Of War and Being
Με την βιβλιοπαραγωγή να γνωρίζει μεγάλη κίνηση στις μέρες μας, βρέθηκα κάποια στιγμή στο έλεος της αναποφασιστικότητας. Και ήταν μεγάλη αυτή η στιγμή διότι τα βιβλία που έχουν εκδοθεί το τελευταίο διάστημα (πεζογραφήματα, ποίηση, αλλά και ντοκουμέντα, βιογραφίες, παιδικά, κ.ά.) είναι πολύ αξιόλογα. Θέλοντας να διατηρήσω την κριτική γραφή, η επιλογή του επόμενου βιβλίου με μπλόκαρε. Έτσι κατέφυγα με αυτοπεποίθηση στο "Πρωινή Γαλήνη" (Μεταίχμιο, 2015) – ένα ήδη τρις βραβευμένο μυθιστόρημα στα δύο χρόνια κυκλοφορίας του. Εκτός αυτού, όμως, το ύφος του Ηλία Μαγκλίνη μού ήταν ήδη γνώριμο από την ιδιότυπη νουβέλα του "Η ανάκριση".
Το μυθιστόρημα είναι μία αποκάλυψη κι όχι μόνον διότι πρωτοπορεί θεματικά – είναι η πρώτη φορά που παρουσιάζεται ο Πόλεμος της Κορέας στην ελληνική πεζογραφία. Κυρίως διότι είναι πιο εμβριθές, πολυεπίπεδο και πολυθεματικό από τα προηγούμενα βιβλία του συγγραφέα κι ας ξεκινά με κάτι συνηθισμένο – την ιστορία ενός παιδιού που ήθελε να πετάξει.
Ο Δημήτρης Μ. μεγαλώνει σε μια κλειστή οικογένεια στα Βοδενά (η πρότερη ονομασία της Έδεσσας), τυπικό δείγμα του τέλους της δεκαετίας του '40: δύο αδερφές, ένας μικρότερος αδερφός, η μητέρα που ασχολείται με το σπίτι και θέλει να κρατήσει τα παιδιά κοντά της, και ο πατέρας που δουλεύει ακατάπαυστα κάθε βράδυ στο χυτήριό του, στο υπόγειο του σπιτιού. Από μικρός, ο Δημήτρης βοηθά τον πατέρα του ο οποίος τον προορίζει να τον διαδεχτεί στην κατασκευή σιδερένιων κρεβατιών. Και από μικρός, όποτε άκουγε τα στρατιωτικά αεροπλάνα να περνούν πάνω από την πόλη, έβγαζε το κεφάλι από το υπόγειο, τα κοιτούσε να διασχίζουν τον ουρανό και ονειρευόταν να γίνει κι αυτός ιπτάμενος, πιλότος. Απρόσμενος σύμμαχος του νεαρού Δημήτρη ο πατέρας του – μία από τις πιο τραγικές φιγούρες του μυθιστορήματος, όπως θα αποδειχθεί στο τέλος. Τώρα όμως θέλησε ο γιος του να έχει μια ευκαιρία για το καλύτερο που δεν κατόρθωσε ο ίδιος. Είναι η εποχή του Εμφυλίου – συγκρούσεις μαίνονται συνεχώς και η αεροπορία στρατού επιχειρεί συχνά στην περιοχή. Ο θείος, και νονός του Δημήτρη, Προκόπης έχει ανέβει στο βουνό και η μητέρα του Δημήτρη δέχεται πιέσεις να αποκηρύξει τον αντάρτη αδερφό της. Θα υπογράψει τελικά την σχετική δήλωση, παρά την θέλησή της, μόνο για να μην σταθεί εμπόδιο στον Δημήτρη – η ύπαρξη ανταρτών/κομμουνιστών στην οικογένεια ήταν ισχυρός λόγος για να μην γίνει δεκτός στην Σχολή Ικάρων.
H πορεία του Δημήτρη προς το όνειρο ξεκινά. Κατεβαίνει στην Αθήνα, φιλοξενείται από συγγενή του και προετοιμάζεται για τις εξετάσεις της Σχολής. Παράλληλα, γυρίζει την μεταπολεμική πόλη, κάνει φίλους και γνωρίζει τον σαρκικό έρωτα. Γνωρίζει και την συναισθηματική πλευρά του με την Εύα, μια φοιτήτρια γαλλικής φιλολογίας. Οι εξετάσεις δεν θα είναι εύκολες αλλά τις περνά με επιτυχία. Περνά, επίσης, την "εκπαιδευτική" νίλα των παλαιότερων Ικάρων (η σκληρή δουλειά στο σιδεράδικο του πατέρα του φαίνεται πως τον είχε προετοιμάσει καταλλήλως) και την ανίχνευση πολιτικού φρονήματος εν είδει συνέντευξης ενός ανθυπασπιστή του Γραφείου Ασφαλείας, και παρακολουθεί ανελλιπώς τα μαθήματα της Σχολής. Ένα από αυτά είναι και η Μετεωρολογία – οι σχηματισμοί των συννέφων γοητεύουν τον Δημήτρη και οι γνώσεις που θα αποκομίσει για την μορφολογία τους θα τον συντροφεύσουν στις δύσκολες στιγμές του στην συνέχεια.
Ως πρωτοετής πηγαίνει, μαζί με τους υπόλοιπους σπουδαστές της σειράς του, στην Αμερική όπου έμπειροι αμερικανοί αξιωματικοί θα τους εκπαιδεύσουν στις πτήσεις με ειδικά εξοπλισμένο αεροπλάνο. Αρκετοί από αυτούς, όμως, δεν θα αντέξουν την δοκιμασία και θα κοπούν. Ο Δημήτρης είναι ανάμεσά τους. Eπιστρέφει στην Αθήνα νιώθοντας ντροπή και βαθιά ηττημμένος – το σώμα του τον είχε προδώσει, το όνειρό του είχε συντριβεί. Εγγράφεται στην Σχολή Ευελπίδων, την μόνη προοπτική που έχει προκειμένου να μην γυρίσει στην ασφυκτική κοινωνία των Βοδενών και στο σιδεράδικο, και η ζωή του αρχίζει να κινείται σε μία σταθερή τροχιά – κερδίζει βαθμούς στην ιεραρχία του Στρατού Ξηράς, επανασυνδέεται με την Εύα και σχεδιάζουν την κοινή τους ζωή. Ωστόσο, η πορεία αυτή θα ανακοπεί. Λόγω του βαθμού του, είναι αναμενόμενο ότι ο Δημήτρης θα δηλώσει συμμετοχή στο εκστρατευτικό σώμα που θα συμμετέχει στον Πόλεμο της Κορέας – μία αιματηρή σύγκρουση που διήρκησε τρία χρόνια χωρίς να αλλάξει κάτι στο status quo της περιοχής. Ακόμη και σήμερα οι σχέσεις της Βορείου με την Νότιο Κορέα βρίσκονται σε τεντωμένο σκοινί. Όπως λέει κι ένας ανθυπολοχαγός στον Δημήτρη: "Τους σκοτώνουμε και μας σκοτώνουν για να προχωρούν οι ειρηνευτικές συνομιλίες. (...) ...όπως τον κόβω αυτόν τον πόλεμο, από καθαρά στρατιωτικής απόψεως δηλαδή, κανένας δεν κερδάει, κανένας δεν χάνει. Όλη η δουλειά γίνεται για τους χαρτογιακάδες, συνάδελφε." Ο αφηγητής παρακολουθεί τον Δημήτρη όλο αυτό το διάστημα – από την ώρα που επιβιβάζεται σε ένα αμερικανικό οπλιταγωγό στον Πειραιά, στο θαλάσσιο ταξίδι διασχίζοντας τους ωκεανούς του νοτίου ημισφαιρίου μέχρι να φτάσει στην Κορέα. Κι εκεί, στα μετόπισθεν, στα χαρακώματα, στην πρώτη γραμμή, στις μάχες, στο κέντρο περίθαλψης τραυματιών στην Σεούλ, στο νοσοκομείο του Τόκιο και κατόπιν, σε μία μικρή περιήγηση στην πόλη μετά την ανάρρωση. Η αφήγηση της ένατης ενότητας σταματά λίγες στιγμές πριν την κρίσιμη μάχη για την κατάληψη του υψώματος Σκοτς.
Ένα -πρώτο- μυθιστόρημα, μία νουβέλα, αρκετά διηγήματα σε ανθολογίες και περιοδικά, μεταφράσεις κι επιμέλειες βιβλίων – δόκιμος λογοτέχνης και δημοσιογράφος στο επάγγελμα, ο Ηλίας Μαγκλίνης γνωρίζει πως να επικεντρώνεται στο ουσιώδες με διαυγή, καίρια γλώσσα και "λοξή", ιδιότυπη ματιά. Χρησιμοποιεί τις συγγραφικές νόρμες με ευελιξία δίχως να παρασύρεται. Το δεύτερο ετούτο μυθιστόρημά του χωρίζεται σε 10 ενότητες με κεφάλαια, η γενικότερη διάρθρωσή του όμως είναι τέτοια ώστε διακρίνονται με σαφήνεια τρεις μεγάλες χρονικές περίοδοι της ζωής του Δημήτρη: η ζωή στην επαρχία και η ζωή στην Αθήνα, η αποστολή στην Κορέα και τέλος, το παρόν. Στην τελευταία αυτή ενότητα, με ένα ρεαλιστικότατο εύρημα ο συγγραφέας κάνει ένα εκπληκτικό άλμα στην τρέχουσα πραγματικότητα με τις αφηγήσεις του μικρότερου αδερφού του Δημήτρη, της Εύας, του θείου Προκόπη και της συντρόφου του, οι οποίοι αποκαλύπτουν τα σιωπηρά κενά του εμφυλίου και διευκρινίζουν τον παραλογισμό μιας ολόκληρης εποχής. Είναι το μέρος όπου ο Μαγκλίνης καταδεικνύει με έντονη παραστατικότητα το κόστος του εμφυλίου και της στείρας ιδεολογίας στις οικογενειακές και ιδιωτικές ζωές των ανθρώπων ενώ υπερασπίζεται το δίκιο της αντίθετης πλευράς, εκείνης των νικητών του Εμφυλίου, προσπαθώντας να θέσει μια ισορροπία.
Θα έλεγα πως τα πολλά κεφάλαια του μυθιστορήματος μοιάζουν με το κολάζ εικόνων του Χέμινγκουέι, όμως στην ολότητά του το βιβλίο μού έφερε στο νου κάτι πιο οικείο: ένα άλμπουμ με κιτρινισμένες φωτογραφίες, τόσο ως εικόνα όσο και, κυρίως αυτό, ως αίσθηση – να κρατάς στα χέρια σου και να ξεφυλλίζεις με προσοχή κι αδημονία κάτι τόσο εύθραυστο που ωστόσο έχει δύναμη. Αυτό οφείλεται στο ότι, κατά ένα μέρος του, το βιβλίο βασίζεται σε προσωπικό βίωμα – μέχρι το ταξίδι του Δημήτρη στην Αμερική, ο συγγραφέας βασίζεται στην ζωή του πατέρα του που ως αντισμήναρχος συμμετείχε στον πόλεμο της Κορέας. Οφείλεται, όμως, και στην διάθεση του Μαγκλίνη να καταπιάνεται με προκλητικά, απαιτητικά θέματα – έναν ξεχασμένο πόλεμο κι έναν "αποσιωποιημένο" νικητή.
Το σώμα και οι ιδιότητές του είναι ένα ακόμη προκλητικό, απαιτητικό θέμα που δεσπόζει στο μυθιστόρημα – μία εμμονή, όπως έχει πει ο ίδιος ο συγγραφέας, η οποία χαρακτηρίζει και τα δύο προηγούμενα βιβλία του. Στην "Πρωινή Γαλήνη" την χειρίζεται με ιδιαίτερα έντονο ρεαλισμό που παραλίγο να με πτοήσει. Δεν με πτόησε όμως διότι το εντάσσει στην πλοκή με κατάλληλο, αληθή τρόπο – οι ερωτικές επαφές του Δημήτρη αντανακλούν τις κοινωνικές επιταγές και τον πουριτανισμό εκείνης της εποχής. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, εκφράζουν την ζωτική αντίδραση του ανθρώπου σε έναν απροσδιόριστο φόβο (του αγνώστου; του ανήκειν; του μέλλοντος;) που αναπτύσσεται και συσσωρεύει τις διαφορετικές πτυχές του με τα χρόνια. Αργότερα, στο πεδίο άσκησης όπως και σε εκείνο του πολέμου, το σώμα του Δημήτρη με όλες τις σωματοποιημένες ματαιώσεις του, μεταλλάσσεται πλέον σε πηγή μόνιμης οδύνης γι' αυτόν. Παρ' όλη όμως την διαρκή εσωτερική σύγκρουση, ο Δημήτρης προτάσσει συνεχώς την ισχυρή θέλησή του για ζωή. Έτσι, η υλική υπόσταση του σώματος υποχωρεί σταδιακά, και στοχαστικά, δίνοντας την θέση του σε μια σωματικότητα που, αναπόφευκτα, θα διαμορφώσει τον ψυχισμό και την τελική του ταυτότητα.
Είναι ευχάριστο να βλέπεις έναν συγγραφέα να εξελίσσεται. Ο Μαγκλίνης διατηρεί μεν την οξυδερκή και άμεση ματιά που θυμάμαι από την Ανάκριση και η γραφή του παραμένει ρέουσα, αλλά δεν είναι λιτή όπως τότε· ούτε αποστασιοποιημένη. Τώρα, μοιάζει συνειρμική, διαθέτει λυρισμό κι ευαισθησία, σχεδόν τρυφερότητα, στον τρόπο με τον οποίο δημιουργεί τον πρωταγωνιστή του και όλο αυτό δίνει στο κείμενο μια ασυνήθιστη αίσθηση προφορικότητας - εκλεπτισμένη ίσως, σίγουρα όμως φροντισμένη, με τα γλωσσικά ιδιώματα αντίστοιχα της εποχής, όπου χρειαζονταν, και κατάλληλα ενσωματωμένα στην αφηγηματική ροή. Οι κεντρικοί πρωταγωνιστές –Δημήτρης, Εύα, οι γονείς τους, ο θείος Προκόπης και ο Γιώργος– έχουν αποδοθεί με εξαιρετική διαφάνεια και τα περιφερειακά πρόσωπα που τους πλαισιώνουν είναι εξίσου ευδιάκριτα με μεστή, δυναμική παρουσία: ο μικρός Τσανγκ, ο έφεδρος Λουκάς, ο επίατρος Μαγγίνας είναι μερικά από τα πρόσωπα που εντυπώνονται στο νου. Σε συγκινούν, για να είμαι ειλικρινής κι αυτό δεν το περίμενα. Όπως δεν περίμενα από ένα μυθιστόρημα τέτοιας έκτασης, θέματος και δύσβατων (μεταφορικά και κυριολεκτικά) καταστάσεων να ήταν τόσο ευανάγνωστο κι αγωνιώδες. Πόσο μάλλον, που το δεύτερο μέρος του διαδραματίζεται εν μέσω πολέμου. Κι όμως. Αν και το πρώτο μέρος είναι κάπως κοινότοπο, το δεύτερο προχωρά σε βάθος σκέψης και κατά μέτωπον επίθεση στον φοβικό εαυτό και την ιστορία ενώ στο τρίτο μέρος το βάρος του παρελθόντος (πολιτικό και ιστορικό) διαχέεται κατά στάγδιν στο παρόν με την ίδια σφοδρότητα μίας πολεμικής αναμέτρησης. Thrilling, indeed.
Μόνη ένσταση: οι πολλές λεπτομέρειες – δείγμα της πολυετούς κι ενδελεχούς έρευνας του συγγραφέα για το υλικό του, είναι απαραίτητες για την ολοκληρωμένη σκιαγράφηση προσώπων και καταστάσεων και δίνουν πραγματολογική βαρύτητα στο κείμενο. Θα μπορούσαν, ωστόσο, να ήταν λιγότερες σε οριμένα σημεία, κάτι που θα προσέδιδε έναν ελαφρώς πιο συνεκτικό ρυθμό στην εξέλιξη της πλοκής, και περισσότερη συνέπεια σε συγκεκριμένους χαρακτήρες.
Σημειώσεις: Το βιβλίο έχει αποσπάσει τα εξής βραβεία: Ιδρύματος Κώστα & Ελένης Ουράνης της Ακαδημίας Αθηνών, του λογοτεχνικού περιοδικού "Κλεψύδρα" και το βραβείο Μυθιστορήματος του Αναγνώστη. // Το πρώτο εικαστικό είναι μία χωροτακτική εγκατάσταση με φως, του ισλανδο-δανού Olafur Eliasson με τίτλο "Beauty" (1993). Το δεύτερο –που μοιάζει με γκραβούρα αλλά στην πραγματικότητα είναι τοπιογραφία του ύστερου 15ου αι.– ανήκει στον κορεάτη Seo Munbo. Η εγκατάσταση "Freedom" (2001) είναι του ελληνικής καταγωγής αμερικανού Zenos Frudakis. Τέλος, η φωτογραφία του συγγραφέα είναι της Eva Darara.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου