος και για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα θα βρίσκεται σε κωματώδη κατάσταση. Σε όλη αυτή την περίοδο, ο Ίλαν και η Όρα θα τον φροντίζουν με τυφλή αφοσίωση. Βγαίνοντας δε από το νοσοκομείο, ο Ίλαν και η Όρα θεωρούν φυσικό να τον προσκαλέσουν να μείνει μαζί τους παρόλο που έχουν παντρευτεί κι έχουν ήδη έναν γιο. Η κατάσταση για τον Άβραμ γίνεται φοβερά δύσκολη: εκτός από τις φυσιολογικές συνέπειες του σωματικού και ψυχολογικού βασανισμού που υπέστη στην αιχμαλωσία και οι οποίες θα γίνονταν βάρος στους υπόλοιπους, στην περίπτωση που έμενε μαζί τους θα έπρεπε να βιώσει και την επίσημη απόρριψη του έρωτά του για την Όρα από την ίδια και τον καλύτερό του φίλο.

Ο Άβραμ αρνείται και μένει μόνος του στο Τελ Αβίβ. Η σχέση των τριών τους περνά από σοβαρές διακυμάνσεις – ο Ίλαν εγκαταλείπει την Όρα με το νεογέννητο αμέσως μετά τη γέννησή του και ο Άβραμ όσο περνά ο καιρός, απομακρύνεται όλο και περισσότερο κι από τους δυο. Ωστόσο, εξακολουθούν να επικοινωνούν μεταξύ τους - τυπικά και με διακριτικό έως παιδαριώδη κάποιες φορές τρόπο. Και ο Ίλαν και η Όρα, παρόλο που βρίσκονταν σε διάσταση, συνεχίζουν να επισκέφτονται τον Άβραμ -εναλλάξ και χωρίς να συναντηθούν μεταξύ τους- μέχρι ότου βεβαιωθούν πως έχει επιστρέψει στη ζωή και μπορεί να ανταπεξέρθει στην καθημερινότητα χωρίς βοήθεια.

Στα επόμενα είκοσι χρόνια ο Άβραμ θα ζήσει στη σκιά του πρότερου εαυτού του. Εντελώς αποκομμένος από το κοινωνικό παρελθόν του, κάνει διάφορες ταπεινές δουλειές που του βρίσκουν από την Υπηρεσία Αποκατάστασης και οι οποίες δεν έχουν καμμία σχέση με τα ενδιαφέροντα που είχε στην προπολεμική ζωή του. Κάποια στιγμή, μάλιστα, όταν θα γνωρίσει μια παραβατική νέα, τη Νέτα, θα δημιουργήσει μια ελεύθερη κι ανόρεχτη σχέση μαζί της – δεν είναι μόνο το ότι τα βασανιστήρια έχουν αποστραγγίσει από μέσα του κάθε επιθυμία ζωής. Είναι, κυρίως, η απαράβατη καταστολή του έρωτά του από την Όρα και τον γάμο της. Και παρά το ότι εξακολουθεί να είναι ερωτευμένος μαζί της, σε όλο αυτό το διάστημα, ο Άβραμ δεν θα την συναντήσει, ούτε και τον Ίλαν φυσικά, όπως επίσης θα αρνηθεί κατηγορηματικά  να πάρει με οποιονδήποτε τρόπο μέρος στην ζωή του Όφερ, του γιου που έχει αποκτήσει με την Όρα σε μία από εκείνες τις επισκέψεις της.

Γι' αυτό όταν η Όρα τον ειδοποιεί πως θα περάσει να τον πάρει μαζί της, εκείνος την αγνοεί και παίρνει το υπνωτικό χαπάκι του όπως συνήθως κάνει κάθε βράδυ. Η Όρα αναγκάζεται να τον απαγάγει - για την ακρίβεια να τον σύρει έξω από το σπίτι. "...προσπαθούσε να τον κρατήσει όσο μπορούσε, για να μην σωριαστούν κάτω μαζί, και ταυτόχρονα -ούτε σ' αυτό είχε τον έλεγχο- άρχισε να πετάει κομμάτια της ζωής τους που ποτέ δεν είχαν περάσει απ' τα χείλη της, και του θύμισε πράγματα ξεχασμένα για κείνον και για κείνη και για τον Ίλαν, και του διηγήθηκε ολόκληρη την ιστορία μιας ζωής διαλυμένης πάνω σε εξήντα τέσσερα σκαλοπάτια, μέχρι την εξώπορτα του κτηρίου. Κι από κει τον έσειρε σ' ένα μονοπάτι από σπασμένα πλακάκια και σωρούς σκουπιδιών και σπασμένα μπουκάλια μέχρι το ταξί του Σάμι, που καθόταν και την κοίταζε πίσω από το μπροστινό τζάμι με μάτια ανέκφραστα, και δεν βγήκε να τη βοηθήσει."


Η οικογένεια είναι θεμελίωδης άξονας για τον Νταβίντ Γκρόσμαν και στα άλλα λογοτεχνικά βιβλία του έχει περιγράψει τις σχέσεις που αυτή περικλείει: τη σχέση ενός άντρα και μιας γυναίκας πριν την δέσμευση, τις σχέσεις τους ως ζευγάρι, τις σχέσεις γονιών και παιδιών. Το ίδιο συμβαίνει και με την Όρα - αφηγείται το πως παντρεύτηκε τον Ίλαν και ποιά ήταν η μεταξύ τους σχέση, το πως γεννήθηκαν τα παιδιά τους, πως ο Ίλαν την εγκατέλειψε και πως επέστρεψε τρία χρόνια μετά όταν έμεινε έγκυος στον Όφερ, πως μεγάλωσαν τους γιους τους καθώς και τους αόρατους ιστούς που συνδέουν τον καθένα από αυτούς με τους υπόλοιπους. Ίσως κάποιος να θεωρήσει τις περιγραφές αυτές υπερβολικές μα είναι απαραίτητες για την Όρα που θέλει μέσα από τα λόγια της ο Άβραμ να γνωρίσει και να αγαπήσει τον γιο του. Να μπει στην ζωή του και η έγνοια του αυτή να μεγαλώσει την ασπίδα γύρω από τον εικοσάχρονο. Γι' αυτό μιλά δίχως να κρύβει τίποτα - ούτε μία λεπτομέρεια όσο μικρή κι ασήμαντη κι αν είναι, ούτε καταστάσεις και ζητήματα που καλό είναι να σωπαίνει κανείς, ούτε ακόμη κι εκείνες τις μύχιες σκέψεις που κάνει ο καθένας μας και φυσικά δεν ομολογεί δημοσίως. Μιλά ανεξέλεγκτα, σαν το σώμα της να έχει κηρύξει μια μικρή Ιντιφάντα. Κι ενώ το ταξίδι τους ξεκίνησε με τις χειρότερες συνθήκες, σιγά σιγά η διάθεση και των δύο αλλάζει. “Όσο επιστρέφει ο Άβραμ στη ζωή -έτσι όπως είναι σιωπηλός και βαρύς και ανεπαρκής- τόσο τη μαγνητίζει προς την εσωτερική και απόλυτη προσωπική ακρίβεια και αρτιότητα, που διαχέουν μέσα της ανατριχίλες ζεστασιάς τις οποίες έχει πλέον χρόνια να νιώσει."

Αυτό ακριβώς συμβαίνει και με την ανάγνωση του βιβλίου - η δύναμη της γραφής του Νταβίντ Γκρόσμαν προκαλεί συναισθήματα ασυνήθιστης έντασης παρόλο που  ο  τόσο μακροπερίοδος λόγος του με δυσκόλεψε αρκετά μέχρι να βρω τον ρυθμό του. Αλλά αυτό συνέβη μόνο στις πρώτες είκοσι πέντε με τριάντα σελίδες. Το υπόλοιπο βιβλίο, αν και πολυσέλιδο, σας διαβεβαιώ δεν είναι καθόλου δύσκολο ή βαρετό. Το ακριβώς πολύ αντίθετο (sic).

Όσο διάβαζα αλλά κι αργότερα, προσπαθώντας να γράψω τούτη την ανάρτηση, στο μυαλό μου είχε κολλήσει στην κυριολεξία το "Σκηνές από ένα γάμο" του Ίγκμαρ Μπέργκμαν. Η ρευστότητα μιας ερωτικής σχέσης, η ερωτική φύση μιας φιλίας, η διατήρηση του έρωτα στον γάμο και η ανεπιτείδευτη ειλικρίνεια που στιγμές σε καθιστά αδύναμο ή αφελή -πράγμα εξίσου επικίνδυνο για την ψυχική ακεραιότητα ενός ανθρώπου- απειχούν τόσο τους τραγικούς ήρωες του Ισραηλινού.

Tο κορυφαίο σημείο του μυθιστορήματος, ωστόσο, θα έλεγα πως είναι  η διευσδητικότητα του συγγραφέα στην ψυχοσύνθεση του γυναικείου φύλου. Στο σημείο όπου η Όρα μονολογεί για την θέση και τον ρόλο της ως σύζυγος, μητέρα και φίλη, ξεχνάς ότι πρόκειται για μια μυθιστορηματική περσόνα στο Ισραήλ και θαρρείς πως μιλά μια οποιαδήποτε γυναίκα απ' οποιοδήποτε μέρος στον κόσμο, μια Γυναίκα ζωντανή μέσα στο σώμα της, με ό,τι  αυτό συνεπάγεται. Το βιβλίο θα μπορούσε γι' αυτό να χαρακτηριστεί  ως το μυθιστόρημα της Γυναίκας. Η αφήγηση της Όρα -που εκτείνεται σε ολόκληρο το βιβλίο, είναι, καλύτερα, όλο το βιβλίο- αποπνέει την αμεσότητα, την ώριμη παιδικότητα και τον αφοπλιστικό αυθορμητισμό που είχα να συναντήσω από το "Επτά ημέρες μιας γυναίκας" της Ναταλίας Μπαράσκαγια. Η δραματικότητα των διαλόγων -που τονίζεται ακόμη περισσότερο από την έλλειψη εισαγωγικών και παυλών καθώς κι από το ότι τις περισσότερες φορές είναι ενσωματωμένοι στο κυρίως κείμενο- και η ηχώ της σκέψης της Όρα διαθέτουν μια τέτοια τσεχωφική ευαισθησία που σε παρασύρει στην κυριολεξία στον κόσμο αυτής της γυναίκας που ανασυστήνει απελπισμένα τα τελευταία 37 χρόνια της ζωής της.


Οι δύο πρώην -και νυν- εραστές περπατούν σε μονοπάτια όπου η πυκνή βλάστηση εναλλάσσεται με βράχια, ποτάμια και καταρράκτες. Διασχίζουν δάση από ανθισμένους τερέβινθους, βελανιδιές και σημύδες, προσπερνούν σκόρπιους κατακίτρινους ασπαλάθους και μωβ κουτσουπιές και τυλίγονται από μυρωδιές από ρίγανη, θυμάρι, δεντρολίβανο κι αγιόκλημα - η φύση είναι παρούσα σε όλο το μυθιστόρημα σαν δεύτερη πρωταγωνίστρια. Και τούτος ο πολύχρωμος μα σιωπηλός ορίζοντας φαίνεται πως λειτουργεί αντιστικτικά και καταπραϋντικά στην διήγηση της Όρα ιδίως όταν φτάνει στο σημείο να περιγράψει το μυστικό του Ίλαν: στον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, όπου υπηρέτησαν και οι δύο, ο Ίλαν εγκαταλείπει τη βάση του για να βρει τον Άβραμ. Όταν δε, μαθαίνει πως είναι τραυματισμένος και παγιδευμένος σε ένα κατεστραμμένο από τους βομβαρδισμούς των Αιγυπτίων οχυρό, αποπειράται να τον πλησιάσει για να τον απελευθερώσει. Το μόνο που καταφέρνει, όμως, είναι να βρεθεί αποκλεισμένος και ο ίδιος σ' ένα άλλο φρούριο ενάμισι χιλιόμετρο μακριά του. Οι Αιγύπτιοι βρίσκονταν ήδη είκοσι χιλιόμετρα μέσα στο έδαφος του Ισραήλ μα ο Ίλαν, εν μέσω βομβαρδισμών κι οπισθοχώρησης κατασκευάζει έναν αυτοσχέδιο ασύρματο και μ' αυτό το μηχάνημα πιάνει τον Άβραμ στις ραδιοσυχνότητες (ο Άβραμ υπηρετεί στην Υπηρεσία Πληροφοριών του Ισραήλ από τη θέση του ασυρματιστή). Παρά το χάος που επικρατεί, ο Ίλαν μένει στην θέση του να τον ακούει τη μια να παραλυρεί και να παραλογίζεται και την άλλη να δίνει με απόλυτη νηφαλιότητα πλήρη στοιχεία της κατάστασης που επικρατεί στο δικό του οχυρό, ενώ στιγμή δεν παύει να αναπολεί και να επικαλείται τον έρωτά του για την Όρα. Ο Ίλαν  τον ακούει ακόμη και την στιγμή που οι αντίπαλοι πιάνουν τον Άβραμ αιχμάλωτο.

Η αφήγηση της Όρα θα διαρκέσει πολλά χιλιόμετρα μακριά από κάθε στοιχείο πολιτισμού κι ενημέρωσης. Και όσο περισσότερο θυμάται και μιλάει για τον Όφερ, τόσο περισσότερο νιώθει πως τον προστατεύει. Κοντεύοντας, ωστόσο, στην έξοδο του μονοπατιού και πλησιάζοντας στο παρόν, ο φόβος και η αγωνία εισβάλλουν μέσα της με μεγαλύτερη σφοδρότητα. "Από βήμα σε βήμα ένας νέος φόβος στάζει μέσα της. Μήπως κάνει λάθος, μήπως τα κάνει όλα εντελώς ανάποδα, μήπως όσο εξιστορεί στον Άβραμ ιστορίες για τον Όφερ, η ζωή του Όφερ λιστοστεύει;"

Το "Στο τέλος..." θα μπορούσε, επίσης, να ήταν το βιβλίο του Ούρι μιας και υπάρχουν τόσα "δικά του" στοιχεία σ' αυτό. Ο Νταβίντ Γκρόσμαν αναφέρει πως "ο Ούρι γνώριζε πολύ καλά την υπόθεση του βιβλίου και τους ήρωές του. Κάθε φορά που μιλούσαμε στο τηλέφωνο, και ειδικά όταν ερχόταν στο σπίτι με άδεια, ρωτούσε τα νέα του βιβλίου και την ηρώων του (τι έπαθαν αυτή την εβδομάδα; ήταν η συνήθης ερώτησή του). Το μεγαλύτερο μέρος της θητείας του το πέρασε στα Κατεχόμενα, (...) και αρκετές φορές μοιραζόταν μαζί μου τις εμπειρίες του από εκεί." Και ο συγγραφέας, συνεχίζει  στον επίλογό του, πως είχε την αίσθηση "...ή, πιο σωστά, την ψευδαίσθηση- " πως το βιβλίο που έγραφα θα τον προστάτευε." Όπως έκανε η Όρα με τα λόγια της. Δεν θα μάθουμε αν έπιασε το δικό της "ξόρκι", του Γκρόσμαν όμως όχι. Σε συνέντευξή του ο συγγραφέας λέει πως στο μυθιστόρημα δεν περιγράφει την οικογένειά του ωστόσο, είναι φορές που αυτά τα δύο συμπίπτουν. Είναι, υποθέτω, φυσιολογικό αυτό για έναν συγγραφέα αν και στην δική του περίπτωση η σύμπτωση παραήταν συγχρονισμένη. Και είναι επίσης, θεμιττό για κάθε κριτικό και κάθε αναγνώστη (που ενδιαφέρεται) που διαβάζει ένα μυθιστόρημα να εξετάζει και το ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο δημιουργήθηκε για να το κατανοήσει καλύτερα. Είναι όμως απόλυτα άδικο να περιορίζουμε ένα βιβλίο στο βεληνεκές ενός περιστατικού της ζωής του συγγραφέα του, όσο τραγικό αυτό κι αν είναι - άλλωστε από το συγκεκριμένο γεγονός θα αντλήσει ο Νταβίντ Γκρόσμαν για το επόμενο βιβλίο του  οπότε ας περιμένουμε μέχρι τότε.

Το "Στο τέλος της γης" διαθέτει μια πλούσια, γεμάτη αποχρώσεις γλώσσα, ζεστό, πάλλον συναίσθημα και μια εκπληκτική εμβάθυνση στους χαρακτήρες του - ένα "νοήμον" ψυχολογικό μυθιστήρημα. Θα μπορούσε, επίσης, να το χαρακτηρίσει κανείς και ως το μυθιστόρημα της Φιλίας και της Οικογένειας. Δεν μπορείς, όμως, καθόλου να το πεις πολιτικό -ούτε άλλωστε γράφτηκε γι'αυτό-. Ωστόσο, είναι με την έννοια ότι πολιτική είναι οι επιλογές μας και ο τρόπος που ζούμε την καθημερινότητά μας – από το ποιόν επιλέγει να εμπιστευτεί τα μυστικά της, πως συμπεριφέρεται στις δυσκολίες και το πως μεγαλώνει τα παιδιά της μέχρι την πραγματική φιλία της Όρα με τον “εχθρό” Άραβα Σάμι και την αντίθεσή της για τον κάθε πόλεμο, ο Γκρόσμαν αμφισβητεί και τις δύο πλευρές -την Παλαιστινιακή και την Ισραηλινή- με τα κλισέ τους, τις προκαταλήψεις και τις γενικεύσεις τους  που δημιουργούνται, όπως λέει ο ίδιος, από τον φόβο, την άρνηση και τον κυνισμό.

Η στάση του Νταβίντ Γκρόσμαν είναι υποδειγματική: αποφεύγοντας συστηματικά να συσχετίσει τον θάνατο του Ούρι με τις δημόσιες δηλώσεις του κατά του πολέμου, συνεχίζει να υποστηρίζει με νηφαλιότητα την ειρηνική λύση του μεσανατολικού. “Τα συναισθήματά μου δεν είναι οι σκέψεις μου” λέει χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Ο μεγάλος ενδοιασμός του, ωστόσο, ήταν για το βιβλίο. Όταν ο συγγραφέας εμπιστεύτηκε στον στενό του φίλο, Άμος Όζ, ότι δεν μπορούσε να σώσει το βιβλίο  εκείνος του απάντησε: "Δεν θα σώσεις εσύ το βιβλίο, το βιβλίο θα σώσει εσένα!"  Κι έτσι ο Γκρόσμαν επέστρεψε στη συγγραφή/επεξεργασία του δίνοντάς μας αυτό το τόσο αισιόδοξο, τελικά, βιβλίο - το βιβλίο της Ζωής. Κι αν ένα βιβλίο μπορεί να νικήσει με την αβρότητα και την αδιαπραγμάτευτη ευαισθησία του συγγραφέα  που διαπνέουν τις σελίδες του το πένθος, πόσες πιθανότητες υπάρχουν να "υποκύψει" στην ρουτίνα της κάθε ημέρας;




Σημειώσεις: Το πρώτο εικαστικό έργο είναι το "Μother mortality" του Γκάρυ Χιουμ και η δεύτερη φωτό είναι μια παλαιότερη εγκατάσταση του Αλ. Ψυχούλη που αντιπαραβάλει το ιδιωτικό με το δημόσιο και τη δύναμη των συμπτώσεων. Έχει τίτλο "Το Δωμάτιο (fragility makes me special)". Στην τρίτη φωτογραφία είναι ο ίδιος ο Νταβίντ Γκρόσμαν.

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2011






The most effective education

Ενθουσιάζομαι όταν ανακαλύπτω παιδικά βιβλία με ασυνήθιστη εικαστική εικονογράφιση και κείμενα τρυφερά και έξυπνα, από αυτά που τους λείπει ο στερεότυπος διδακτισμός και στο τέλος, σου αφήνουν  μια αισιόδοξη κι ανάλαφρη, χιουμοριστική διάθεση -  τόσο αναγκαίο αυτή την περίοδο.

Ένα τέτοιο ιδαίτερο βιβλίο ξετρύπωσα πριν καιρό από ένα πολυφορτωμένο ράφι βιβλιοπωλείου - τα έντονα χρώματα και οι ασυνήθιστες, ρευστές μορφές του στο εξώφυλλο μου άρπαξαν αμέσως  το ενδιαφέρον και φυσικά, δεν αρκέστηκα  μόνο στο ξεφύλλισμα.  Το "Ο Μπαμπάς μου είναι..." των Isabel Martins και Bernardo Carvalho (Κόκκινο, 2011 σε μτφρ. Γ.Κουραβέλου) είναι ένα βιβλίο για τις σχέσεις πατέρα-παιδιού. Ωστόσο, δεν θα περιόριζα το περιεχόμενό του λέγοντας πως αφορά μόνο στις μονογονεϊκές οικογένειες αν και θα ταίριαζε μιας και ο πατέρας είναι ο κύριος πρωταγωνιστής εδώ. Οι καταστάσεις που σκιτσάρονται στις σελίδες του αφορούν και στους "κανονικούς" μπαμπάδες, ξέρετε τους "άλλο μισό του ζευγαριού."


Σε κάθε σελίδα αυτού του μικρού βιβλίου θα δείτε να περιγράφονται μονολεκτικά πολλές ιδιότητες που με ευκολία ενδύονται οι μπαμπάδες για χάρη των παιδιών τους και οι οποίες ιδιότητες είναι άκρως διασκεδαστικές μα και απολύτως αναγκαίες για την ψυχοσωματική ανάπτυξη των μικρών ανθρώπων. Έτσι, λοιπόν, μεταξύ άλλων, σκιτσάρεται και η ενδυματολογική ιδιότητά τους (μπαμπάς αδιάβροχο) η μεταφορική (μπαμπάς αεροπλάνο, μπαμπάς τρακτέρ, μπαμπάς γερανός), η δομική (μπαμπάς κρυψώνα, μπαμπάς τούνελ, μπαμπάς σκάλα) και η επείγουσα ή προληπτική (μπαμπάς φρένο). Ωστόσο, η χρηστική ιδιότητα ενός πατέρα (μπαμπάς κρεμάστρα, μπαμπάς πολυθρόνα, μπαμπάς στρώμα, μπαμπάς ξυπνητήρι, μπαμπάς σφουγγάρι) είναι εκείνη που υπερτερεί - εικονογραφικά τουλάχιστον. Προσωπικά, έχω μία ιδιαίτερη προτίμηση στην βρώσιμη ιδιότητα ενός μπαμπά που δεν είναι άλλη από τον... 


Επειδή όμως είναι καλοκαίρι, δεν μπορώ να μην αναφέρω και τον μπαμπά μούσμουλο και τον μπαμπά βαρύ πεπόνι - αυτές τις δύο δροσερές ιδιότητες, ωστόσο, δεν θα τις βρείτε στο βιβλίο. Είναι οι αγαπημένες μου προσφωνήσεις φίλων προς τους δικούς τους μπαμπάδες από τον καιρό της παιδικής ηλικίας κι αυτό είναι ακόμη ένα από τα συν του βιβλίου: μεταφέρει στους αναγνώστες (κάθε ηλικίας) αλλά κι ανακαλεί (από τους μεγαλύτερους απ' αυτούς) πολύτιμες εμπειρίες.





Σημείωση: Η πρώτη εικόνα είναι από το οπισθόφυλλο του βιβλίου και η δεύτερη από την εσωτερική εικονογράφιση. Οι εκδόσεις Κόκκινο είναι (σχεδόν) ολοκαίνουργιες κι εκτός από τα εξαιρετικά βιβλία τους, το σκεπτικό της εκδότριάς τους είναι εξίσου θαυμάσιο: "Για μένα το διάβασμα είναι απόλαυση. Θέλω λοιπόν τα παιδιά να διαβάζουν όχι επειδή 'πρέπει' αλλά διότι νιώθω ότι θα ήταν κρίμα να χάσουν μια ευχαρίστηση σαν αυτήν. Μην προσπαθείτε να τα 'πείσετε', δοκιμάστε απλώς να βρείτε τι τους αρέσει."

Παρασκευή 10 Ιουνίου 2011






"...it is the stories


that we tell about ourselves, and about others, 
that can make us who we are 
and the world what it is."







Τετάρτη 8 Ιουνίου 2011





"Θα υπερασπίζομαι πάντοτε 
την νομιμότητα της λογοτεχνίας 
στην ανάπτυξη της ιστορικής αλήθειας. 
 

Στην περίπτωση της απέλασης, Εβραίων ή μη Εβραίων, απλώς δεν είναι εύκολο να μιλήσεις ή να γράψεις την αλήθεια. Η αλήθεια που βιώσαμε δεν γίνεται πιστευτή, και αυτό είναι ένα γεγονός στο οποίο στηρίχθηκαν οι Ναζί, όσον αφορά στην δική τους κληρονομιά για τις μελλοντικές γενιές. Εάν πούμε την γυμνή, ωμή, αλήθεια, κανείς  δεν θα μας πιστέψει. Γι' αυτό ανέφερα τον Μανόλο σ' εκείνο το διαμέρισμα της Μαδρίτης. Έλεγε την ωμή αλήθεια, η οποία είναι ακατανόητη  γιατί στερείτο αληθοφάνειας, Χρειαζόταν να αποκτήσει ένα ανθρώπινο σχήμα, μία πραγματική μορφή. Εδώ είναι που η λογοτεχνία αρχίζει: η αφήγηση, το τέχνασμα, η τέχνη - αυτό που ο Πρίμο Λέβι ονομάζει "φιλτραρισμένη αλήθεια". Και πιστεύω με πάθος ότι η αληθινή μνήμη, όχι η ιστορική ή η καταγεγραμμένη μνήμη, θα διαιωνιστεί μόνο μέσω της λογοτεχνίας. Διότι μόνο η λογοτεχνία είναι ικανή να επανεφεύρει και να αναγεννήσει την αλήθεια. Είναι ένα εξαιρετικό όπλο, και θα δείτε πως σε δέκα ή δεκαπέντε χρόνια, το υλικό αναφοράς σχετικά με την καταστροφή των Εβραίων της Ευρώπης θα περικλείει κι ένα σύνολο λογοτεχνικών μαρτυριών - των δικών μας, ενδεχομένως, αλλά επίσης και των νεότερων γενεών, οι οποίοι δεν υπήρξαν μάρτυρες αλλά θα είναι σε θέση να χρησιμοποιήσουν τη φαντασία τους."

Jorge Semprún