Παρασκευή 18 Αυγούστου 2017










Με τον τρόπο


των κλασικών





Το μυθιστορηματικό χρονικό ενός άγριου πολέμου δεν είναι εύκολο ανάγνωσμα, ιδίως όταν δεν γνωρίζεις σχεδόν τίποτα σχετικό. Το "Αστερισμός Ζωτικών Φαινομένων" (μετάφραση & σημειώσεις Αχιλλέα Κυριακίδη – Ίκαρος, 2013) διαδραματίζεται στην εμπόλεμη Τσετσενία για την οποία είχα ακούσει κάποιες περιγραφές στα δελτία ειδήσεων, πριν καιρό, για την εμπόλεμη κατάσταση που επικρατούσε στο έδαφός της. Ωστόσο, ο αμερικανός Anthony Marra, με το πρώτο του αυτό βιβλίο, δεν παρουσιάζει μόνο την απίστευτα βίαιη επιφάνεια της κατάστασης αλλά εμβαθύνει στην αθέατη πλευρά της – στις ζωές των ανθρώπων που ήταν υποχρεωμένοι να συνεχίσουν να ζουν στις ρωγμές ενός πολέμου που έχει χαρακτηριστεί ως το Βιετνάμ της Ρωσίας.

Το μυθιστόρημα περιστρέφεται γύρω από την ζωή έξι ανθρώπων στο χωριό Ελντάρ. Του Άχμεντ, που είναι ο γιατρός του χωριού. Αποτυχημένος, λόγω καλλιτεχνικής φύσης, ωστόσο φροντίζει υποδειγματικά την κατάκοιτη γυναίκα του Ούλα αλλά και τα χέρια του γείτονά του, Ντόκα – την πρώτη φορά που οι ρώσοι στρατιώτες συνέλλαβαν τον δασοκόμο του χωριού, έκοψαν τα δάχτυλα και των δύο χεριών του πριν τον απελευθερώσουν. Την δεύτερη φορά που τον συλλαμβάνουν, ο Ντόκα έχει ήδη προλάβει να φυγαδεύσει την κόρη του –την οκτάχρονη Χαβάα– από την πίσω πόρτα, με οδηγίες να κρυφτεί στο δάσος. Θα την βρει ο Άχμεντ και θα την φυγαδεύσει σε ασφαλές μέρος, κάποια χιλιόμετρα μακριά - στο νοσοκομείο της πόλης Βολτσάνσκ. Η ρωσίδα γιατρός Σόνια είναι η επικεφαλής του νοσοκομείου. Εγκατέλειψε τις σπουδές της στο Λονδίνο κι επέστρεψε στον γενέθλιο τόπο για να αναζητήσει την αδερφή της, Νατάσα, που αγνοείται. Κάνει υπεράνθρωπες προσπάθειες για να φροντίσει τους ασθενείς και τραυματισμένους που καταφθάνουν στο νοσοκομείο σε άθλια κατάσταση ενώ παράλληλα διαχειρίζεται με τον πιο αποδοτικό τρόπο το κτήριο (ο τέταρτος όροφός του είναι βομβαρδισμένος), το ελάχιστο προσωπικό του (μία συνταξιούχο νοσοκόμα κι ένα μονόχειρα φύλακα στους οποίους θα προστεθεί και ο Άχμεντ) και το επίσης ελάχιστο ιατρικό υλικό. Και τέλος, του Χασάν που με κοπιώδη επιμονή συγγράφει την ιστορία του κράτους της Τσετσενίας από τις απαρχές του. Μόνη παρέα του εβδομηντάχρονου καθηγητή, η αγέλη των έξι ψωραλέων σκυλιών που τον ακολουθεί κατά πόδας· και η σιωπή, ως φυσική συνέπεια της συμπεριφοράς του γιού του, Ραμζάν, ο οποίος με αντάλλαγμα την ζωή του, τροφή και την απαραίτητη ινσουλίνη για τον πατέρα του, δίνει με σχετική ευκολία στους ρώσους στρατιωτικούς τα ονόματα που χρειάζονται. 






"Τη νύχτα που οι στρατιώτες έκαψαν το σπίτι της και της πήραν τον πατέρα, η Χαβάα ονειρεύτηκε θαλάσσιες ανεμώνες. Το ξημέρωμα, ενόσω το κορίτσι ντυνόταν, ο Άχμεντ, που δεν είχε κοιμηθεί καθόλου, πηγαινοερχόταν έξω από την πόρτα του υπνοδωματίου..." Η εναρκτήρια πρόταση μας βάζει αμέσως στη δράση – βρισκόμαστε στο 2004, όταν μαίνεται ο Δεύτερος, πιο βίαιος από τον Πρώτο, Πόλεμος της Τσετσενίας. Tο μυθιστόρημα περιγράφει πέντε ημέρες των πρωταγωνιστών του ωστόσο, η πλοκή εκτείνεται σε μία δεκαετία – όσο διήρκησαν μέχρι εκείνη την στιγμή οι δύο πόλεμοι στη χώρα που κάποτε ήταν το αντίστοιχο των ευρωπαϊκών Άλπεων στη Ρωσία. Στην αρχή κάθε κεφαλαίου υπάρχει ένα χρονολόγιο που ορίζει τον χρόνο της αφήγησης, κάτι εξαιρετικά χρήσιμο καθώς ο Μάρα χρησιμοποιεί συχνές αναδρομές στο παρελθόν –ακόμη και πέρα από την δεκαετία των πολέμων– για να φωτίσει τον τρόπο που αυτό επηρρεάζει το παρόν των ηρώων του. Μαθαίνουμε έτσι για την σχέση Άχμεντ-Ντόκα-Ραμζάν – ήταν κολλητοί ως παιδιά. Ο γάμος του Άχμεντ δεν ήταν από την αρχή κενός αλλά η Ούλα δεν μπόρεσε να δεχτεί την κατάσταση του πολέμου και παρέλυσε σωματικά και πνευματικά. Η ερωτική σχέση του Χασάν με την Μίζρα και ο μετέπειτα γάμος της με τον πατέρα του Άχμεντ είναι καταλύτης στην εξέλιξη του μυθιστορήματος. Η πρώτη απόπειρα της Νατάσας να ταξιδέψει μέχρι το Λονδίνο για να βρει την αδερφή της αποδεικνύεται στην πραγματικότητα ένα ακόμη –επιτυχημένο– δρομολόγιο εμπόρου λευκής σαρκός· η δεύτερη, οδηγεί στην αυτοκτονία.

Στις σελίδες κυκλοφορούν, επίσης, και αρκετές εκατοντάδες πρόσφυγες από τις γύρω πόλεις που προσπαθούν να διαφύγουν και μένουν προσωρινά στο σπίτι του Ντόκα το οποίο έχει διαμορφώσει κατάλληλα γι' αυτόν τον σκοπό· ρώσοι στρατιώτες που συλλαμβάνουν και βασανίζουν τους Τσετσένους, ρώσοι αξιωματικοί που φορούν ζώνες ασφαλείας όταν μετακινούνται με όχημα, αντάρτες που εκτελούν αντίποινα και εισβάλλουν αιμόφυρτοι στο νοσοκομείο και κάποιοι έντονα θρησκευόμενοι Μουσουλμάνοι που παίρνουν μέρος σε μια μυσταγωγική τελετή. Επίσης, ένας κλόουν που κλαίει στο υπόγειο ενός άδειου πολυκαταστήματος στην διάρκεια εναέριας επίθεσης, ένας λαθρέμπορος ολκής από τον οποίο η Σόνια προμηθεύεται σπάνιο ιατρικό υλικό κι ένα ασημένιο περίστροφο που θα φέρει προς στιγμήν σε δύσκολη θέση τον Ραμζάν.




Η αγάπη για την κλασική ρωσική λογοτεχνία ήταν το έναυσμα του Άντονυ Μάρρα να σπουδάσει την ρωσική γλώσσα. Έτσι, ως δευτεροετής στο πανεπιστήμιο, επιλέγει τα αντίστοιχα μαθήματα και τα συνδυάζει με ένα σύντομο ταξίδι στην Αγία Πετρούπολη, το 2006. Εκεί, παρατήρησε το εξής: μία ομάδα δεκαεξάχρονων Ρώσων της στρατιωτικής ακαδημίας της πόλης να συναντάται τυχαία στο ίδιο σημείο ενός σταθμού μετρό με μία ομάδα ρώσων βετεράνων του πολέμου της Τσετσενίας. Η μεγάλη αντίθεση μεταξύ της άμεμπτης εμφάνισης των νεαρών ένστολων που κινούνταν σε άψογο σχηματισμό και της παραμελημένης (και ακρωτηριασμένης) των βετεράνων που δεν ήταν πολύ μεγαλύτεροι από τους δόκιμους και οι οποίοι ζητιάνευαν λίγα κέρματα, τον έκανε να αναρωτηθεί για το κοινό σημείο των δύο ομάδων – η Τσετσενία, το παρελθόν του ενός ως μέλλον του άλλου. Δεν ήξερε, όμως, τίποτα για την μικρή αυτή χώρα στο έσχατο άκρο της ανατολικής Ευρώπης, ούτε και για την κατάσταση που επικρατούσε στον βόρειο Καύκασο. Επιστρέφοντας, λοιπόν, στην Αμερική διαβάζει συνεχώς βιβλία σχετικά με αυτή και την σύγχρονη Ρωσία.

"...οι πρώτες-πρώτες ιστορίες πολέμου που άκουσα τόνιζαν την τρέλα και τον παραλογισμό του, την ικανότητα να στρέφει λογικούς, κατά τα άλλα, ανθρώπους σε χαζούς..." λέει ο Μάρρα. Το διαπιστώνει αυτό και στο βιβλίο της εμβληματικής δημοσιογράφου Άννας Πολιτκόφσκαγια η οποία αποτυπώνοντας την πολεμική σύρραξη στην Τσετσενία παρουσιάζει έναν κόσμο που, στερημένος από κάθε λογική, είναι κτηνώδης αλλά παράλληλα και αστείος με έναν ζοφερό, πικρό τρόπο. Έτσι, ενσωματώνει στην αφήγησή του αρκετές σουρεαλλιστικές καταστάσεις που προκαλούν στον αναγνώστη γέλιο αλλά και αμηχανία για την τραγικότητα της στιγμής.

Παρά το νεαρό της ηλικίας του –όταν έγραφε το βιβλίο δεν ήταν ούτε καν τριάντα χρονών–, ο Μάρρα αναδεικνύει δύσκολα θέματα με συναισθηματική ωριμότητα και οξυδέρκεια: τις οικογενειακές σχέσεις που είναι ιδιαίτερα εύθραστες έως απολύτως καταστροφικές στην περίπτωση του Ραμζάν και του πατέρα του. Τους δεσμούς αίματος οι οποίοι δεν είναι πάντοτε οι προφανείς. Την καλλιτεχνική έκφραση και την προστασία της δημιουργίας ως αδιαφιλονίκητη ανάγκη του ανθρώπου ακόμη και κάτω από απάνθρωπες συνθήκες: η Χαβάα ονειρεύεται θαλάσσιες ανεμώνες, απομνημονεύει δύσκολες λέξεις και κατασκευάζει καινούργιες, δικές της· ο Άχμεντ ζωγραφίζει τα πορτρέτα των σαράντα συγχωριανών του που συνέλαβαν οι Ρώσοι και τα βάζει στους κορμούς των δέντρων· η Νατάσσα συνθέτει μια τοιχογραφία του Βολτσάνσκ στον κατεστραμμένο τέταρτο όροφο του νοσοκομείου· ο Χασάν γράφει, σβήνει κι αναπροσαρμόζει την πολύτομη ιστορία της χώρας του και ο Άχμεντ προτείνει στη Σόνια να διαβάσει το "Χατζή Μουράτ" – τη νουβέλα του Λ. Τολστόι που διαδραματίζεται στην Τσετσενία,  στα μέσα του 19ου αι., πάλι εν καιρώ πολέμου, και αναφέρεται στην αρχή της διαμάχης με τους Ρώσους.





Η θέση της γυναίκας δίνεται με ιδιαίτερα εύγλωττο τρόπο στα πρόσωπα της μικρής Χαβάα –«Είναι έξι χρόνων. Καιρός της να μάθει να χειρίζεται όπλα»– και της Σόνιας. "Υποτίθεται πως οι γυναίκες δεν μπορούν να 'ναι γιατροί, δεν είναι ικανές γι' αυτή τη δουλειά, για τη μελέτη, το χρόνο και την αφοσίωση που χρειάζονται, απ' τη στιγμή που έχουν να καθαρίζουν το σπίτι, να φροντίζουν τα παιδιά, να μαγειρεύουν, να ικανοποιούν τον άντρα τους. Αλλά η Σόνια ήταν πιο πολύ φρικιό απ' τον φύλακα (...). Δεν είχε ούτε άντρα ή παιδιά να φροντίζει, ούτε σπίτι να καθαρίζει. Και ήταν ικανή γι' αυτή τη δουλειά, μπορούσε να διαθέτει χρόνο για μελέτη, μπορούσε ν' αφοσιώνεται σε οτιδήποτε μπορεί να χρειάζεται η διεύθυνση ενός νοσοκομείου. Έτσι, ακόμα κι αν η Σόνια ήταν απότομη κι ευέξαπτη, η Χαβάα μπορούσε να της συγχωρέσει αυτές τις αδυναμίες, που ήταν αδυναμίες μόνον ως προς το ότι ήταν το αντίθετο απ' αυτό που υποτίθεται πως πρέπει να 'ναι κάθε γυναίκα. Εκείνο το παχύ και σκληρό κέλυφος έκρυβε τη λεβεντιά τής ζωής της. Της άρεσε αυτό της Χαβάας."  Οι δύο ετούτοι χαρακτήρες είναι πολύ επιφυλακτικοί μεταξύ τους στην αρχή. Στην διάρκεια της αφήγησης, όμως, η σχέση τους θα εξελιχθεί σε μία κατάσταση αποδοχής, προστασίας και αμοιβαίου σεβασμού.

Τέλος, τα ηθικά διλήμματα που θέτει στους χαρακτήρες του είναι εντυπωσιακής, αν μπορώ να το πω έτσι, σκληρότητας. Στην περίπτωση του Ραμζάν το "προδοσία ή θάνατος" παίρνει ιδιαίτερα τραγικές, ανελέητες, διαστάσεις καθώς, παρόλη την απάθεια με την οποία εμφανίζεται να καταδίδει, ο δρόμος μέχρι την ηθική του έκπτωση δεν ήταν αβασάνιστος.





Σε συνέντευξή του, ο Μάρρα ομολογεί πως διαβάζοντας για την Τσετσενία δεν είχε, αρχικώς, καμμία πρόθεση να γράψει μυθιστόρημα. Προφανώς αυτό προέκυψε στην συνέχεια, εξού και το δεύτερο ταξίδι του στην Τσετσενία το 2012 για επιτόπια έρευνα. Επαλήθευση, περισσότερο. Είχε ήδη γράψει το μεγαλύτερο μέρος του "Αστερισμού..." που θα εκδοθεί την επόμενη χρονιά και θα εντυπωσιάσει κοινό και κριτικούς – εξαιρετικά στέρεη δομή, συνεπές ύφος, συναφέστατη πλοκή και πραγματολογικά στοιχεία που αγγίζουν το ντοκιμαντέρ· κι όλο αυτό να εκλείει μία ιδιαίτερη θερμοκρασία που  εμπλέκει τον αναγνώστη στην αφήγηση. Ωστόσο, το μυθιστόρημα είναι καθαρά αποτέλεσμα βιβλιογραφικής έρευνας και επινόησης της φαντασίας του συγγραφέα. Ο ιταλο-ιρλανδικής καταγωγής Μάρρα δεν έχει κανενός είδους σύνδεση με την περιοχή και δεν αντλεί το παραμικρό από την προσωπική του ζωή. "Ζω την λιγότερο  ενδιαφέρουσα, λογοτεχνικώς, ζωή που μπορεί κανείς να φανταστεί" λέει.

Το βιβλίο του, σε αντίθεση, είναι μία περιπέτεια. Η γλώσσα του –που αναδεικνύεται από την θαυμάσια μετάφραση στα ελληνικά του Αχιλλέα Κυριακίδη– όμορφη, δυναμική κι εκφραστική, όχι όμως λυρική –  τα φυλάκια, τα στρατόπεδα, οι καταυλισμοί, τα βασανιστήρια, το εμπόριο λευκής σαρκός, η καταναγκαστική πορνεία και η μαύρη αγορά, ακόμη και ο ακρωτηριασμός που επιχειρεί ο Άχμεντ στο νοσοκομείο με την επίβλεψη της Σόνιας, δίνονται με σαφήνεια που τρομάζει. Οι χαρακτήρες του είναι ρεαλιστικοί και συναισθηματικά πλήρεις – με λάθη, φόβους, αρετές  κι  ευαισθησίες. Εδώ, είχα μία ελαφρά αίσθηση ότι μοιάζουν να μην είναι απόλυτα ενσωματωμένοι στο περιβάλλον τους, ίσως λόγω της συχνής εναλλαγής σκηνών. Μικρό πταίσμα, θα σκεφτείτε και πολύ σωστά. Ο τρόπος δε που ο Μάρρα πλέκει την ιστορία του ενός μέσα στην ιστορία του άλλου και κατόπιν συγχωνεύει τα αφηγηματικά αυτά νήματα  σε μια ενιαία αφήγηση είναι τόσο συνεκτικός και υποδόριος που κρατά γερά το ενδιαφέρον του αναγνώστη. 


Θα ήθελα να γράψω κι άλλο: για στοιχεία που παρέλειψα, για το νόημα του τίτλου, την ελπίδα που θριαμβεύει με την σωτηρία της Χαβάα, ακόμη και για τον έρωτα που αχνοφαίνεται στο κοντινό μέλλον της Σόνιας και του Άχμεντ. Καλύτερα όμως να το διαπιστώσετε οι ίδιοι – ο "Αστερισμός ζωτικών φαινομένων" είναι ένα πολυσύνθετο μυθιστόρημα για τον πόνο και την απώλεια, την αντοχή, την ευθύνη και τον ανθρωπισμό που επιβιώνει σε πείσμα της κτηνωδίας. Ένα βιβλίο που, εντέλει, υπερασπίζεται την ζωή.











Σημειώσεις: Η πρώτη φωτογραφία είναι από το εξώφυλλο του
"A small corner of Hell: Dispatches from Chechnya" της ρωσίδας Anna Politkovskaya, βιβλίο-ντοκουμέντο για την εμπόλεμη κατάσταση στην Τσετσενία και ένα από τα βασικά βιβλία αναφοράς του συγγραφέα. Το πρώτο εικαστικό είναι λεπτομέρεια από το "Garden of Earthly Delights" του Hieronymous Bosch. Ακολoυθεί λεπτομέρεια από το εξώφυλλο του βιβλίου και μετά, ο ασπρόμαυρος πίνακας του εξαιρετικού σύγχρονου, επίσης ρώσου, πορτρετίστα Igor Babailov που έχει τίτλο "My grandmother told me...1937". Στο τέλος, φωτογραφία του συγγραφέα αντλημένη τυχαία από το διαδίκτυο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: