Συνθέτοντας
τα κομμάτια της ζωής τους
Ένα μυθιστόρημα που δεν σου δίνεται έτσι απλά με μια ανάγνωση είναι το "Όταν όλα καταρρέουν" (Μεταίχμιο, 2012 - μτφρ Ιωάννα Ηλιάδη). Με το τρίτο αυτό βιβλίο της, η Nicole Krauss αποδεικνύει πως διανύει τα ώριμα -συγγραφικώς- χρόνια της: γράφει ένα παζλ μονολόγων που εκτός από την λογοτεχνική τους ποιότητα ζητούν -και αποσπούν- την υπομονή και τη συμμετοχή του αναγνώστη για να ολοκληρωθεί η πλοκή.
Το επίκεντρο του μυθιστορήματος είναι ένα έπιπλο, ένα γραφείο "...εντελώς διαφορετικό. Επισκίαζε οτιδήποτε άλλο υπήρχε στο λιτό, μικρό εκείνο δωμάτιο σαν αλλόκοτο, απειλητικό τέρας, καταλαμβάνοντας το μεγαλύτερο τμήμα ενός τοίχου και εκτοπίζοντας τα υπόλοιπα αξιολύπητα έπιπλα στην άλλη άκρη, όπου έμοιαζαν να κολλούν το ένα πάνω στο άλλο, θαρρείς από την έλξη κάποιας μοχθηρής μαγνητικής δύναμης. Ήταν φτιαγμένο από σκούρο ξύλο, και πάνω από την επιφάνεια εργασίας είχε έναν τοίχο με συρτάρια, συρτάρια σε μεγέθη διόλου πρακτικά, που θα μπορούσαν να ανήκουν σε κάποιο μάγο του Μεσαίωνα. Μόνο που το τελευταίο συρτάρι ήταν αδειανό... (...) στην πραγματικότητα θύμιζε μάλλον καράβι παρά γραφείο, καράβι στα κύματα μιας κατάμαυρης θάλασσας κάποια άγρια, αφέγγαρη νύχτα χωρίς ελπίδα στεριάς από πουθενά - να δείχνει ακόμα πιο τρομακτικό."
Το γραφείο αυτό αλλάζει χέρια και σε κάθε χώρο που βρίσκεται, παίρνει και τις αντίστοιχες με τον χώρο μορφές, το ίδιο όμως σκοτεινές και εκφοβιστικές κάθε φορά, καθώς ενσωματώνεται όχι μόνο στον χώρο αλλά και στις ζωές των ανθρώπων που το κατέχουν. Και φαίνεται σχεδόν φυσικό επακόλουθο όταν με κάποιο τρόπο οι άνθρωποι αυτοί το αποχωρίζονται, να κλονίζονται οι ζωές τους.
Η Νάντια, μια όχι ιδιαίτερα επιτυχημένη συγγραφέας, απέκτησε το γραφείο από τον Ντάνιελ Βάρσκι, έναν Χιλιανό ποιητή που αποφάσισε να γυρίσει στην πατρίδα του. Πριν φύγει ο Ντάνιελ, της δωρίζει όλη την επίπλωση του σπιτιού του η οποία γεμίζει στην κυριολεξία το σπίτι της Νάντια που μετά τον χωρισμό της με τον Ρ. είναι άδειο. Το μεγάλο μέγεθος του γραφείου, αν και αρχικά την τρόμαξε, στην συνέχεια την "απορρόφησε" δίνοντάς της την ίδια στιγμή, με έναν περίεργο τρόπο, την ενέργεια να γράψει τα επτά μυθιστορήματά της. Αν και το γραφείο, χρόνια μετά, έχει γίνει πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της δουλειάς και της ζωής της, όταν η Νάντια δέχεται ένα τηλεφώνημα απο την Λία Βάιζ, την κόρη όπως διατείνεται του Ντάνιελ Βάρσκι, της το επιστρέφει χωρίς δεύτερη σκέψη. Η έλλειψή του όμως θα την στοιχειώσει σε τέτοιο βαθμό που θα την οδηγήσει στην Ιερουσαλήμ όπου ζει η Λία για να της το ζητήσει πίσω.
Στην Ιερουσαλήμ, ο Άβρααμ, ένας Εβραίος μεγαλοδικηγόρος χάνει την γυναίκα του από καρκίνο. Νιώθοντας τον χρόνο και τις δυνάμεις του να λιγοστεύουν αναλύεται σε έναν εσωτερικό μονόλογο προς τον πρωτότοκό του, Ντόβικ, ο οποίος έχει έρθει από την Αγγλία ειδικά για την κηδεία - μια εξομολόγηση τόσο έντονη που, αν είχε ελάχιστα μεγαλύτερη έκταση, θα μπορούσε να υπερκαλύψει τα υπόλοιπα πρόσωπα του μυθιστορήματος με τον πόνο και το παράπονο ενός πατέρα που παραδέχεται την προκλητική και γεμάτη αντιφάσεις συμπεριφορά του προς τον γιο του.
Πίσω στην Αγγλία, ο Άρθρουρ, ένας ακαδημαϊκός, μετά τον θάνατο της γυναίκας του ανακαλύπτει το μυστικό της. Για την ακρίβεια, ανακαλύπτει μία μωρουδίστικη μπούκλα μαλλιών η οποία θα γίνει η αφορμή για να μάθει τη σύζυγό του, Λότε, καλύτερα από ποτέ και ταυτόχρονα να συνειδητοποιήσει το μέγεθος της πληγής που έκρυβε η σιωπή της αλλά και την ψυχρότητα με την οποία πήρε δύσκολες αποφάσεις στο παρελθόν. Εκείνο όμως που δεν θα μπορέσει να ξεκαθαρίσει είναι το ποιός και γιατί της είχε δωρίσει το γραφείο το οποίο εκείνη με την σειρά της έδωσε, για αδιευκρίνιστους επίσης λόγους, στον Ντάνιελ Βάρσκι.
Η Ίζαμπελ, μια φοιτήτρια φιλολογίας στην Οξφόρδη, ερωτεύεται τον Γιόαβ Βάιζ. Καθώς περνά πολλές ώρες μαζί του στο σπίτι του, γίνεται μάρτυρας της πολύ δεμένης σχέσης του Γιόαβ με την αδερφή του Λία - σχέση που έχει τα χαρακτηριστικά της απόκλισης και της παραίτησης από την καθημερινότητα με μια "δόση" μαγείας και μυστικισμού. Τούτη η Πόε-τική έως υποτακτική συμπεριφορά των δυο αδερφών αναδύεται σε όλη την έκτασή της όταν τους επισκέπτεται ο πατέρας τους, Τζορτζ Βάιζ - ένας ιδιόρρυθμος και επιβλητικός αντικέρ που γυρίζει τον κόσμο για να εντοπίσει και να ανασύρει αντικείμενα που κλάπηκαν από τους Ναζί την διάρκεια του πολέμου και να τα επιστρέψει στους πελάτες του. Το γραφείο είναι ένα από αυτά τα αντικείμενα με μία όμως διαφορά - είναι το δικό του άγιο δισκοπότηρο.
Οι τέσσερις αυτές αφηγήσεις θα μπορούσαν να αποτελούν αυτοτελή διηγήματα. Η Νικόλ Κράους όμως τα συνδέει μεταξύ τους σε τούτο το σπονδυλωτό μυθιστόρημα που σε απορροφά αβίαστα - το γράψιμο της είναι πολύ προσεγμένο και η πυκνότητα του λόγου της σε υπνωτίζει. Δεν υπερβάλλω - δεν μπορούσα να σταματήσω την ανάγνωση καθώς η μία πρόταση νιώθεις να σε "τραβά" στην επόμενη χωρίς να καταλαβαίνεις πως περνούν οι σελίδες. Ωστόσο, διαβάζοντας, δεν μπόρεσα να αποφύγω μία αυθόρμητη σύγκριση που μου τριβέλιζε το μυαλό: στο "η ιστορία του έρωτα", το δεύτερο βιβλίο της Κράους, η χαρά και η λύπη, η μελαγχολία και η φαιδρότητα, η συγκίνηση και το χαμόγελο συνυπάρχουν και συναλλάσσονται όμορφα, ενώ τώρα, στο "Όταν όλα καταρρέουν" δεν υπάρχει ίχνος χιούμορ και ανθρωπιάς για τους ανθρώπους του. Όλοι τους βρίσκονται σε ένα στάδιο της ζωής τους που δεν επιδέχεται -κατά την συγγραφέα- καμμία βελτίωση. ούτε καν μία νότα αισιοδοξίας: η Νάντια, στα 40+ θα συνειδητοποιήσει το πόσο μόνη είναι και πόσο λάθος έκανε που έβαλε την συγγραφή πάνω από την προσωπική της ζωή. Ο Άβρααμ ξέρει πως μάταια προσπαθεί να αποκαταστήσει την θρυμματισμένη σχέση με το γιο του. Ο Άρθρουρ βρίσκεται συντετριμμένος μπροστά στο γεγονός ότι δεν σήμαινε κάτι ιδιαίτερο για την Λότε. Η Ίζαμπελ παραμένει αμήχανη μπροστά στην ψυχική αδυναμία του Γιόαβ και ο Τζορτζ Βάιζ θα φτάσει στο τέλος της αναζήτησής του βιώνοντας την ματαιότητα - θα κατορθώσει να ανασυστήσει το γραφείο (δλδ το δωμάτιο) του πατέρα του με την παραμικρή λεπτομέρεια τοποθετώντας και το τελευταίο κομμάτι στην θέση του. Όμως το μικρότερο συρτάρι του γραφείου (του επίπλου), εκείνο που ήταν για πάντα κλειδωμένο, όταν θα ανοίξει, θα σημάνει το τέλος του λόγου ύπαρξής του.
Οι εμμονές και οι φόβοι. Η απώλεια, η έλλειψη και η αποτυχία έχουν διαποτίσει το βιβλίο από την πρώτη κιόλας σελίδα του. Αυτό όμως, προσωπικά, δεν με πτόησε. Η Κράους έχει την ικανότητα να λέει τα πιο δυστοπικά πράγματα με ένα κομψό κι έξυπνο τρόπο που δεν σε αφήνει καθόλου αδιάφορο. Είναι άλλωστε και ο "βαθμός δυσκολίας" του μυθιστορήματος που σε κρατά, αυτό που αναφέρω στην αρχή για το κείμενο που δεν σου δίνεται εύκολα - η συγγραφέας αποκαλύπτει τους λεπτούς ιστούς που συνδέουν τις ιστορίες της μόνο προς το τέλος του βιβλίου κι αυτό το κάνει σταδιακά και περιφραστικά. Πρέπει εσύ να γυρίσεις πίσω, να σκεφτείς και να συνδέσεις ανθρώπους και γεγονότα - μια διεργασία που σου αποκαλύπτει την μαγεία και την επιδεξιότητα της γραφής της. Το "Όταν όλα καταρρέουν" είναι, τελικά, ένα ασυνήθιστα λεπταίσθητο και στοχαστικό κείμενο που άξιζε τον χρόνο του.
Το επίκεντρο του μυθιστορήματος είναι ένα έπιπλο, ένα γραφείο "...εντελώς διαφορετικό. Επισκίαζε οτιδήποτε άλλο υπήρχε στο λιτό, μικρό εκείνο δωμάτιο σαν αλλόκοτο, απειλητικό τέρας, καταλαμβάνοντας το μεγαλύτερο τμήμα ενός τοίχου και εκτοπίζοντας τα υπόλοιπα αξιολύπητα έπιπλα στην άλλη άκρη, όπου έμοιαζαν να κολλούν το ένα πάνω στο άλλο, θαρρείς από την έλξη κάποιας μοχθηρής μαγνητικής δύναμης. Ήταν φτιαγμένο από σκούρο ξύλο, και πάνω από την επιφάνεια εργασίας είχε έναν τοίχο με συρτάρια, συρτάρια σε μεγέθη διόλου πρακτικά, που θα μπορούσαν να ανήκουν σε κάποιο μάγο του Μεσαίωνα. Μόνο που το τελευταίο συρτάρι ήταν αδειανό... (...) στην πραγματικότητα θύμιζε μάλλον καράβι παρά γραφείο, καράβι στα κύματα μιας κατάμαυρης θάλασσας κάποια άγρια, αφέγγαρη νύχτα χωρίς ελπίδα στεριάς από πουθενά - να δείχνει ακόμα πιο τρομακτικό."
Το γραφείο αυτό αλλάζει χέρια και σε κάθε χώρο που βρίσκεται, παίρνει και τις αντίστοιχες με τον χώρο μορφές, το ίδιο όμως σκοτεινές και εκφοβιστικές κάθε φορά, καθώς ενσωματώνεται όχι μόνο στον χώρο αλλά και στις ζωές των ανθρώπων που το κατέχουν. Και φαίνεται σχεδόν φυσικό επακόλουθο όταν με κάποιο τρόπο οι άνθρωποι αυτοί το αποχωρίζονται, να κλονίζονται οι ζωές τους.
Η Νάντια, μια όχι ιδιαίτερα επιτυχημένη συγγραφέας, απέκτησε το γραφείο από τον Ντάνιελ Βάρσκι, έναν Χιλιανό ποιητή που αποφάσισε να γυρίσει στην πατρίδα του. Πριν φύγει ο Ντάνιελ, της δωρίζει όλη την επίπλωση του σπιτιού του η οποία γεμίζει στην κυριολεξία το σπίτι της Νάντια που μετά τον χωρισμό της με τον Ρ. είναι άδειο. Το μεγάλο μέγεθος του γραφείου, αν και αρχικά την τρόμαξε, στην συνέχεια την "απορρόφησε" δίνοντάς της την ίδια στιγμή, με έναν περίεργο τρόπο, την ενέργεια να γράψει τα επτά μυθιστορήματά της. Αν και το γραφείο, χρόνια μετά, έχει γίνει πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της δουλειάς και της ζωής της, όταν η Νάντια δέχεται ένα τηλεφώνημα απο την Λία Βάιζ, την κόρη όπως διατείνεται του Ντάνιελ Βάρσκι, της το επιστρέφει χωρίς δεύτερη σκέψη. Η έλλειψή του όμως θα την στοιχειώσει σε τέτοιο βαθμό που θα την οδηγήσει στην Ιερουσαλήμ όπου ζει η Λία για να της το ζητήσει πίσω.
Στην Ιερουσαλήμ, ο Άβρααμ, ένας Εβραίος μεγαλοδικηγόρος χάνει την γυναίκα του από καρκίνο. Νιώθοντας τον χρόνο και τις δυνάμεις του να λιγοστεύουν αναλύεται σε έναν εσωτερικό μονόλογο προς τον πρωτότοκό του, Ντόβικ, ο οποίος έχει έρθει από την Αγγλία ειδικά για την κηδεία - μια εξομολόγηση τόσο έντονη που, αν είχε ελάχιστα μεγαλύτερη έκταση, θα μπορούσε να υπερκαλύψει τα υπόλοιπα πρόσωπα του μυθιστορήματος με τον πόνο και το παράπονο ενός πατέρα που παραδέχεται την προκλητική και γεμάτη αντιφάσεις συμπεριφορά του προς τον γιο του.
Πίσω στην Αγγλία, ο Άρθρουρ, ένας ακαδημαϊκός, μετά τον θάνατο της γυναίκας του ανακαλύπτει το μυστικό της. Για την ακρίβεια, ανακαλύπτει μία μωρουδίστικη μπούκλα μαλλιών η οποία θα γίνει η αφορμή για να μάθει τη σύζυγό του, Λότε, καλύτερα από ποτέ και ταυτόχρονα να συνειδητοποιήσει το μέγεθος της πληγής που έκρυβε η σιωπή της αλλά και την ψυχρότητα με την οποία πήρε δύσκολες αποφάσεις στο παρελθόν. Εκείνο όμως που δεν θα μπορέσει να ξεκαθαρίσει είναι το ποιός και γιατί της είχε δωρίσει το γραφείο το οποίο εκείνη με την σειρά της έδωσε, για αδιευκρίνιστους επίσης λόγους, στον Ντάνιελ Βάρσκι.
Η Ίζαμπελ, μια φοιτήτρια φιλολογίας στην Οξφόρδη, ερωτεύεται τον Γιόαβ Βάιζ. Καθώς περνά πολλές ώρες μαζί του στο σπίτι του, γίνεται μάρτυρας της πολύ δεμένης σχέσης του Γιόαβ με την αδερφή του Λία - σχέση που έχει τα χαρακτηριστικά της απόκλισης και της παραίτησης από την καθημερινότητα με μια "δόση" μαγείας και μυστικισμού. Τούτη η Πόε-τική έως υποτακτική συμπεριφορά των δυο αδερφών αναδύεται σε όλη την έκτασή της όταν τους επισκέπτεται ο πατέρας τους, Τζορτζ Βάιζ - ένας ιδιόρρυθμος και επιβλητικός αντικέρ που γυρίζει τον κόσμο για να εντοπίσει και να ανασύρει αντικείμενα που κλάπηκαν από τους Ναζί την διάρκεια του πολέμου και να τα επιστρέψει στους πελάτες του. Το γραφείο είναι ένα από αυτά τα αντικείμενα με μία όμως διαφορά - είναι το δικό του άγιο δισκοπότηρο.
Οι τέσσερις αυτές αφηγήσεις θα μπορούσαν να αποτελούν αυτοτελή διηγήματα. Η Νικόλ Κράους όμως τα συνδέει μεταξύ τους σε τούτο το σπονδυλωτό μυθιστόρημα που σε απορροφά αβίαστα - το γράψιμο της είναι πολύ προσεγμένο και η πυκνότητα του λόγου της σε υπνωτίζει. Δεν υπερβάλλω - δεν μπορούσα να σταματήσω την ανάγνωση καθώς η μία πρόταση νιώθεις να σε "τραβά" στην επόμενη χωρίς να καταλαβαίνεις πως περνούν οι σελίδες. Ωστόσο, διαβάζοντας, δεν μπόρεσα να αποφύγω μία αυθόρμητη σύγκριση που μου τριβέλιζε το μυαλό: στο "η ιστορία του έρωτα", το δεύτερο βιβλίο της Κράους, η χαρά και η λύπη, η μελαγχολία και η φαιδρότητα, η συγκίνηση και το χαμόγελο συνυπάρχουν και συναλλάσσονται όμορφα, ενώ τώρα, στο "Όταν όλα καταρρέουν" δεν υπάρχει ίχνος χιούμορ και ανθρωπιάς για τους ανθρώπους του. Όλοι τους βρίσκονται σε ένα στάδιο της ζωής τους που δεν επιδέχεται -κατά την συγγραφέα- καμμία βελτίωση. ούτε καν μία νότα αισιοδοξίας: η Νάντια, στα 40+ θα συνειδητοποιήσει το πόσο μόνη είναι και πόσο λάθος έκανε που έβαλε την συγγραφή πάνω από την προσωπική της ζωή. Ο Άβρααμ ξέρει πως μάταια προσπαθεί να αποκαταστήσει την θρυμματισμένη σχέση με το γιο του. Ο Άρθρουρ βρίσκεται συντετριμμένος μπροστά στο γεγονός ότι δεν σήμαινε κάτι ιδιαίτερο για την Λότε. Η Ίζαμπελ παραμένει αμήχανη μπροστά στην ψυχική αδυναμία του Γιόαβ και ο Τζορτζ Βάιζ θα φτάσει στο τέλος της αναζήτησής του βιώνοντας την ματαιότητα - θα κατορθώσει να ανασυστήσει το γραφείο (δλδ το δωμάτιο) του πατέρα του με την παραμικρή λεπτομέρεια τοποθετώντας και το τελευταίο κομμάτι στην θέση του. Όμως το μικρότερο συρτάρι του γραφείου (του επίπλου), εκείνο που ήταν για πάντα κλειδωμένο, όταν θα ανοίξει, θα σημάνει το τέλος του λόγου ύπαρξής του.
Οι εμμονές και οι φόβοι. Η απώλεια, η έλλειψη και η αποτυχία έχουν διαποτίσει το βιβλίο από την πρώτη κιόλας σελίδα του. Αυτό όμως, προσωπικά, δεν με πτόησε. Η Κράους έχει την ικανότητα να λέει τα πιο δυστοπικά πράγματα με ένα κομψό κι έξυπνο τρόπο που δεν σε αφήνει καθόλου αδιάφορο. Είναι άλλωστε και ο "βαθμός δυσκολίας" του μυθιστορήματος που σε κρατά, αυτό που αναφέρω στην αρχή για το κείμενο που δεν σου δίνεται εύκολα - η συγγραφέας αποκαλύπτει τους λεπτούς ιστούς που συνδέουν τις ιστορίες της μόνο προς το τέλος του βιβλίου κι αυτό το κάνει σταδιακά και περιφραστικά. Πρέπει εσύ να γυρίσεις πίσω, να σκεφτείς και να συνδέσεις ανθρώπους και γεγονότα - μια διεργασία που σου αποκαλύπτει την μαγεία και την επιδεξιότητα της γραφής της. Το "Όταν όλα καταρρέουν" είναι, τελικά, ένα ασυνήθιστα λεπταίσθητο και στοχαστικό κείμενο που άξιζε τον χρόνο του.