Her life
without her
Εντός των τειχών ενός σπιτιού-πύργου κάπου στο Μαρούσι εκτυλίσσεται το πρώτο μυθιστόρημα της Χριστίνας Καράμπελα. Στο "Καιροί τέσσερεις" (Πόλις, 2014) οι τέσσερις, διαφορετικές μεταξύ τους, αφηγηματικές φωνές ακολουθούν τις εποχές που εναλλάσσονται και μεταξύ του φωτός του καλοκαιριού και της σκοτεινιάς του χειμώνα εκτυλλίσσονται πολλές αποχρώσεις της ζωής με τρόπο άρτιο και συναρπαστικό.
Η Ρούλα, η βασική πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος, είναι μια μικρασιάτισσα αρχόντισσα που ήρθε στην Αθήνα λίγο πριν την καταστροφή της Σμύρνης με την μητέρα της, Βαρβάρα, και την οικογενειά τους. Με την υγεία της σε φθίνουσα κατάσταση (είναι διαβητική) και κλεισμένη πλέον στον εαυτό της, αναπολεί το παρελθόν - τέσσερις γενιές γυναικών όλες τους μοναχοκόρες και αναγκασμένες να μεγαλώσουν μόνες τα παιδιά τους καθώς οι άντρες της οικογένειας είτε έφευγαν, όπως στην περίπτωση του διπλωμάτη πατέρα της που δεν έδινε καμμία σημασία ούτε σ' εκείνη αλλά ούτε και στην μητέρα της που αναγκαζόταν να τον εκβιάζει χρησιμοποιώντας την για να του αποσπάσει χρήματα. Είτε πέθαιναν, όπως στην περίπτωση του προ-πάππου της. Η φασματική μορφή της γιαγιάς Ερατώς που εμφανίζεται κατά διαστήματα σε όλη την αφήγηση, διηγείται με την ιδιότυπη και απολαυστική γλώσσα της, την ιστορία της δικής της μητέρας, της Ευφροσύνης η οποία, με τον αδίστακτο τρόπο της Τερέζ Ντεκερού, δολοφονεί τον άντρα της.
Η Ρούλα έχει μία κόρη, την Πέρσα, και την διεκδικεί με τον ίδιο τρόπο των προγόνων της - την μεγαλώνει με την πεποίθηση ότι οι κόσμος θα ήταν καλύτερο μέρος χωρίς τους άντρες και την επιμονή να της κληροδοτήσει τα εθυμοτυπικά της παρασκευής γλυκών του κουταλιού. Αντίθετα με τις γυναίκες τριών γενιών πίσω στο γενεαλογικό δέντρο της, η Ρούλα αποτυγχάνει. Η Πέρσα φεύγει από το σπίτι στα 18 της για σπουδές ζωγραφικής στην Γαλλία συντροφιά με τον φίλο της. Η Ρούλα δεν θα της το συγχωρέσει ποτέ. Ούτε ακόμη κι όταν πεθαίνει - ο όρος που της θέτει για να αποκτήσει το πυργόσπιτο είναι να μην έχει ποτέ της σχέση με άντρα.
Τον ίδιο όρο επιβάλλει και στην Ευρυδίκη, την πιστή "δούλα" όπως την αποκαλεί, ώστε να συνεχίσει να εργάζεται στο σπίτι. Η Ευρυδίκη, όπως και η φασματική μορφή της γιαγιάς Ερατώς, είναι παντογνώστης αφηγητής - παρατηρεί και σχολιάζει τα πάντα ενώ ενεργεί για το καλό όλων των ενοίκων του σπιτιού ακόμη κι όταν δεν τους συμπαθεί καθόλου. Όπως στην περίπτωση της μικροσκοπικής αλλά μακιαβέλιας μεσίτριας, της Φώφης η οποία με προσποιητή κολακεία καταφέρνει να αποσπάσει την εύνοια της Ρούλας αλλά και την επικαρπία του μικρού σπιτιού στον κήπο.
Ως συνδετικός κρίκος μεταξύ της Ρούλας και της Πέρσας, η Ευρυδίκη θα δώσει κάποιες βασικές πληροφορίες στον βοηθό του συμβολαιογράφου που αναλαμβάνει να εκτελέσει την διαθήκη ώστε να βρει την Πέρσα που για πέντε χρόνια δεν έχει δώσει σημεία ζωής. Ο Χαριτόπουλος, ο μόνος άντρας πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος έχει τα χαρακτηριστικά του χειμώνα - φωτοευαίσθητος, τυπικά ψυχρός και μάλλον άκαμπτος. Ο Χαριτόπουλος ψάχνει με επιμονή την Πέρσα - πρώτα επαγγελματική κατόπιν όμως θα την ερωτευθεί εμμονικά και κτητικά. Η Πέρσα θα ανταποκριθεί με έναν τρόπο παράξενο, παρορμητικό αλλά σαν αποστασιοποιημένο, και θα εγκατασταθεί στο υπόγειο του σπιτιού του που της παραχωρεί για να ζωγραφίζει ανενόχλητη.
Ένα πράγμα που ξέρει καλά η συγγραφέας είναι να αποκωδικοπεί τις ανθρώπινες συμπεριφορές μια και ως Managing Partner της εταιρείας έρευνας αγοράς QED, έχει να κάνει με ερωτηματολόγια και ποσοτικές έρευνες που καταγράφουν τις προτιμήσεις και τις διαθέσεις των ανθρώπων. Το πρώτο της μυθιστόρημα, δεν έγινε φυσικά βάση ερωτηματολογίων έχει, ωστόσο, την ίδια αμεσότητα - ο μαγικός ρεαλισμός που δίνει υπόσταση στην διαίσθηση ειναι μετρημένος γι' αυτό το κείμενο δεν γλιστρά στον μελοδραματισμό και τα φλας-μπακ δεν σε αποσταθεροποιούν αλλά σε κάνουν να σκεφτείς πιο εστιασμένα τη στιγμή που o καταπιεσμένος γυναικείος λόγος φανερώνει τους καλά κρυμμένους τρόπους επιβολής της μνήμης και χειραγώγησης της επόμενης -θηλυκής- γενιάς.
Το σπονδυλωτό τούτο μυθιστόρημα, εκτός από τους μύθους της Δήμητρας και της Περσεφόνης που έχει στα θεμέλια του, περικλείει και ισχυρές αντιθέσεις που επικαλύτπουν η μία την άλλη - τα πρέπει τα θέλω, οι κοινωνικές επιταγές τις προσωπικές χρεωκοπίες. Η οικογενειακή παράδοση και η περιουσία που περνά από την μία γενιά στην επόμενη την ατομικότητα που ασφυκτιά να εκδηλωθεί. Η Χριστίνα Καράμπελα γράφει για τα εν οίκω με μια γλώσσα όλβια, δυνατή και συνεπή προς το ύφος των μυθιστορηματικών χαρακτήρων της και τους ρυθμούς της αφήγησής τους, κάτι που συγκρατεί το κείμενο από τις έντονα ποπ-αισθηματικές αποχρώσεις που του δίνουν η υπερβολική χρήση συμβόλων και συμβολισμών. Είναι σαν η συγγραφέας να ακολουθεί την συμβουλή που έδιναν οι παλιές μαγείρισσες - το φαγητό θέλει τον χρόνο του και το γλυκό τον τρόπο του.
Στο επίμετρο του βιβλίου, η φασματική υπόσταση της γιαγιάς Ερατώς περιφέρεται στον κήπο "πλήρης απογοητεύσεων και άνευ σκοπού" καθώς παρατηρεί πως παρόλο το ψύχος του χειμώνα, τα πράγματα έχουν πια ευδοκιμήσει με έναν τρόπο που αποδοκιμάζει - η Φώφη, δύο χρόνια μετά τον θάνατο της Ρούλας έχει εγκατασταθεί στον επάνω όροφο του πυργόσπιτου με το παιδί της και οικειοποιείται με λαιμαργία την περιουσία της Πέρσας η οποία παραμένει εξαφανισμένη - όχι στο Παρίσι αυτή τη φορά αλλά σε ένα ταξίδι αυτογνωσίας που την πηγαίνει μέχρι τα προγονικά της εδάφη στη Σμύρνη. Και η Ευρυδίκη, συνεχίζει να επιστατεύει το σπίτι με την ίδια πάντα αφοσίωση ενώ προβάλλει πάνω στο νήπιο της Φώφης όλες τις προσδοκίες και την αγάπη της για την Πέρσα. Όσο για τον Χαριτόπουλο, αναλαμβάνει το συμβολαιογραφικό γραφείο και διατηρεί την εμμονή του για την Πέρσα - την περιμένει να επιστρέψει για να περάσουν ακόμη έναν χειμώνα μαζί.
Η Ρούλα, η βασική πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος, είναι μια μικρασιάτισσα αρχόντισσα που ήρθε στην Αθήνα λίγο πριν την καταστροφή της Σμύρνης με την μητέρα της, Βαρβάρα, και την οικογενειά τους. Με την υγεία της σε φθίνουσα κατάσταση (είναι διαβητική) και κλεισμένη πλέον στον εαυτό της, αναπολεί το παρελθόν - τέσσερις γενιές γυναικών όλες τους μοναχοκόρες και αναγκασμένες να μεγαλώσουν μόνες τα παιδιά τους καθώς οι άντρες της οικογένειας είτε έφευγαν, όπως στην περίπτωση του διπλωμάτη πατέρα της που δεν έδινε καμμία σημασία ούτε σ' εκείνη αλλά ούτε και στην μητέρα της που αναγκαζόταν να τον εκβιάζει χρησιμοποιώντας την για να του αποσπάσει χρήματα. Είτε πέθαιναν, όπως στην περίπτωση του προ-πάππου της. Η φασματική μορφή της γιαγιάς Ερατώς που εμφανίζεται κατά διαστήματα σε όλη την αφήγηση, διηγείται με την ιδιότυπη και απολαυστική γλώσσα της, την ιστορία της δικής της μητέρας, της Ευφροσύνης η οποία, με τον αδίστακτο τρόπο της Τερέζ Ντεκερού, δολοφονεί τον άντρα της.
Η Ρούλα έχει μία κόρη, την Πέρσα, και την διεκδικεί με τον ίδιο τρόπο των προγόνων της - την μεγαλώνει με την πεποίθηση ότι οι κόσμος θα ήταν καλύτερο μέρος χωρίς τους άντρες και την επιμονή να της κληροδοτήσει τα εθυμοτυπικά της παρασκευής γλυκών του κουταλιού. Αντίθετα με τις γυναίκες τριών γενιών πίσω στο γενεαλογικό δέντρο της, η Ρούλα αποτυγχάνει. Η Πέρσα φεύγει από το σπίτι στα 18 της για σπουδές ζωγραφικής στην Γαλλία συντροφιά με τον φίλο της. Η Ρούλα δεν θα της το συγχωρέσει ποτέ. Ούτε ακόμη κι όταν πεθαίνει - ο όρος που της θέτει για να αποκτήσει το πυργόσπιτο είναι να μην έχει ποτέ της σχέση με άντρα.
Τον ίδιο όρο επιβάλλει και στην Ευρυδίκη, την πιστή "δούλα" όπως την αποκαλεί, ώστε να συνεχίσει να εργάζεται στο σπίτι. Η Ευρυδίκη, όπως και η φασματική μορφή της γιαγιάς Ερατώς, είναι παντογνώστης αφηγητής - παρατηρεί και σχολιάζει τα πάντα ενώ ενεργεί για το καλό όλων των ενοίκων του σπιτιού ακόμη κι όταν δεν τους συμπαθεί καθόλου. Όπως στην περίπτωση της μικροσκοπικής αλλά μακιαβέλιας μεσίτριας, της Φώφης η οποία με προσποιητή κολακεία καταφέρνει να αποσπάσει την εύνοια της Ρούλας αλλά και την επικαρπία του μικρού σπιτιού στον κήπο.
Ως συνδετικός κρίκος μεταξύ της Ρούλας και της Πέρσας, η Ευρυδίκη θα δώσει κάποιες βασικές πληροφορίες στον βοηθό του συμβολαιογράφου που αναλαμβάνει να εκτελέσει την διαθήκη ώστε να βρει την Πέρσα που για πέντε χρόνια δεν έχει δώσει σημεία ζωής. Ο Χαριτόπουλος, ο μόνος άντρας πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος έχει τα χαρακτηριστικά του χειμώνα - φωτοευαίσθητος, τυπικά ψυχρός και μάλλον άκαμπτος. Ο Χαριτόπουλος ψάχνει με επιμονή την Πέρσα - πρώτα επαγγελματική κατόπιν όμως θα την ερωτευθεί εμμονικά και κτητικά. Η Πέρσα θα ανταποκριθεί με έναν τρόπο παράξενο, παρορμητικό αλλά σαν αποστασιοποιημένο, και θα εγκατασταθεί στο υπόγειο του σπιτιού του που της παραχωρεί για να ζωγραφίζει ανενόχλητη.
Το σπονδυλωτό τούτο μυθιστόρημα, εκτός από τους μύθους της Δήμητρας και της Περσεφόνης που έχει στα θεμέλια του, περικλείει και ισχυρές αντιθέσεις που επικαλύτπουν η μία την άλλη - τα πρέπει τα θέλω, οι κοινωνικές επιταγές τις προσωπικές χρεωκοπίες. Η οικογενειακή παράδοση και η περιουσία που περνά από την μία γενιά στην επόμενη την ατομικότητα που ασφυκτιά να εκδηλωθεί. Η Χριστίνα Καράμπελα γράφει για τα εν οίκω με μια γλώσσα όλβια, δυνατή και συνεπή προς το ύφος των μυθιστορηματικών χαρακτήρων της και τους ρυθμούς της αφήγησής τους, κάτι που συγκρατεί το κείμενο από τις έντονα ποπ-αισθηματικές αποχρώσεις που του δίνουν η υπερβολική χρήση συμβόλων και συμβολισμών. Είναι σαν η συγγραφέας να ακολουθεί την συμβουλή που έδιναν οι παλιές μαγείρισσες - το φαγητό θέλει τον χρόνο του και το γλυκό τον τρόπο του.
Στο επίμετρο του βιβλίου, η φασματική υπόσταση της γιαγιάς Ερατώς περιφέρεται στον κήπο "πλήρης απογοητεύσεων και άνευ σκοπού" καθώς παρατηρεί πως παρόλο το ψύχος του χειμώνα, τα πράγματα έχουν πια ευδοκιμήσει με έναν τρόπο που αποδοκιμάζει - η Φώφη, δύο χρόνια μετά τον θάνατο της Ρούλας έχει εγκατασταθεί στον επάνω όροφο του πυργόσπιτου με το παιδί της και οικειοποιείται με λαιμαργία την περιουσία της Πέρσας η οποία παραμένει εξαφανισμένη - όχι στο Παρίσι αυτή τη φορά αλλά σε ένα ταξίδι αυτογνωσίας που την πηγαίνει μέχρι τα προγονικά της εδάφη στη Σμύρνη. Και η Ευρυδίκη, συνεχίζει να επιστατεύει το σπίτι με την ίδια πάντα αφοσίωση ενώ προβάλλει πάνω στο νήπιο της Φώφης όλες τις προσδοκίες και την αγάπη της για την Πέρσα. Όσο για τον Χαριτόπουλο, αναλαμβάνει το συμβολαιογραφικό γραφείο και διατηρεί την εμμονή του για την Πέρσα - την περιμένει να επιστρέψει για να περάσουν ακόμη έναν χειμώνα μαζί.
Είναι δύσκολο να διακρίνω ποιό στοιχείο τελικά επικρατεί σε ένα τόσο πληθωρικό μυθιστόρημα. Θα μπορούσα απλώς να πω για τις μυρωδιές, τα χρώματα και τις γεύσεις των φρούτων και των γλυκών που βρίσκονται σε κάθε σχεδόν σελίδα του αλλά υπάρχουν τόσα άλλα - η σχέση μάνας-κόρης με τα συνέκδοχά της, η σκληρότητα και η βία σ' ένα μητριαρχικό περιβάλλον, η αδυσώπητη όψη του φεμινισμού ή το ανεκπλήρωτο του ερωτικού πόθου των γυναικών της οικογένειας που βρίσκουν διέξοδο στην παρασκευή γλυκών του κουταλιού. Θα μπορούσε να είναι η αποποίηση της παράδοσης ως ο μόνος τρόπος για να κατακτήσει κανείς την αυτονομία του όπως κι εκείνη η ατομικότητα που αναφέρω πιο πάνω έναντι ενός κοινωνικού προβληματισμού που απουσιάζει εντελώς από το κείμενο.
Όσο και να το θεωρητικοποιήσω, όμως, εκείνο που μου έκανε την μεγαλύτερη εντύπωση είναι η γλωσσική αρτιότητα της Χριστίνας Καράμπελα, η δυναμικότητα των μυθιστορηματικών χαρακτήρων της και η επιδεξιότητα με την οποία συνυφαίνει τόσα πολλά νήματα σε μία ενιαία αφήγηση που λέει πολλά περισσότερα απ' ότι ένας ορθολογιστής μπορεί να σου πει για την ζωή.
Σημειώσεις: Τo "Η Έρημος, Αρμονία σε Κόκκινο" και το "Κύπελλο από Πορτοκάλια" είναι λάδια του Henri Matisse. Το τρίτο εικαστικό, "Το Σαλιγκάρι" (που βρίσκεται στο εξώφυλλο του βιβλίου) είναι επίσης του Ματίς αλλά πρόκειται για ένα κολάζ κομματιών χαρτιού που ο καλλιτέχνης ζωγράφισε κι έκοψε σε διάφορα σχήματα ενώ βρίσκονταν στην τελευταία δημιουργική περίοδο της ζωής του - η υγεία του ήταν πολύ ασθενής κι ο ίδιος κλινήρης λόγω αρθρίτιδας. Είναι αξιοσημείωτο το πως, παρ' όλα αυτά, ο Ματίς διατηρεί την φωτεινότητα και τις διαβαθμίσεις των (πολλών) χρωμάτων της παλέτας του. Και τούτη ακριβώς είναι η αίσθηση που σου μεταδίδουν οι λέξεις της Χριστίνας Καράμπελα.
2 σχόλια:
Να ευχαριστήσω θερμά για την κριτική, πραγματικά με συγκίνησε. Εύχομαι να έχουμε την ευκαιρία να συναντηθούμε. Ευχαριστώ από καρδιάς. Χριστίνα Καράμπελα (christina.carabela@gmail.com)
Η ευχαρίστηση και δική μου, κ.Καράμπελα.
(Είμαι αδικαιολόγητη που άργησα τόσο να σας απαντήσω)
Δημοσίευση σχολίου