Αστικό υπαρξιακό θρίλερ σε τέσσερα επεισόδια θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το διπλά βραβευμένο "Νυχτερινό Ρεύμα" (Πόλις, 2015) – μία συλλογή τεσσάρων εκτενών διηγημάτων του Κώστα Κατσουλάρη που εκτυλίσσονται στον αστικό και περιαστικό ιστό της Αθήνας και διαθέτουν ιδιαίτερη χροιά.
Στο πρώτο διήγημα, ο αφηγητής είναι ένας μυστικός πράκτορας της αντιτρομοκρατικής που έχει αναλάβει την παρακολούθηση ενός αναρχικού στα Εξάρχεια. Οι μέρες και οι μήνες περνούν μα τίποτα σημαντικό δεν προκύπτει για την ενοχοποίηση του κατά λάθος αναρχικού "Άβερελ", όπως είναι και ο τίτλος του διηγήματος. Αντίθετα, όλη τούτη η αναμονή οδηγεί τον αφηγητή σε μία αναλυτική ανασκόπηση της ζωής του –δουλειά, σχέσεις, φίλοι, οικογένεια– με όχι-ευχάριστο συμπέρασμα.
Στο "Θα το κρατήσω", μία νεαρή άνεργη Θεσσαλονικιά, που μόλις έχει εκδόσει το πρώτο της βιβλίο, συλλέγει υλικό για το επόμενο – σε ένα μπαρ στη Σόλωνος παίρνει συνέντευξη από τον κύριο Ασημάκη ο οποίος της διηγείται την εξωσυζυγική του ζωή. Στα διαλείμματα της συνομιλίας τους, και μέσα από ανάλαφρα σατυρικά σχόλια, σκιαγραφείται και η δική της ζωή.
Ένας "Νεκρός σκύλος τα μεσάνυχτα" θα γίνει η αφορμή για να βρεθούν δύο φίλοι – ο αφηγητής, απωλημένος τριανταπεντάχρονος κριτικός κινηματογράφου και ο Ισίδωρος, ευφυέστατος νεαρός που, λόγω συνθηκών, γίνεται ένας πολυμαθής ανθοπώλης, από τους καλύτερους του επαγγέλματος. Οι δύο φίλοι ανεβαίνουν στην καμμένη Πάρνηθα για να θάψουν το σκυλί που έχει στο πορτ-μπαγκάζ του αυτοκινήτου του ο Ισίδωρος. Η διαδρομή έχει κάτι από την αποπνικτική ατμόσφαιρα της πόλης – είναι η νύχτα που ο "Απόλλων" και το "Αττικόν" καίγονται (τέτοιες περίπου ημέρες –12.02– το 2012). Ο τρόπος που ο αφηγητής ακολουθεί τον φίλο του μέσα στη νύχτα χωρίς να ξέρει ακριβώς τι συμβαίνει είναι που αιτιολογεί τον όρο "θρίλερ" που γράφω πιο πάνω – η πορεία του Ισίδωρου μέχρι να ανακαλύψει τα όρια του εαυτού του σε συνάρτηση με την πραγματικότητα γίνεται μέσα από θεωρίες παραψυχολογίας και μυστικιστική συμπεριφορά.
Στο "Νυχτερινό ρεύμα" ένας πενηντάχρονος άνεργος επισκέπτεται την ηλικιωμένη μητέρα του στο διαμέρισμά της στην Κυψέλη για να πάρει εκατό ευρώ, ποσό πολύ αναγκαίο (sic) για την οικογένειά του. Το διήγημα περιγράφει την επίσκεψη από την στιγμή που ο αφηγητής θα μπει στην είσοδο της πολυκατοικίας μέχρι την στιγμή που θα επιστρέψουν και οι δύο από το μηχάνημα ανάληψης της γειτονικής τράπεζας. Όλη η διαδρομή είναι μία ανάλυση της νέας σχέσης εξάρτησης και συμβίωσης που αναδύθηκε στα χρόνια της οικονομικής κρίσης.
Δημοσιογράφος, βιβλιοκριτικός, δόκιμος μεταφραστής και συγγραφέας που έχει ασχοληθεί με την θεατρική γραφή αλλά και με τη νουβέλα και το μυθιστόρημα, ο Κατσουλάρης χειρίζεται με επιδεξιότητα την γλώσσα. Αναδεικνύει τόσο την ανθρωπογεωγραφία της πόλης όσο και το γεωλογικό παρελθόν της. Γραμμένα μεταξύ 2010 και 2015, τα διηγήματα μεταφέρουν τον αναγνώστη από τις πυρκαγιές που προηγήθηκαν στην υπόλοιπη Ελλάδα κι έκαψαν και την Πάρνηθα, στα ήδη καμμένα Εξάρχεια, στη συνέχεια στην πυρπόληση του κέντρου τον Φεβρουάριο του 2012, και μετά στην Κυψέλη της οικονομικής κρίσης. Ωστόσο, ο συγγραφέας δεν επικεντρώνεται στην κρίση. Η κρίση είναι ο καμβάς όπου θα χαρτογραφηθούν οι ψυχολογικές διαδρομές των πρωταγωνιστών του. Όλοι τους –άλλοτε με ψυχραιμία και άλλοτε με περιέργεια κι ενδιαφέρον, κάποιες φορές ίσως με κούραση– προσπαθούν να κατανοήσουν αυτό που τους συμβαίνει και να ανταπεξέλθουν με κάποιον τρόπο.
Διαβάζοντας τα διήγηματα περίμενα κάτι δυνατό και συναρπαστικό – έτσι γίνεται συνήθως. Την ρουτίνα σπα κάτι ισχυρό. Δεν υπάρχει όμως τίποτα το εξεζητημένο στην πλοκή των τεσσάρων κειμένων. Ούτε καν μία διακοπή ηλεκτρικού ρεύματος όπως μοιάζει να προδιαθέτει ο τίτλος της συλλογής και η οποία θα μπορούσε να προκαλέσει ζημίες ή παρεξηγήσεις κι έκτροπα – ο τίτλος της συλλογής προφανώς αναφέρεται στο νυχτερινό ρεύμα που χρησιμοποιεί η μητέρα του αφηγητή του τέταρτου διηγήματος για να κάνει τις δουλειές της. Η αφήγηση ρέει με την ίδια φυσικότητα που συνομιλείς με κάποιον γνωστό σου – ήπια προφορικότητα, γλωσσικά ιδιώματα αντίστοιχα των ατόμων και καθημερινές ανθρώπινες ιστορίες. Διαβάζεις και κάποια στιγμή αρχίζεις να νιώθεις άβολα· είναι η στιγμή που το κοινότυπο και το καθημερινό παίρνει μια άβολη τροπή. Κι επειδή ο συγγραφέας δεν δίνει κάποια λύση ή εξήγηση παρά μόνο ένα ανοιχτό τέλος σε κάθε διήγημα, η αγωνία εντείνεται.
Το απλό ύφος ωστόσο δεν είναι ποτέ απλή υπόθεση κι αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στα κείμενα της συλλογής. Τα θέματα που συνυφαίνονται στα διηγήματα είναι πολλά, το ίδιο και οι συνδηλώσεις τους – η παρουσία ενός Άλλου που προσδιορίζει την παρουσία του αφηγητή, η διάψευση των επιθυμιών, η νεότητα και το άχθος της, η ερωτική αντεκδίκηση από εκείνον που υποτιμάται, η συνέπεια και η ασυνέπεια λόγου-πράξης, η οικολογική καταστροφή και οι διάφορες περιβαλλοντικές ευαισθησίες, το καλό απέναντι στο κακό. Κι όλα αυτά μέσα στα όρια που θέτει η οικογένεια – δεσμοί, ωραιοποιήσεις, παραποιήσεις, συγκαλύψεις, εγκαταλείψεις· υφέρποντα ψυχικά, κοινωνικά, οικονομικά ρεύματα που παρασύρουν τους πρωταγωνιστές και τα οποία ο συγγραφέας χειρίζεται με άρτια τεχνική. Μικρή ένσταση: οι νεότεροι των 40χρ. αναγνώστες δεν θα μπορέσουν να κατανοήσουν την ειρωνική –και τόσο εύστοχη– σχέση μεταξύ Άβελ και Αβερέλ.
Τις τελευταίες ημέρες σκεφτόμουν συνεχώς ότι στο πεδίο της λογοτεχνίας, από την άποψη του γλωσσικού ύφους τουλάχιστον, σημειώνεται αρκετή πρόοδος. Από τη μια πλευρά, αντισυμβατικές και ιδιοσυγκρασιακές, πληθωρικές, ποιητικές, πρωτότυπες γραφές· κι από την άλλη, λιγότερο ιδιόρρυθμες, συμβατικές, όπως εδώ του Κατσουλάρη, δημιουργούν ένα τοπίο που δείχνει να εξελίσσεται. Εκείνο που δεν είναι εξίσου έκδηλο, ωστόσο, είναι η ειδική θερμοκρασία του κειμένου - ο τόνος με τον οποίο σου απευθύνεται και σε αναγκάζει να συμμετέχεις. Κι αυτό ακριβώς είναι που διακρίνω στα διηγήματα του Κώστα Κατσουλάρη - μία ιδιαίτερης αμεσότητας συνομιλία μεταξύ συγγραφέα και αναγνώστη η οποία, χωρίς να είναι βερμπαλιστική ή επιτηδευμένη, αιχμαλωτίζει με ενάργεια τις ταυτόχρονες εσωτερικές συγκρούσεις του ανθρώπου σήμερα.
Σημειώσεις: Το
βιβλίο απέσπασε το πρώτο βραβείο του ηλεκτρονικού περιοδικού "ο αναγνώστης" στην
κατηγορία του Διηγήματος για το 2016 και, την ίδια χρονιά, το βραβείο
του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών. // Οι έγχρωμες εικόνες είναι λεπτομέρειες από την φωτογραφία με τίτλο "Squash" του Πάνου Κοκκινιά που βρίσκεται στο εξώφυλλο του βιβλίου. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία είναι από τον κατάλογο της έκθεσης "La France d' Avedon: Vieux Monde, New Look" που τρέχει αυτή τη στιγμή στην Εθνική Βιβλιοθήκη στο Παρίσι.