Scars,
changes and stories
in
order to live
Και τι δεν θα 'δινα να μπορούσα να συζητήσω οτιδήποτε με τον Τζον; Και τι δεν θα 'δινα να μπορούσα να πως μια απλή κουβέντα που θα τον έκανε ευτυχισμένο; Ποια θα ήταν αυτή η απλή κουβέντα; Αν την είχα πει νωρίτερα θα είχε φέρει αποτέλεσμα; Θα ήταν απαραίτητο να ξαναζήσω το κάθε λάθος; Η κεντρική ιδέα ήταν η πίστη ή το πένθος; Η πίστη και το πένθος δεν ταυτίζονται; Ποιο είναι το νόημα του ποιήματος και ποιο το βίωμα; Σε ποια σκέψη μας οδηγεί το βίωμα; Εγώ δεν είχα καταλάβει τίποτα;
Σωρός οι ερωτήσεις, οι απορίες και η αμφισβήτηση στο "Η χρονιά της Μαγικής Σκέψης" (Κέδρος, 2011),ένα βιβλίο που μπορεί να θεωρηθεί και μικρή πραγματεία για το πένθος και την αυτολύπηση και το οποίο έγραψε η Αμερικανίδα Τζόαν Ντίντιον κ
άτω από οδυνηρές συνθήκες.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 2004, έχοντας μόλις επιστρέψει από το νοσοκομείο όπου νοσηλεύονταν η κόρη τους, Κιντάνα Ρου, με πνευμονία που είχε υποτροπιάσει σε σηπτικό σοκ, ο σύντροφος της Τζόαν Ντίντιον, Τζον Γκέγκορι Νταν, πεθαίνει από ανακοπή καρδιάς. Καλεί το ασθενοφόρο, ο σύζυγός της μεταφέρεται στο νοσοκομείο όπου διαπιστώνεται κι επίσημα ο θάνατός του, της παραδίδονται τα πράγματά του σε πλαστική σακούλα κι επιστρέφει στο διαμέρισμά τους με εκείνη την έκδηλη ψυχραιμία που καθησύχασε τον γιατρό και τον κοινωνικό λειτουργό του νοσοκομείου για τις μη-αντιδράσεις της. "Όταν μπήκα στο διαμέρισμα και είδα το μπουφάν και το κασκόλ του Τζον ακόμα πάνω στην καρέκλα όπου τα είχε αφήσει μόλις επιστρέψαμε από την επίσκεψη στην Κιντάνα στο Μπεθ Ίσραελ Νορθ (το κόκκινο κασμιρένιο κασκόλ, το αντιανεμικό μάρκας Patagonia που το φορούσε το συνεργείο στην ταινία Υπόθεση πολύ προσωπική), αναρωτήθηκα τι θα επιτρεπόταν να κάνει μια μη ψύχραιμη πελάτισσα. Να καταρρεύσει; Να χρειαστεί αγωγή με ηρεμιστικά; Να ουρλιάξει;"
Τίποτα από όλα αυτά δεν έκανε η Τζόαν Ντίντιον. Στην προσπάθειά της να αποδεχθεί τον θάνατο του Τζον και να τιθασεύει την άγρια απουσία του, η Ντίντιον καταφεύγει στην ποίηση και την λογοτεχνία, σε επιστημονικά εγχειρίδια και οδηγούς καλής συμπεριφοράς, σε στίχους δημοφιλών τραγουδιών, σε θρησκευτικούς ύμνους και ορισμούς, αφοσιώνεται στην φροντίδα της κόρης τους η οποία θα συνεχίσει να νοσηλεύεται με σοβαρά προβλήματα υγείας. Ένα χρόνο αργότερα ωστόσο, και παρ' όλη την κινητικότητά της, την επιτυχή διεκπεραίωση των τυπικών διαδικασιών που απαιτούνται σε τέτοιες περιπτώσεις αλλά και των καθημερινών υποχρεώσεών της, ο έλεγχος του εαυτού της συνεχίζει να της διαφεύγει. Έτσι, τον Οκτώβριο 2004, αποφασίζει να αντιμετωπίσει το πένθος της με τον μόνο τρόπο που γνωρίζει πολύ καλά - γράφοντας.
Ιδανική εκπρόσωπος της Νέας Δημοσιογραφίας, η Τζόαν Ντίντιον διακρίνεται για την χαρακτηριστικά κομψή όσο και ευθύβολη και διεισδητική πένα της. Έτσι κι εδώ, στέκεται με θάρρος απέναντι στον θάνατο του Τζον και γράφει με σοβαρότητα και σαφήνεια, ή μάλλον χειρουργική ακρίβεια, όλα εκείνα που συνέβησαν, την πόνεσαν και της ανέτρεψαν κάθε προοπτική. Ωστόσο, η συνειρμική γραφή που εκ των πραγμάτων της "επιβάλλεται" σε τούτο το βιβλίο, την βγάζει από την πεπατημένη της. Tο βιβλίο δεν ξεδιπλώνεται ως ένα καλοσχεδιασμένο και δομημένο κείμενο - η όποια πληροφορία γεννά απορίες που ξεπετάγονται από το κενό, η παραμικρή λεπτομέρεια πυροδοτεί ξαφνικά μια σειρά από εικόνες κι αναμνήσεις που κλονίζουν την πίστη της, οι ιδέες και τα πιστεύω της φαίνεται να διαψεύδονται και η επαλήθευσή τους αμφισβητείται συνεχώς. Το οτιδήποτε, όσο ασήμαντο κι αν είναι, ελέγχεται σε πραγματικό χρόνο κι ενσωματώνεται στην όλη αφήγηση. Η Τζόαν Ντίντιον δεν καταγράφει απλώς την γνώμη, τις σκέψεις και τα συναισθήματά της. Μας τα καταδεικνύει.
Εκτός,
όμως, από ένα χρονικό πένθους, το "Η χρονιά της μαγικής σκέψης" είναι,
επίσης, μια ιστορία έντονης συντροφικότητας. Μολονότι η αφήγηση είναι
πρωτοπρόσωπη και θα περίμενε κανείς η συγγραφέας να περιστρέφεται γύρω
από τον εαυτό της και το πένθος της, η Τζόαν Ντίντιον αντίθετα
περιγράφει την κοινή τους ζωή με ενθουσιώδη τρυφερότητα. Σύντροφοι,
συνομήλικοι και συνεργάτες -συγγραφείς, σεναριογράφοι και αρθρογράφοι
και οι δύο- μοιράζονταν επίσης τα ίδια ενδιαφέροντα και τις ίδιες
αντισυμβατικές αντιλήψεις για την ζωή, κάτι που τους επέτρεπε να έχουν
ευελιξία κι άμεση επικοινωνία στην σχέση τους. Η συγγραφέας δεν διστάζει
να σχολιάσει την μερικές φορές απότομη συμπεριφορά του συντρόφου της,
τον επιβλητικό χαρακτήρα του ακόμη και τα γραπτά του και μέσα από τα
ανυπόκριτα λόγια της διαφαίνεται η εξαιρετικής ποιότητας ισότητα που
απολάμβαναν στον γάμο τους.
Ογδόντα οκτώ μέρες μετά, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς 2005, το χειρόγραφο της Τζόαν Ντίντιον θα ολοκληρωθεί παρ'όλο που η ίδια δε θέλει να τελειώσει την εξιστόρησή της. Η
εσωτερική ταραχή, ο φόβος και το πείσμα της Ντίντιον να μην αφήσει την αίσθηση του συντρόφου της να φύγει, είναι ολοφάνερα στο κείμενο. Ωστόσο, καταφέρνει να
ισορροπήσει ανάμεσα στην οριστική απουσία και στο παρόν χωρίς ίχνος
μελοδραματισμού. Διατηρεί, με πολύ ψυχικό κόπο είναι η αλήθεια, απόσταση
από τα γεγονότα, κάτι για το οποίο την έχουν
χαρακτηρίσει ψυχρή. Ψυχρότητα, αποστασιοποίηση ή όπως αλλιώς κι αν το
πείτε, τούτη η απόσταση είναι απαραίτητη για να ανταπεξέλθει κανείς σε
τόσο βίαια γεγονότα πόσο μάλλον δε όταν το ένα διαδέχεται το άλλο - λίγους μήνες αργότερα, τον Αύγουστο 2005, η Κιντάνα θα καταλήξει.
Είναι από τις λίγες φορές που διάβασα ένα βιβλίο σιωπηλά μέσα μου. Δεν υπήρξαν σκέψεις, σχόλια εκ του ασφαλούς, συνδέσεις. Δεν υπήρξαν ταυτίσεις. Μόνο, ίσως, με την επιφανειακή αποστασιοποίηση που από ό,τι μου έχουν πει την κατέχω καλά. Και θαυμασμός για τον αυτοσεβασμό και τη δύναμη τούτης της μικροσκοπικής σε σωματικές διαστάσεις γυναίκας να διαχειριστεί αυτή την ξαφνική αλλαγή στην ζωή της. Δεν είναι καθόλου εύκολο, άλλωστε, να αποδεχτείς πως οι νεκροί ανήκουν στους νεκρούς αν και τελικά, εκείνοι που αγαπάς δεν φεύγουν ποτέ. "Πρέπει να ακολουθείς την αλλαγή. Εκείνος μου το είχε πει αυτό. Δεν υπάρχει πια κανείς να με φυλάει, αλλά αυτό όντως μου το είχε πει."
Σημειώσεις: 1) Το βιβλίο βραβεύτηκε με το National Book Award for Nonfiction το 2005 ενώ το 2007 ανέβηκε στο Broadway με τη μορφή θεατρικού μονολόγου και τη Vanessa Redgrave στην ερμηνεία του ρόλου. 2) Οι πεταλούδες είναι του Vladimir Nabokov ο οποίος τις φιλοτέχνησε για "οικογενειακή χρήση" - είναι αφιερωμένες στην σύζυγό του, Vera, όπως μπορείτε να δείτε στην πρώτη εικόνα. Οι ζωγραφιές δεν απεικονίζουν πραγματικές πεταλούδες αλλά είναι δημιουργήματα της φαντασίας του συγγραφέα σε συνδυασμό με τις επιστημονικές παρατηρήσεις που έκανε στο μικροσκόπιό του και αντλήθηκαν από εδώ. Στην πρώτη φωτογραφία εμφανίζεται η συγγραφέας και στην δεύτερη μαζί με τον σύντροφό της. Ο τίτλος της ανάρτησης βασίζεται στα λόγια της Ντίντιον από το βιβλίο της "Το Άσπρο Λεύκωμα": "We tell ourselves stories in order to live."