Πολύ τρυφερό και συγκινητικό, παρ' όλο το τραγικό του θέμα είναι το πολυσυζητημένο βιβλίο της Emma Donoghue "Το Δωμάτιο" (Ψυχογιός, 2011 - σε ωραία, "δημιουργική" μετάφραση της Έφης Τσιρώνη). Από τις πρώτες σελίδες του (όπως έγραφα σε προηγούμενη ανάρτησή μου) κράτησα τις αποστάσεις μου μην ξέροντας αν πρόκειται για ένα από εκείνα τα βιβλία-θρίλερ με εκτενή περιγραφές κακοποίησης παιδιών και βιασμών ή όχι. Ευτυχώς, δεν είναι.
Το υποψήφιο για το Man Booker Prize 2010 βιβλίο της Ντόναχιου σε εκπλήσσει με την πρώτη: έχει ως κύριο αφηγητή ένα πεντάχρονο αγόρι, τον Τζακ, που γεννήθηκε και μεγαλώνει φυλακισμένο σε ένα δωμάτιο μόλις έντεκα τετραγωνικών μέτρων. Το Δωμάτιο ήταν μία αποθήκη κήπου την οποία ηχομόνωσε και θερμομόνωσε πλήρως ο απαγωγέας της Μαμάς του - ο ΣαταΝίκ, όπως τον λέει ο Τζακ εξαιτίας των άσχημων χαρακτηριστικών του προσώπου του, την απήγαγε καθώς αυτή πήγαινε στο πανεπιστήμιο. Ήταν μόλις 19. Μετά από αλλεπάλληλους βιασμούς, η Μαμά φέρνει στον κόσμο τον Τζακ και βάζει όλη της την ενέργεια και προσοχή για να τον μεγαλώσει με όσο το δυνατόν πιο φυσιολογικό τρόπο - τηρούν ένα σταθερό καθημερινό πρόγραμμα με αυστηρούς κανόνες προσωπικής υγιεινής και υγιεινής διατροφής, κι έχοντας παράλληλα πολύ παιχνίδι, ασκήσεις γυμναστικής -σώματος και μυαλού-, τραγούδια, αναγνώσεις βιβλίων και αφηγήσεις παραμυθιών και ό,τι άλλο σκαρφίζεται η Μαμά επιτόπου για να διασκεδάσει τον Τζακ. Βλέπουν και τηλεόραση αλλά λίγο "για να μην χαλάσει το μυαλό τους".
Στα δύο πρώτα κεφάλαια του βιβλίου, "Δώρα" και "Ξεψέμματα" που εκτυλλίσονται ανάμεσα στους τοίχους του Δωματίου ο Τζακ ζει την καθημερινότητά του σχεδόν ανέμελα μιας και για κείνον το Δωμάτιο είναι το πιο ασφαλές μέρος του κόσμου που επιπλέον του επιτρέπει να έχει τη Μαμά δίπλα του κάθε μέρα όλη μέρα. Αν εξαιρέσουμε τον κτηνώδη λόγο για τον οποίο βρίσκεται φυλακισμένος στο Δωμάτιο, είναι όμορφο να διαβάζεις για τον κόσμο ενός παιδιού όπως τον βλέπει εκείνο και το πως, ελλείψει άλλων ανθρώπων, τα πάντα παίρνουν ανθρώπινη διάσταση - το κρεβάτι γίνεται Κρεβάτι, η καρέκλα Καρέκλα, η Μπανιέρα, ο Φεγγίτης, η Μοκέτα κι όλα τα υπόλοιπα αντικείμενα που οι δυό τους χρησιμοποιούν αποκτούν συναισθήματα για να μπορεί ο Τζακ να συνομιλεί μαζί τους. Η Ντουλάπα εκτός από κρυψώνα έχει μετατραπεί στο δικό του, ιδιαίτερο υπνοδωμάτιο. Ξαπλωμένος εκεί, ο Τζακ δεν έχει καμμία απολύτως επαφή με τον ΣαταΝίκ όταν τους επισκέφτεται κάθε βράδυ. Προσπαθεί να κλείσει τα μάτια του σφιχτά και να κοιμηθεί αλλά συνήθως περιμένει να σταματήσει το τρίξιμο στο κρεβάτι της Μαμάς για να ησυχάσει.
Για την Μαμά όμως τα όρια του Δωματίου ολοένα και στενεύουν καθώς σκέφτεται πως ο Τζακ δεν μπορεί να μεγαλώσει άλλο κάτω από αυτές τις συνθήκες. Στο τρίτο κεφάλαιο, το "Πεθαμός" αρχίζει να αφυπνίζει τον Τζακ εξηγώντας του ότι αυτά που βλέπουν στην τηλεόραση είναι μέρος του αληθινού κόσμου που βρίσκεται Έξω από το Δωμάτιο. Ο Τζακ αντιστέκεται σ' αυτήν την αλλαγή του κόσμου του αλλά η Ντόναχιου σε όλη την έκταση του μυθιστορήματος φροντίζει να αντικρούει, μέσω της Μαμάς, την αντίδραση και την καλοπροαίρετη εύνοια που έχει ο μικρούλης για το Δωμάτιο και τον ΣαταΝίκ. Οι δυό τους, Μαμά και Τζακ, στο τέλος συνεργάζονται παρά τους φόβους του μικρούλη και καταστρώνουν μαζί το σχέδιο της απόδρασής τους. Δεν θα είναι εύκολο αλλά θα πετύχει.
Λέγεται πως η Ντόναχιου εμπνεύστηκε το μυθιστόρημα από την απεχθή υπόθεση Φριτζλ όμως εμένα μου θύμισε το εξίσου απεχθές περιστατικό της απαγωγής της Νατάσα Κάμπους. Η ίδια η συγγραφέας διευκρινίζει πως " ... Τα άρθρα της εφημερίδας για τον πεντάχρονο Φέλιξ Φριτζλ (τον γιο της Ελίζαμπεθ), που βγήκε σ' έναν κόσμο για τον οποίο δεν ήξερε τίποτα, έβαλε την ιδέα στο κεφάλι μου. Η εικόνα του παιδιού με τα ορθάνοιχτα μάτια που αναδύεται στον κόσμο σαν ένας Αρειανός που έρχεται στη γη, με αιχμαλώτισε" Δεν θα είναι υπερβολή να πω ότι την ίδια επίδραση έχει και η μυθιστορηματική μορφή του Τζακ. Ο λόγος του σε αιχμαλωτίζει. Είναι πραγματικά αξιομνημόνευτη η γλώσσα που η Ντόναχιου έχει αναπαράξει - διαθέτει θαυμάσια πιστότητα και η προφορικότητά της σε ξεγελά, σε κάνει να αισθάνεσαι πραγματικός ακροατής ενός πεντάχρονου. Για την ακρίβεια, είναι σαν να το κρυφακούς. "Κρυφακούγοντας", λοιπόν, τον Τζακ μού ήρθε αμέσως στο νου ο Χόλντεν Κόλφιλντ του J.D.Salinger και σκέφτηκα πως οι δυο τους μπορούν κάλλιστα να σταθούν μαζί στο ίδιο λογοτεχνικό βάθρο μιας και οι δύο περπάτησαν "τον δρόμο τον λιγότερο ταξιδεμένο" - ίδια πρωτοτυπία και αυθεντικότητα του αφηγηματικού ύφους σε σχέση με το πρόσωπο της αφήγησης. Αφοπλιστική απλότητα και ευφυές στήσιμο της ιστορίας. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως μοιάζουν. Οι διαφορές τους είναι αρκετές και αναφέρω κάποιες: ο Τζακ είναι πολύ μικρότερος του Χόλντεν, οι συνθήκες διαβίωσής του είναι κατά πολύ δυσκολότερες και, επιπλέον, ο Τζακ επιδεικνύει μια πιο υπεύθυνη, τολμώ να πω ενήλικη, στάση σε ότι του συμβαίνει.
"Νιώθεις φοβισμένος", λέει η Μαμά, "φέρεσαι όμως σαν γενναίος".
"Ε;"
"Είσαι φοβισμογενναίος".
"Φοβαίος".
Οι λεξόπιτες πάντα την κάνουν να γελάει, εγώ όμως δεν έκανα αστείο.
Το μυθιστόρημα έχει, επίσης, αρκετό χιούμορ, όπως ακριβώς συμβαίνει και με ένα αληθινό παιδί - η πραγματικότητα, οι ήρωες των παραμυθιών και των ιστοριών και οι στίχοι των τραγουδιών μπερδεύονται στο μυαλό του Τζακ με κωμικό τρόπο. Χιούμορ, λοιπόν, κι απίστευτη ευαισθησία για ένα τόσο δύσκολο θέμα κάνουν το βιβλίο εξαιρετικά ευανάγνωστο και αναπάντεχα απολαυστικό.
Έχει, ωστόσο, κι έναν άλλο, "ξεβολευτικό", όπως θα έλεγε κι ο Τζακ, στοιχείο - το μυθιστόρημα τούτο θέτει σοβαρά ζητήματα σχετικά με την ανάπτυξη του παιδιού -γνωσιακή, σωματική και ψυχική-, την δύναμη την γλώσσας, της διήγησης και της δημιουργικότητας, την μητρότητα και την γονική αγάπη. Για την ακρίβεια, η σχέση γονέα-παιδιού είναι εκείνη που κυριαρχεί στο βιβλίο και μέσω αυτού θίγονται, επίσης, και τα όρια του Εαυτού - ενόσω βρίσκονταν στο Δωμάτιο, η Μαμά ένιωθε και ήταν η προέκταση του παιδιού της, έχοντας παραμερίσει ολοκληρωτικά τον εαυτό της για χάρη της ανατροφής του. Ο Τζακ από την πλευρά του αντιλαμβάνεται τον εαυτό του με τον ίδιο τρόπο - μόνο και πάντα σε σχέση με τη Μαμά. Τα δύο τελευταία κεφάλαια του βιβλίου, τα "Μετά" και "Ζωή" κάνουν τα θέματα αυτά να φαίνονται πιο έντονα - μόλις ήρθαν σε επαφή με τον έξω κόσμο, τα όρια της Μαμάς κατέρευσαν (με τη "βοήθεια" μιας τηλεοπτικής συνέντευξης που δεν είχε καλό τέλος) με αποτέλεσμα τόσο η ίδια να παλεύει μεταξύ κατάθλιψης και επιβίωσης μετά από μια απόπειρα αυτοκτονίας, και ενεργού συμμετοχής στη ζωή όσο και ο Τζακ να νιώθει αποξενωμένος και μπερδεμένος.
Το μυθιστόρημα τελειώνει αισιόδοξα με την Μαμά και τον Τζακ να ξεκινούν μια δική τους, αυτόνομη ζωή. Γυρνώντας όμως και την τελευταία σελίδα του δεν μπορείς να μην σκεφτείς όλα εκείνα που η Έμμα Ντόναχιου επέλεξε να μην γράψει. Κι εύχεσαι τέτοιες ιστορίες να μένουν μόνο στο χαρτί.
Σημειώσεις: Μπορείτε να δείτε εδώ, στο επίσημο site του βιβλίου, μια ζωγραφική αναπαράσταση του Δωματίου καθώς και άλλες πληροφορίες που αφορούν τόσο σ' αυτό όσο και στην συγγραφέα του. Ο πίνακας είναι το "Δωμάτιο στην ΄Αρλ" του Vincent Van Gogh.