Κυριακή 23 Ιουλίου 2017









He, who was himself





Απορρίφθηκε επτά φορές πριν τελικά εκδοθεί το 1965, χάρη στην επιμονή ενός νεαρού επιμελητή εκδόσεων που επέμενε να προωθεί συγγραφείς με υποτιμημένο ταλέντο (ένας από αυτούς ήταν και ο Τόμας Πίντσον). Ένα άρθρο στο New Republic, την επόμενη χρονιά, δημιούργησε ένα δυνατό, προσωρινό ωστόσο, κύμα ενδιαφέροντος για το «Ο Στόουνερ» (σε εξαιρετική μετάφραση Αθηνάς Δημητριάδη – Gutenberg/σειρά Aldina05, 2017) το οποίο στο μεταξύ είχε αποσυρθεί από την κυκλοφορία. Το 1973 θα καταφέρει να εκδοθεί στην Μεγάλη Βρετανία και μετά, λήθη. Μόνο σποραδικά άρθρα εκθείαζαν την λογοτεχνικότητα -για την ακρίβεια, την τελειότητα της πρόζας- του John Edward Williams αλλά τίποτα πέρα από μία απλή επανέκδοση το 2003 από τον ίδιο εκδοτικό. 

Ώσπου το 2011 μεταφράζεται στα γαλλικά και γίνεται best seller. Την επόμενη χρονιά, αναδεικνύεται βιβλίο της χρονιάς στα Waterstones και το 2013 οι πωλήσεις του τριπλασιάστηκαν. Μισόν αιώνα μετά την έκδοσή του, «Ο Στόουνερ» επανέρχεται θεαματικά στο λογοτεχνικό προσκήνιο κι όχι δίχως λόγο. 

Ο Ουίλλιαμ Στόουνερ είναι καθηγητής Αγγλικής Φιλολογίας σε ένα πανεπιστήμιο της περιφέρειας των ΗΠΑ. Γιος  ενός ζευγαριού αγροτών σε ένα απόμερο χωριό του αμερικανικού νότου, ο Στόουνερ μεγαλώνει βοηθώντας τον πατέρα του στο χωράφι. Σχολείο πηγαίνει αναγκαστικά, μόνο για να αποφοιτήσει μέχρι που ο αγροκόμος της περιοχής συστήνει στον πατέρα του να τον στείλει στο καινούργιο τμήμα Γεωπονικής του τοπικού πανεπιστημίου με την προοπτική ως γεωπόνος, όταν τελειώσει τις σπουδές του και αναλάβει το χωράφι τους, να το βελτιώσει. Έτσι και γίνεται. Στην αρχή τουλάχιστον διότι στο δεύτερο έτος ο Στόουνερ, με αφορμή ένα σονέτο του Σαίξπηρ «…εγκατέλειψε τα μαθήματα των βασικών σπουδών του και άφησε στην μέση το πρόγραμμα της Γεωπονικής Σχολής που θα του εξασφάλιζε το πτυχίο. Επέλεξε εισαγωγικά μαθήματα στην Φιλοσοφία και στην Αρχαία ιστορία και δύο μαθήματα Αγγλικής Λογοτεχνίας.»  Παρόλες τις δυσκολίες επιβίωσης και μελέτης, ο Στόουνερ τελειώνει τις σπουδές του στην Αγγλική Φιλολογία. Στο τέλος του τέταρτου έτους, ωστόσο, και προς μεγάλη του έκπληξη, τού γίνεται πρόταση να διδάξει στο πανεπιστήμιο.  «Μα δεν ξέρετε, κύριε Στόουνερ;» τον ρώτησε. «Δεν τον έχετε ακόμη μάθει τον εαυτό σας; Θα γίνεται δάσκαλος.» Ξαφνικά ο Σλόουν του φάνηκε πολύ απόμακρος, οι τοίχοι του γραφείου εξαφανίστηκαν. Ένιωθε να μετεωρίζεται στον αέρα, άκουσε τον εαυτό του να ρωτάει:  
«Είστε βέβαιος;» 
«Είμαι βέβαιος», είπε ο Σλόουν χαμηλόφωνα... «Μα πως το ξέρετε; Πως μπορείτε να είστε τόσο σίγουρος;» 
«Είναι έρωτας, κύριε Στόουνερ», είπε εύθυμα ο Σλόουν. «Είστε ερωτευμένος. Τόσο απλό είναι».  

Ο JohnMcGahern, στην εκτενή και διαφωτιστική εισαγωγή του βιβλίου, παραθέτει μία σπάνια συνέντευξη του συγγραφέα η οποία επιβεβαιώνει την σκέψη μου ότι το «Στόουνερ» είναι το μυθιστόρημα ενός ταγμένου δασκάλου. Αναφέρει, επίσης, πως από τα τέσσερα μυθιστορήματα που έγραψε ο Ουίλλιαμς, Στόουνερ" είναι το πιο προσωπικό, λόγω της σύνδεσής του με την προσωπική ζωή και την καριέρα του χωρίς αυτό να είναι με κανέναν τρόπο βιογραφικό. Διαβάζοντας, λοιπόν, για την ζωή του αμερικανού συγγραφέα διαπιστώνει κανείς αρκετά στοιχεία που ενδεχομένως είναι αυτοαναφορικά, αλλά και το πόσο μεστή ήταν η ζωή του κι αυτό δεν σημαίνει πως ήταν μέσα στην ευδαιμονία – αγροτικής καταγωγής, εγκαταλείπει τις σπουδές του στο κολέγιο και κατατάσσεται στην αμερικανική αεροπορία για να υπηρετήσει ως σμηνίας σε επιχειρήσεις στην Ινδία και την Μπούρμα. Μετά το τέλος του ΠΠ2, εγγράφεται στο πανεπιστήμιο του Ντένβερ όπου ολοκληρώνει τις σπουδές του και αργότερα θα διδάξει αναλαμβάνοντας το Τμήμα Δημιουργικής Γραφής το οποίο, επί των ημερών του, θα αναδειχθεί ως το καλύτερο του είδους στις ΗΠΑ. Γνωρίζει, έτσι, εκ των έσω τις ακαδημαϊκές έριδες και την έκτασή τους. Και τις προσωπικές αποτυχίες, επίσης - όταν έγραφε το “Στόουνερ” ο τρίτος γάμος του διαλύονταν. 




Ωστόσο, το να αναζητά κανείς τα κοινά σημεία συγγραφέα-ήρωα δεν είναι κάτι αξιοσημείωτο – λίγο-πολύ όλοι οι συγγραφείς αντλούν από την προσωπική τους ζωή. Η γοητεία αυτού του βιβλίου έγκειται σε δύο πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του. Καταρχάς, στον τρόπο αφήγησης: ψυχρός, αποστασιοποιημένος κι εντελώς γραμμικός στην εξέλιξη της πλοκής – το μυθιστόρημα ακολουθεί την ζωή του Στόουνερ από τις αρχές του 20ου αι. μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1960 με ένα ή δύο μικρά flashbacks στο παρελθόν. Με τέτοια περιγραφή, θα περίμενε κανείς ότι "Ο Στόουνερ" είναι ένα βαρετό, επίπεδο κείμενο ενός ακόμη campus novel. Κι όμως, δεν είναι καθόλου! Η συνέντευξη ενός επηρμένου, χωρίς ουσιαστικές γνώσεις, φοιτητή ενώπιον του συμβουλίου καθηγητών είναι μία από τις πιο αγωνιώδεις σκηνές του βιβλίου. 

Οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος είναι σκιαγραφημένοι με έντονο κιαροσκούρο και ζυμώνονται με την ιστορία, αμερικανική και παγκόσμια – στον ΠΠ1 ο Στόουνερ θα χάσει έναν από τους δύο φίλους του ενώ στον ΠΠ2 θα βρεθεί αντιμέτωπος με την ναζιστική νοοτροπία ενός αρχαιότερου καθηγητή που εκτιμούσε. Δεν θυμάμαι αν λέει ότι η ποτοαπαγόρευση ευθύνεται για το ότι ο Φιντς, φίλος και συνάδελφος του Στόουνερ, έφτιαχνε σπιτική μπίρα «με άκρα μυστικότητα και με όλους τους τύπους μέσα στην ντουλάπα του εργένικου διαμερίσματός του», αλλά στο Μεγάλο Κράχ του ΄29 ο τραπεζίτης πεθερός του πτωχεύει κι αυτό θα κλονίσει την Ήντιθ κι εν μέρει και την οικογενειακή/οικονομική τους ζωή. 

Εκτός αυτών, το συγγραφικό ύφος του Τζον Ουίλλιαμς είναι εντυπωσιακό. Ο Ian McEwan το χαρακτήρισε επιβλητικό ενώ άλλοι το έχουν παρομοιάσει με εκείνο του Hemingway (χωρίς τις μεγαλοστομίες), του Fitzerald (χωρίς το μοδάτο) και του Faulkner (χωρίς το πομπώδες). Θα το παρομοίαζα επίσης με εκείνο του Carver που συνδυάζει, όμως, τον ακαδημαϊσμό και την γλώσσα με πολύ στυλ. Πέρα από τις συγκρίσεις, ωστόσο, εκείνο που σε ξαφνιάζει είναι αφενός η αψεγάδιαστη αφήγηση του Ουίλλιαμς – φαινομενικά πανεύκολη που ωστόσο απαιτεί τεράστια αποθέματα πειθαρχίας κι αγάπης για το αντικείμενο. Και αφετέρου, ο τρόπος που προσδιορίζει, με την crystal clear γραφή του, τα συναισθήματα και τις εσωτερικές διεργασίες του ψυχισμού – η αμήχανη εκείνη στιγμή που συνειδητοποιείς ότι διάβασες κάτι  που δεν μπορεί να αποτυπωθεί με λέξεις. 

Το δεύτερο, εξίσου χαρακτηριστικό, στοιχείο του μυθιστορήματος, είναι τα θέματα που αναδεικνύει. Ο Ουίλλιαμς παρουσιάζει εντελώς συνηθισμένους ανθρώπους να ζουν εντελώς συνηθισμένες καταστάσεις, με όλες τις σκοτεινές στιγμές τους. Έτσι, η αγάπη είναι πέρα από αμιγής ρομαντισμός και ο θάνατος φέρνει μαζί του την επίγνωση και τις απογοητεύσεις της προηγούμενης ζωής. Και πίσω από την εκ πρώτης όψεως άχρωμη κι άοσμη εικόνα του Στόουνερ, βρίσκεται ένας άνθρωπος δοτικός, που έχει αφιερώσει την ζωή του σε μια ιδέα (την μελέτη και την διδασκαλία). Έχει "θέλω" και την επιμονή να τα πραγματοποιήσει, έστω κι άτσαλα, έστω κι αν η προσπάθεια που κατέβαλλε δεν ήταν αρκετή - είτε επρόκειτο για την Ήντιθ, την σύζυγό του, που ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά και παντρεύτηκε δίχως δεύτερη σκέψη, κάτι που απέβη εις βάρος του και εις βάρος της κόρης τους, Γκρέις. Είτε για την Κάθριν Ντρίσκολ, την νεαρή συνάδελφο και ερωμένη του που αγάπησε αλλά θυσίασε λόγω εχθρικών συνθηκών. Είτε για την λογοτεχνία. «Ήταν πάθος, όχι πάθος του νου  ούτε της σάρκας. Ήταν μια δύναμη που τα ενσωμάτωνε και τα δύο, σαν να μην ήταν άλλο από το υλικό του έρωτα, η ουσία του καθαυτή. Σε μια γυναίκα ή σ’ ένα ποίημα έλεγε πολύ απλά: Κοίτα! Είμαι ζωντανός!» 

Όχι, όμως, αρκούντος μελοδραματικός ή διεκδικητικός. Ο Στόουνερ ήταν συνεπής και δεν φοβόταν την δέσμευση μα δεν είχε την ικανότητα αυτο-προβολής, γεγονός που δείχνει το πόσο εκτός εποχής ήταν το βιβλίο όταν γράφτηκε - η εποχή του Υδροχόου, του Βιετνάμ και της ψυχεδέλειας, του Τζέημς Μποντ και της Beat Generation ζητούσε πολλά περισσότερα από έναν άνθρωπο που αγαπά και κοπιάζει για την δουλειά του. Που διατηρεί την θέρμη, την ακεραιότητα και την ψυχραιμία του ακόμη και όταν οι συνθήκες είναι εναντίον του. Για τον λόγο αυτό θεωρώ ελαφρώς άστοχη την επιλογή του πίνακα του Γιώργου Ρόρρη  στο εξώφυλλο - μοιάζει αλλά δεν απηχεί την πληρότητα του χαρακτήρα του Στόουνερ. Και σε μια ελεύθερη επέκταση του συλλογισμού, ούτε επίσης την κομψότητα του συγγραφέα, στοιχεία της ζωής του οποίου έχουν ενσωματωθεί στο μυθιστόρημα. 




Ουσιαστικό, συγκινητικό, αγωνιώδες, εξοργιστικό, οδυνηρό, τρυφερό και δηκτικό, «Ο Στόουνερ» δεν είχε ποτέ του μεγάλο κοινό. Είχε, ωστόσο, το σωστό αναγνωστικό κοινό. Κι αυτό διευρύνεται συνεχώς καθώς, όπως όλα τα μεγάλα έργα της λογοτεχνίας, μοιάζει να απαντά στις συνθήκες της δικής μας εποχής με την διαχρονική πίστη στην κάθε ζωή - όσο μικρή κι αν παρουσιάζεται, έχει αξία. Καθόλου τυχαίο, λοιπόν,  που η NYRB το επανεξέδωσε το 2007 με την ταμπέλα του Κλασικού. 










Σημειώσεις: Ο τίτλος της ανάρτησης προέρχεται από την ρήση του José Ortega y Gassett: "A hero is one who wants to be himself", την οποία ο συγγραφέας σκεφτόταν να χρησιμοποιήσει ως επίγραμμα του βιβλίου. Το “Γραφείο την Νύχτα” είναι -βεβαίως- του Edward Hopper ενώ στην φωτογραφία βλέπεται τον συγγραφέα εν ώρα εργασίας. Στο τέλος, ιδιόχειρη αφιέρωσή του αντλημένη από την πρώτη έκδοση του βιβλίου.

Σάββατο 1 Ιουλίου 2017









Snapposts






Η ζωή χωρίς υπολογιστή είναι θαυμάσια. Μόνο όμως όταν το έχεις προγραμματίσει. Εγώ δεν το είχα κι έτσι, στην θέα της μαύρης οθόνης βρέθηκα σε απόγνωση. Μόνη καταφυγή μου, στην κυριολεξία, τα βιβλία.

Μεταμοντέρνα σε μια εποχή που δεν είχε καν εφευρεθεί ο μοντερνισμός, η Jean Rhys είναι μία από τις συγγραφείς που δεν εκτιμήθηκε στην ώρα της. Το  "Η πλατιά θάλασσα των Σαργασσών" (μτφρ. Αργυρώς Μαντόγλου – Μελάνι, 2007)  είναι το βιβλίο με το οποίο επανεμφανίζεται στο λογοτεχνικό προσκήνιο μετά από απουσία 27 χρόνων.  Είχαν προηγηθεί πέντε μυθιστορήματα -που έγραψε από το 1927 και μέχρι το τέλος της δεκαετίας 1930- χωρίς να γνωρίσουν ιδιαίτερη απήχηση, κάτι που την απογοήτευσε και, σε συνδυασμό με την ήδη δύσκολη κι ανασφαλή επιβίωσή της, την οδήγησε σε ηθελημένη απομόνωση. 

Το μυθιστόρημα ασχολείται με την ζωή της κρεολής Αντουανέτ Κόζγουεϊ στις αρχές του 19ο αι., τον πρώτο καιρό που οι Βρετανοί αποικιοκράτες απελευθέρωσαν πλήρως όλους τους σκλάβους του νησιού – βρισκόμαστε στην Τζαμάικα και στο ζεστό, ηδονικό περιβάλλον της Καραϊβικής. Βασικό του θέμα η γυναικεία χειραφέτηση και σεξουαλικότητα στα πλαίσια του γάμου όπου η Ρυς τονίζει την σχέση εξουσίας μεταξύ των συζύγων – η Αντουανέτ παντρεύεται χωρίς την θέλησή της τον νεαρό ευειδή Ρότσεστερ κυρίως λόγω της περιουσίας του.  Μην μπορώντας να καταλάβει την ιδιοσυγκρασία της γυναίκας του αλλά ούτε και τις ιδιαίτερες συνθήκες ενός γάμου, ο Ρότσεστερ απιστεί και χρησιμοποιεί αυτήν την σχέση του για να την προκαλεί συναισθηματικά. Θα της αλλάξει το όνομα με το απλοϊκό Μπέρθα και λίγο αργότερα θα φύγουν για την Αγγλία. 

Εκτός από την φεμινιστική σκοπιά του, το μυθιστόρημα είναι σημαντικό διότι η Ρυς παρουσιάζει γλαφυρά και ρεαλιστικά το ιστορικό περιβάλλον της εποχής, δλδ το καθεστώς της αποικιοκρατίας, και από τις δύο πλευρές (των λευκών κατακτητών και των γηγενών, μαύρων σκλάβων) καθώς επίσης και το εμπόριο σκλάβων, θέματα που αποφεύγονταν στα μυθιστορήματα του είδους. Δίνει, επίσης, μία σαφή εικόνα της βρετανικότητας και της ενδο-οικογενειακής διαστρωμάτωσης που επικρατεί στην αγγλική κοινωνία καθώς στο δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος ο Ρότσεστερ, που αλληλογραφεί με τον πατέρα του, αφήνει να διαφανεί η δυσμενής θέση των δευτερότοκων παιδιών στο πατριαρχικό αυτό καθεστώς. 

"Η πλατιά θάλασσα των Σαργασσών" γράφτηκε ως απάντηση στην "Τζέιν Έυρ" και η αφήγησή του, στο μεγαλύτερο μέρος της, συνυφαίνεται με το κλασικό έργο της Έμιλυ Μπροντέ – με αρκετές προβολές στο μέλλον, η Ρυς συνδέει κι αιτιολογεί την ανερμάτιστη  -για τους Άγγλους- και άκρως επικίνδυνη συμπεριφορά της ηρωίδας της με την οποία, παρεμπιπτόντως, είχε πολλές ομοιότητες. Θεωρείται το prequel της Τζέιν Έυρ αλλά διαβάζεται κάλλιστα ως αυτόνομο έργο. Σημαντικό, από όποια μεριά και αν το δει κανείς. Ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια: το εξώφυλλο της παρούσας έκδοσης είναι αναπαραγωγή εκείνου της αρχικής έκδοσης του βιβλίου, το 1966. 


&


Το παρελθόν συναντά το παρόν σε ένα κουτί με παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες  και μία γκραβούρα-αντιγραφή ενός διάσημου πίνακα στο πολυσέλιδο “Ο Πολωνός ιππέας” (μτφρ. Αγγελική Αλεξοπούλου - Καστανιώτης, 1994). Σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικό, το μυθιστόρημα εξετάζει όλα εκείνα που  διαμόρφωσαν τον τριανταπεντάχρονο διερμηνέα Μανουέλ, το alter ego του ισπανού Antonio Muñoz Molina, στο πέρασμα του χρόνου και της ιστορίας  - την ζωή στο ανδαλουσιανό χωριό όπου γεννήθηκε και τους μύθους  της περιοχής, τους προγόνους του και τους χωρικούς γονείς του οι οποίοι παρόλη την απλότητά τους ήταν υποστηρικτικοί στο όνειρό του να σπουδάσει, την ανάγκη του να ξεφύγει από το προδιαγεγραμμένο μέλλον του στο χωράφι, την αγάπη του για τις ξένες γλώσσες και τα ταξίδια. Αφορμή για ετούτη την σε βάθος ανασκόπηση του εαυτού, ο έρωτάς του Μανουέλ για την Νάντια Γκαλάθ την οποία συνάντησε σε ένα συνέδριο στην Νέα Υόρκη - άγνωστοι μεταξύ τους, μεταξύ αγνώστων. 

Το ύφος του Μουνιόθ Μολίνα μοιάζει με το σχινοτενές του Ζοζέ Σαραμάγκου και γι’ αυτό ίσως θεωρηθεί κουραστικό – οι συχνές εναλλαγές του χώρου και του χρόνου όπως και η έλλειψη διαλόγων εντείνουν αυτήν την αίσθηση. Ωστόσο, η δυναμική και η πολυπλοκότητα της αφήγησης σε κρατούν  στην ανάγνωση – οι προσωπικές αναμνήσεις του Μανουέλ αλληλλοσυνδέονται με εκείνες των υπόλοιπων χαρακτήρων κι έτσι αναδύονται διάφοροι μύθοι και παρεξηγήσεις του παρελθόντος. Ωστόσο, οι εμπειρίες του, οι συζητήσεις με την Νάντια και η επιμονή του να αναζητά πραγματολογικά στοιχεία ρίχνουν φως στους μύθους και αποσαφηνίζουν την μνήμη και τις πραγματικότητες της ζωής του. Εκτός αυτού, όμως, το μυθιστόρημα έχει και μερικούς εντυπωσιακούς χαρακτήρες  - την άσηπτη κόρη, τον φωτογράφο Ραμίρο Ρετρατίστα, τον λοχαγό Τσαμόρο που βοηθά τον πατέρα του αφηγητή στις γεωργικές ασχολίες του, και τον επιβλητικό ταγματάρχη Γκαλάθ που δεν διστάζει να υπερασπιστεί τις δημοκρατικές πεποιθήσεις του όταν καταλύεται το πολίτευμα.  

Το μυθιστόρημα ετούτο θεωρείται το tour de force του εξαιρετικά δημοφιλούς στην πατρίδα του Μουνιόθ Μολίνα καθώς ανασυνθέτει τέσσερις γενιές στην διάρκεια ενός αιώνα (η πλοκή εκτυλίσσεται στο διάστημα 1897 – 1990). Έχει αποσπάσει το βραβείο Planeta την ίδια χρονιά που εκδόθηκε (1991) και το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας της Ισπανίας την επόμενη, και στην γλώσσα μας έχουν ήδη μεταφραστεί οκτώ, συνολικά, βιβλία του. Παρόλα αυτά, δεν έχει ακουστεί σχεδόν καθόλου στο δικό μας λογοτεχνικό προσκήνιο και αναρωτιέμαι γιατί - απ’ ότι διαβάζω, ο Μουνιόθ Μολίνα έχει καταπιαστεί με ενδιαφέροντα θέματα, διάφορα λογοτεχνικά είδη κι έχει, επίσης, υιοθετήσει διαφορετικά στυλ γραφής.



!


Και μετά από ένα long-read 700 σελίδων, λίγες αταξίες. "Αταξίες μέσα στην τάξη" είναι μία σειρά έξι βιβλίων που υπογράφει ο Γιώργος Παναγιωτάκης ο οποίος ασχολείται με όλα εκείνα που συμβαίνουν σε μια σχολική τάξη σ' ένα συνηθισμένο ελληνικό σχολείο και στην συνέχεια επηρεάζουν, όπως είναι φυσικό, την εκτός σχολείου καθημερινότητα των παιδιών. 

Το τελευταίο βιβλίο της σειράς έχει τον προβοκατόρικο τίτλο "Αγόρια εναντίων κοριτσιών" (με εικονογράφηση  Χρήστου Δήμου - Κέδρος, 2017).  Από τη μια, παραπέμπει στην σύγκρουση των φύλων (και φίλων) που στις μικρές ηλικίες είναι πολύ έντονη καθώς περιλαμβάνει κοινωνικά στερεότυπα και συμπεριφορές που πρέπει να κατανοήσουν και να παρακάμψουν τα παιδιά - όχι εύκολη υπόθεση  που, ωστόσο, καθορίζει την στάση του παιδιού στις μετέπειτα σχέσεις του.  Κι από την άλλη, σε προϊδεάζει για μια μεγάλη περιπέτεια. Και πράγματι, στην ιστορία γίνονται πολλά – ο Πάνος ανακαλύπτει το μυστικό αλφάβητο των κοριτσιών, η Κίκη αντεπιτίθεται, ο Πάνος με τον Ιορδάνη τις κατασκοπεύουν εκ μέρους όλων των αγοριών, ο Θεμιστοκλής ο γάτος τούς παρακολουθεί, ο μικρότερος Σούλης τους καρφώνει όλους και  η Κίκη, η Άννα, η Ζολέν, η Πάτι, η Ειρήνη και η Αλεξάνδρα τους πιάνουν στα πράσα ενώ η μονίμως αγριεμένη Κλάρα τους κλείνει τον δρόμο. Θα ξεφύγουν όμως, παρόλα αυτά, και την επόμενη ημέρα, εκεί που η αγοροπαρέα σχολιάζει την υπεροχή της, εμφανίζονται τα κορίτσια και τους προκαλούν σε αναμέτρηση. Τα αγόρια δέχονται – ο ποδοσφαιρικός αγώνας ανάμεσα στις δύο ομάδες θα γίνει την Παρασκευή, στο μεγάλο διάλειμμα. 

Η ιστορία είναι καλογραμμένη, με φρεσκάδα, αληθοφάνεια και μια σφιχτή, γρήγορη αφήγηση. Εκτός από την σύγχρονη, ωραία γλώσσα, το κείμενο έχει επίσης πολύ χιούμορ. Ιδίως όταν ο συγγραφέας μιλά με την "νευριασμένη" αργκό των παιδιών και περιγράφει τις επιθετικές συμπεριφορές τους - ένα σημείο που το χάρηκα. Για την ακρίβεια, γέλασα πολύ. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το ότι ο Παναγιωτάκης αφήνει τους χάρτινους πρωταγωνιστές του -και κατ’ επέκταση τους μικρούς αναγνώστες του-  να συλλογιστούν, να αρθρώσουν την σκέψη τους ελεύθερα και στην συνέχεια να πάρουν θέση επίσης ελεύθερα, μόνοι τους -- καίρια τακτική που οδηγεί τους αναγνώστες (κάθε ηλικίας) στον σεβασμό και την αποδοχή του άλλου φύλου. Στην ισοπ... στην ισότητα.






Ήδη έχουν περάσει δεκαπέντε ημέρες χωρίς να έχω πρόσβαση στα αρχεία και τις σημειώσεις μου. Με τον υπολογιστή σε κατάσταση επισκευής εν αναμονή και την θερμοκρασία να ανεβαίνει, οι αναγνώσεις συνεχίζονται...






Σημειώσεις: Το εικαστικό είναι μία φωτογραφική σύνθεση του David Hockney, η "David Hockney, Billy and Audrey Wilder, Los Angeles" (April 1982). Η φωτογραφία του Αντόνιο Μουνιόθ Μολίνα αντλήθηκε από εδώ