Παρασκευή 27 Απριλίου 2012








Συνθέτοντας 
τα κομμάτια της ζωής τους


Ένα  μυθιστόρημα που δεν σου δίνεται  έτσι απλά με μια ανάγνωση είναι το "Όταν όλα καταρρέουν"  (Μεταίχμιο, 2012 - μτφρ Ιωάννα Ηλιάδη). Με το τρίτο αυτό βιβλίο της,  η Nicole Krauss αποδεικνύει πως διανύει τα ώριμα -συγγραφικώς- χρόνια της: γράφει ένα παζλ μονολόγων που εκτός από την λογοτεχνική τους ποιότητα ζητούν -και αποσπούν- την υπομονή και τη συμμετοχή του αναγνώστη για να ολοκληρωθεί η πλοκή.

Το επίκεντρο του μυθιστορήματος είναι ένα έπιπλο, ένα γραφείο "...εντελώς διαφορετικό. Επισκίαζε οτιδήποτε άλλο υπήρχε στο λιτό, μικρό εκείνο δωμάτιο σαν αλλόκοτο, απειλητικό τέρας, καταλαμβάνοντας το μεγαλύτερο τμήμα ενός τοίχου και εκτοπίζοντας τα υπόλοιπα αξιολύπητα έπιπλα στην άλλη άκρη, όπου έμοιαζαν να κολλούν το ένα πάνω στο άλλο, θαρρείς από την έλξη κάποιας μοχθηρής μαγνητικής δύναμης. Ήταν φτιαγμένο από σκούρο ξύλο, και πάνω από την επιφάνεια εργασίας είχε έναν τοίχο με συρτάρια, συρτάρια σε μεγέθη διόλου πρακτικά, που θα μπορούσαν να ανήκουν σε κάποιο μάγο του Μεσαίωνα. Μόνο που το τελευταίο συρτάρι ήταν αδειανό... (...) στην πραγματικότητα θύμιζε μάλλον καράβι παρά γραφείο, καράβι στα κύματα μιας κατάμαυρης θάλασσας κάποια άγρια, αφέγγαρη νύχτα χωρίς ελπίδα στεριάς από πουθενά - να δείχνει ακόμα πιο τρομακτικό."

Το γραφείο αυτό αλλάζει χέρια και σε κάθε χώρο που βρίσκεται, παίρνει και τις αντίστοιχες με τον χώρο μορφές, το ίδιο όμως σκοτεινές και εκφοβιστικές κάθε φορά, καθώς ενσωματώνεται όχι μόνο στον χώρο αλλά και στις ζωές των ανθρώπων που το κατέχουν. Και φαίνεται σχεδόν φυσικό επακόλουθο όταν με κάποιο τρόπο οι άνθρωποι αυτοί το αποχωρίζονται, να κλονίζονται οι ζωές τους.


Η Νάντια, μια όχι ιδιαίτερα επιτυχημένη συγγραφέας, απέκτησε το γραφείο από τον Ντάνιελ Βάρσκι, έναν Χιλιανό ποιητή που αποφάσισε να γυρίσει στην πατρίδα του. Πριν φύγει ο Ντάνιελ, της δωρίζει όλη την επίπλωση του σπιτιού του η οποία γεμίζει στην κυριολεξία το σπίτι της Νάντια που μετά τον χωρισμό της με τον Ρ. είναι άδειο. Το μεγάλο μέγεθος του γραφείου, αν και αρχικά την τρόμαξε, στην συνέχεια την "απορρόφησε" δίνοντάς της την ίδια στιγμή, με έναν περίεργο τρόπο,  την ενέργεια να γράψει τα επτά μυθιστορήματά της. Αν και το γραφείο, χρόνια μετά, έχει γίνει πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της δουλειάς και της ζωής της, όταν η Νάντια δέχεται ένα τηλεφώνημα απο την Λία Βάιζ, την κόρη όπως διατείνεται του Ντάνιελ Βάρσκι, της το επιστρέφει χωρίς δεύτερη σκέψη. Η έλλειψή του όμως θα την στοιχειώσει  σε τέτοιο  βαθμό που θα την οδηγήσει στην Ιερουσαλήμ όπου ζει η Λία για να της το ζητήσει πίσω.

Στην Ιερουσαλήμ, ο Άβρααμ, ένας Εβραίος μεγαλοδικηγόρος χάνει την γυναίκα του από καρκίνο. Νιώθοντας τον χρόνο και τις δυνάμεις του να λιγοστεύουν αναλύεται σε έναν εσωτερικό μονόλογο προς τον πρωτότοκό του, Ντόβικ, ο οποίος έχει έρθει από την Αγγλία ειδικά για την κηδεία - μια εξομολόγηση τόσο έντονη που, αν είχε ελάχιστα μεγαλύτερη έκταση, θα μπορούσε να υπερκαλύψει τα υπόλοιπα πρόσωπα του μυθιστορήματος με τον πόνο και το παράπονο ενός πατέρα που παραδέχεται την προκλητική και γεμάτη αντιφάσεις συμπεριφορά του προς τον γιο του.

Πίσω στην Αγγλία, ο Άρθρουρ, ένας ακαδημαϊκός, μετά τον θάνατο της γυναίκας του ανακαλύπτει το μυστικό της.  Για την ακρίβεια, ανακαλύπτει μία μωρουδίστικη μπούκλα μαλλιών η οποία θα γίνει η αφορμή για να μάθει τη σύζυγό του,  Λότε, καλύτερα από ποτέ και ταυτόχρονα να συνειδητοποιήσει το μέγεθος της πληγής που έκρυβε η σιωπή της αλλά και την ψυχρότητα με την οποία πήρε δύσκολες αποφάσεις στο παρελθόν. Εκείνο όμως που δεν θα μπορέσει να ξεκαθαρίσει είναι το ποιός και γιατί της είχε δωρίσει το γραφείο το οποίο εκείνη με την σειρά της έδωσε, για αδιευκρίνιστους επίσης λόγους, στον Ντάνιελ Βάρσκι.

Η Ίζαμπελ, μια φοιτήτρια φιλολογίας στην Οξφόρδη, ερωτεύεται τον Γιόαβ Βάιζ. Καθώς περνά πολλές ώρες μαζί του στο σπίτι του, γίνεται μάρτυρας της πολύ δεμένης σχέσης του Γιόαβ με την αδερφή του Λία - σχέση που έχει τα χαρακτηριστικά της απόκλισης και της παραίτησης από την καθημερινότητα με μια "δόση" μαγείας και μυστικισμού. Τούτη η Πόε-τική έως υποτακτική συμπεριφορά των δυο αδερφών αναδύεται σε όλη την έκτασή της όταν τους επισκέπτεται ο πατέρας τους, Τζορτζ Βάιζ - ένας ιδιόρρυθμος και επιβλητικός αντικέρ που γυρίζει τον κόσμο για να εντοπίσει και να ανασύρει αντικείμενα που κλάπηκαν από τους Ναζί την διάρκεια του πολέμου και να τα επιστρέψει στους πελάτες του. Το γραφείο είναι ένα από αυτά τα αντικείμενα με μία όμως διαφορά - είναι το δικό του άγιο δισκοπότηρο.


Οι τέσσερις αυτές αφηγήσεις θα μπορούσαν να αποτελούν αυτοτελή διηγήματα. Η Νικόλ Κράους όμως τα συνδέει μεταξύ τους σε τούτο το σπονδυλωτό μυθιστόρημα που σε απορροφά αβίαστα - το γράψιμο της είναι πολύ προσεγμένο και η πυκνότητα του λόγου της  σε υπνωτίζει. Δεν υπερβάλλω - δεν μπορούσα να σταματήσω την ανάγνωση καθώς η μία πρόταση νιώθεις να σε "τραβά" στην επόμενη χωρίς να καταλαβαίνεις πως περνούν οι σελίδες. Ωστόσο, διαβάζοντας, δεν μπόρεσα να αποφύγω μία αυθόρμητη σύγκριση που μου τριβέλιζε το  μυαλό: στο "η ιστορία του έρωτα", το δεύτερο βιβλίο της Κράους, η χαρά και η λύπη, η μελαγχολία και η φαιδρότητα, η συγκίνηση και το χαμόγελο συνυπάρχουν και συναλλάσσονται όμορφα, ενώ τώρα, στο "Όταν όλα καταρρέουν" δεν υπάρχει ίχνος χιούμορ και ανθρωπιάς για τους ανθρώπους του. Όλοι τους βρίσκονται σε ένα στάδιο της ζωής τους που δεν επιδέχεται -κατά την συγγραφέα- καμμία βελτίωση. ούτε καν μία νότα αισιοδοξίας: η Νάντια, στα 40+ θα συνειδητοποιήσει το πόσο μόνη είναι και πόσο λάθος έκανε που έβαλε την συγγραφή πάνω από την προσωπική της ζωή. Ο Άβρααμ ξέρει πως μάταια προσπαθεί να αποκαταστήσει την θρυμματισμένη σχέση με το γιο του. Ο Άρθρουρ βρίσκεται συντετριμμένος μπροστά στο γεγονός ότι δεν σήμαινε κάτι ιδιαίτερο για την Λότε. Η Ίζαμπελ παραμένει αμήχανη μπροστά στην ψυχική αδυναμία του Γιόαβ και ο Τζορτζ Βάιζ θα φτάσει στο τέλος της αναζήτησής του βιώνοντας  την ματαιότητα - θα κατορθώσει να ανασυστήσει το γραφείο (δλδ το δωμάτιο) του πατέρα του με την παραμικρή λεπτομέρεια τοποθετώντας και το τελευταίο κομμάτι στην θέση του. Όμως το μικρότερο συρτάρι του γραφείου (του επίπλου), εκείνο που ήταν για πάντα κλειδωμένο,  όταν θα ανοίξει, θα  σημάνει το τέλος του λόγου ύπαρξής του.


Οι εμμονές και οι φόβοι. Η απώλεια, η έλλειψη και η αποτυχία έχουν διαποτίσει το βιβλίο από την πρώτη κιόλας σελίδα του. Αυτό όμως, προσωπικά, δεν με πτόησε. Η Κράους έχει την ικανότητα να λέει τα πιο δυστοπικά πράγματα με ένα κομψό κι έξυπνο τρόπο που δεν σε αφήνει καθόλου αδιάφορο. Είναι άλλωστε και ο "βαθμός δυσκολίας" του μυθιστορήματος που σε κρατά, αυτό που αναφέρω στην αρχή για το κείμενο που δεν σου δίνεται εύκολα - η συγγραφέας αποκαλύπτει τους λεπτούς ιστούς που συνδέουν τις ιστορίες της μόνο προς το τέλος του βιβλίου κι αυτό το κάνει σταδιακά και περιφραστικά. Πρέπει εσύ να γυρίσεις πίσω, να σκεφτείς και να συνδέσεις ανθρώπους και γεγονότα - μια διεργασία που σου αποκαλύπτει την μαγεία και την επιδεξιότητα της γραφής της. Το "Όταν όλα καταρρέουν" είναι, τελικά, ένα ασυνήθιστα λεπταίσθητο και στοχαστικό κείμενο που άξιζε τον χρόνο του. 

Δευτέρα 23 Απριλίου 2012







"Εξακολουθώ 
ν' αγαπώ τα βιβλία.



Τίποτα απ' όσα μπορεί να κάνει ένας υπολογιστής δεν μπορεί να συγκριθεί με το βιβλίο. Δεν μπορείς, στ' αλήθεια, να βάλεις ένα βιβλίο στο ίντερνετ. Τρεις εταιρείες έχουν προσφερθεί να ανεβάσουν βιβλία μου στο Δίκτυο και τους είπα: ' Εάν μπορείτε να φτιάξετε κάτι που να έχει όμορφο κάλυμμα, ωραίο χαρτί με εκείνη την υπέροχη μυρωδιά, τότε το συζητάμε.' Όλο κι όλο αυτό που μπορεί να σου δώσει ένας υπολογιστής είναι το χειρόγραφο. Οι άνθρωποι δεν θέλουν να διαβάζουν χειρόγραφα. Θέλουν να διαβάζουν βιβλία. Τα βιβλία μυρίζουν ωραία. Έχουν ωραία εμφάνιση. Μπορείς να τα σφίξεις στο στήθος σου. Μπορείς να τα βάλεις στην τσέπη σου." 

  






Σημειώσεις: Απ' όσο μπορώ να πω από τις συζητήσεις μου με άλλους βιβλιόφιλους, το χάρτινο βιβλίο θα αργήσει να γίνει μία δονκιχωτική επιθυμία κι αυτό είναι πολύ ευχάριστο. Η φωτογραφία είναι λεπτομέρεια της εικονογράφισης μίας από τις παλαιότρες εκδόσεις του "Δον Κιχώτη" από τον Salvador Dali. Δείτε εδώ ένα σχετικό βιντεάκι.

Πέμπτη 19 Απριλίου 2012







Motion



    If you are the amber mare
        I am the road of blood

    If you are the first snow
        I am he who lights the hearth of dawn

    If you are the tower of night
       I am the spike burning in your mind

    If you are the morning tide
        I am the first bird's cry

  
 If you are the basket of oranges
        I am the knife of the sun

    If you are the stone altar
        I am the sacrilegious hand

    If you are the sleeping land
        I am the green cane

    If you are the wind's leap
        I am the buried fire

    If you are the water's mouth
        I am the mouth of moss

  If you are the forest of the clouds
        I am the axe that parts it

    If you are the profaned city
        I am the rain of consecration

    If you are the yellow mountain
        I am the red arms of lichen

    If you are the rising sun
        I am the road of blood


       
Σημείωση: Το ποίημα είναι μεταφρασμένο από τον Eliot Weinberger και βρίσκεται στον τόμο COLLECTED POEMS 1957-1987. Η φωτογραφία είναι η "Γυναίκα Ζέβρα" της Emese Benko.

Κυριακή 15 Απριλίου 2012






Ευχές


για 
Καλή Ανάσταση,
Καλή Ανάταση,
Καλή Άνοιξη! 







Σημείωση: Ο πίνακας του Χρήστου Μποκόρου.

Παρασκευή 13 Απριλίου 2012







Pieta




(.....)
Το πρωί ξεμεθυσμένος
πάει την έκλαψε.

Σήκω πάπια μ',
σήκω χήνα μ' ,
σήκω πέρδικα μ'.
Σήκω λούσου και χτενίσου
κι έμπα στο χορό.

Να σε δουν τα παλικάρια
να μαραίνονται.
Να σε δω κι εγώ ο καημένος
και να χαίρομαι.








Σημειώσεις: Οι στίχοι είναι από το γνωστό δημοτικό τραγούδι της Ηπείρου "Ο Μενούσης". Στην παραλλαγή που τραγουδά η Ειρήνη Παπά η δεύτερη και τρίτη στροφή αλλάζουν ως εξής: (....) Σήκω πάπια μ' / σήκω χήνα μ' / Σήκω κι άλλαξε / να σε δουν τα παλικάρια / και να χαίρονται.   Η γλυπτή κεφαλή ανήκει στην "Κοιμωμένη" του Γιαννούλη Χαλεπά.

Τρίτη 10 Απριλίου 2012






-Εκ γυναικός τα χείρω.




-Kαι εκ γυναικός τα κρείττω.







Σημειώσεις: Ο διάλογος είναι, σύμφωνα με τα κείμενα, εκείνος που αντάλλαξαν ο βασιλιάς του Βυζαντίου Θεόφιλος και η Κασσιανή όταν ο πρώτος, προκειμένου να επιλέξει την μέλλουσα σύζυγό του, την έφερε σε δύσκολη θέση για να τη δοκιμάσει. Η απάντηση που έδωσε η Κασσιανή  πλήγωσε τον εγωισμό του με αποτέλεσμα ο Θεόφιλος να επιλέξει για σύζυγό του την Θεοδώρα. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να την ερωτευτεί. Η ιστορία τους έχει ως εξής. Το εικαστικό θέμα ανήκει στον Στέλιο Φαϊτάκη.

Παρασκευή 6 Απριλίου 2012







Νέμεσις
 ή 
ο εαυτός του ενοχή




Δεν πιάνω εύκολα ή συχνά τα βιβλία του Philip Roth στα χέρια μου. Για την ακρίβεια, καθόλου. Eίναι η εμμονή του με το σεξ, το άχθος της εβραϊκότητάς του και ο έκδηλος μισογυνισμός  του που εντόπισα σ' εκείνο το πρώτο -και μοναδικό- βιβλίο του που ξεφύλλισα  κάπου στο τέλος της εφηβείας μου που ευθύνεται γι' αυτό. Συνέβαλλαν, επίσης, και οι κριτικές που ανέφεραν μέχρι πρόσφατα πως ο σχεδόν ογδοντάχρονος συγγραφέας έχει αρχίσει να επαναλαμβάνεται. Όπως και να ΄χει, η ίδια εκείνη αίσθηση του παρελθόντος παρέμενε αμείωτη μέχρι πριν από λίγες μέρες όταν, μετά από την επιμονή γνωστών μου, διάβασα το "Νέμεσις" (Πόλις, 2011, σε εξαιρετική -ως συνήθως- μετάφραση της Κατερίνας Σχινά). Προς μεγάλη μου έκπληξη, κι αντίθετα με όλες τις επιφυλάξεις που διατηρούσα κατά την ανάγνωση, τολμώ να πω ότι μου άρεσε. Αρκετά.

Καμβάς του μυθιστορήματος είναι η επιδημία της πολυομυελίτιδας στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρσεϋ, την αμερικανική πόλη όπου γεννήθηκε και ο ίδιος ο συγγραφέας. Μια τέτοια επιδημία συνέβει πράγματι το 1916 όμως ο Ροθ την μεταφέρει στο καλοκαίρι του 1944 - ενώ στην Ευρώπη εκτελείται η απόβαση στην Νορμανδία, στην Αμερική μαίνεται ένας άλλου είδους πόλεμος: η πολυομυελίτιδα "χτυπά" ανελέητα και ο αριθμός των θυμάτων της αυξάνεται ραγδαία μιας και δεν έχει βρεθεί ακόμη η κατάλληλη θεραπεία  - και ούτε θα βρεθεί για τις επόμενες δύο σχεδόν δεκαετίες.

Εκείνο το καλοκαίρι, ο Γιουτζήν -Μπάκυ- Κάντορ, ο 23χρονος πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, διορίζεται υπεύθυνος του Υπαίθριου Κέντρου Άθλησης της περιοχής, το οποίο  θα γίνει, τελικά, το δικό του πεδίο μάχης. Ο Μπάκυ διοχετεύει όλη την ενέργειά του στο να απασχολήσει τα παιδιά του Νιούαρκ και να τα προστατεύσει  από την επιδημία και το κάνει με πολύ ενθουσιασμό και μεγάλη αίσθηση καθήκοντος. Κάποιες φορές μάλιστα και με γενναιότητα - όταν  δέκα Ιταλοί από μια άλλη συνοικία της πόλης όπου η επιδημία είχε "εγκατασταθεί" για τα καλά, πηγαίνουν στο Κέντρο Άθλησης για να μεταδώσουν την ασθένεια, ο Μπάκυ τους αντιμετωπίζει κατά πρόσωπο και τους τρέπει σε φυγή. Μόλις οι Ιταλοί φεύγουν, ο Μπάκυ ξεπλένει με νερό και αμμωνία τις φτυσιές τους από το πεζοδρόμιο και φροντίζει να ηρεμήσει τόσο τα παιδιά όσο και τους γονείς τους -οι οποίοι εξαγριώνονται μόλις το μαθαίνουν- ενημερώνοντάς τους με ψυχραιμία για την πραγματική φύση της ασθένειας και τους τρόπους μετάδοσής της. Γι' αυτήν του την στάση, αλλά και γενικότερα για την γεμάτη κατανόηση κι ενδιαφέρον συμπεριφορά του προς τον καθένα -γονέα ή παιδί- ξεχωριστά, ο κύριος Κάντορ είναι ο αγαπημένος όλων. Ωστόσο, παρ' όλους τους αυστηρούς κανόνες υγινεινής που τηρεί στο Κέντρο Άθλησης, η επιδημία προσβάλλει  δύο από τους μαθητές του που, τελικά, πεθαίνουν. Όταν κι άλλοι μαθητές του  θα αρρωστήσουν βαριά από τη νόσο ο Μπάκυ αρχίζει σοβαρά ν' αναρωτιέται για τον βαθμό ευθύνης του γι' αυτό.

Ο Μπάκυ Κάντορ, όμως, δεν νιώθει ενοχές μόνο γι' αυτό. Η καταγωγή του έχει αφήσει το στίγμα της μέσα του. Ο πατέρας του. ένας υπάλληλος που καταχράστηκε χρήματα από τον εργοδότη του και φυλακίστηκε, τους εγκατέλειψε ενώ η μητέρα του πέθανε στη γέννα. Έτσι ο Μπάκυ μεγάλωσε με τους γονείς της: τον μετανάστη παππού που τον δασκάλευε συνεχώς να υπερασπίζεται πάντοτε τον εαυτό του και ως άντρα και ως Εβραίο. Και τη γιαγιά του, μια μικροσκοπική φιγούρα-στήλο του σπιτιού που συμπλήρωνε την παρουσία του παππού. Παρ' όλες τις φροντίδες και την αγάπη της, όμως, ο Μπάκυ Κάντορ, κρατά μέσα του αυτές τις ενοχικές σκέψεις. Όπως κι εκείνη που αφορά στην αδύναμη όρασή του - η αιτία που τον κρατά πίσω αντί να βρίσκεται στην Ευρώπη και να πολεμά με τις συμμαχικές δυνάμεις όπως κάνουν όλοι οι συνομήλικοί του.


Ο Μπάκυ όμως διαθέτει και την αισιόδοξη πλευρά του - έχει δεσμό με την όμορφη Μάρσια και η οικογένειά της, μία από τις πιο ευκατάστατες και σεβαστές οικογένειες στο Νιούαρκ τον έχουν δεχθεί με πραγματικό ενθουσιασμό κι αγάπη ως μέλλοντα γαμπρό τους. Ο Μπάκυ νιώθει ευτυχισμένος και προσβλέπει με σχετική σιγουριά στην ασφάλεια και σε μια ομαλή και άνετη οικογενειακή ζωή που ο ίδιος δεν είχε - αυτό, υποθέτω, πως πρέπει να είναι καινούργιο στοιχείο στο ύφος του Φίλιπ Ροθ μιας και απ' όσο μπορώ να πω, η ευτυχία δεν είναι κάτι που οι ήρωες του Ροθ συνηθίζουν να έχουν ή ν' αναζητούν. Πόσο μάλλον να ασχολούνται με τη διαπαιδαγώγιση των παιδιών, κάτι που ο Ροθ σχολιάζει εδώ εκτεταμμένα .

Την ίδια εποχή, η Μάρσια δουλεύει ως ομαδάρχισσα σε μια καλοκαιρινή κατασκήνωση στο καθαρό κι αμόλυντο, ορεινό Ίντιαν Χιλ. Μόλις "αδειάζει" μία θέση γυμναστή τον καλεί αμέσως να δουλέψει κοντά της. Ο Μπάκυ δεν θέλει γιατί είναι αντίθετο προς την αίσθηση χρέους που αισθάνεται απένταντι στους μαθητές του. Καθώς, όμως, η επιδημία εξαπλώνεται ολοταχώς στην πόλη, το καθήκον του να κρατήσει το Κέντρο Άθλησης ανοιχτό και να είναι εκεί για όσο τα παιδιά τον χρειάζονται γίνεται ολοένα και πιο φορτικό. Τελικά, ο Μπάκυ θα παραιτηθεί από την θέση του λίγες μέρες πριν την απόφαση της κεντρικής διεύθυνσης να κλείσει όλα τα Κέντρα Άθλησης της πόλης λόγω της επιδημίας.

Η ζωή στην ορεινή κατασκήνωση κυλά με τις καλύτερες και υγιεινότερες συνθήκες και οι δύο νέοι έχουν την ευκαιρία να βρίσκονται περισσότερο καιρό μαζί συντροφικά. Ακόμη και ερωτικά μα ο συγγραφέας, όμως, δεν ενδίδει στις περιγραφές αυτού του τελευταίου - ένα επιπλέον αντι-Ροθ στοιχείο που με εξέπληξε ευχάριστα. Η επιδημία, ωστόσο, δεν αργεί να εμφανιστεί προσβάλλοντας αρκετά παιδιά. Ο Μπάκυ καταβάλεται και νιώθοντας αβάσταχτη την δική του ευθύνη προς αυτό, ζητά να υποβληθεί σε εξετάσεις για να διαπιστώσει εάν είναι φορέας της ασθένειας.  Οι εξετάσεις βγαίνουν θετικές, χωρίς να επιβεβαιώνεται πως  εκείνος ήταν που μετέφερε και μετάδωσε την ασθένεια στα παιδιά της κατασκήνωσης. Για τον Μπάκυ όμως αποτελεί αδιάσειστη απόδειξη. Λίγο καιρό αργότερα, θα ασθενήσει και ο ίδιος με την σειρά του και μετά από χρόνια θεραπείας και προσπάθειας θα καταφέρει να αποκαταστήσει ένα μέρος της ζωής του.


Το "Νέμεσις"  είναι γραμμένο με απλή γλώσσα και ο Φίλιπ Ροθ καταφέρνει να πει πάρα πολλά με τόσο λίγα - κι άλλο ένα στοιχείο πρωτόγνωρο, πιστεύω, για τον Ροθ της αναλυτικής -άλλοτε ερωτικής κι άλλοτε χιουμοριστικής- αυτοαναφορικότητας. Και ναι μεν βρίσκεται σε γνώριμο έδαφος, βλ. οι Εβραϊκές γειτονιές της παιδικής του ηλικίας, ωστόσο τούτο είναι μόνο το μέσο για να θέσει την αντιπαραβολή της ζωής τότε με την ζωή τώρα. Χωρούν, έτσι, οι αναφορές του για τον αντισημιτισμό, την άγνοια, τον πανικό, τον τρόμο, την οργή, τον πόνο που προκαλεί μια καινούργια ασθένεια, την αντιμετώπιση των σωματικά αδύναμων, δλδ των παραπληγικών και των παράλυτων, και τα δικαιώματά τους σε μια φυσιολογική ζωή. Τηρουμένων των -μικρών εδώ- αναλογιών, θα έλεγα πως δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά με το σήμερα - βλ.ρατσιστικές επιθέσεις, AIDS, κ.λπ.  Σ' αυτό το πλαίσιο, ο Ροθ εγείρει και άλλα ζητήματα. Η ηθική, είναι ένα από αυτά - τι συμβαίνει όταν απιστείς στον  εαυτό σου και πας κόντρα στα πιστεύω σου ακόμη και στους ανθρώπους που σε εμπιστεύονται; Ο λόγος ύπαρξης και η καλοσύνη του Θεού είναι ακόμη ένα ζήτημα. Οι ενοχές και τα όριά τους, ένα -σημαντικό- τέταρτο.

Υπήρξαν φορές που διαβάζοντας τα δύο πρώτα κεφάλαια του βιβλίου αναρωτιόμουν για το τέλος της υπόθεσης - ποτέ δεν ξέρεις με τον Φίλιπ Ροθ μιας και σ' αυτό το βιβλίο φαίνεται πως έχει αφήσει την πεπατημένη του.  Το τρίτο κεφάλαιο με έπιασε απροετοίμαστη - εκεί που η περιγραφή των τελετουργιών της κατασκήνωσης -στο 2ο κεφάλαιο- είχε αρχίσει να με "βασανίζει", οι τελευταίες σελίδες του βιβλίου με αποζημίωσαν για την υπομονή μου. Σαν σε αρχαία τραγωδία όπου ο κορυφαίος του χορού  συνδιαλέγεται με τους πρωταγωνιστές και "διευθύνει" τον ρυθμό του κειμένου οδηγώντας το στην κορύφωση, ένας πρώην μαθητής του κυρίου Κάντορ μας αφηγείται όχι μόνο την μετά-την-κατασκήνωση πορεία του αλλά και το βάθος και την σφοδρότητα των ενοχών του κυρίου Κάντορ -  στο τέλος της μέσης ηλικίας, ο κύριος Κάντορ  θεωρεί ακόμη πως το ότι άφησε την θέση του στο Κέντρο Άθλησης ήταν κατάφωρη αδιαφορία για το γενικό καλό.  Το ότι η εξάπλωση της νόσου τόσο στο Κέντρο Άθλησης όσο και στην κατασκήνωση, ήταν εγκληματικό από μέρους του. Και το γεγονός πως επέτρεψε στον εαυτό του την ελπίδα για μια ευτυχισμένη ζωή εγωιστικό.

Για όλα αυτά ο κύριος Κάντορ δέχεται την αρρώστεια και τις επιπτώσεις της ως Νέμεση. Μόνο που στην περίπτωση του, η Νέμεσις δεν είναι τίποτα άλλο παρά η θέληση του να επιτρέψει στις ενοχές να του κατευθύνουν την ζωή. Κι εδώ, παράλληλα με τις ενοχές ο Φίλιπ Ροθ θέτει ακόμη ένα ζήτημα: το πόσο οι καταστάσεις μας ορίζουν ή εμείς ορίζουμε τις καταστάσεις με την στάση μας. Ο Andy Warhol, αρκετά χρόνια αργότερα από εκείνο το καλοκαίρι του '44, θα απαντήσει σε τούτη την στωικότητα του κυρίου Κάντορ που φτάνει τα όρια της μοιρολατρίας: "They always say that time changes things, but you actually have to change them yourself."







Σημείωση: Η ακουαρέλα απεικονίζει, όπως καταλάβατε ήδη, τον Φίλιπ Ροθ και ανήκει στην Tina Berning.  Η δεύτερη εικόνα είναι λεπτομέρεια από ζωγραφική ελληνικού αμφορέα κι ονομάζεται "Νέμεσις" - δυστυχώς, δεν συγκράτησα το site απ' όπου το άντλησα. Το τρίτο εικαστικό θέμα είναι του Ιταλού Paolo Veronese κι έχει τίτλο -τι άλλο;- "Νέμεσις".

Δευτέρα 2 Απριλίου 2012







"But he has nothing on at all," 




...said a little child at last. "Good heavens! listen to the voice of an innocent child," said the father, and one whispered to the other what the child had said. "But he has nothing on at all," cried at last the whole people. That made a deep impression upon the emperor, for it seemed to him that they were right; but he thought to himself, "Now I must bear up to the end." And the chamberlains walked with still greater dignity, as if they carried the train which did not exist.

    
 
(The Emperor's New Clothes)







Σημείωση: Θα μπορούσε να είναι πολιτικό σχόλιο αλλά είναι μόνο μια μικρή υπενθύμιση για την καθαρότητα του βλέμματος και την ευθύνη του να μπορείς να λες αυτό που πραγματικά βλέπεις, με αφορμή την σημερινή Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου. Η εικόνα είναι της Ντανιέλα Σταματιάδη από την εικονογράφιση του βιβλίου του Κυριάκου Χαρίτου "Το βιβλίο των δικών σου Χριστουγέννων" (Μεταίχμιο, 2010).